Στα πλαίσια των συμφωνιών για ανταλλαγή πληροφοριών με την Τουρκία (από τον Νοέμβρη του 2007), ένα αμερικάνικο μη επανδρωμένο αεροσκάφος, ένα Predator drone, ανιχνεύει και παρακολουθεί την κίνηση της ομάδας των χωρικών, για πέντε ώρες.
Οι Αμερικάνοι ενημερώνουν την τουρκική στρατιωτική διοίκηση της περιοχής, σημειώνοντας ότι πρόκειται, πιθανά, για διέλευση ύποπτης ομάδας Κούρδων ένοπλων μαχητών του PKK.
Χωρίς να διασταυρώσουν την πληροφορία, όπως όφειλαν, και παρά το γεγονός ότι οι διαδρομές των χωρικών ανάμεσα στα τουρκικά και ιρακινά χωριά ήταν γνωστές στις αρχές, τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη F-16 σηκώθηκαν στον αέρα.
Μόλις πέρασαν τα σύνορα, στην πέτρα με το νούμερο 15, τα τουρκικά μαχητικά εξαπέλυσαν πυραύλους αποδεκατίζοντας τους «ύποπτους μαχητές», την μικρή ομάδα των άοπλων Κούρδων χωρικών. Ο βομβαρδισμός διήρκεσε 45 λεπτά, μεταξύ 9:39 και 10:24 μ.μ.
Επεσαν νεκροί 34 από τους 38. Οι 19 από αυτούς παιδιά κάτω από 18 χρόνων με τον μικρότερο, μόλις στα 12, κι από τους υπόλοιπους 15, από 19 έως 38 ετών ο μεγαλύτερος.
Το ξημέρωμα οι κάτοικοι των γύρω χωριών μαζεύτηκαν στη δύσβατη περιοχή να μαζέψουν τους νεκρούς τους. Το γειτονικό στρατόπεδο δεν έδωσε άδεια σε στρατιώτες και στους υγειονομικούς της μονάδας να ψάξουν για επιζώντες και να βοηθήσουν στη μεταφορά των πτωμάτων.
«Μαζέψαμε
όσα κομμάτια από τα τεμαχισμένα σώματά τους μπορέσαμε να βρούμε και με
γαϊδούρια που επέζησαν από τον βομβαρδισμό τα μεταφέραμε στο χωριό
μας», διηγήθηκε ένας από τους συγχωριανούς τους.
Το τουρκικό κράτος δυο μέρες μετά, γιόρταζε την Πρωτοχρονιά με λαμπρές γιορτές και πανηγύρια, λες και η σφαγή στο Ρομπόσκι δεν έγινε ποτέ, ή ήταν ένα τίποτα.
Το 1993, το τουρκικό κράτος, και με τη χρήση στρατιωτικής βίας, εκκένωσε τα κουρδικά χωριά και τα μετέτρεψαν σε ναρκοπέδια, ξεριζώνοντας τους κατοίκους και μεταφέροντάς τους σε νέα, στην Επαρχία Σιρνάκ, κοντά στα σύνορα με το Ιρακ. Ανάμεσά τους το Ρομπόσκι (η τουρκική ονομασία του είναι Ορτάσου), και το Μπεζού (Γκιούλγιαζί) στην περιοχή Γκιλεμπάν (Ουλούντερέ).
Σε μια περιοχή έντονα στρατιωτικοποιημένη, σε ένα περιβάλλον με μεγάλες εκτάσεις ναρκοθετημένες, που έχουν στοιχίσει στο παρελθόν τουλάχιστον 5 ανθρώπινες ζωές, 20 ακρωτηριασμένους και μεγάλο αριθμό ζώων από τις εκρήξεις ναρκών, η μοναδική δυνατότητα για να επιζήσουν οι άνθρωποι είναι το διασυνοριακό εμπόριο, οι ανταλλαγές προϊόντων με τα γύρω χωριά που τυχαίνει να βρίσκονται στην «άλλη πλευρά» των συνόρων, στο Νότιο Κουρδιστάν (Ιρακινό Κουρδιστάν).
«Είμαι
υποχρεωμένος να κάνω αυτή τη δουλειά», είπε ένας 27χρονος κάτοικος της
περιοχής. «Σε μια οικογένεια 13 μελών μόνο εγώ εργάζομαι. Μας πήραν τα
χωράφια μας, έκαψαν τις καρυδιές μας και έκαναν την περιοχή ναρκοπέδιο.
Μόνο αυτή τη δουλειά μας άφησαν. Όταν θέλησαν να αυξήσουν το αριθμό των
πολιτοφυλάκων, μας απείλησαν, και με τις νάρκες που τοποθέτησαν σκότωσαν
και σακάτεψαν συγγενείς μας. Με τον εκφοβισμό έκαναν κάποιους
πολιτοφύλακες. Αυτοί που δεν υπέκυψαν στον φόβο και με γνώση του
κινδύνου συνεχίζουν να πηγαίνουν για χάρη των 100 λιρών εβδομαδιαίως.
Ένα μουλάρι έχω, αν λείψει κι αυτό θα πεινάσουμε».
Αλλωστε αυτό το εμπόριο είναι υπόθεση αιώνων. Οι παππούδες τους και οι πατεράδες τους ακολουθούσαν αυτές τις διαδρομές, χρησιμοποιώντας πάντα τους ίδιους δρόμους, χωρίς να έχουν αντιμετωπίσει ποτέ σοβαρά προβλήματα από τις αρχές και των δύο χωρών. Εχουν συγγενείς που ζουν στις περιοχές μετά τα σύνορα. Γι αυτούς τους ανθρώπους φυσικό σύνορο, φράχτης ή συρματοπλέγματα δεν υπάρχουν, μονάχα μια πέτρα στημένη στη μέση του παμπάλαιου μονοπατιού με σκαλισμένο πάνω της το νούμερο «15».
Στα χρόνια που ακολούθησαν
Λίγους μήνες μετά και ενώ οι έρευνες βρίσκονταν σε εξέλιξη, ο Ρετζέπ Νταγίπ Ερντογάν δηλώνει ότι πρόκειται για ένα «θλιβερό και λυπηρό λάθος». Λίγες μέρες νωρίτερα, μάλιστα, βράβευσε, για την συνολική του προσφορά, τον Διοικητή των Τουρκικών Αεροπορικών Δυνάμεων, ο οποίος ήταν υπεύθυνος των βομβαρδισμών.
Τον Μάρτη του 2013 η Επιτροπή που είχε αναλάβει να εξετάσει τη Σφαγή του Ρομπόσκι και τις τυχόν ευθύνες, παραδίνει στη Κοινή Γνώμη την αναφορά της. «Ηταν ένα ατύχημα». «Δεν υπήρξε πρόθεση στο περιστατικό». «Η ΜΙΤ (Milli İstihbarat Teskilati – Εθνική Οργάνωση Πληροφοριών Τουρκίας) και το Γενικό Επιτελείο είχαν δώσει λαθεμένες πληροφορίες για επικείμενη δράση των ανταρτών του ΡΚΚ στην περιοχή».
Διεξήχθη έρευνα για τη σφαγή. Ο Γενικός Εισαγγελέας του Ντιγιαρμπακίρ (Αμιδα) απεφάνθη ότι δεν έχει δικαιοδοσία για την υπόθεση και έστειλε το φάκελο στη στρατιωτική εισαγγελία του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Στις 7 Γενάρη 2014, η Στρατιωτική Εισαγγελία εξέδωσε απόφαση «μη δίωξης».
Οι οικογένειες των θυμάτων άσκησαν έφεση κατά της απόφασης αυτής, ο φάκελος υποβλήθηκε στο Συνταγματικό Δικαστήριο στις 18 Ιούλη 2014. Το Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «λείπουν έγγραφα» και ζήτησε από τις οικογένειες να συμπληρωθούν. Στις 24 Φλεβάρη 2015 το Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή των οικογενειών με το σκεπτικό ότι «τα ελλείποντα στοιχεία δεν προσκομίστηκαν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος».
Στη συνέχεια ο φάκελος των 281 ατόμων που ήταν συγγενείς των 34 νεκρών, απεστάλη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο απέρριψε την αίτηση, μετά από δυο χρόνια, στις 17 Μάη 2018, λέγοντας ότι δεν εξαντλήθηκαν όλες οι νομικές δυνατότητες εντός της Τουρκίας.
Κανείς δεν ανακρίθηκε, κανείς δεν οδηγήθηκε στο Δικαστήριο και κανείς δεν τιμωρήθηκε για τον βομβαρδισμό των αμάχων και την Σφαγή του Ρομπόσκι.
Κανείς, εκτός από τον δημοσιογράφο της εφημερίδας Ταράφ, τον αρθρογράφο Αχμέτ Αλτάν, ο οποίος, για το άρθρο του με τίτλο «Κρατική Συνενοχή και Ηθική», τον Γενάρη του 2012, αναφέρθηκε στη Σφαγή του Ουλούντερε (Ρομπόσκι) και έγραψε ότι «οι υπεύθυνοι πρέπει να βρεθούν, να δικαστούν και να τιμωρηθούν». Ο Αλτάν για αυτό το άρθρο του κατηγορήθηκε για προσβολή του τότε πρωθυπουργού, Ταγίπ Ερντογάν, και καταδικάστηκε σε ποινή 11 μηνών και 20 ημερών.
Από την άλλη μεριά η κυβέρνηση του ΑΚΡ, προσπάθησε, στην αρχή, ανεπιτυχώς, να εξαγοράσει τις οικογένειες των θυμάτων. Οι οικογένειες ήθελαν δικαιοσύνη. Το τουρκικό κράτος να παρενοχλεί τους συγγενείς.
Όλα σχεδόν τα μέλη των οικογενειών που είχαν θύματα, κάποια στιγμή συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό κράτηση. Μερικοί καταδικάστηκαν και φυλακίστηκαν. Κάποιοι εξακολουθούν να βρίσκονται στη φυλακή, όπως ο Ferhat Encü, βουλευτής του HDP της εκλογικής περιφέρειας του Σιρνάκ.
Το μνημείο της σφαγής στο Ρομπόσκι
Σε μια κεντρική πλατεία του δήμου Καγιάπινάρ, της πόλης του Ντιγιάρμπακιρ, που οι Κούρδοι ονομάζουν Αμιδα, ο Δήμος της πόλης, τον Δεκέμβρη του 2013, έστησε ένα επιβλητικό μνημείο, του γλύπτη Σουάτ Γιακούτ (Suat Yakut), στη μνήμη των 34 νεκρών της σφαγής του Ρομπόσκι.
Οκτώ πύραυλοι καρφωμένοι γύρω από μια τραγική φιγούρα της Κούρδισσας μάνας, ίσως αδελφής, ίσως συζύγου ή κόρης. Στη βάση του μνημείου αναγράφονταν τα 34 ονόματα των νεκρών της επίθεσης.
Τρία χρόνια αργότερα, την Κυριακή 8 Γενάρη 2017, οι βάρβαροι του τουρκικού κράτους, μια μεγάλη δύναμη της τουρκικής αστυνομίας με φορτηγά και τεθωρακισμένα οχήματα εισέβαλαν στο πάρκο Ροζάβα, στην Αμιδα (Ντιγιάρμπακιρ) και κατεδάφισαν το επιβλητικό μνημείο.
Μετά την καθαίρεση και φυλάκιση των Κούρδων εκλεγμένων δημάρχων, οι διορισμένοι αξιωματούχοι στο δήμο του Καγιάπινάρ, στη περιοχή όπου ήταν το μνημείο επικαλέστηκαν άγνοια και δήλωσαν ότι δεν είχαν καμία πληροφόρηση για το θέμα.
Η Εντσού, εκ μέρους των μητέρων των σφαγιασθέντων του Ρομπόσκι, δήλωσε ότι τέτοια βάρβαρα φαινόμενα μισαλλοδοξίας, μαζί με εγκλήματα και σφαγές, συμβαίνουν κάθε μέρα στη πολιτεία.
«Κάνουν
ότι μπορούν για να ξεχαστεί το περιστατικό.
Προσπάθησαν να εμποδίσουν
την κατασκευή του μνημείου. Νομίζουν ότι αν γκρεμίσουν το μνημείο θα
ξεχάσουμε! Κάνουν λάθος», είπε.
«Θα συνεχίσουμε τον αγώνα μας μέχρι το τέλος. Γκρεμίσανε το μνημείο. Αυτό μεγάλωσε τον πόνο μας. Οι
δολοφόνοι του Ρομπόσκι επέστρεψαν για να σκουπίσουν το αίμα από τα
χέρια τους πάνω στο μνημείο με τα ονόματα των 34 θυμάτων τους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου