ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ
Με
αφορμή τις εξελίξεις της τελευταίας περιόδου, το δημοψήφισμα, τους
κεφαλαιακούς ελέγχους και τις κλειστές τράπεζες, το δίλημμα της
παραμονής στη ζώνη του ευρώ ή την έξοδο από αυτή, την πρόταση για νέο
μνημόνιο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, έχει ενδιαφέρον να
παρακολουθήσουμε τις τοποθετήσεις φυσικών εκπροσώπων της αστικής τάξης,
του κεφαλαίου. Με το κείμενο που ακολουθεί, επιχειρούμε να
παρακολουθήσουμε τους προβληματισμούς και τις διαφορετικές τοποθετήσεις
που εκφράζονται, στο πλαίσιο της συζήτησης που διεξάγεται ανάμεσα σε
τμήματα του κεφαλαίου. Αυτό βοηθάει να κατανοηθεί καλύτερα το οικονομικό
υπόβαθρο των αντιθέσεων που εκφράζονται σε πολιτικό επίπεδο.
Στήριξη με κάθε τρόπο της νέας αντιλαϊκής συμφωνίας
Στις 17 Ιούνη, εκπρόσωποι κορυφαίων εργοδοτικών οργανώσεων απευθύνονται με επιστολή τους στον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα. Την επιστολή απέστειλαν οι: Κωνσταντίνος Μίχαλος, πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος (ΚΕΕΕ), Θεόδωρος Φέσσας, πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), Βασίλειος Κορκίδης, πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου & Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), Ανδρέας Ανδρεάδης, πρόεδρος Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) και Αθανάσιος Σαββάκης, πρόεδρος Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ).
Με αυτή ζητούσαν από την κυβέρνηση «να αποφύγει η χώρα τη ρήξη με τους εταίρους και την έξοδο από την Ευρωζώνη» και ταυτόχρονα περιγράφουν τους όρους με τους οποίους πρέπει να γίνει αυτό: «Η
ελληνική επιχειρηματική κοινότητα στηρίζει τις διαρθρωτικές αλλαγές που
έχει ανάγκη ο τόπος και, ιδίως, κάθε προσπάθεια για την εξυγίανση του
ασφαλιστικού συστήματος, τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου και δίκαιου
φορολογικού πλαισίου, την πάταξη της φοροδιαφυγής, την αξιοποίηση της
δημόσιας περιουσίας, καθώς και τη βελτίωση της παραγωγικότητας στη
δημόσια διοίκηση της χώρας, ώστε να υπερβούμε τα σημερινά αδιέξοδα της
διαπραγμάτευσης. Μόνον έτσι θα αποφευχθούν η υπερφορολόγηση, οι έκτακτες
εισφορές και άλλες αντιπαραγωγικές πρακτικές που πληγώνουν τις
επιχειρήσεις, την απασχόληση και εντέλει την οικονομία».
Με άλλα λόγια, ζητάνε την παραμονή στο ευρώ και την ΕΕ, με την απαίτηση να ληφθούν τα απαραίτητα αντιλαϊκά μέτρα (π.χ. εξυγίανση ασφαλιστικού συστήματος, αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας), προκειμένου να υπερασπίσουν τα συμφέροντα της τάξης τους, προσπαθώντας με ενεργό τρόπο να παρέμβουν στις διαπραγματεύσεις για τη διαμόρφωση μιας νέας συμφωνίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το προηγούμενο διάστημα, σε ξεχωριστές δηλώσεις και παρεμβάσεις τους, αυτοί οι φορείς του κεφαλαίου ασκούσαν κριτική στο περιεχόμενο της συμφωνίας, στην οποία έτειναν να καταλήξουν κυβέρνηση και ΕΕ - ΕΚΤ - ΔΝΤ, ότι θα έπληττε επιχειρήσεις των κλάδων που εκπροσωπούσαν, κυρίως μέσα από την αύξηση διαφόρων ειδών φόρων.
Στις 23 Ιούνη, δηλαδή πριν ανακοινωθεί το δημοψήφισμα, ο Β. Κορκίδης, πρόεδρος της ΕΣΕΕ, δήλωνε ότι «τα ισοδύναμα μέτρα των 7,9 δισ. ευρώ που συμπεριλαμβάνονται στην ελληνική πρόταση, είναι πολύ βαρύς λογαριασμός για τη μεσαία τάξη της χώρας». Ωστόσο, «η διευθέτηση της μεγάλης εκκρεμότητας περί παραμονής στην Ευρωζώνη, μας δίνει τη δυνατότητα να καταθέσουμε προτάσεις για την καλύτερη διαχείριση της κατάστασης και να ασχοληθούμε με τα ουσιαστικά ζητήματα της οικονομίας, της επιχειρηματικότητας και της αγοράς».
Ο Κ. Μίχαλος, πρόεδρος της ΚΕΕΕ, την ίδια μέρα προτίμησε να εστιάσει στο περιεχόμενο της συμφωνίας, που τότε θεωρούταν σχεδόν έτοιμη. Συγκεκριμένα, διαμαρτυρήθηκε για το μέτρο της φορολόγησης των επιχειρήσεων, σημειώνοντας πως «τα μέτρα είναι άκρως υφεσιακά, καθώς συνιστούν μια άγρια φοροεπιδρομή, κυρίως στις επιχειρήσεις. Η αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων από 26% σε 29%, σε συνδυασμό με την αύξηση της προκαταβολής φόρου στο 100%, είναι βέβαια ότι θα οδηγήσουν σε σωρεία νέων λουκέτων στην αγορά, με θύματα και αυτή τη φορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις».
Ο ίδιος, στις 29 Ιούνη, ενώ δηλαδή είχε ανακοινωθεί το δημοψήφισμα, απευθύνεται με επιστολή του στον πρωθυπουργό, όπου μεταθέτει το κέντρο βάρος της συζήτησης από το ζήτημα της φορολογίας σε βάρος των επιχειρήσεων στο ζήτημα των κλειστών τραπεζών και τις επιπτώσεις που αυτό έχει στις επιχειρήσεις. «Κάθε μέρα που περνάει, η κατάσταση στη χώρα γίνεται χειρότερη. (...) Τα χειρότερα, όμως, είναι μπροστά μας και όχι πίσω μας. Η αιφνίδια απόφαση της κυβέρνησης (...) οδηγεί πλέον τη χώρα, την οικονομία και την κοινωνία σε εξαθλίωση. Οταν κλείνουν οι τράπεζες, σταματάει να χτυπά η καρδιά της οικονομίας. Και είναι θέμα χρόνου να σταματήσει να λειτουργεί ό,τι εξακολουθεί να παράγει σε αυτή τη χώρα. (...) Είτε θα προχωρήσουμε σε μία έντιμη συμφωνία με τους εταίρους μας μέχρι την Τετάρτη».
Ανάλογα αντέδρασαν και άλλοι εκπρόσωποι του κεφαλαίου. Οι ίδιοι που στις 17 Ιούνη ζητούσαν παραμονή στο ευρώ και την ΕΕ, επαναλαμβάνουν το αίτημά τους τρεις μέρες μετά το δημοψήφισμα, με κοινή τους δήλωση. Τη δήλωση υπογράφουν οι Κωνσταντίνος Μίχαλος, πρόεδρος ΚΕΕΕ, Θεόδωρος Φέσσας, πρόεδρος ΣΕΒ, Βασίλειος Κορκίδης, πρόεδρος ΕΣΕΕ, Γιώργος Καββαθάς, πρόεδρος ΓΣΕΒΕΕ και Ανδρέας Ανδρεάδης, πρόεδρος ΣΕΤΕ.
Σε αυτή επισημαίνουν: «Ηδη χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις κάθε μεγέθους (...) βρίσκονται σε κατάσταση οικονομικής ασφυξίας, εξαιτίας των κεφαλαιακών ελέγχων στις τράπεζες. (...) Την ύστατη ώρα, κάνουμε έκκληση στον πρωθυπουργό και στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου να τιμήσουν στην πράξη τη δέσμευσή τους για παραμονή της χώρας στο ευρώ».
Από την άλλη μεριά, άλλα τμήματα του κεφαλαίου φαίνεται να έχουν εδώ και μήνες προετοιμάσει σχέδια δράσης τους σε περίπτωση εξόδου από το ευρώ. Είναι κυρίως το ποντοπόρο εφοπλιστικό κεφάλαιο, που αντιδρά στην κατάργηση των φοροαπαλλαγών του, την οποία ζητά η Κομισιόν, ενώ εκπρόσωποί του απειλούν ότι θα φύγουν στο εξωτερικό σε περίπτωση που αυτό συμβεί.
Μια εξήγηση για την απαίτηση των αποκαλούμενων «θεσμών» για κατάργηση των φοροαπαλλαγών τους δίνεται στο σάιτ «e-nautilia». Σε δημοσίευμά του στις 27 Ιούνη, αναφέρεται πως «η ποντοπόρος ναυτιλία της Ελλάδας καλείται να πληρώσει υψηλότερο φόρο χωρητικότητας (tonnage tax), καθώς και να απολέσει σταδιακά τις φοροαπαλλαγές που απολαμβάνει, σύμφωνα με τις τελευταίες προτάσεις που παρουσίασαν οι πιστωτές της χώρας, στην εν εξελίξει κρίσιμη διαπραγμάτευση με την ελληνική κυβέρνηση». Και συνεχίζει, εξηγώντας ότι «η απαίτηση αυτών των θεσμών (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ) μόνο άσχετη δεν μπορεί να θεωρηθεί με τον "άτυπο πόλεμο" που εξελίσσεται μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών εφοπλιστών τα τελευταία χρόνια. Δεν έχει περάσει πολύ διάστημα από την είδηση για εξαγορά από ελληνική εταιρεία συνολικά 24 γερμανικών ποντοπόρων εμπορικών πλοίων, μέσα σ' ένα μόλις χρόνο. Εντύπωση προκαλεί και το γεγονός πως στη συγκεκριμένη αξίωση των δανειστών, δεν προσδιορίζεται δημοσιονομικός στόχος. (...) Πρόκειται για αίτημα της τρόικας από το 2011».
Ενδιαφέρον για τη στάση που κρατούν τα διάφορα τμήματα του εφοπλιστικού κεφαλαίου, σ' ένα πιθανό ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ, είναι το άρθρο που αναρτάται στο οικονομικό σάιτ «newmoney.gr» την 1η Ιούλη, με τον τίτλο «Ελληνική Ναυτιλία: Μπροστά στο φάσμα της πτώχευσης της ελληνικής οικονομίας».
Σε αυτό επισημαίνεται το εξής: «Τους τελευταίους μήνες, τα οικονομικά στελέχη ναυτιλιακών εταιρειών εκπόνησαν σχέδια βάσει των οποίων θα κινηθεί ο εφοπλισμός, σε περίπτωση που η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα βρεθεί σε αδιέξοδο μετά το δημοψήφισμα, ενώ εξέτασαν ακόμη και το σενάριο της πτώχευσης».
Επίσης, το άρθρο επικαλείται εφοπλιστικούς κύκλους, οι οποίοι κάνουν την εξής ανάλυση:
«Ως προς τα ποντοπόρα πλοία που πραγματοποιούν έσοδα στο εξωτερικό, οι άμεσες συνέπειες από ένα πιστωτικό γεγονός στην Ελλάδα θα είναι σχετικά περιορισμένες, αν και θα υπάρξουν επιπτώσεις στο χρηματοοικονομικό τομέα (...) Στην πιο απίθανη περίπτωση επιστροφής στη δραχμή, που αναμένεται να συνοδευτεί από μία ή περισσότερες υποτιμήσεις, εν σχέση προς το ευρώ και τα αλλά διεθνή νομίσματα, τα οφέλη για τα ποντοπόρα πλοία και για τους Ελληνες αξιωματικούς θα είναι σαφώς περισσότερα, διότι η αγοραστική άξια των μετέπειτα δραχμοποιούμενων κεφαλαίων θα είναι μεγαλύτερη».
Για την ακτοπλοΐα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά από την ποντοπόρο ναυτιλία. Το ίδιο το άρθρο σημειώνει ότι «στην ακτοπλοΐα η κατάσταση θα είναι διαφορετική, διότι τα πλοία αντλούν τα έσοδά τους από την εσωτερική αγορά (...) Ενα πιστωτικό γεγονός με παραμονή στο ευρώ θα έχει μεν αρνητικές συνέπειες στις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες εν πολλοίς έχουν χρηματοδοτήσει την ακτοπλοΐα, αλλά δε θα αλλάξουν πολλά στο κόστος καυσίμων, ασφαλίστρων, ανταλλακτικών κ.ο.κ., που καταβάλλεται σε ευρώ».
Με αυτά τα δεδομένα, οικονομικά στελέχη ναυτιλιακών εταιρειών εκτιμούν πως «στην περίπτωση επιστροφής στη δραχμή με υποτίμηση, ανατρέπεται ολόκληρο το σημερινό σκηνικό στην πλευρά του κόστους, με σημαντικές αλλαγές στις προαναφερθείσες κατηγορίες, με κυρίαρχο το ζήτημα της αποπληρωμής δανείων σε ευρώ με έσοδα σε - υποτιμημένες - δραχμές. Από την άλλη πλευρά, στην τελευταία περίπτωση, είναι πολύ πιθανόν να υπάρξει μια αύξηση στον αριθμό των τουριστών που θα θελήσουν να επισκεφτούν τα ελληνικά νησιά, τα οποία θα έχουν καταστεί - μέσω της υποτίμησης - πιο ελκυστικά. (...) Λόγω των επιπτώσεων που θα έχει μια τέτοια κατάσταση στα δημόσια οικονομικά, το ζήτημα των άγονων γραμμών θα εξελιχτεί σε πολύ δυνατό πονοκέφαλο, τόσο σε κρατικό, όσο και σε νησιωτικό επίπεδο, με τους ακτοπλόους να βρίσκονται στη μέση».
Ακόμα, στο «dealnews.gr», στις 7 Ιούλη, δυο μέρες μετά το δημοψήφισμα, αναρτάται δημοσίευμα, το οποίο αναφέρει πως «...δεν τους "τρομάζει" (σ.σ. τους εφοπλιστές) ο αντίκτυπος της ελληνικής κρίσης και του "ναυαγίου" των συζητήσεων με τους πιστωτές στη ναυτιλιακή βιομηχανία, ούτε και τα capital controls. Περισσότερο ανήσυχοι εμφανίζονται για μια πιθανή αύξηση της φορολογίας, ακόμη και ως φυσικών προσώπων, αλλά και το γενικότερο κλίμα οικονομικής αβεβαιότητας στη χώρα, που αποδυναμώνει την εικόνα της και το ρόλο της ως διεθνές ναυτιλιακό κέντρο στο εξωτερικό».
Στο ίδιο δημοσίευμα, εξηγείται ότι το ποντοπόρο εφοπλιστικό κεφάλαιο δεν ανησυχεί για την κατάσταση στις τράπεζες, γιατί «"κανένας δε διαθέτει σημαντικά ποσά μετρητών στις εγχώριες τράπεζες πια", λένε χαρακτηριστικά. Οι περισσότερες εταιρείες είναι γνωστό πως καλύπτουν τις ανάγκες χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων τους με μετρητά, με μεταφορές ποσών από το εξωτερικό. Στη χειρότερη περίπτωση, οι μόνες συνέπειες από την επιβολή ελέγχων κεφαλαίου θα είναι να προστεθούν κάποιες επιπλέον μικρές απώλειες στην τελική γραμμή των ισολογισμών».
Από την άλλη, το ποντοπόρο εφοπλιστικό κεφάλαιο προειδοποιεί ότι στην περίπτωση που αρθούν οι φοροαπαλλαγές του, θα φύγει από την Ελλάδα και θα εγκατασταθεί σε άλλες χώρες, με ευνοϊκότερο γι' αυτό φορολογικό καθεστώς.
Διαφοροποιημένες, ως προς τη στάση που κρατούν, είναι και οι ντόπιες φαρμακοβιομηχανίες.
Η Πανελλήνια Ενωση Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) έσπευσε, σε συνθήκες που έμπαιναν ερωτήματα σχετικά με τη δυνατότητα να καλυφτούν οι ανάγκες σε φάρμακα, να παρέμβει. Καθησυχάζοντας ουσιαστικά τις όποιες ανησυχίες, σημείωνε χαρακτηριστικά, σε ανακοίνωσή της, ότι η ΠΕΦ «επιθυμεί να διαβεβαιώσει το κοινό πως λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την πλήρη επάρκεια των νοσοκομείων και των φαρμακείων στα φάρμακα που έχουν ανάγκη οι ασθενείς για τη θεραπεία τους».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ενωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), Θ. Τρύφωνα, οι εγχώριες φαρμακοβιομηχανίες έχουν υποστεί πλήγμα τα τελευταία χρόνια «σε επίπεδο τιμολόγησης, φορολογίας, αλλά και μέσω σειράς οικονομικών επιβαρύνσεων, με αντιπροσωπευτικότερα τα διαδοχικά ετήσια rebates και clawbacks και το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων (με τα οποία είχαν πληρωθεί παραγγελίες από την ελληνική φαρμακοβιομηχανία) από το PSI. Η κατάσταση επιδεινώθηκε κι από την πλήρη απουσία μιας πολιτικής ενθάρρυνσης της χρήσης γενοσήμων. Το ασφυκτικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε για τις εγχώριες φαρμακευτικές βιομηχανίες, περιόρισε σημαντικά τις δυνατότητές τους για στρατηγικές ανάπτυξης, καθιστώντας σε πολλές μονάδες ορατό τον κίνδυνο αφανισμού τους».
Ο ίδιος, στις 3 Ιούλη, σε συνέντευξή του στο ραδιοφωνικό σταθμό «Βήμα», επισήμανε πως: «Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία είναι ένας δυναμικός και εξωστρεφής κλάδος. Εχουμε σημαντικές διεθνείς συνεργασίες και εξαγωγές στην Ευρωπαϊκή Ενωση, έχουμε συμμετοχή σε πολλά ευρωπαϊκά προγράμματα με ευρωπαϊκές και άλλες εταιρείες και λαμβάνουμε και πολλά κονδύλια. Αρα, για εμάς δεν υπάρχει δίλημμα ΝΑΙ ή ΟΧΙ. Για εμάς είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να είμαστε μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση».
Δυο μέρες νωρίτερα, την Τετάρτη 1η Ιούλη, ο αντιπρόεδρος της φαρμακοβιομηχανίας «ΒΙΑΝΕΞ», Δημήτρης Γιαννακόπουλος, μιλώντας σε εκδήλωση επιχειρηματιών, σημείωσε: «Από τη σκοπιά της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, είμαστε ίσως ο κλάδος που έχουμε υποστεί τη σφοδρότερη επίθεση από τους δανειστές και τα συμφέροντα που εξυπηρετούν. Μετά από την παταγώδη αποτυχία να ελέγξουν τη φαρμακευτική δαπάνη με πολιτικές οριζόντιων μειώσεων στις τιμές των φαρμάκων, ζητούν τώρα και νέες μειώσεις, σε εξευτελιστικά πλέον επίπεδα. (...) Οπως κατέστρεψαν τη γεωργία, έτσι θέλουν να καταστρέψουν και τη βιομηχανία. (...) Δε θα συναινέσουμε στην καταστροφή της ελληνικής παραγωγής φαρμάκου. Αυτό οφείλει να κάνει και η ελληνική κυβέρνηση. (...). Αυτή τη φορά, έχουμε την ευκαιρία και θα ψηφίσουμε ΟΧΙ στο δημοψήφισμα της Κυριακής».
Δε θα πρέπει, επίσης, να μας διαφύγει ότι ανάλογη παρέμβαση με την ΠΕΦ πραγματοποίησαν και άλλοι επιχειρηματικοί όμιλοι. Συγκεκριμένα, «MOTOR OIL», «ΕΛΠΕ» και «AEGEAN OIL» διαβεβαίωσαν ότι υπάρχει επάρκεια σε πετρελαιοειδή, ενώ σε ανάλογες διαβεβαιώσεις προχώρησαν η «Αθηναϊκή Ζυθοποιία», η «Τρία Εψιλον» κ.ά. Μάλιστα, αυτές οι παρεμβάσεις αξιοποιήθηκαν και σε σχετικό non paper του Μεγάρου Μαξίμου, ως παρεμβάσεις υπέρ της συγκυβέρνησης.
Η ανάγνωση των απόψεων τμημάτων του κεφαλαίου μάς επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι άλλα τμήματα εκτιμούν ως καταστροφική μια μη συμφωνία και άλλα φλερτάρουν με την ιδέα, ακόμα και με το ενδεχόμενο της εξόδου από το ευρώ. Στην τελευταία κατηγορία βρίσκονται τμήματα του κεφαλαίου της ποντοπόρας ναυτιλίας, που έχουν ισχυρές συναλλαγές με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, κεφάλαιά τους είναι κυρίως σε τράπεζες του εξωτερικού. Συνολικά, αντιδρούν στην επιπλέον φορολόγησή τους και στην κατάργηση των φοροαπαλλαγών τους. Εκπρόσωποι φορέων του κεφαλαίου, όπως ο ΣΕΒ, το ΚΕΕΕ και άλλοι, αν και ζητούσαν η όποια λύση να προϋποθέτει την παραμονή στην ΕΕ και το ευρώ, την ίδια στιγμή αντιδρούσαν στους όρους της συμφωνίας που χτυπούσαν τα δικά τους συμφέροντα, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού με άλλα τμήματα του διεθνούς κεφαλαίου.
Ωστόσο, όταν τέθηκε ζήτημα λειτουργίας των τραπεζών, οι ίδιοι φορείς έκαναν την επιλογή «συμφωνία να 'ναι και ό,τι να 'ναι», αρκεί ν' ανοίξουν οι τράπεζες, από τις οποίες τα τμήματα αυτά είναι άμεσα εξαρτημένα. Πράγμα, βεβαίως, που είναι λογικό, γιατί οι τράπεζες αποτελούν ζωτικό όργανο για τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος.
Ριζοσπάστης Κυριακή 12 Ιούλη 2015
Με άλλα λόγια, ζητάνε την παραμονή στο ευρώ και την ΕΕ, με την απαίτηση να ληφθούν τα απαραίτητα αντιλαϊκά μέτρα (π.χ. εξυγίανση ασφαλιστικού συστήματος, αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας), προκειμένου να υπερασπίσουν τα συμφέροντα της τάξης τους, προσπαθώντας με ενεργό τρόπο να παρέμβουν στις διαπραγματεύσεις για τη διαμόρφωση μιας νέας συμφωνίας.
Η αγωνία τους για τις κλειστές τράπεζες
Αξίζει να σημειωθεί ότι το προηγούμενο διάστημα, σε ξεχωριστές δηλώσεις και παρεμβάσεις τους, αυτοί οι φορείς του κεφαλαίου ασκούσαν κριτική στο περιεχόμενο της συμφωνίας, στην οποία έτειναν να καταλήξουν κυβέρνηση και ΕΕ - ΕΚΤ - ΔΝΤ, ότι θα έπληττε επιχειρήσεις των κλάδων που εκπροσωπούσαν, κυρίως μέσα από την αύξηση διαφόρων ειδών φόρων.
Στις 23 Ιούνη, δηλαδή πριν ανακοινωθεί το δημοψήφισμα, ο Β. Κορκίδης, πρόεδρος της ΕΣΕΕ, δήλωνε ότι «τα ισοδύναμα μέτρα των 7,9 δισ. ευρώ που συμπεριλαμβάνονται στην ελληνική πρόταση, είναι πολύ βαρύς λογαριασμός για τη μεσαία τάξη της χώρας». Ωστόσο, «η διευθέτηση της μεγάλης εκκρεμότητας περί παραμονής στην Ευρωζώνη, μας δίνει τη δυνατότητα να καταθέσουμε προτάσεις για την καλύτερη διαχείριση της κατάστασης και να ασχοληθούμε με τα ουσιαστικά ζητήματα της οικονομίας, της επιχειρηματικότητας και της αγοράς».
Ο Κ. Μίχαλος, πρόεδρος της ΚΕΕΕ, την ίδια μέρα προτίμησε να εστιάσει στο περιεχόμενο της συμφωνίας, που τότε θεωρούταν σχεδόν έτοιμη. Συγκεκριμένα, διαμαρτυρήθηκε για το μέτρο της φορολόγησης των επιχειρήσεων, σημειώνοντας πως «τα μέτρα είναι άκρως υφεσιακά, καθώς συνιστούν μια άγρια φοροεπιδρομή, κυρίως στις επιχειρήσεις. Η αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων από 26% σε 29%, σε συνδυασμό με την αύξηση της προκαταβολής φόρου στο 100%, είναι βέβαια ότι θα οδηγήσουν σε σωρεία νέων λουκέτων στην αγορά, με θύματα και αυτή τη φορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις».
Ο ίδιος, στις 29 Ιούνη, ενώ δηλαδή είχε ανακοινωθεί το δημοψήφισμα, απευθύνεται με επιστολή του στον πρωθυπουργό, όπου μεταθέτει το κέντρο βάρος της συζήτησης από το ζήτημα της φορολογίας σε βάρος των επιχειρήσεων στο ζήτημα των κλειστών τραπεζών και τις επιπτώσεις που αυτό έχει στις επιχειρήσεις. «Κάθε μέρα που περνάει, η κατάσταση στη χώρα γίνεται χειρότερη. (...) Τα χειρότερα, όμως, είναι μπροστά μας και όχι πίσω μας. Η αιφνίδια απόφαση της κυβέρνησης (...) οδηγεί πλέον τη χώρα, την οικονομία και την κοινωνία σε εξαθλίωση. Οταν κλείνουν οι τράπεζες, σταματάει να χτυπά η καρδιά της οικονομίας. Και είναι θέμα χρόνου να σταματήσει να λειτουργεί ό,τι εξακολουθεί να παράγει σε αυτή τη χώρα. (...) Είτε θα προχωρήσουμε σε μία έντιμη συμφωνία με τους εταίρους μας μέχρι την Τετάρτη».
Ανάλογα αντέδρασαν και άλλοι εκπρόσωποι του κεφαλαίου. Οι ίδιοι που στις 17 Ιούνη ζητούσαν παραμονή στο ευρώ και την ΕΕ, επαναλαμβάνουν το αίτημά τους τρεις μέρες μετά το δημοψήφισμα, με κοινή τους δήλωση. Τη δήλωση υπογράφουν οι Κωνσταντίνος Μίχαλος, πρόεδρος ΚΕΕΕ, Θεόδωρος Φέσσας, πρόεδρος ΣΕΒ, Βασίλειος Κορκίδης, πρόεδρος ΕΣΕΕ, Γιώργος Καββαθάς, πρόεδρος ΓΣΕΒΕΕ και Ανδρέας Ανδρεάδης, πρόεδρος ΣΕΤΕ.
Σε αυτή επισημαίνουν: «Ηδη χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις κάθε μεγέθους (...) βρίσκονται σε κατάσταση οικονομικής ασφυξίας, εξαιτίας των κεφαλαιακών ελέγχων στις τράπεζες. (...) Την ύστατη ώρα, κάνουμε έκκληση στον πρωθυπουργό και στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου να τιμήσουν στην πράξη τη δέσμευσή τους για παραμονή της χώρας στο ευρώ».
Το εφοπλιστικό κεφάλαιο
Από την άλλη μεριά, άλλα τμήματα του κεφαλαίου φαίνεται να έχουν εδώ και μήνες προετοιμάσει σχέδια δράσης τους σε περίπτωση εξόδου από το ευρώ. Είναι κυρίως το ποντοπόρο εφοπλιστικό κεφάλαιο, που αντιδρά στην κατάργηση των φοροαπαλλαγών του, την οποία ζητά η Κομισιόν, ενώ εκπρόσωποί του απειλούν ότι θα φύγουν στο εξωτερικό σε περίπτωση που αυτό συμβεί.
Μια εξήγηση για την απαίτηση των αποκαλούμενων «θεσμών» για κατάργηση των φοροαπαλλαγών τους δίνεται στο σάιτ «e-nautilia». Σε δημοσίευμά του στις 27 Ιούνη, αναφέρεται πως «η ποντοπόρος ναυτιλία της Ελλάδας καλείται να πληρώσει υψηλότερο φόρο χωρητικότητας (tonnage tax), καθώς και να απολέσει σταδιακά τις φοροαπαλλαγές που απολαμβάνει, σύμφωνα με τις τελευταίες προτάσεις που παρουσίασαν οι πιστωτές της χώρας, στην εν εξελίξει κρίσιμη διαπραγμάτευση με την ελληνική κυβέρνηση». Και συνεχίζει, εξηγώντας ότι «η απαίτηση αυτών των θεσμών (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ) μόνο άσχετη δεν μπορεί να θεωρηθεί με τον "άτυπο πόλεμο" που εξελίσσεται μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών εφοπλιστών τα τελευταία χρόνια. Δεν έχει περάσει πολύ διάστημα από την είδηση για εξαγορά από ελληνική εταιρεία συνολικά 24 γερμανικών ποντοπόρων εμπορικών πλοίων, μέσα σ' ένα μόλις χρόνο. Εντύπωση προκαλεί και το γεγονός πως στη συγκεκριμένη αξίωση των δανειστών, δεν προσδιορίζεται δημοσιονομικός στόχος. (...) Πρόκειται για αίτημα της τρόικας από το 2011».
Ενδιαφέρον για τη στάση που κρατούν τα διάφορα τμήματα του εφοπλιστικού κεφαλαίου, σ' ένα πιθανό ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ, είναι το άρθρο που αναρτάται στο οικονομικό σάιτ «newmoney.gr» την 1η Ιούλη, με τον τίτλο «Ελληνική Ναυτιλία: Μπροστά στο φάσμα της πτώχευσης της ελληνικής οικονομίας».
Σε αυτό επισημαίνεται το εξής: «Τους τελευταίους μήνες, τα οικονομικά στελέχη ναυτιλιακών εταιρειών εκπόνησαν σχέδια βάσει των οποίων θα κινηθεί ο εφοπλισμός, σε περίπτωση που η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα βρεθεί σε αδιέξοδο μετά το δημοψήφισμα, ενώ εξέτασαν ακόμη και το σενάριο της πτώχευσης».
Επίσης, το άρθρο επικαλείται εφοπλιστικούς κύκλους, οι οποίοι κάνουν την εξής ανάλυση:
«Ως προς τα ποντοπόρα πλοία που πραγματοποιούν έσοδα στο εξωτερικό, οι άμεσες συνέπειες από ένα πιστωτικό γεγονός στην Ελλάδα θα είναι σχετικά περιορισμένες, αν και θα υπάρξουν επιπτώσεις στο χρηματοοικονομικό τομέα (...) Στην πιο απίθανη περίπτωση επιστροφής στη δραχμή, που αναμένεται να συνοδευτεί από μία ή περισσότερες υποτιμήσεις, εν σχέση προς το ευρώ και τα αλλά διεθνή νομίσματα, τα οφέλη για τα ποντοπόρα πλοία και για τους Ελληνες αξιωματικούς θα είναι σαφώς περισσότερα, διότι η αγοραστική άξια των μετέπειτα δραχμοποιούμενων κεφαλαίων θα είναι μεγαλύτερη».
Για την ακτοπλοΐα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά από την ποντοπόρο ναυτιλία. Το ίδιο το άρθρο σημειώνει ότι «στην ακτοπλοΐα η κατάσταση θα είναι διαφορετική, διότι τα πλοία αντλούν τα έσοδά τους από την εσωτερική αγορά (...) Ενα πιστωτικό γεγονός με παραμονή στο ευρώ θα έχει μεν αρνητικές συνέπειες στις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες εν πολλοίς έχουν χρηματοδοτήσει την ακτοπλοΐα, αλλά δε θα αλλάξουν πολλά στο κόστος καυσίμων, ασφαλίστρων, ανταλλακτικών κ.ο.κ., που καταβάλλεται σε ευρώ».
Με αυτά τα δεδομένα, οικονομικά στελέχη ναυτιλιακών εταιρειών εκτιμούν πως «στην περίπτωση επιστροφής στη δραχμή με υποτίμηση, ανατρέπεται ολόκληρο το σημερινό σκηνικό στην πλευρά του κόστους, με σημαντικές αλλαγές στις προαναφερθείσες κατηγορίες, με κυρίαρχο το ζήτημα της αποπληρωμής δανείων σε ευρώ με έσοδα σε - υποτιμημένες - δραχμές. Από την άλλη πλευρά, στην τελευταία περίπτωση, είναι πολύ πιθανόν να υπάρξει μια αύξηση στον αριθμό των τουριστών που θα θελήσουν να επισκεφτούν τα ελληνικά νησιά, τα οποία θα έχουν καταστεί - μέσω της υποτίμησης - πιο ελκυστικά. (...) Λόγω των επιπτώσεων που θα έχει μια τέτοια κατάσταση στα δημόσια οικονομικά, το ζήτημα των άγονων γραμμών θα εξελιχτεί σε πολύ δυνατό πονοκέφαλο, τόσο σε κρατικό, όσο και σε νησιωτικό επίπεδο, με τους ακτοπλόους να βρίσκονται στη μέση».
Ακόμα, στο «dealnews.gr», στις 7 Ιούλη, δυο μέρες μετά το δημοψήφισμα, αναρτάται δημοσίευμα, το οποίο αναφέρει πως «...δεν τους "τρομάζει" (σ.σ. τους εφοπλιστές) ο αντίκτυπος της ελληνικής κρίσης και του "ναυαγίου" των συζητήσεων με τους πιστωτές στη ναυτιλιακή βιομηχανία, ούτε και τα capital controls. Περισσότερο ανήσυχοι εμφανίζονται για μια πιθανή αύξηση της φορολογίας, ακόμη και ως φυσικών προσώπων, αλλά και το γενικότερο κλίμα οικονομικής αβεβαιότητας στη χώρα, που αποδυναμώνει την εικόνα της και το ρόλο της ως διεθνές ναυτιλιακό κέντρο στο εξωτερικό».
Στο ίδιο δημοσίευμα, εξηγείται ότι το ποντοπόρο εφοπλιστικό κεφάλαιο δεν ανησυχεί για την κατάσταση στις τράπεζες, γιατί «"κανένας δε διαθέτει σημαντικά ποσά μετρητών στις εγχώριες τράπεζες πια", λένε χαρακτηριστικά. Οι περισσότερες εταιρείες είναι γνωστό πως καλύπτουν τις ανάγκες χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων τους με μετρητά, με μεταφορές ποσών από το εξωτερικό. Στη χειρότερη περίπτωση, οι μόνες συνέπειες από την επιβολή ελέγχων κεφαλαίου θα είναι να προστεθούν κάποιες επιπλέον μικρές απώλειες στην τελική γραμμή των ισολογισμών».
Από την άλλη, το ποντοπόρο εφοπλιστικό κεφάλαιο προειδοποιεί ότι στην περίπτωση που αρθούν οι φοροαπαλλαγές του, θα φύγει από την Ελλάδα και θα εγκατασταθεί σε άλλες χώρες, με ευνοϊκότερο γι' αυτό φορολογικό καθεστώς.
Οι φαρμακοβιομήχανοι και άλλοι
Διαφοροποιημένες, ως προς τη στάση που κρατούν, είναι και οι ντόπιες φαρμακοβιομηχανίες.
Η Πανελλήνια Ενωση Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) έσπευσε, σε συνθήκες που έμπαιναν ερωτήματα σχετικά με τη δυνατότητα να καλυφτούν οι ανάγκες σε φάρμακα, να παρέμβει. Καθησυχάζοντας ουσιαστικά τις όποιες ανησυχίες, σημείωνε χαρακτηριστικά, σε ανακοίνωσή της, ότι η ΠΕΦ «επιθυμεί να διαβεβαιώσει το κοινό πως λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την πλήρη επάρκεια των νοσοκομείων και των φαρμακείων στα φάρμακα που έχουν ανάγκη οι ασθενείς για τη θεραπεία τους».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ενωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), Θ. Τρύφωνα, οι εγχώριες φαρμακοβιομηχανίες έχουν υποστεί πλήγμα τα τελευταία χρόνια «σε επίπεδο τιμολόγησης, φορολογίας, αλλά και μέσω σειράς οικονομικών επιβαρύνσεων, με αντιπροσωπευτικότερα τα διαδοχικά ετήσια rebates και clawbacks και το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων (με τα οποία είχαν πληρωθεί παραγγελίες από την ελληνική φαρμακοβιομηχανία) από το PSI. Η κατάσταση επιδεινώθηκε κι από την πλήρη απουσία μιας πολιτικής ενθάρρυνσης της χρήσης γενοσήμων. Το ασφυκτικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε για τις εγχώριες φαρμακευτικές βιομηχανίες, περιόρισε σημαντικά τις δυνατότητές τους για στρατηγικές ανάπτυξης, καθιστώντας σε πολλές μονάδες ορατό τον κίνδυνο αφανισμού τους».
Ο ίδιος, στις 3 Ιούλη, σε συνέντευξή του στο ραδιοφωνικό σταθμό «Βήμα», επισήμανε πως: «Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία είναι ένας δυναμικός και εξωστρεφής κλάδος. Εχουμε σημαντικές διεθνείς συνεργασίες και εξαγωγές στην Ευρωπαϊκή Ενωση, έχουμε συμμετοχή σε πολλά ευρωπαϊκά προγράμματα με ευρωπαϊκές και άλλες εταιρείες και λαμβάνουμε και πολλά κονδύλια. Αρα, για εμάς δεν υπάρχει δίλημμα ΝΑΙ ή ΟΧΙ. Για εμάς είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να είμαστε μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση».
Δυο μέρες νωρίτερα, την Τετάρτη 1η Ιούλη, ο αντιπρόεδρος της φαρμακοβιομηχανίας «ΒΙΑΝΕΞ», Δημήτρης Γιαννακόπουλος, μιλώντας σε εκδήλωση επιχειρηματιών, σημείωσε: «Από τη σκοπιά της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, είμαστε ίσως ο κλάδος που έχουμε υποστεί τη σφοδρότερη επίθεση από τους δανειστές και τα συμφέροντα που εξυπηρετούν. Μετά από την παταγώδη αποτυχία να ελέγξουν τη φαρμακευτική δαπάνη με πολιτικές οριζόντιων μειώσεων στις τιμές των φαρμάκων, ζητούν τώρα και νέες μειώσεις, σε εξευτελιστικά πλέον επίπεδα. (...) Οπως κατέστρεψαν τη γεωργία, έτσι θέλουν να καταστρέψουν και τη βιομηχανία. (...) Δε θα συναινέσουμε στην καταστροφή της ελληνικής παραγωγής φαρμάκου. Αυτό οφείλει να κάνει και η ελληνική κυβέρνηση. (...). Αυτή τη φορά, έχουμε την ευκαιρία και θα ψηφίσουμε ΟΧΙ στο δημοψήφισμα της Κυριακής».
Δε θα πρέπει, επίσης, να μας διαφύγει ότι ανάλογη παρέμβαση με την ΠΕΦ πραγματοποίησαν και άλλοι επιχειρηματικοί όμιλοι. Συγκεκριμένα, «MOTOR OIL», «ΕΛΠΕ» και «AEGEAN OIL» διαβεβαίωσαν ότι υπάρχει επάρκεια σε πετρελαιοειδή, ενώ σε ανάλογες διαβεβαιώσεις προχώρησαν η «Αθηναϊκή Ζυθοποιία», η «Τρία Εψιλον» κ.ά. Μάλιστα, αυτές οι παρεμβάσεις αξιοποιήθηκαν και σε σχετικό non paper του Μεγάρου Μαξίμου, ως παρεμβάσεις υπέρ της συγκυβέρνησης.
Ορισμένα συμπεράσματα
Η ανάγνωση των απόψεων τμημάτων του κεφαλαίου μάς επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι άλλα τμήματα εκτιμούν ως καταστροφική μια μη συμφωνία και άλλα φλερτάρουν με την ιδέα, ακόμα και με το ενδεχόμενο της εξόδου από το ευρώ. Στην τελευταία κατηγορία βρίσκονται τμήματα του κεφαλαίου της ποντοπόρας ναυτιλίας, που έχουν ισχυρές συναλλαγές με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, κεφάλαιά τους είναι κυρίως σε τράπεζες του εξωτερικού. Συνολικά, αντιδρούν στην επιπλέον φορολόγησή τους και στην κατάργηση των φοροαπαλλαγών τους. Εκπρόσωποι φορέων του κεφαλαίου, όπως ο ΣΕΒ, το ΚΕΕΕ και άλλοι, αν και ζητούσαν η όποια λύση να προϋποθέτει την παραμονή στην ΕΕ και το ευρώ, την ίδια στιγμή αντιδρούσαν στους όρους της συμφωνίας που χτυπούσαν τα δικά τους συμφέροντα, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού με άλλα τμήματα του διεθνούς κεφαλαίου.
Ωστόσο, όταν τέθηκε ζήτημα λειτουργίας των τραπεζών, οι ίδιοι φορείς έκαναν την επιλογή «συμφωνία να 'ναι και ό,τι να 'ναι», αρκεί ν' ανοίξουν οι τράπεζες, από τις οποίες τα τμήματα αυτά είναι άμεσα εξαρτημένα. Πράγμα, βεβαίως, που είναι λογικό, γιατί οι τράπεζες αποτελούν ζωτικό όργανο για τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος.
Ριζοσπάστης Κυριακή 12 Ιούλη 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου