Το δικαίωμα στην υγεία για να είναι καθολικό και προσιτό σε όλους χωρίς περιορισμούς δεν μπορεί να διασφαλιστεί παρά μέσω μιας δημόσιας υπηρεσίας. Γιατί μια τέτοια υπηρεσία δεν υπόκειται στους κανόνες κερδοφορίας και γι’ αυτό μπορεί να προσφέρει μια πλήρη και πανομοιότυπη υπηρεσία σε όλους
Το ζήτημα του Δημόσιου Συστήματος Υγείας μοιάζει περίπλοκο, για τον απλό λόγο ότι από την ιστορική του κατασκευή ήταν μια κατάκτηση των λαϊκών τάξεων ενάντια στο κεφάλαιο και είναι στενά συνδεδεμένο με την ιστορία της αστικής δημοκρατίας και του καπιταλισμού. Γι’ αυτό και η εξέλιξη ενός συστήματος υγείας μπορεί να αντανακλά τόσο τα κοινωνικά και υγειονομικά ζητήματα της εποχής, όσο και το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης σε άμεση συνάρτηση πάντα και κυρίως με το επίπεδο των ταξικών συσχετισμών μεταξύ της κυρίαρχης τάξης και της εκμεταλλευομένης μέσα στην κοινωνία. Κι αυτό φάνηκε στην πανδημία που επέτεινε τις κοινωνικές ανισότητες, ευνοώντας τη συσσώρευση κερδών από τη μια και αποδυναμώνοντας μισθωτούς και ανέργους, και γενικά ευάλωτους οικονομικά ανθρώπους, με κατάρρευση του δημόσιου συστήματος υγείας.
Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, στη Δυτική Ευρώπη, μ’ ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα, πολλές από τις βασικές υπηρεσίες από τις οποίες εξαρτιόνταν οι άνθρωποι, όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η κοινωνική περίθαλψη, παρέχονταν από το κράτος και χρηματοδοτούνταν από τους φόρους των πολιτών. Με τη διάλυση όμως της Σοβιετικής Ένωσης, τον κομμουνισμό ως οργανωτική αρχή της κοινωνίας στην Ευρώπη να απαξιώνεται και το εργατικό κίνημα σε καθίζηση, η επίθεση του κεφαλαίου στις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος αποκτά όλο και πιο σκληρά χαρακτηριστικά, αποκαλύπτοντας ένα σύστημα που λειτουργεί, χωρίς φτιασιδώματα πια, μόνο προς όφελος της κυρίαρχης τάξης. Και η εμπορευματοποίηση της υγείας σ’ αυτό αποβλέπει, να ωφελήσει τον ιδιωτικό παράγοντα, τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται σ’ αυτόν τον τομέα διευρύνοντας την κερδοφορία. Είναι η πληθώρα των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα που έχουν χρησιμεύσει στην ενίσχυση του κεφαλαίου στην χάραξη πολιτικής για την υγεία. Για να γίνει όμως αυτό αποδεκτό, τις τελευταίες δεκαετίες ξαναγράφονται οι κανόνες προς όφελος των εταιρειών. Πρώτα όμως θα έπρεπε να ξεπεραστεί η υπεράσπιση για το δημόσιο υγειονομικό σύστημα που είχε διαρκή δημοτικότητα και λαϊκή υποστήριξη. Η μεθόδευση γι’ αυτό περιλάμβανε τη δημιουργία λαϊκής δυσαρέσκειας με την προσοχή σε τυχόν αστοχίες του δημόσιου συστήματος και την προώθηση της επιλογής ως αξίας από μόνη της, παράλληλα με την προπαγάνδα για την αποτελεσματικότητα, την αποδοτικότητα, την ισότητα και άλλα ηχηρά ως επιδιώξεις της βαθμιαίας ιδιωτικοποίησης του.
Και ακριβώς αυτό κάνει η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, γιατρός και η ίδια, Μ. Γκάγκα, όταν υπερασπίζεται το νομοσχέδιό της, «Δευτεροβάθμια περίθαλψη, ιατρική εκπαίδευση και λοιπές διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας”, απέναντι στην καθολική αντίδραση των υγειονομικών και όχι μόνον βέβαια. Χρησιμοποιεί το επιχείρημα ότι δίνει περισσότερες επιλογές και έναν βαθμό ελευθερίας που έχουν ανάγκη όλα τα συστήματα. Γι’ αυτό λοιπόν και δίνεται το δικαίωμα ιδιωτικού ιατρείου στους μόνιμους, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης ιατρούς του ΕΣΥ, ευνοώντας τα μεγάλα ιδιωτικά πολυιατρεία, οδηγώντας στη διάλυση και απαξίωση του ΕΣΥ, με άμεση συνέπεια την κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας.
Στην πραγματικότητα, αυτό το νομοσχέδιο φαίνεται να υλοποιεί τους στόχους εκείνων που επιθυμούν να εργαλειοποιήσουν την υγειονομική περίθαλψη για να παράγουν κέρδος. Ήδη δεκαετίες τώρα, η έντονη παρουσία ιδιωτικών ασφαλίσεων, κερδοσκοπικών κλινικών, βιομηχανιών προϊόντων υγείας (οπτικής, οδοντιατρικής, ακοής, κ.λπ.) και ιδιαίτερα της κερδοσκοπικής φαρμακοβιομηχανίας μας υπενθυμίζει ότι φυσικά και ο τομέας της υγείας δεν είναι καθόλου προστατευμένος από την καπιταλιστική λογική.
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας και στη χώρα μας δεν οργανώθηκε, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 από τον Γ. Γεννηματά, λαμβάνοντας υπόψη και μόνο μια τεχνική μελέτη για την αποτελεσματικότητα ή μια ανάλυση κόστους οφέλους. Στην πραγματικότητα ήταν προϊόν κοινωνικών αγώνων, γεννήθηκε από μια μη θεσμοποιημένη σύγκρουση δεκαετιών, την ταξική πάλη, που οικειοποιήθηκε η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιδιώκοντας τη συναίνεση για κατευνασμό και εφησυχασμό του εργατικού κινήματος. Από τη δεκαετία όμως του 1990, η οικονομική συνεισφορά του ασθενούς αρχίζει να αυξάνεται, συμμετοχή κατά 25% στην φαρμακευτική δαπάνη επί κυβερνήσεως Κων. Μητσοτάκη, και έκτοτε έπρεπε να καταβάλλει ολοένα αυξανόμενο μερίδιο από τις δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης.
Το αποτέλεσμα είναι η βαθμιαία ιδιωτικοποίηση της περίθαλψης, με σύμπραξη του ιδιωτικού τομέα στους κερδοφόρους τομείς και με τη ζήτηση δυνητικά απεριόριστη, να οδηγεί σταδιακά στην αύξηση του κόστους της και στην αδυναμία πρόσβασης σε αυτή για τους ασθενείς όταν είναι πολύ ακριβή. Στο πλαίσιο αυτό, τα λαϊκά στρώματα, των οποίων η κατάσταση της υγείας είναι και η πιο επιδεινωμένη, είναι αυτονόητο ότι πλήττονται περισσότερο από τις πολιτικές ιδιωτικοποίησης της χρηματοδότησης της περίθαλψης. Καθιστώντας λοιπόν την περίθαλψη πιο ακριβή για όλους και ειδικά για τους φτωχότερους, τους αναγκάζουν να αφιερώσουν μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού τους στην υγειονομική περίθαλψη και, ως εκ τούτου, να θυσιάσουν άλλα απαραίτητα αγαθά, αυτά μάλιστα που συμβάλλουν στη διατήρηση της υγείας, όπως τρόφιμα, υγιεινή, στέγαση. Επιπλέον, τα οικονομικά εμπόδια που εισάγονται στην πρόσβαση στην περίθαλψη μπορούν να προκαλέσουν, πέρα από τις απειλές για την υγεία των ίδιων των ατόμων, συλλογικό κίνδυνο εξάπλωσης ασθενειών και μεταβολής επομένως της συλλογικής ευημερίας, όπως φάνηκε στην περίοδο της πανδημίας.
Φυσικά, όλες αυτές τις δεκαετίες αποδόμησης των συστημάτων υγείας, κανείς δεν τολμά ξεκάθαρα να αντιταχθεί στο δικαίωμα στην υγεία, αφού θεωρείται αναμφίβολα ως μια γενική ανθρώπινη αρχή. Αναγνωρίζεται εξάλλου ως δικαίωμα και από το άρθρο 25 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η εξασφάλιση της υγείας και ευημερίας και η ασφάλιση για την ασθένεια. Αυτό όμως το δικαίωμα για να είναι καθολικό και προσιτό σε όλους χωρίς περιορισμούς δεν μπορεί να διασφαλιστεί παρά μέσω μιας δημόσιας υπηρεσίας. Γιατί μια τέτοια υπηρεσία δεν υπόκειται στους κανόνες κερδοφορίας και γι’ αυτό μπορεί να προσφέρει μια πλήρη και πανομοιότυπη υπηρεσία σε όλους, ανεξάρτητα από την περιουσία του προσώπου που λαμβάνει βοήθεια ή τον τόπο κατοικίας του, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει πάντα έτσι. Ωστόσο είναι μια δυνατότητα και απαίτηση που η αποδοχή της, έστω και θεωρητικά, κερδήθηκε με αγώνες και είναι καθήκον των λαϊκών στρωμάτων να αγωνίζονται για να την επιβάλλουν.
Οι τρέχουσες πολιτικές λοιπόν και στον τομέα της υγείας, κινούνται προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσης της αγοράς και της ιδιωτικοποίησης, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο κεντρικός παράγοντας αυτής της στρατηγικής. Ακόμα και η χρησιμοποίηση του όρου υπηρεσίες κοινής ωφέλειας για τις δημόσιες υπηρεσίες δεν μοιάζει να είναι τόσο αθώα, γιατί μετατοπίζει τον ορισμό από το κεντρικό ζήτημα της ιδιοκτησίας κεφαλαίου σε αυτόν του στόχου, αρκετά αόριστου που υποτίθεται μπορεί να επιτευχθεί με διάφορους τρόπους και μέσα. Επομένως, καθώς η Ε.Ε έχει προτεραιότητα την αγορά, την ελεύθερη επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστικότητα οι κανόνες που εφαρμόζονται, της ανταγωνιστικής καπιταλιστικής οικονομίας και στις δημόσιες υπηρεσίες, υποστηρίζεται ότι μπορεί να επιτύχουν το στόχο πραγματοποίησης του ασαφούς και γενικού δημόσιου συμφέροντος. Κι αφού θεωρούνται και οι υπηρεσίες που παρέχονται στον υγειονομικό τομέα οικονομικές δραστηριότητες που υπόκεινται στον ανταγωνισμό και στην ελεύθερη αγορά, τότε και ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να παρέχει αυτές τις υπηρεσίες πολύ καλά. Και είναι βέβαια το ταξικό κράτος που οικειοποιήθηκε την κοινωνική ασφάλιση για να την θέσει στην υπηρεσία της αγοράς αποδεικνύοντας ότι αγορά και κράτος στην πραγματικότητα ενεργούν από κοινού. Είναι το ταξικό κράτος που αποφασίζει για την πολιτική υγείας στην υπηρεσία της αγοράς, ανεξάρτητα από τις λαϊκές ανάγκες.
Και καταλήγουμε να προωθούνται συστήματα υγείας και κοινωνικής ασφάλισης πολλαπλών ταχυτήτων σ’ αυτήν τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης. Στο υψηλότερο επίπεδο, βρίσκονται εκείνοι με υψηλά εισοδήματα και προσωπικές περιουσίες που θα είναι σε θέση να αντέξουν οικονομικά τις ιδιωτικές, αμειβόμενες, αποτελεσματικές και ανεπτυγμένες υπηρεσίες υγείας. Στην άλλη άκρη της πυραμίδας, υπάρχουν εκείνοι που δεν μπορούν να πληρώσουν τίποτα και που θα δικαιούνται, αν τους παρέχεται, την ελάχιστη υπηρεσία σε ένα υποβαθμισμένο νοσοκομείο, γιατί εξαντλούνται τα κονδύλια.
Επειδή λοιπόν ο άρρωστος υποβιβάζεται σε ένα αντικείμενο στερημένο από θέληση που εξαρτάται από το οικονομικό του υπόβαθρο, που αντιμετωπίζεται από τις εμπορευματοποιημένες υπηρεσίες υγείας σαν αντικείμενο οικονομικής δοσοληψίας και καταλήγει μόνος και ταπεινωμένος να χάνει την αξιοπρέπειά του, η απαίτηση για υποστήριξη της δημόσιας περίθαλψης θα πρέπει να είναι το τελεσίγραφο που τα λαϊκά στρώματα με την αγωνιστική τους κινητοποίηση θα δώσουν στην κυρίαρχη εξουσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου