ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΤ - ΤτΕ
Αυτό διαπιστώνεται στο πρόσφατο
οικονομικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδας, όπου παρουσιάζονται τα
αποτελέσματα ειδικής έρευνας που διενεργήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα ΕΚΤ σχετικά με τους τρόπους και τις μεθόδους που επέλεξαν οι
ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις συνθήκες της
πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Την ίδια ώρα, η ΕΚΤ επισημαίνει πως η ανάκαμψη της απασχόλησης στη Ζώνη του Ευρώ τα τελευταία χρόνια οφείλεται:
1. Στη μεταβολή της «σύνθεσης της εργασίας υπέρ μορφών μερικής απασχόλησης».
2. Στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες, όπως οι ίδιοι εξηγούν, αφορούν στις «πολιτικές αύξησης της ευελιξίας στην αγορά εργασίας και μείωσης της υπερβολικής εργατικής προστασίας οι οποίες υλοποιήθηκαν σε ορισμένες χώρες όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία».
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, οι «ακαμψίες στην αγορά εργασίας, που ενδεχομένως αποτρέπουν τη δυναμικότερη ανάκαμψη της απασχόλησης στην ανοδική φάση του κύκλου», αφορούν σε ορισμένα «θεσμικά χαρακτηριστικά» που επικρατούν σε κάθε οικονομία, όπως η «διαδικασία διαμόρφωσης των αμοιβών και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις που καθορίζουν ενιαία μεταβολή μισθών ανεξαρτήτως της χρηματοοικονομικής κατάστασης των επιμέρους επιχειρήσεων ή κλάδων, η προστασία των εργαζομένων κ.λπ.)».
Την ίδια ώρα, τα στοιχεία της ΕΚΤ αποτυπώνουν το μεγάλωμα της απόλυτης και σχετικής εκμετάλλευσης των εργαζομένων και το τσάκισμα της τιμής της εργατικής δύναμης. Οπως χαρακτηριστικά τονίζεται, οι όποιες «αυξήσεις των μισθών παραμένουν χαμηλές συγκριτικά με τους ιστορικούς μέσους όρους» και συμπεραίνουν: «Αυτό ενδεχομένως οφείλεται στην υπερπροσφορά στην αγορά εργασίας, η οποία εξακολουθεί να είναι σημαντική, σύμφωνα με τους ευρύτερους δείκτες υποχρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού, καθώς και στον χαμηλό πληθωρισμό».
Αποκαλυπτική είναι και η ειδική μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας σχετικά με την «υποαπασχόληση και το εν δυνάμει εργατικό δυναμικό την περίοδο 2008 - 2016», που δημοσιεύθηκε στο πλαίσιο της πρόσφατης έκθεσής της για τη νομισματική πολιτική.
Σύμφωνα με τα εν λόγω στοιχεία:
Στο Δ' τρίμηνο του 2016, σε κατάσταση «υποαπασχόλησης ή ακούσιας μερικής απασχόλησης» στην Ελλάδα βρισκόταν το 5,7% του εργατικού δυναμικού, ή 271,7 χιλιάδες άτομα από 5,1% (244,5 χιλιάδες) ένα χρόνο νωρίτερα και 2% του εργατικού δυναμικού (99,1 χιλιάδες άτομα) το 2008. Οπως προκύπτει, στη διάρκεια της περιόδου 2008 - 2016 ο αριθμός των εργαζομένων της συγκεκριμένης κατηγορίας διογκώθηκε κατά 172,6 χιλιάδες άτομα.
Δίπλα στους εργαζόμενους της προηγούμενης κατηγορίας, στην επίσημη ταξινόμηση φιγουράρει και το «εν δυνάμει εργατικό δυναμικό», όπου καταγράφονται δύο υποομάδες, συγκεκριμένα «τα άτομα που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι διαθέσιμα άμεσα να εργαστούν» και άτομα «διαθέσιμα για εργασία που δεν αναζητούν», γιατί θεωρούν πως δεν υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις εργασίας. Στο Δ' τρίμηνο του 2016, η πρώτη ομάδα φτάνει στο 1% του «διευρυμένου εργατικού δυναμικού» και η δεύτερη στο 2,4%, έναντι 0,66% και 0,74% το έτος 2008. Στο τέλος του 2016 το «εν δυνάμει εργατικό δυναμικό» στην ελληνική οικονομία εμφανίζεται στα 162,7 χιλιάδες άτομα.
Με βάση τα παραπάνω, υπολογίζεται ότι οι υποαπασχολούμενοι και το «εν δυνάμει εργατικό δυναμικό» φτάνουν στο 31,8% του εργατικού δυναμικού (εργαζομένων και των επίσημα ανέργων) στο τέλος του 2016 από 11,7% το 2008. Στην Ευρωζώνη, το ποσοστό αυτής της κατηγορίας υπολογίζεται στο 18% του «διευρυμένου» εργατικού δυναμικού.
Σε αυτό το επίπεδο, πέρα και πάνω από τις όποιες προσεγγίσεις και ταξινομήσεις των αστικών επιτελείων, η μαζική υποαπασχόληση, οι ευέλικτες μορφές εργασίας και η μαζική ανεργία έρχονται να τροφοδοτήσουν την κερδοφορία των καπιταλιστών, ανεξάρτητα από τη φάση του οικονομικού κύκλου.
Μάλιστα, όπως υποστηρίζει η έκθεση της ΤτΕ «προκειμένου να αντιμετωπιστεί η υποχρησιμοποίηση ανθρώπινων πόρων (σ.σ. ζήτημα που βέβαια είναι άλυτο στο πλαίσιο του εκμεταλλευτικού συστήματος) (...) απαιτείται η αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής κανονικότητας», ενώ κρίνεται αναγκαία η «προσέλκυση νέων επενδύσεων». Βέβαια, αυτές με τη σειρά τους έχουν όρο και προϋπόθεση την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής, προκειμένου να διαμορφωθεί το κατάλληλο «ευνοϊκό» περιβάλλον για τους καπιταλιστές.
Οι
περικοπές στα μεροκάματα και τους μισθούς ταυτόχρονα και σε συνδυασμό
με τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης καθώς και τις απολύσεις αποτέλεσαν
βέβαια τη βασική συνταγή των εγχώριων επιχειρήσεων, στην κατεύθυνση
μείωσης του «κόστους». Σύμφωνα με έρευνα της ΕΚΤ και της Τράπεζας της
Ελλάδας «στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2010 - 2013, φαίνεται ότι υπήρξε ευελιξία στην προσαρμογή τόσο του κόστους εργασίας όσο και της απασχόλησης. Ενα μεγάλο ποσοστό των επιχειρήσεων προσάρμοσε και τα δύο», επισημαίνεται στο τελευταίο «οικονομικό δελτίο» της ΤτΕ.
Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα:
Ως προς τα επιμέρους στοιχεία του κόστους, το 68% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι μείωσε το «κόστος εργασίας», μέχρι το 2013. Οπως επισημαίνεται, «το υψηλό ποσοστό των επιχειρήσεων που ανέφεραν μείωση του κόστους εργασίας συμβαδίζει επίσης με τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που «κατέστησαν ευκολότερη την προσαρμογή του μισθολογικού κόστους και της απασχόλησης για τις επιχειρήσεις». Σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, το ποσοστό των επιχειρήσεων που μείωσαν το κόστος εργασίας, διαμορφώνεται στο 29% στην Ισπανία και 23% στην Ιταλία.
Τα μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν επίσης εκτενώς από ένα σημαντικό ποσοστό επιχειρήσεων για την προσαρμογή της απασχόλησης είναι η μείωση των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο καθώς και οι ατομικές απολύσεις.
Την
ίδια ώρα, η Κομισιόν προδιαγράφει και τα επόμενα χτυπήματα στα
Εργασιακά, με βάση και τις περιβόητες «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ. Οπως
τονίζεται σε έκθεση για το «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο 2017», «εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών - μελών όσον αφορά την απασχόληση και τα κοινωνικά αποτελέσματα».
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την Κομισιόν, τα «υψηλά επίπεδα ανισότητας
μειώνουν τα οικονομικά αποτελέσματα καθώς και το δυναμικό για βιώσιμη
ανάπτυξη».
Σε συνοδευτικό παράρτημα της έκθεσης αναφέρονται σε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, όπως:
-- Αλλαγές στη νομοθεσία «για την προστασία της απασχόλησης με στόχο αξιόπιστες ρυθμίσεις», που προωθούν την περιβόητη «ευελφάλεια» για λογαριασμό των καπιταλιστών.
-- «Σύγχρονα και κατάλληλα συστήματα κοινωνικής προστασίας, που υποστηρίζουν αυτούς που έχουν ανάγκη». Πίσω από τα λόγια αυτά κρύβεται η συρρίκνωση των προνοιακών επιδομάτων και η πολύπλευρη αξιοποίησή τους ως μέσου διαχείρισης της κοινωνικής δυσαρέσκειας στα χέρια του αστικού κράτους, ζήτημα που συζητείται και στο πλαίσιο των συνεννοήσεων συγκυβέρνησης - κουαρτέτου.
Την
ίδια ώρα, η προοπτική προσέλκυσης νέων κερδοφόρων επενδύσεων και οι
όποιοι ρυθμοί ανάκαμψης έχουν ως όρο και προϋπόθεση την κλιμάκωση της
αντιλαϊκής πολιτικής, σε συνδυασμό με τις αναδιαρθρώσεις που αφορούν
στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας του εγχώριου κεφαλαίου.
Σε αυτό το φόντο, το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ ), σε τριμηνιαία έκθεση και σε αντίστοιχη ρότα με αυτήν του ΣΕΒ, των τραπεζιτών και των άλλων τμημάτων του κεφαλαίου, επισημαίνει: «Η πρόοδος η οποία θα σημειωθεί στην υλοποίηση των σχετικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες αποτελούν προαπαιτούμενες ενέργειες για τη δεύτερη αξιολόγηση, θα επηρεάσει το επενδυτικό κλίμα». Επιπλέον, όπως χαρακτηριστικά τονίζει, «ηπλέον σημαντική μεταξύ αυτών αφορά στα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας, όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, οι ομαδικές απολύσεις».
1. Στη μεταβολή της «σύνθεσης της εργασίας υπέρ μορφών μερικής απασχόλησης».
2. Στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες, όπως οι ίδιοι εξηγούν, αφορούν στις «πολιτικές αύξησης της ευελιξίας στην αγορά εργασίας και μείωσης της υπερβολικής εργατικής προστασίας οι οποίες υλοποιήθηκαν σε ορισμένες χώρες όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία».
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, οι «ακαμψίες στην αγορά εργασίας, που ενδεχομένως αποτρέπουν τη δυναμικότερη ανάκαμψη της απασχόλησης στην ανοδική φάση του κύκλου», αφορούν σε ορισμένα «θεσμικά χαρακτηριστικά» που επικρατούν σε κάθε οικονομία, όπως η «διαδικασία διαμόρφωσης των αμοιβών και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις που καθορίζουν ενιαία μεταβολή μισθών ανεξαρτήτως της χρηματοοικονομικής κατάστασης των επιμέρους επιχειρήσεων ή κλάδων, η προστασία των εργαζομένων κ.λπ.)».
Την ίδια ώρα, τα στοιχεία της ΕΚΤ αποτυπώνουν το μεγάλωμα της απόλυτης και σχετικής εκμετάλλευσης των εργαζομένων και το τσάκισμα της τιμής της εργατικής δύναμης. Οπως χαρακτηριστικά τονίζεται, οι όποιες «αυξήσεις των μισθών παραμένουν χαμηλές συγκριτικά με τους ιστορικούς μέσους όρους» και συμπεραίνουν: «Αυτό ενδεχομένως οφείλεται στην υπερπροσφορά στην αγορά εργασίας, η οποία εξακολουθεί να είναι σημαντική, σύμφωνα με τους ευρύτερους δείκτες υποχρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού, καθώς και στον χαμηλό πληθωρισμό».
Υποαπασχόληση και αφθονία εφεδρικού εργατικού δυναμικού
Σύμφωνα με τα εν λόγω στοιχεία:
Στο Δ' τρίμηνο του 2016, σε κατάσταση «υποαπασχόλησης ή ακούσιας μερικής απασχόλησης» στην Ελλάδα βρισκόταν το 5,7% του εργατικού δυναμικού, ή 271,7 χιλιάδες άτομα από 5,1% (244,5 χιλιάδες) ένα χρόνο νωρίτερα και 2% του εργατικού δυναμικού (99,1 χιλιάδες άτομα) το 2008. Οπως προκύπτει, στη διάρκεια της περιόδου 2008 - 2016 ο αριθμός των εργαζομένων της συγκεκριμένης κατηγορίας διογκώθηκε κατά 172,6 χιλιάδες άτομα.
Δίπλα στους εργαζόμενους της προηγούμενης κατηγορίας, στην επίσημη ταξινόμηση φιγουράρει και το «εν δυνάμει εργατικό δυναμικό», όπου καταγράφονται δύο υποομάδες, συγκεκριμένα «τα άτομα που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι διαθέσιμα άμεσα να εργαστούν» και άτομα «διαθέσιμα για εργασία που δεν αναζητούν», γιατί θεωρούν πως δεν υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις εργασίας. Στο Δ' τρίμηνο του 2016, η πρώτη ομάδα φτάνει στο 1% του «διευρυμένου εργατικού δυναμικού» και η δεύτερη στο 2,4%, έναντι 0,66% και 0,74% το έτος 2008. Στο τέλος του 2016 το «εν δυνάμει εργατικό δυναμικό» στην ελληνική οικονομία εμφανίζεται στα 162,7 χιλιάδες άτομα.
Με βάση τα παραπάνω, υπολογίζεται ότι οι υποαπασχολούμενοι και το «εν δυνάμει εργατικό δυναμικό» φτάνουν στο 31,8% του εργατικού δυναμικού (εργαζομένων και των επίσημα ανέργων) στο τέλος του 2016 από 11,7% το 2008. Στην Ευρωζώνη, το ποσοστό αυτής της κατηγορίας υπολογίζεται στο 18% του «διευρυμένου» εργατικού δυναμικού.
Σε αυτό το επίπεδο, πέρα και πάνω από τις όποιες προσεγγίσεις και ταξινομήσεις των αστικών επιτελείων, η μαζική υποαπασχόληση, οι ευέλικτες μορφές εργασίας και η μαζική ανεργία έρχονται να τροφοδοτήσουν την κερδοφορία των καπιταλιστών, ανεξάρτητα από τη φάση του οικονομικού κύκλου.
Μάλιστα, όπως υποστηρίζει η έκθεση της ΤτΕ «προκειμένου να αντιμετωπιστεί η υποχρησιμοποίηση ανθρώπινων πόρων (σ.σ. ζήτημα που βέβαια είναι άλυτο στο πλαίσιο του εκμεταλλευτικού συστήματος) (...) απαιτείται η αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής κανονικότητας», ενώ κρίνεται αναγκαία η «προσέλκυση νέων επενδύσεων». Βέβαια, αυτές με τη σειρά τους έχουν όρο και προϋπόθεση την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής, προκειμένου να διαμορφωθεί το κατάλληλο «ευνοϊκό» περιβάλλον για τους καπιταλιστές.
Απολύσεις και περικοπές μισθών
Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα:
Ως προς τα επιμέρους στοιχεία του κόστους, το 68% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι μείωσε το «κόστος εργασίας», μέχρι το 2013. Οπως επισημαίνεται, «το υψηλό ποσοστό των επιχειρήσεων που ανέφεραν μείωση του κόστους εργασίας συμβαδίζει επίσης με τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που «κατέστησαν ευκολότερη την προσαρμογή του μισθολογικού κόστους και της απασχόλησης για τις επιχειρήσεις». Σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, το ποσοστό των επιχειρήσεων που μείωσαν το κόστος εργασίας, διαμορφώνεται στο 29% στην Ισπανία και 23% στην Ιταλία.
Τα μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν επίσης εκτενώς από ένα σημαντικό ποσοστό επιχειρήσεων για την προσαρμογή της απασχόλησης είναι η μείωση των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο καθώς και οι ατομικές απολύσεις.
«Ευέλικτη» εργασία στην υπηρεσία του κεφαλαίου
Σε συνοδευτικό παράρτημα της έκθεσης αναφέρονται σε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, όπως:
-- Αλλαγές στη νομοθεσία «για την προστασία της απασχόλησης με στόχο αξιόπιστες ρυθμίσεις», που προωθούν την περιβόητη «ευελφάλεια» για λογαριασμό των καπιταλιστών.
-- «Σύγχρονα και κατάλληλα συστήματα κοινωνικής προστασίας, που υποστηρίζουν αυτούς που έχουν ανάγκη». Πίσω από τα λόγια αυτά κρύβεται η συρρίκνωση των προνοιακών επιδομάτων και η πολύπλευρη αξιοποίησή τους ως μέσου διαχείρισης της κοινωνικής δυσαρέσκειας στα χέρια του αστικού κράτους, ζήτημα που συζητείται και στο πλαίσιο των συνεννοήσεων συγκυβέρνησης - κουαρτέτου.
Ανάκαμψη για το κεφάλαιο στο έδαφος της αντιλαϊκής πολιτικής
Σε αυτό το φόντο, το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ ), σε τριμηνιαία έκθεση και σε αντίστοιχη ρότα με αυτήν του ΣΕΒ, των τραπεζιτών και των άλλων τμημάτων του κεφαλαίου, επισημαίνει: «Η πρόοδος η οποία θα σημειωθεί στην υλοποίηση των σχετικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες αποτελούν προαπαιτούμενες ενέργειες για τη δεύτερη αξιολόγηση, θα επηρεάσει το επενδυτικό κλίμα». Επιπλέον, όπως χαρακτηριστικά τονίζει, «ηπλέον σημαντική μεταξύ αυτών αφορά στα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας, όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, οι ομαδικές απολύσεις».
Α. Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου