Ενα «de ja vou», σαν κακοστημένη φάρσα του περσινού καλοκαιριού, θυμίζουν οι κυβερνητικές ανακοινώσεις για την εξέλιξη της πανδημίας. Τι κι αν οι εμβολιασμένοι μετά από 7 μήνες είναι κάτω από το 50%, εξαιτίας των καθυστερήσεων στην παραγωγή και διανομή των εμβολίων, που γίνεται με κριτήριο το κέρδος των φαρμακοβιομηχανιών και όχι τις λαϊκές ανάγκες... Η κυβέρνηση τα βλέπει όλα «καλώς καμωμένα», ανάβει πράσινο φως για να επισκεφτούν τη χώρα μας τουρίστες εμβολιασμένοι και με άλλα σκευάσματα, που δεν έχει εγκρίνει η ΕΕ και γι' αυτό δεν τα προμηθεύεται η ίδια. Κι από την άλλη, κουνάει το δάχτυλο της «ατομικής ευθύνης», την ώρα που οι παραδοχές της για το πώς έχει χειριστεί μια σειρά από αντενδείξεις των εμβολίων αποκαλύπτουν ότι το ζήτημα του εμβολιασμού όχι μόνο δεν μπορεί να είναι «ατομική υπόθεση», αλλά θα πρέπει απαραίτητα να περιλαμβάνει πολύ περισσότερα σε ό,τι αφορά την ιατρική παρακολούθηση πριν και μετά.
Προσπερνώντας όλα αυτά, και ενώ η επιστημονική κοινότητα προειδοποιεί για νέο κύμα έξαρσης από Σεπτέμβρη, την ώρα που η έξαρση σε άλλες χώρες, ακόμα κι εκεί που έχει προχωρήσει περισσότερο ο εμβολιασμός, προειδοποιεί για τις μεταλλάξεις, η κυβέρνηση όχι μόνο δεν παίρνει κανένα επιπλέον μέτρο ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος Υγείας και επίταξης του ιδιωτικού τομέα, αλλά προσποιείται ότι ξεμπερδέψαμε και ετοιμάζεται για το «νέο» ακόμα πιο εμπορευματοποιημένο ΕΣΥ, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Και παράλληλα ανάβει «πράσινο φως» ώστε τα όποια υγειονομικά πρωτόκολλα για τον Τουρισμό να γίνονται ...«ελβετικό τυρί», όπως επιτάσσουν τα συμφέροντα των τουρ οπερέιτορ, των εφοπλιστών, των μεγαλοξενοδόχων, με μόνο «πιστοποιητικό» ασφαλείας τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων. Σε αντίθεση με το κλίμα εφησυχασμού, η πάλη για την υγεία του λαού επιβάλλεται να μην κάνει διακοπές.
Ενα στα πέντε παιδιά στη χώρα μας υποβάλλονται στο μαρτύριο των υλικών στερήσεων και αδυνατούν να καλύψουν αυτά και οι οικογένειές τους βασικές ανάγκες σε αγαθά και υπηρεσίες. Αυτό είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού. Οπως μάλιστα σημειώνεται στη σχετική ανακοίνωση, «προκύπτει ότι η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ανταπόκρισης στην πληρωμή έκτακτων οικονομικών αναγκών, αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μίας εβδομάδας το χρόνο, αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναμία πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών, όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο, αυτοκίνητο, αδυναμία αποπληρωμής δανείων ή αγορών με δόσεις, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών), δεν αφορά μόνο το φτωχό πληθυσμό, αλλά και μέρος του μη φτωχού πληθυσμού», με τη σχετικότητα βέβαια που έχουν οι ορισμοί και η κατηγοριοποίηση της ΕΛΣΤΑΤ. Το ενδιαφέρον ωστόσο της έρευνας εστιάζεται στην ηλικιακή κατηγορία έως 17 ετών, όπου το 2020 καταγράφεται αύξηση της υλικής στέρησης κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2019, στο 19,7%. Το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 11,9% το 2009, αποκαλύπτοντας τη δραματική χειροτέρευση της κατάστασης χιλιάδων λαϊκών οικογενειών στα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης, με κυβερνήσεις ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, αλλά και τα «έπεα πτερόεντα» του ΣΥΡΙΖΑ περί «δίκαιης ανάπτυξης» την περίοδο της δικής του διακυβέρνησης, μέχρι το καλοκαίρι του 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου