Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Μητροπολίτες: Το Έθνος είμαστε εμείς!- του Γιώργου Καραγιάννη




Μητροπολίτες: Το Έθνος είμαστε εμείς!- του Γιώργου Καραγιάννη

 

Ένας «πόλεμος» χωρίς λόγο, και γι’ αυτό δεν θα γίνει- Τι κρύβεται πίσω από τα σκληρά ανακοινωθέντα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος

 

 
 
«Iερός Πόλεμος Πολιτείας- Εκκλησίας, για τον χωρισμό και το νομοσχέδιο για την αλλαγή φύλου». «Μάχη χαρακωμάτων κυβέρνησης- Ιεραρχίας». « Στα κάγκελα οι μητροπολίτες, για χωρισμό Εκκλησίας- Πολιτείας και αλλαγή ταυτότητας φύλου». «Αρχίζει αντάρτικο η Εκκλησία». Αυτοί είναι μόνο μερικοί  τίτλοι εφημερίδων, τηλεοράσεων και ιστοσελίδων, ενδεικτικοί του κλίματος που καλλιεργήθηκε με αφορμή την τοποθέτηση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, για το νομοσχέδιο για την αλλαγή του φύλου και τις θέσεις της μπροστά στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος και το θέμα του χωρισμού Εκκλησίας- Πολιτείας.


Ψυχραιμία  αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί!  Ψυχραιμία και εσείς,  οι μη πιστεύοντες πολίτες αυτής της ταλαίπωρης χώρας. Ούτε πόλεμος θα γίνει, ούτε μάχες χαρακωμάτων, ούτε οι μητροπολίτες θα βγουν στα κάγκελα, όπως είχε γίνει για παράδειγμα επί αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου για το θέμα των ταυτοτήτων, ή στη διετία 1987-1988, στα χρόνια του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, για την εκκλησιαστική περιουσία.

Ο χωρισμός και οι καλένδες της Ιστορίας

Και εξηγούμαστε, ξεκινώντας από το ζήτημα του χωρισμού Πολιτείας- Εκκλησίας, που αποτελεί ένα καίριο και πάντα επίκαιρο αίτημα των καιρών. Η εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ το έθετε σαν ένα ζήτημα αρχής και πρώτης γραμμής πέρασε ανεπιστρεπτί. Τώρα ζούμε τις μέρες του «ρεαλισμού» και της κωλοτούμπας. Το σύνθημα του χωρισμού το διαδέχτηκε η ασαφής και επιδεχόμενη πολλές ερμηνείες θέση για τους «διακριτούς ρόλους». Θέση που δεν διαφέρει σε τίποτα από τα γνωστά 12 σημεία, που πρώτος διατύπωσε από το 2000 ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Ένας πολιτικός γνωστός για τις στενές σχέσεις   που διατηρεί με το εκκλησιαστικό κατεστημένο και φροντίζει να ντύνει με το περίβλημα της συνταγματικής επιστημοσύνης του τις θέσεις της Εκκλησίας (αυτό έκανε και πριν λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη σε ειδική ημερίδα που οργάνωσε η Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου).

Όλα τα σημάδια δείχνουν ότι το ζήτημα αυτό δεν πρόκειται να αποτελέσει αντικείμενο της συζήτησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Και την ώρα που κάποιοι θα το θέσουν, όπως για παράδειγμα το ΚΚΕ  ( είναι το μόνο κόμμα που σ’ αυτό το ζήτημα διατηρεί την ίδια θέση που είχε από την εποχή της ίδρυσης του), ή και επιστημονικοί φορείς, με βάση τους υπάρχοντες συσχετισμούς, θα ξεπετάξουν τη συζήτηση στα γρήγορα και θα προχωρήσουν παρακάτω.

Ασφαλές δείγμα για τα παραπάνω αποτελούν και τα πρώτα συμπεράσματα της επιτροπής που έχει συγκροτήσει η κυβέρνηση με επικεφαλής τον καθηγητή Σπουρδαλάκη. Στα συμπεράσματα αυτά, που δόθηκαν στη δημοσιότητα μέσα στο καλοκαίρι, μετά από ένα πρώτο γύρο «διαλόγου» διαβάζουμε: « Για τις σχέσεις Κράτους- Εκκλησίας: Διατυπώθηκε μεγάλος προβληματισμός -αντιρρήσεις για την αναθεώρηση των Άρθρων 3 (σ.σ. ορίζει ότι «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού…») και 13 « (σ.σ.« Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη…»). Σοβαρές προτάσεις κατατέθηκαν από πολίτες, επιστημονικούς φορείς αλλά και μέρος της εκκλησίας για τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων κράτους- εκκλησίας, αλλά όχι για χωρισμό πάντως».

Το σκληρό ανακοινωθέν και η εξήγησή του

Αφού λοιπόν, με βάση τα σημερινά δεδομένα, δεν πρόκειται να μπει το ζήτημα του ουσιαστικού χωρισμού  (μιλάμε για ουσιαστικό χωρισμό, γιατί οι  πολιτικοί αγύρτες με τους οποίους έχουμε μπλέξει είναι ικανοί να μας παρουσιάσουν σαν χωρισμό τη διατήρηση όλου του αναχρονιστικού πλαισίου που υπάρχει σήμερα), τότε γιατί εξέδωσαν αυτό το σκληρό ανακοινωθέν τα μέλη της 80μελούς Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάθε Έλληνας πολίτης καλής προαίρεσης;

Η απάντηση είναι απλή: Oι κεφαλές της Εκκλησίας, ως κατ’ εξοχήν πολιτικά όντα, έχουν αφομοιώσει καλά τη λαϊκή παροιμία που λέει: « Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν». Γι αυτό: Πρώτον, σπεύδουν να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους από τώρα και να  προλάβουν τυχόν απρόβλεπτα «παρατράγουδα», κυρίως από ομάδες «εκσυγχρονιστών». Και δεύτερον, για να κρατούν σε εγρήγορση το «ποίμνιον». Μια παλιά και δοκιμασμένη συνταγή που έχει χρησιμοποιηθεί συχνά. Πώς άλλωστε θα μπορούσαν να επιβιώσουν τέτοιοι θεσμοί, όπως η Εκκλησία δυο χιλιάδες χρόνια; Για σκεφτείτε το λιγάκι;

Ο εκβιασμός του δημοψηφίσματος

Τα όρια τα έβαλε ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος με τον πιο ξεκάθαρο και συγκεκριμένο τρόπο, στην εισαγωγική του ομιλία στη σύνοδο της Ιεραρχίας την περασμένη Τρίτη και τα επανέλαβε αναλυτικά ο εισηγητής του θέματος μητροπολίτης Διδυμοτείχου Δαμασκηνός.

Πρώτον: Η Εκκλησία δεν πρόκειται να συζητήσει  με την επιτροπή που έφτιαξε η κυβέρνηση, ούτε και με την ίδια την κυβέρνηση, αλλά με  διακομματική επιτροπή της Βουλής. Με δεδομένη τη θέση της ΝΔ, αλλά και των άλλων κομμάτων (με την εξαίρεση του ΚΚΕ και κάποιων μεμονωμένων του Ποταμιού που άλλωστε δεν ξέρουν αν θα είναι βουλευτές), οι μητροπολίτες «θα παίξουν στο γήπεδό τους».

Δεύτερον: « Η Εκκλησία, οφείλει να ορίζει τις σχέσεις της προς την Πολιτεία με όρους κοινωνίας και όχι με όρους ιδεολογίας, δεν γνωρίζει τον όρο «χωρισμός» στην πνευματική της αποστολή, αφού δεν μπορεί να τον εφαρμόσει στην κοινωνία, έστω και αν επιβληθή μονομερώς από την Πολιτεία με ιδεολογικούς όρους, γι’ αυτό την οριστική απάντηση στο ζήτημα αυτό την δίνει πάντοτε, «θάττον ή βράδιον», ο ίδιος ο ευλαβής ελληνικός λαός». Με δυο λόγια: Θέλετε χωρισμό; Ιδού η Ρόδος, ιδού και το δημοψήφισμα. Αν κοτάτε!

Τρίτον: «Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού, με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία, αν το θελήσει και έχει την συγκατάθεση αυτού του λαού, ας το επιχειρήσει τηρώντας βεβαίως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι της Εκκλησίας». Μετάφραση σε απλά  απλά ελληνικά: Αν θέλετε χωρισμό, λύστε πρώτα τα εκκρεμή ζητήματα που έχει η Πολιτεία με την Εκκλησία. Κι αυτά ( τα μεγάλα) περιγράφονται με δυο λέξεις: Εκκλησιαστική περιουσία. Δώστε μας αυτά που είναι διαφιλονικούμενα και αποζημιώστε μας γι’ αυτά που έχουμε δώσει (άντε τώρα να ψάξεις και να βρεις ποιος είναι ο τελώνης και ποιος ο φαρισαίος σ’ αυτή την ιστορία).

Η θρησκευτική ταυτότητα του Έθνους

Και το κυριότερο: Για πρώτη φορά οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας ξεκαθαρίζουν προς την Πολιτεία πως δεν εκπροσωπούν μόνο το λαό, αλλά κάτι ευρύτερο από αυτή την έννοια. Εκπροσωπούν το Έθνος! Και όποιος τα βάζει με την Εκκλησία τα βάζει και με το Έθνος ολάκερο. Μια θεωρία όχι μόνο αντιδραστική , αλλά και επικίνδυνη.

Η Εκκλησία έχει « θεοϊδρυτη προέλευση», λένε, «η δε κοσμική Της έκφανση και λειτουργία υπό την μορφή κοσμικού οργανισμού έχει το ποίμνιό Της ως λαϊκή και δημοκρατική βάση της νομιμοποιήσεώς Της»,  γι’ αυτό  «δεν μπορεί να δεχθεί οποιαδήποτε συμβολική υποβάθμιση ή θεσμική υποτίμησή Της στο πλαίσιο είτε της αναθεωρήσεως του Συντάγματος είτε τροποποιήσεως της τυπικής, κοινής νομοθεσίας».

Και προσθέτουν εξηγώντας τη θεωρία τους περί Έθνους και Εκκλησίας:
«Οι παραπάνω συμβολισμοί εκφράζουν την πάγια και ιστορική σχέση του Ελληνικού Έθνους με την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση, που έχει πολλές προεκτάσεις πολιτισμικές, κοινωνικές, γλωσσικές και ηθικές στην ιδιοσυγκρασία του σημερινού Έλληνα, τις οποίες ακόμη ψηλαφούμε στην καθημερινότητα των κατοίκων αυτής της χώρας.

Η συνταγματική και διαπιστωτική αναγνώριση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης ως «επικρατούσας θρησκείας» διαδραματίζει ρόλο ενός πληθυσμιακού, ιστορικού και πολιτισμικού τεκμηρίου για τον νομοθέτη, τον δικαστή και την κρατική διοίκηση (…) Το ελληνικό Έθνος είχε μετά τον εκχριστιανισμό του έναν ιστορικά σταθερό πυρήνα, που περιλαμβάνει και την ορθόδοξη θρησκεία. Κατά συνέπεια, η αφαίρεση των στοιχείων θρησκευτικής ταυτότητας του Έθνους από το κείμενο του Συντάγματος θα αποτελούσε προσπάθεια εισαγωγής μίας νέας «εθνολογίας», καθώς αποκόπτει το Έθνος από ένα ουσιώδες περιεχόμενο του πυρήνα της ιστορικότητάς του, της ενεργού παράδοσής του και της παρούσης συλλογικής καθημερινότητάς του».

«Δεν έχετε δικαίωμα να αμφισβητείτε»

Και η ανοιχτή προειδοποίηση για τους  «αντεθνικά» σκεπτόμενους που θα τολμήσουν να αμφισβητήσουν τη θρησκευτική ταυτότητα των Ελλήνων:
«Στο πλαίσιο αυτό δεν νομίζουμε ότι οποιαδήποτε πολιτική δύναμη έχει το δικαίωμα διατύπωσης της δικής της εκδοχής για την ιστορικότητα του Έλληνα μέσα στο Σύνταγμα ή την νομοθεσία, ούτε διαθέτει τη δημοκρατική νομιμοποίηση για να αναθεωρήσει τις ιστορικές παραμέτρους της εθνικής ταυτότητας (….)
Συγχέουν διαφορετικά και άσχετα μεγέθη οι αναθεωρητικές προτάσεις να αποσιωπηθούν ή να απαλειφθούν από τον συνταγματικό ή κοινό νομοθέτη αναφορές που δείχνουν αναγνώριση της θρησκευτικής ταυτότητας του ελληνικού Έθνους ως στοιχείο, που επαναλαμβάνει και σε νομικό επίπεδο το Κράτος, ως πολιτικός φορέας του Έθνους».

Προς γνώσιν και συμμόρφωσιν λοιπόν για όσους θα διανοηθούν να θίξουν προαιώνια ιερά και όσια του Έθνους. Και όσοι  αμφιβάλουν ας ρίξουν μια απλή ματιά στην ιστορία της τουρκοκρατίας και στην τύχη αυτών που τόλμησαν να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία του πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης στο Γένος (των υπόδουλων τότε).

Αυτά ως προς το θέμα του χωρισμού Πολιτείας και Εκκλησίας. Όσο για το άλλο ζήτημα, αυτό της αλλαγής φύλου, τα πράγματα είναι πιο απλά. Φωνάζουν, θα ξαναφωνάξουν, θα βγάλουν πύρινους λόγους στις εκκλησίες, ίσως υπάρξουν και κάποιες επουσιώδεις αλλαγές (που δεν τις γνωρίζουμε, τουλάχιστον ως αυτή την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές) και το θέμα θα ξεχαστεί. Άλλωστε το είπαμε: Οι μητροπολίτες είναι τα κατ’ εξοχήν πολιτικά όντα. Και γι’ αυτό καταλαβαίνουν καλύτερα από πολλούς από μας ότι το κύριο, τούτη την ώρα,  δεν είναι αυτό το νομοσχέδιο. Άλλα είναι τα κυριότερα. Αυτά που σας περιγράψαμε πιο πάνω…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου