Σ’ αυτόν τον αγνό, τον ξαναπλασμένο λαό του βουνού...
Στις κορφές του Βελουχιού - φωτο: Σπύρος Μελετζής |
Ιχνηλατήσαμε
μία σημαντική μαρτυρία για την Ευρυτανία της Αντίστασης η οποία
προέρχεται από τον αλησμόνητο ΕΑΜίτη φωτογράφο Σπύρο
Μελετζή (“Με τους αντάρτες στα βουνά”)!
Καταγράφει
το πως βίωσε ο ίδιος στα βουνά της Ευρυτανίας, όπου βρίσκονταν τότε, τη
χαρμόσυνη είδηση της απελευθέρωσης της Αθήνας από τη χιτλερική σκλαβιά,
κάνοντας ταυτόχρονα μία πολύ συγκινητική αναφορά
στην αδάμαστη ψυχή και την απαράμιλλη προσφορά του αγνού ευρυτανικού
λαού στο μεγάλο αγώνα!
Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.
Ιδού:
=============
=============
-«Γιατί χτυπάν οι καμπάνες συνέχεια, συναγωνίστρια;».
Κι’ αυτή τότε μου είπε
γεμάτη χαρά:
-«Τέλειωσε ο πόλεμος!
Τέλειωσε ο πόλεμος! Οι Γερμανοί φεύγουν»!
Πίστεψα και δεν πίστεψα
τα λόγια της. Μα σαν έφθασα στην πλατεία του χωριού είδα ένα κόσμο
συγκεντρωμένο ν’ αγκαλιάζονται και να φιλιούνται, να βαράν ντουφεκιές, να
τραγουδούν, να χορεύουν και να μη ξέρουν πώς να εκδηλώσουν τη χαρά τους. Και
φτερά να είχα δεν θα βρισκόμουνα τόσο γρήγορα στον Φουρνά. Δεν περπάταγα στο
δρόμο, πετούσα. Δρασκέλιζα τις βουνοπλαγιές και βουνοκορφές σαν να ήταν
παιγνιδάκια!
Έτσι έφτασα στο Φουρνά
όπου βρήκα αντάρτες και λαό να πανηγυρίζουν το τέλος του πολέμου, την λευτεριά
της Αθήνας, που ήταν και το προμήνυμα όλης της Ελλάδας.
Η χαρά μου ήταν
απερίγραπτη όταν βεβαιώθηκα πως οι Γερμανοί άρχισαν να φεύγουν από την Ελλάδα,
πως η Αθήνα ήταν κιόλας λεύτερη. Επιτέλους, είπα, ο κόσμος θ’ ανασάνει απ’ την
Χιτλερική σκλαβιά. Τότε μπρος στα μάτια μου ήρθε το καμμένο δάσος, τα καμμένα
χωριά, η ρημαγμένη Ελλάδα και άθελα θόλωσαν λες και τα σκέπασε κάποια αντάρα.
Μα σιγά σιγά άρχισαν όλα να καθαρίζουν και να λαμποκοπάν. Ένα φως καθάριο,
αιθέριο, περιέλουσε τα πάντα, ως και το καμμένο δάσος που λίγες ώρες πιο
μπροστά είχα φωτογραφίσει, το είδα και κείνο ν’ αλλάζει όψη. Από τους ξερούς
και μαυρισμένους κορμούς και κλώνους έβλεπα πως πετάγονταν καινούργιοι βλαστοί
που σκεπάζονταν αμέσως με φύλλα καταπράσινα γεμάτα χυμό, γεμάτα ζωή.
Πρόβαλε μπροστά στα
μάτια μου το καμμένο Καρπενήσι (σ.σ. βλ. αφιέρωμα "Ευρυτάνα ιχνηλάτη") όπως τ’ αντίκρυσα αμέσως μετά το κάψιμό του από τους Γερμανούς να
κείτεται σωριασμένο στη γη, σκελετωμένο ερείπιο σαν άταφος νεκρός με τους
μαυρισμένους τοίχους των σπιτιών του απ’ την κάπνα της φωτιάς. Τα ξυπόλυτα
παιδάκια, τυλιγμένα στα κουρελιασμένα ρουχαλάκια τους που κρατούσαν ένα
ντενεκεδάκι ή ένα πιάτο στα χέρια τους κι’ είχαν μπει στη σειρά να πάρουν λίγο
φαγί που τους είχε ετοιμάσει η Εθνική Αλληλεγγύη.
Παιδάκια μόνα κι έρημα μετά την καταστροφή του Μικρού χωριού από τους κατακτητές - Φωτο: Σπ. Μελετζής |
Κι’ ενώ μ’ είχε πλημμυρίσει μια αβάσταχτη λύπη, ένοιωθα συγχρόνως κι’ ένα αίσθημα σαν περηφάνειας, χαράς και ικανοποίησης. Ένα αίσθημα γεμάτο δύναμη που περπατώντας μονολογούσα κι’ έλεγα:
Άντε
Ελλάδα, άντε αγαπημένα μου χωριά, ως εδώ ήταν τα βάσανα και οι συμφορές
σας. Τώρα που ξεσκλαβωθήκαμε θα σας χτίσουμε πιο μεγάλα και πιο όμορφα.
Θα ριχτούμε όλοι μαζί σε μια καινούργια μάχη. Τη μάχη της
ανοικοδόμησης. Μέσα σε πέντε χρόνια τίποτε δεν θα μείνει κατεστραμμένο
και γκρεμισμένο. Όλα πέρα για πέρα πρέπει ν’ αλλάξουν θωριά.
Το καμένο Καρπενήσι - φωτο: Σπύρος Μελετζής
|
Αυτά σκεπτόμουνα καθώς
έφευγα απ’ τον Φουρνά και τραβούσα για τον Κλειτσό.
Μετά 15 μέρες παραμονής
μας ακόμα στον Κλειτσό και στον Φουρνά ήρθε και η μεγάλη στιγμή του γυρισμού
μας στην Αθήνα. Νικητές και τροπαιούχοι πάνω σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο αφήναμε
πίσω μας τα ελατοσκεπασμένα βουνά της Ευρυτανίας, τα κρουσταλένια της νερά, τον
καθαρό αγέρα, την βουνήσια ομορφιά. Μα εκείνο που μου σπάραζε την καρδιά ήταν
οι άνθρωποι που γνωρίσαμε και ζήσαμε μαζί τους τόσο καιρό. Ήταν οι άνθρωποι του
βουνού με τ’ αυλακωμένα πρόσωπα, όχι από τον χρόνο, αλλά από τα βάσανα και τις
στερήσεις, απ’ την ανέχεια και την σκληρή δουλειά.
Αφήναμε πίσω μας εκείνη
την Ευρυτάνα γυναίκα με την κασόνα ζαλίγκα που την έβλεπα σε κάθε μου βήμα και
την άκουγα συνεχώς να μου λέει: «Ε συναγωνιστή, αγώνας είναι αυτός, αν τον
κερδίσουμε τα κερδίζουμε όλα, αν τον χάσουμε τότε τα χάνουμε όλα». (σ.σ. βλ. εδώ)
Αυτόν τον αγνό, τον
ξαναπλασμένο λαό του βουνού αφήναμε πίσω μας που μας έμαθε εμάς τους ανθρώπους
της πόλης τι θα πει ανθρωπιά, καθήκον, σεβασμός, πίστη και προπαντός θυσία και
αγάπη. Κι’ όσο τ’ αυτοκίνητο ανέβαινε προς την κορφή του Ζαχαράκι, τόσο νόμιζα
πως κάτι ξεκολλούσε απ’ την ψυχή μου κι’ από το σώμα μου και έμεινε εκεί μαζί
τους.
Ευρυτανία, στην κορυφογραμμή του βουνού Ζαχαράκι - φωτο: Σπύρος Μελετζής |
Ήταν σκληρός εκείνος ο χωρισμός, πολύ σκληρός. Και μόνο σαν κατηφορίσαμε κι’ αρχίσαμε να συναντάμε στο δρόμο χωριά που μας υποδέχονταν απ’ όπου κι’ αν περνούσαμε, με ζητωκραυγές και μας έρραναν με λουλούδια και στόλιζαν το αυτοκίνητό μας με στεφάνια κι’ ανθοδέσμες, τότε άρχισε κάπως ν’ αναλαφρώνει ο πόνος του χωρισμού μας.”
Ευχαριστούμε για την αναδημοσίευση του αφιερώματος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή δύναμη-ψυχή βαθιά!