«Μπορείς να δουλεύεις τη μια περίοδο 10 ώρες και μια άλλη 6 ώρες ή να παίρνεις ρεπό. Αυτό μπορεί να είναι και διευκόλυνση για κάποιους», έλεγε τις προάλλες ο υπουργός Εργασίας Κ. Χατζηδάκης, παρουσιάζοντας περίπου ως ...ευεργετικό μέτρο για τους εργαζόμενους την επιβολή του 10ωρου με ατομικές συμβάσεις και την οριστική κατάργηση του 8ωρου, που ετοιμάζει η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο για τα Εργασιακά.
Για το «καλό» του εργαζόμενου, λοιπόν, προστίθενται δύο επιπλέον ώρες στο 8ωρο, επεκτείνοντας τον απλήρωτο χρόνο εργασίας, το χρόνο δηλαδή που παράγει κέρδη για το αφεντικό του. Για το καλό του, μέσα από τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, σε συνέχεια ανάλογων ρυθμίσεων από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, μπαίνει ταφόπλακα στον σταθερό ημερήσιο χρόνο εργασίας. Για το καλό του, σμπαραλιάζεται ο εργάσιμος χρόνος, ο προσωπικός και οικογενειακός προγραμματισμός.
Ομως, όσο προπαγανδιστικό μελάνι και αν χύσει η κυβέρνηση, τα αντεργατικά σκουπίδια δεν γίνονται στολίδια. Αλλωστε, η εργατική τάξη έχει πλούσια εμπειρία από σκληρές αντεργατικές αναδιαρθρώσεις που πάντα «σερβίρονταν» για το ...καλό της!
Ηταν πριν δυο δεκαετίες, όταν προωθώντας τη μερική απασχόληση, οι τότε κυβερνήσεις, η εργοδοσία και από κοντά η συνδικαλιστική πλειοψηφία της ΓΣΕΕ τη διαφήμιζαν ως μια «εναλλακτική» μορφή απασχόλησης, ειδικά για τις γυναίκες, που θα μπορούσαν τάχα να συνδυάζουν το μειωμένο ωράριο με τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις.
Βλέποντας τη γυναίκα ως χρυσωρυχείο για τα κέρδη τους και πατώντας στην ανάγκη της να βρει δουλειά, χωρίς το κράτος να της εξασφαλίζει τις οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του νοικοκυριού, που το ίδιο το σύστημα της φορτώνει, παρουσίαζαν περίπου ως «μάννα εξ ουρανού» τη μερική απασχόληση, που άνοιγε το δρόμο για συνολικότερες ανατροπές σε βάρος ανδρών και γυναικών.
Αυτό ακριβώς κρυβόταν πίσω από τις μεθοδεύσεις κυβέρνησης και εργοδοσίας. Γι' αυτό σήμερα το 30% των μισθωτών, άνδρες και γυναίκες, εργάζεται με σύμβαση μερικής απασχόλησης, ο κατώτερος μισθός δεν ξεπερνά τα 300 ευρώ μεικτά, συμπιέζοντας και τον μέσο μισθό, ενώ όσον αφορά τις νέες συμβάσεις, τουλάχιστον το 50% είναι μερικής απασχόλησης. Οχι βέβαια από «επιλογή», αλλά επειδή η εργοδοσία μπορεί έτσι να έχει τον εργαζόμενο όσο και όποτε τον χρειάζεται και να τον διώχνει ευκολότερα μέσω των συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
Κατά τον ίδιο τρόπο, σήμερα προβάλλεται η τηλεργασία ως «εναλλακτική» μορφή απασχόλησης, που στόχο έχει να διευκολύνει τάχα τους εργαζόμενους. Τα «καλά» της βέβαια τα ζουν από πρώτο χέρι όσοι εξαιτίας της πανδημίας βρέθηκαν στη θέση να μετατρέψουν το σπίτι τους σε χώρο δουλειάς, στριμωγμένοι με τις οικογένειές τους σε λίγα τετραγωνικά, κρεμασμένοι από το τηλέφωνο και την οθόνη του υπολογιστή, για να ανταποκρίνονται άμεσα και οποιαδήποτε ώρα στις απαιτήσεις της εργοδοσίας.
Πολύ πριν την πανδημία, οι επιχειρηματικοί όμιλοι είχαν εκτιμήσει το πολλαπλό όφελος που έχει η τηλεργασία για τα κέρδη τους, με την αύξηση της παραγωγικότητας, το «σβήσιμο» των ορίων ανάμεσα στον εργάσιμο και μη εργάσιμο χρόνο, την εξοικονόμηση από λειτουργικά έξοδα γραφείων, την ανάθεση στον εργαζόμενο του κόστους απόκτησης και συντήρησης των εργαλείων της δουλειάς.
Προτεραιότητά τους ήταν η γενίκευση της τηλεργασίας. Και η εφαρμογή της σε μεγάλη κλίμακα την περίοδο της πανδημίας τούς άνοιξε κυριολεκτικά την όρεξη. Εφτασε μάλιστα ο πρωθυπουργός με θράσος να διαφημίζει τα «καλά» της τηλεργασίας για τους νέους, λέγοντας ότι Ελλάδα «δεν είναι μόνο οι όμορφες παραλίες», αλλά και η ...δυνατότητα να δουλεύουν από όπου κι αν βρίσκονται, με μόνο εφόδιο μια αξιόπιστη διαδικτυακή σύνδεση!
Στο ίδιο μοτίβο, η κυβέρνηση παρουσιάζει την καραμπινάτη ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επικουρικών συντάξεων ως «απελευθέρωση» δήθεν του εργαζόμενου, που «θα πάρει στα χέρια του» την Ασφάλισή του και θα την προσαρμόσει στις ιδιαίτερες ανάγκες του. Πρόκειται για ακόμα μια απάτη ολκής, με την παραπέρα ιδιωτικοποίηση και μετατροπή της Κοινωνικής Ασφάλισης σε ατομική υπόθεση, με παροχές που θα εξαρτώνται όχι βέβαια από τις ανάγκες, αλλά από την τσέπη του κάθε ασφαλισμένου.
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι αυτά που η κυβέρνηση εμφανίζει ως «νέα» και «σύγχρονα», ακόμα και «καινοτόμα» μέτρα δήθεν «διευκόλυνσης» ή «ανακούφισης» των εργαζομένων, δεν είναι τίποτα άλλο παρά «επανέκδοση» των ίδιων και χιλιοχρησιμοποιημένων εργαλείων για την ένταση της εκμετάλλευσης. Είναι ταυτόχρονα και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς η εξέλιξη της επιστήμης και η ενσωμάτωση των επιτευγμάτων της στην παραγωγή αξιοποιούνται σε βάρος των εργαζομένων, ενώ θα έπρεπε να μειώνεται ο χρόνος εργασίας και να βελτιώνονται οι συνθήκες δουλειάς.
Οση χρυσόσκονη κι αν ρίχνουν κυβερνήσεις και εργοδότες, η βαρβαρότητα του καπιταλισμού δεν μπορεί να κρυφτεί. Μπροστά και στα νέα μέτρα, η οργάνωση της πάλης και της αντεπίθεσης, η διεκδίκηση της ικανοποίησης των σύγχρονων λαϊκών αναγκών είναι μονόδρομος για τους εργαζόμενους. Το εμπόδιο για σύγχρονους όρους δουλειάς και αμοιβής είναι η οργάνωση της παραγωγής με κριτήριο το κέρδος κι αυτό είναι που πρέπει να φύγει από τη μέση.
Αναδημοσίευση από τη στήλη «Η Άποψή μας» του «Ριζοσπάστη», Τετάρτη 24 Μάρτη 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου