Πηγή:
Eurokinissi/Motionteam
Με ιδιαίτερη επιτυχία πραγματοποιήθηκε το πρωί της Κυριακής η εκδήλωση της ΚΟ Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ για τα 75 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τα στρατεύματα του ΕΛΑΣ.
Στην κατάμεστη Αίθουσα Τελετών του ΑΠΘ, ο λαός και ιδιαίτερα η νεολαία της Θεσσαλονίκης, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των οργανώσεων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, με αφορμή την μεγάλη επέτειο, για να μάθουν την ιστορική αλήθεια για την πάλη του ΕΛΑΣ για την απελευθέρωση της πόλης από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής και τους ντόπιους συνεργάτες τους.
Κεντρική ομιλήτρια της εκδήλωσης ήταν η Αλέκα Παπαρήγα, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και βουλευτής του Κόμματος. Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν ο Κώστας Αβραμόπουλος, μέλος του ΠΓ της ΚΕ, τα μέλη της Γραμματείας της ΚΕ Ζήσης Λυμπερίδης και Θεανώ Καπέτη, οι βουλευτές Α' και Β' Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ, Γιάννης Δελής και Λεωνίδας Στολτίδης, ο Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ, Γιώργος Μαργαρίτης, ο περιφερειακός σύμβουλος της «Λαϊκής Συσπείρωσης» Κεντρικής Μακεδονίας, Σωτήρης Αβραμόπουλος, καθώς και δημοτικοί σύμβουλοι της «Λαϊκής Συσπείρωσης» σε δήμους της πόλης.
Η εκδήλωση άνοιξε με την προβολή του χρονικού των γεγονότων της απελευθέρωσης, εμπλουτισμένο με ιστορικά ντοκουμέντα, από τις πρώτες ημέρες της κατοχής, την ίδρυση της πρώτης αντιστασιακής οργάνωσης της Ευρώπης από το Μακεδονικό Γραφείο του ΚΚΕ, την «Ελευθερία» έως και τις τελικές μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ στην πόλη.
Στη συνέχεια ακολούθησε η κεντρική ομιλία, και τέλος, η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με συναυλία από το συγκρότημα της ΚΝΕ, με συντονιστή τον Κωνσταντίνο Γκούβα και τη συμμετοχή του Νίκου Ταλέα και της Ανθής Τατσιούλη. Με το τέλος της εκδήλωσης, το πλήθος που παρευρέθηκε έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την έκθεση φωτογραφικού υλικού της περιόδου που λειτουργούσε στο φουαγιέ του κτιρίου.
«Μάθε την αλήθεια»
Η Αλέκα Παπαρήγα ξεκίνησε την ομιλία της (διαβάστε την παρακάτω ολόκληρη), ενώ στο χώρο αντηχούσε το σύνθημα που φώναζαν τα μέλη της ΚΝΕ: «Μάθε την αλήθεια, το χώμα που πατάς λευτέρωσαν μ' αγώνα ΕΑΜ ΕΠΟΝ ΕΛΑΣ», τονίζοντας πως η συγκεκριμένη εκδήλωση, όπως και οι υπόλοιπες εκδηλώσεις του Κόμματος αναφορικά με σημαντικές επετείους της ελληνικής ιστορίας, του εργατικού λαϊκού κινήματος, δεν έχει τίποτε το κοινό με τις συνήθεις αντίστοιχες κρατικές επίσημες εκδηλώσεις, καθώς, όπως είπε, «οι επίσημες πλασάρουν τον μύθο της ανύπαρκτης εθνικής ενότητας και ομοψυχίας, επιμελημένα κρύβουν τον αντιλαϊκό ρόλο που έπαιξαν οι αστοί ηγέτες, τα κόμματά τους και ο θρόνος, οι σύμμαχοι τους ιμπεριαλιστές.
(...) Κουβέντα δεν γίνεται, όταν αναφέρονται την περίοδο της κατοχής για τις εξίσου σημαντικές ηρωικές απεργίες και οικονομικές διεκδικήσεις στις πόλεις απέναντι στην ξενική κατοχή. Σκεφτείτε τι μας περιμένει με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των 200 χρόνων από το ξέσπασμα της αστικής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης του 1821, μιας επανάστασης ακόμα πιο βαθιά ντυμένης με το ψέμα, τη διαστρέβλωση, τους μύθους».
«Στον επίσημο κρατικό εορτασμό της Θεσσαλονίκης», συνέχισε, «μνημονεύεται κυρίως αν όχι και αποκλειστικά από τους περισσότερους πολιτικούς παράγοντες, μόνο η 28η Οκτωβρίου του 1912, όταν η πόλη παραδόθηκε από τους Οθωμανούς στρατιωτικούς επιτελείς στους Έλληνες (...).
Το 1912, που σωστά γίνεται μνεία κάθε 28 Οκτώβρη, είναι πιο εύκολο για τους αστούς τιμητές, αφού θα μιλήσουν για τον διάδοχο Κωνσταντίνο ή τον Ελευθέριο Βενιζέλο, χωρίς βεβαίως να αναφέρονται στους διαφορετικούς προσανατολισμούς και αντιθέσεις τους, (...) που στη συνέχεια οδήγησαν στην τραγική μικρασιατική εκστρατεία με την καθοδήγηση της Αγγλίας και των ιδιαίτερων συμφερόντων της».
Μεταξύ άλλων, η Α. Παπαρήγα στην ομιλία της, αναφέρθηκε στην πρόσφατη, ανιστόρητη τοποθέτηση του βουλευτή της ΝΔ Στρ. Σιμόπουλου, πως η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε όταν οι Γερμανοί ναζί την εγκατέλειψαν με τη θέληση τους, χωρίς να χρειαστεί να δοθεί μάχη και να χυθεί αίμα, σημειώνοντας πως η ΚΟ της Κεντρικής Μακεδονίας, πολύ σωστά αντέδρασε γιατί «η 28η έως 30ή Οκτωβρίου 1944 για τη Θεσσαλονίκη αν με στοιχειώδη ευαισθησία πληροφόρησης αναφερθεί, δεν μπορεί παρά να συνδυαστεί με τον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ, με το ΚΚΕ, κατά πρώτο και κύριο λόγο».
«Υπενθυμίζουμε στους επιγόνους και συνεχιστές των αστικών κομμάτων, των κομμάτων που και σήμερα ανεξάρτητα τι πρόσημο έχουν είναι στυλοβάτες του σάπιου, εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος που γεννά τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ότι ένα τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης συμμάχησε με την γερμανική κατοχή, στελέχη της πήραν μέρος στις δωσίλογες κυβερνήσεις», ενώ άλλο τμήμα προτίμησε να δραπετεύσει στο Κάιρο, πρόσθεσε.
Στη συνέχεια, παρέθεσε στοιχεία για τη μυστική συμφωνία της Λισαβόνας, μεταξύ Γερμανών και Άγγλων εκπροσώπων για την παράδοση της Θεσσαλονίκης στα αγγλικά στρατεύματα και όχι στον ΕΛΑΣ, καθώς «η Θεσσαλονίκη ήταν σημαντικό κέντρο της αστικής εξουσίας και ιδιαίτερα σημαντικό για τους Άγγλους».
Επίσης αναφέρθηκε στην αξιοποίηση από τους Άγγλους για το χτύπημα του ΕΛΑΣ, των ταγμάτων ασφαλείας και άλλων μέχρι πρότινος συνεργατών των Γερμανών, όπως οι Τσαούς Αντών, Μιχάλαγας και Κισά Μπατζάκ.
Ιδιαίτερη αναφορά στην ομιλία της, έκανε στο ζήτημα της ιστορικής μελέτης της δεκαετίας 1940-1949, η οποία όπως ανέφερε συνεχίζει «με παλαιούς και δήθεν πιο σύγχρονους όρους να βρίσκεται στο στόχαστρο της αστικής τάξης, των κομμάτων της, πολλών ιστορικών επιστημόνων, δημοσιογράφων (...) λόγω της σχέσης που είχε ο αγώνας της εθνικής αντίστασης με τον ταξικό αγώνα των Δεκεμβριανών της Βρετανικής στρατιωτικής εισβολής, στη συνέχεια του ΔΣΕ, την ανώτερη μορφής της ταξικής πάλης που έβαλε σε μεγάλη δοκιμασία την αστική τάξη της χώρας». Παράλληλα, τόνισε τη θετική σημασία που έχουν οι φωνές αντίστασης ιστορικών επιστημόνων μαρξιστών, ριζοσπαστών που εξακολουθούν να είναι μειοψηφικές αλλά «παραμένουν όμως σημαντικές και ηρωικές».
Μιλώντας για την ιδεολογική διαπάλη στον τομέα της εκπαίδευσης και της έρευνας, κατέληξε λέγοντας πως «ως κόμμα πρέπει πιο αποφασιστικά να αναλάβουμε ακόμα μεγαλύτερη ευθύνη στην διάδοση της επιστημονικής μεθοδολογίας, του διαλεκτικού υλισμού στη φύση και στην ιστορία, στην κοινωνική εξέλιξη, στην πολιτική, στην επιστήμη, στην ιστοριογραφία».
Χαρακτήρισε επίσης τα συνθήματα που αναφώνησαν στη Θεσσαλονίκη, κυβερνητικοί και πολιτικοί ηγέτες πριν λίγες μέρες: «ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΠΟΛΕΜΟΣ, ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΦΑΣΙΣΜΟΣ», «απολύτως υποκριτικά, άρα εξαιρετικά επικίνδυνα», αφού συγκαλύπτουν τι κίνδυνο αντιπροσωπεύουν για τον ελληνικό λαό και τους άλλους λαούς οι συμφωνίες, παλιές και νέες, όπως η πρόσφατη στρατηγικής σημασίας με τις ΗΠΑ, που προετοίμασε ο ΣΥΡΙΖΑ και υπέγραψε η ΝΔ», ενώ σχολίασε πως «δικαιολογημένα στο ''Ριζοσπάστη'' χαρακτηρίστηκαν ως ανατριχιαστικές οι δηλώσεις του υπουργού Άμυνας κ. Παπαγιωτόπουλου, κατά την υποδοχή του διοικητή των χερσαίων δυνάμεων των ΗΠΑ, ότι ο ελληνικός λαός είναι έτοιμος να ξαναματώσει στο πλευρό των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ, και σήμερα, όπως έγινε και στο παρελθόν».
Και πρόσθεσε: «Σε μια περίπτωση αξίζει ο ελληνικός λαός να μη λυπηθεί να δώσει το αίμα του, την ψυχή του, όταν απειλούνται τα ελληνικά σύνορα, όταν θέλει να υπερασπισθεί το δικαίωμα του να πάρει στα χέρια του τον πλούτο που υπάρχει στη χώρα, τον πλούτο που παράγεται με το δικό του ιδρώτα και μυαλό».
Συνοψίζοντας, η Αλέκα Παπαρήγα κατέληξε στην ομιλία της: «Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης με τον ΕΛΑΣ νικητή όχι μόνο απέναντι στα γερμανικά στρατεύματα, αλλά και τις μηχανορραφίες της Αγγλίας, απέναντι στα τάγματα ασφαλείας και στις συμφωνίες με την ετοιμοθάνατη πολεμικά Γερμανία, αποδεικνύουν το μεγαλείο όχι μόνο του ΚΚΕ αλλά και του λαού που καταφέρνει να μπαίνει σε πορεία χειραφέτησης από τα αστικά κόμματα και τις αστικές αντιλήψεις, από την ηττοπάθεια.
Μελετάμε το χθες για να μην έχουμε καμία δικαιολογία να μη ανταποκρινόμαστε στον ανώτατο βαθμό σήμερα και αύριο. Για να μπορούμε να απαντάμε με πειστικότητα στον αντικομουνισμό, στην επιφανειακή εξήγηση ιστορικών γεγονότων και φάσεων, για να οπλιστούμε με ετοιμότητα και ικανότητα αξιολόγησης των τάσεων του σήμερα, να πηγαίνουμε πιο μπροστά από τα γεγονότα, ποτέ πίσω από αυτά, όταν αυτά έχουν διαμορφώσει παγιωμένες αντιλήψεις σε αγωνιστές και αγωνίστριες που συμπαρατάσσονται μαζί μας».
Η ομιλία της Αλ. Παπαρήγα
Παραθέτουμε ολόκληρη την ομιλία που έκανε στην εκδήλωση η Αλέκα Παπαρήγα:
«Η σημερινή εκδήλωση, όπως άλλωστε και όλες όσες πραγματοποιήσαμε σε σημαντικές επετείους της ελληνικής ιστορίας, του εργατικού λαϊκού κινήματος, δεν έχει τίποτε το κοινό με τις συνήθεις αντίστοιχες κρατικές επίσημες εκδηλώσεις π.χ. για την απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή. Οι επίσημες πλασάρουν τον μύθο της ανύπαρκτης εθνικής ενότητας και ομοψυχίας, επιμελημένα κρύβουν τον αντιλαϊκό ρόλο που έπαιξαν οι αστοί ηγέτες, τα κόμματά τους και ο θρόνος, οι σύμμαχοι τους ιμπεριαλιστές. Ανοικτά ή συγκαλυμμένα, επιστρατεύοντας μάλιστα και το ελληνικό DNA, υποβαθμίζουν ή δυσφημούν τον αγώνα του ενόπλου λαού, τα διαμετρικά διαφορετικά συμφέροντα του από τις φιλοαγγλικές οργανώσεις, την περίοδο 41-44 και τα τάγματα ασφαλείας που ιδρύθηκαν από τους Άγγλους και Γερμανούς επιτελείς σε συνεργασία με την κατοχική κυβέρνηση Ράλλη, για να αντιμετωπίσουν τον ΕΛΑΣ, το ΕΑΜ, το ΚΚΕ στις μέρες της απελευθέρωσης.
Κουβέντα δεν γίνεται, όταν αναφέρονται την περίοδο της κατοχής για τις εξίσου σημαντικές ηρωικές απεργίες και οικονομικές διεκδικήσεις στις πόλεις απέναντι στην ξενική κατοχή. Σκεφτείτε τι μας περιμένει με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των 200 χρόνων από τον ξέσπασμα της αστικής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης του 1821, μιας επανάστασης ακόμα πιο βαθιά ντυμένης με το ψέμα, τη διαστρέβλωση, τους μύθους.
Στο όνομα της επετείου του ΟΧΙ άλλοι μιλάνε για τον Μεταξά, άλλοι για το ΟΧΙ του λαού, οι περισσότερες αναφορές αφορούν στο αλβανικό έπος και τον "χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας" του Οδυσσέα Ελύτη, λες και ο πόλεμος για την Ελλάδα τέλειωσε με τον -πράγματι- ηρωικό αγώνα των Ελλήνων στρατιωτών, αξιωματικών κατά της ιταλικής επιδρομής. Κουβέντα βεβαίως δεν γίνεται για το γεγονός ότι οι κρατούμενοι φυλακισμένοι και εξόριστοι κομουνιστές ζήτησαν να απελευθερωθούν μόνο και μόνο για να πάνε στο αλβανικό μέτωπο, και βεβαίως τσιμουδιά ότι το μεταξικό καθεστώς τους παρέδωσε στον γερμανικό εισβολέα που ακολούθησε , ενώ όσοι κατάφεραν , από τα νησιά της εξορίας να δραπετεύσουν, ένα πράγμα είχαν στο νου τους, να πάρουν μέρος στον ένοπλο αγώνα κατά της ξενικής κατοχή, το είπαν και το έκαναν. Στον επίσημο κρατικό εορτασμό της Θεσσαλονίκης μνημονεύεται κυρίως αν όχι και αποκλειστικά από τους περισσότερους πολιτικούς παράγοντες, μόνο η 28η Οκτωβρίου του 1912, όταν η πόλη παραδόθηκε από τους Οθωμανούς στρατιωτικούς επιτελείς στους Έλληνες, καθώς ήξεραν ότι είχαν χάσει τον πόλεμο, ενώ προτίμησαν την παράδοση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα και όχι στην Βουλγαρία που την επιζητούσε. Δεν συμπληρώνεται όμως ο επίσημος λόγος και με το τριήμερο 28-30 Οκτωβρίου 1944 που αφορά στην απελευθέρωση της πόλης.
Το 1912, που σωστά γίνεται μνεία κάθε 28 Οκτώβρη, είναι πιο εύκολο για τους αστούς τιμητές, αφού θα μιλήσουν για τον διάδοχο Κωνσταντίνο ή τον Ελευθέριο Βενιζέλο χωρίς βεβαίως να αναφέρονται στους διαφορετικούς προσανατολισμούς και αντιθέσεις τους, προς τα που έπρεπε να κατευθυνθούν κατά τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο τα ελληνικά στρατεύματα, προς βορρά ή προς ανατολάς, αντιθέσεις και προσανατολισμοί που στη συνέχεια οδήγησαν στην τραγική μικρασιατική εκστρατεία με την καθοδήγηση της Αγγλίας και των ιδιαίτερων συμφερόντων της.
Η 28η έως 30ή Οκτωβρίου 1944 για τη Θεσσαλονίκη αν με στοιχειώδη ευαισθησία πληροφόρησης αναφερθεί, δεν μπορεί παρά να συνδυαστεί με τον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ, με το ΚΚΕ, κατά πρώτο και κύριο λόγο. Η ΚΟ της Κεντρικής Μακεδονίας, πριν λίγες μέρες, πολύ σωστά αντέδρασε στην ανιστόρητη τοποθέτηση του βουλευτή της ΝΔ κ. Σιμόπουλου που είχε το θράσος να υποστηρίξει ότι η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε όταν οι Γερμανοί ναζί την εγκατέλειψαν με τη θέληση τους χωρίς να χρειαστεί να δοθεί μάχη και να χυθεί αίμα. Δεν κρύβονται οι απώλειες που ο ΕΛΑΣ είχε γιατί έδωσε μάχες για την απελευθέρωση της πόλης, υπάρχουν οι τάφοι τους στο νεκροταφείο της Νέας Σάντας με ημερομηνία θανάτου 30 Οκτωβρίου 1944. Υπενθυμίζουμε στους επιγόνους και συνεχιστές των αστικών κομμάτων, των κομμάτων που και σήμερα ανεξάρτητα τι πρόσημο έχουν είναι στυλοβάτες του σάπιου, εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος που γεννά τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ότι ένα τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης συμμάχησε με την γερμανική κατοχή, στελέχη της πήραν μέρος στις δοσίλογες κυβερνήσεις. Φιλοβασιλικά ή αντιβασιλικά κόμματα και πολιτικοί παράγοντες, με την αμέριστη βοήθεια της Αγγλίας, προτίμησαν να δραπετεύσουν από την Ελλάδα, την ώρα που ξεσηκώνονταν ο λαός στην Κρήτη και σχηματίζονταν αντιστασιακές ομάδες σε πολλές περιοχές της χώρας, προκειμένου να σχηματίσουν τη δήθεν εξόριστη αστική κυβέρνηση, στο Κάιρο ενώ ο βασιλιάς φιλοξενήθηκε στο Λονδίνο.
Αυτοί είναι που έπνιξαν στο αίμα και φυλάκισαν χιλιάδες Έλληνες αξιωματικούς, οπλίτες, ναύτες και αεροπόρους που μεταφερμένοι υποχρεωτικά στη Μέση Ανατολή, επέλεξαν να διεκδικήσουν την ένταξη τους στην Εαμική Εθνική Αντίσταση και την υπαγωγή τους στη δικαιοδοσία της ΠΕΕΑ, που ιδρύθηκε με την πρωτοβουλία του Κόμματος και με βάση το ΕΑΜ.
Τιμάμε την μέρα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης μη λησμονώντας, ότι αυτή ήταν η κατάληξη ενός τιτάνιου ελληνικού λαϊκού αγώνα που επηρεάστηκε βεβαίως και από τον ευρωπαϊκό νικηφόρο αγώνα των λαών, με επικεφαλής, στη πολεμική δράση και τις θυσίες, το σοβιετικό. Ούτε το ξεκίνημα της αντίστασης ούτε η απελευθέρωση ήταν αποτέλεσμα της εθνικής ενότητας , ήταν ένας τιτάνιος λαϊκός , απελευθερωτικός αγώνας με την ηγεσία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και την καθοδήγηση του ΚΚΕ , σε συνθήκες ταξικής πάλης και μηχανορραφιών των Άγγλων συμμάχων.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον ΕΛΑΣ αν και είχε κριθεί πια η ήττα της Γερμανίας, δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση, γιατί στις μέρες της απελευθέρωσης κορυφώνονταν η ταξική πάλη σε αντικειμενικά επαναστατικές συνθήκες:
Η Θεσσαλονίκη ήταν σημαντικό κέντρο της αστικής εξουσίας και ιδιαίτερα σημαντικό για τους Άγγλους που είχαν ήδη συμφωνήσει με την Γερμανία, τα στρατεύματα της να τους παραχωρήσουν την πόλη. Τότε βεβαία δεν ήταν γνωστό, αργότερα αποκαλύφθηκε, καταγεγραμμένη μαρτυρία του Αλμπέρ Σπέερ, υπουργού Πολεμικής Βιομηχανίας του Χίτλερ, ότι στη Λισαβόνα έγινε μυστική συμφωνία μεταξύ Γερμανών και Άγγλων εκπροσώπων για την παράδοση της Θεσσαλονίκης στα αγγλικά στρατεύματα και όχι στον ΕΛΑΣ. Στο έγγραφο 379940, που βρίσκεται στο Αρχείο του ΚΚΕ και έχει ήδη δημοσιευτεί, υπενθυμίζουμε ότι γράφεται:
"Στις 16 Οκτώβρη τα τμήματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ Θεσσαλονίκης με αποφασιστική εξόρμησή τους είχαν καταλάβει όλες τις συνοικίες της πόλης και περιόρισαν τους Γερμανούς στο κέντρο της. Κάτω από την πίεση των τμημάτων της 11ης Μεραρχίας και την απειλή του εφεδρικού ΕΛΑΣ Θεσσαλονίκης οι κατακτητές στις 28 Οκτώβρη εγκατέλειψαν την πόλη. Και τη στιγμή που οι δυνάμεις της δεκάτης μεραρχίας του ΕΛΑΣ που ήταν διαταγμένες κατά μήκος της κοιλάδας του Αξιού χτυπούσαν και κυνηγούσαν τους κατακτητές οι Άγγλοι (...) έδιναν διαταγές στους εθνοπροδότες της ΠΑΟ και συνεργάτες των Γερμανών (...) να είναι έτοιμοι και να περιμένουν. Το σατανικό σχέδιο του αρχηγού της βρετανικής αποστολής Σκόμπυ ήταν ολοφάνερο (...) διέταξε όπως οι δυνάμεις της 9ης και 10ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ Μακεδονίας να μην προχωρήσουν πέρα από τον Αξιό προς τη Θεσσαλονίκη και τις δυνάμεις της 6ης Μεραρχίας να μην περάσουν το Στρυμόνα". Άφηνε δηλαδή ελεύθερο το χώρο που ήταν συγκεντρωμένες και δρούσαν όλες οι αστικές δυνάμεις, που είτε συνεργάζονταν με τους Γερμανοβούλγαρους είτε μόνο με τους Βρετανούς είτε και με τους δυο.
Η Αγγλία και η Γερμανία, τα βρήκαν μεταξύ τους, καθώς ο Κόκκινος Στρατός έκανε επέλαση στα Βαλκάνια και η αντίθεση σοσιαλισμού - καπιταλισμού συνεχιζόταν με διάφορους τρόπους, τόσο εμφανώς όσο και "αφανώς", στο πλαίσιο της αντιχιτλερικής - αντιαξονικής σύμπραξης.
Οι Άγγλοι επιτελείς έσπευσαν να χρησιμοποιήσουν τα τάγματα ασφαλείας στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Ο Βρετανός ταγματάρχης Μίλερ είχε υπό την προστασία του το εκτελεστικό όργανο της φασιστικής Βουλγαρίας Τσαούς Αντών (Φωστερίδη) και την ομάδα του, που για τις ανάγκες της περίστασης τους "έντυσε" ΕΔΕΣ, δηλαδή δήθεν νόμιμη απελευθερωτική ομάδα. Αλλά και οι Γερμανοί επιτελείς στη Θεσσαλονίκη είχαν απελευθερώσει μέλη του ΕΔΕΣ προκειμένου να πολεμήσουν κατά του ΕΛΑΣ. Από το Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη, ο Τσαούς Αντών βοηθούσε τους Γερμανούς να αποχωρήσουν χωρίς να διακινδυνεύσουν από τα τμήματα του ΕΛΑΣ. Το ίδιο έκαναν και τα τμήματα των ταγματασφαλιτών Μιχάλαγα, Κισά Μπατζάκ, Παπαδόπουλου και άλλων. Την εφαρμογή του σχεδίου για την παρεμπόδιση του ΕΛΑΣ να ελευθερώσει την Θεσσαλονίκη είχε αναλάβει ο συνταγματάρχης Χρυσοχόου, επιτελάρχης του στρατηγού Τσολάκογλου και πρώτου δωσίλογου πρωθυπουργού. Αυτός ήταν και ο πραγματικός αρχηγός της ένοπλης οργάνωσης των ταγματασφαλιτών της ΠΑΟ. Αυτός ζήτησε να σπεύσουν οι ένοπλοι του Κισά Μπατζάκ να μπουν στην πόλη πριν από τον ΕΛΑΣ. Προσδιόρισε, μάλιστα, την έναρξη της επιχείρησης για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης στις 28 Οκτώβρη.
Ο Κισά Μπατζάκ μεταφέρει τα τάγματα στον Άγιο Αθανάσιο, 20 χλμ. έξω από τη Θεσσαλονίκη, και όλοι μαζί παρουσιάζονται από δω και πέρα ως ΕΔΕΣ. Μέσα στη πόλη επιχειρούν ήδη να χτυπήσουν με όπλα στις γειτονιές που ελέγχει ο ΕΛΑΣ. Στις 26 προς 27 του Οκτώβρη, δυνάμεις του ΕΛΑΣ, αψηφώντας την εγγλέζικη εντολή που στηρίζονταν στην συμφωνία της Καζέρτας, ξεκινούν από το Ελευθεροχώρι με πλοιάρια του ΕΛΑΝ και αποβιβάζονται στη Χαλκιδική. Με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ να σφίγγουν τον κλοιό, οι Γερμανοί επισπεύδουν την αναχώρησή τους από τη Θεσσαλονίκη, ενώ οι ταγματασφαλίτες καταφεύγουν στο Κιλκίς. Στις 30 του Οκτώβρη του 1944 ο ΕΛΑΣ είναι κυρίαρχος της πόλης, διέσωσε μάλιστα τις υποδομές της, ενώ τμήματά του σε συνεχή επαφή με τον εχθρό, τους καταδίωξαν μέχρι τα γιουγκοσλαβικά σύνορα, προκαλώντας τους σοβαρές απώλειες.
Η απελευθέρωση πόλεων και της Θεσσαλονίκης, δεν έγιναν ξαφνικά με μια επιδρομή, στην διάρκεια της κατοχής, υπήρξαν ελεύθερες περιοχές στην Ελλάδα, ορισμένες πριν το 1943, κυρίως όμως διευρύνθηκαν αυτές από τα μέσα του 1943, ιδιαίτερα μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Όλες αυτές οι περιοχές ελευθερώθηκαν από τον ΕΛΑΣ, βρίσκονταν κάτω από την έλεγχο της διοίκησης του ΕΛΑΣ. Απελευθερώθηκε τον Μάρτη του 43 η Βόρεια Πίνδος από τα σύνορα ως το Μέτσοβο. Οι ιταλικές δυνάμεις στην Καστοριά και τα Γρεβενά ήταν αποκλεισμένες και ελέγχονταν από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ τελικά ο ιταλικός στρατός έφυγε στις 24 προς τις 25 του Μάρτη 43. Ελεύθερες περιοχές υπήρχαν στην ορεινή Θεσσαλία περιοχή που περιλάμβαναν 1000 χωριά όπου ζούσαν 450.000 κάτοικοι σε σύνολο 590.000.σ αυτές τις περιοχές λειτουργούσαν λαϊκές επιτροπές εκλεγμένες από λαϊκές συνελεύσεις, ο λαός τοπικά είχε όλες τις διοικητικές, δικαστικές, εκπαιδευτικές και εκπολιτιστικές λειτουργίες. Η αύξηση των ελεύθερων περιοχών οδήγησε στην ίδρυση της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης.
Σε κάθε πόλη, ακόμα και στην επαρχία, στα νησιά, ιδιαίτερα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη η πολυπόθητη για το λαό μέρα απελευθέρωσης και οι επόμενες, αποτέλεσαν μέρες πανηγυρικών λαϊκών συλλαλητηρίων αλλά και κορύφωσης της ταξικής πάλης, που δεν σταμάτησε να υπάρχει σε όλη την διάρκεια του αγώνα κατά της τριπλής κατοχής. Τα αστικά κόμματα διασπασμένα κατά την κατοχή σε φιλεγερμανικά και φιλοαγγλικά, βασιλικά και αντιβασιλικά, καθώς ανάλογα διασπασμένη ήταν και η αστική τάξη της χώρας, συμπεριφέρθηκαν με κριτήριο τα ιδιαίτερα ταξικά τους συμφέροντα.
Είτε ήταν αντιβασιλικά είτε φιλοβασιλικά πριν ακόμα αποχωρήσουν τα γερμανικά στρατεύματα, δρομολόγησαν το σχέδιο τους που είχαν επεξεργασθεί στο Κάιρο και το Λονδίνο, προκειμένου να προλάβουν το Εαμικό, Ελασίτικο Κίνημα, αλλά και να μη τους απομονώσει και τιμωρήσει ο ελληνικός λαός για τον ρόλο τους πριν, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Να πετύχουν τον στόχο τους να τσακίσουν σωματικά και ηθικά αυτούς που απελευθέρωσαν την Ελλάδα, τους κομμουνιστές, τους Εαμίτες και Ελασίτες, όσους άλλους συμπαρατάχτηκαν μαζί τους και τους βοήθησαν.
Καμία λήθη στο γεγονός ότι οι Βρετανοί σε συνεργασία με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής και Έλληνες πολιτικούς ίδρυσαν τα σώματα ασφαλείας με ένα στόχο να στραφούν κατά του ΕΛΑΣ-ΕΑΜ, του ΚΚΕ.
Εδώ και πολλά χρόνια, αναφέρομαι μετά το 1974, που καταργήθηκαν οι γνωστοί αντικομουνιστικοί νόμοι 509 και 375, συνεχίστηκε με παλαιούς και δήθεν πιο σύγχρονους όρους να βρίσκεται στο στόχαστρο της αστικής τάξης, των κομμάτων της, πολλών ιστορικών επιστημόνων, δημοσιογράφων η δεκαετία 1940-1949 λόγω της σχέσης που είχε ο αγώνας της εθνικής αντίστασης με τον ταξικό αγώνα των Δεκεμβριανών της Βρετανικής στρατιωτικής εισβολής, στη συνέχεια του ΔΣΕ, την ανώτερη μορφής της ταξικής πάλης που έβαλε σε μεγάλη δοκιμασία την αστική τάξη της χώρας.
Από τις αρχές της 10ετίας του 80, με την άνοδο στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που απέβλεπε να περάσει στη συνείδηση του λαού τη λογική του "εφικτού" και του "αντιδεξιού" μετώπου, ξεκίνησε μια νέα πιο επεξεργασμένη επίθεση στην ιστορική 10ετία. Εκτός, δηλαδή, από το αστικό-αντικομουνιστικό, πλασαρίστηκε το σοσιαλδημοκρατικό, ρεφορμιστικό ρεύμα, ενώ στα πανεπιστήμια έσκασε μύτη στην από καθέδρας διδασκαλίας και το οπορτουνιστικό, που αρχικά μεν εμφανίστηκε υποκριτικά ότι απέβλεπε σε μια σύγχρονη ανάγνωσή του μαρξισμού, στη συνέχεια όμως ξεσκεπάστηκε καθώς αναδείχθηκε σε σύμμαχο της αστικής ιδεολογίας.
Οπωσδήποτε φωνές αντίστασης ιστορικών επιστημόνων μαρξιστών, ριζοσπαστών, υπήρξαν και υπάρχουν και σήμερα, όμως εξακολουθούν να είναι μειοψηφικές, λόγω βεβαίως αντικειμενικής δυσκολίας πρόσβασης, παραμένουν όμως σημαντικές και ηρωικές.
Συχνά υπενθυμίζουμε ότι και στις καλλίτερες στιγμές της αστικής δημοκρατίας, αυτή σταματά έξω από την πύλη του εργοστασίου, κάθε μέρα τα πράγματα γίνονται χειρότερα.
Στα πανεπιστήμια και σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, στην προκειμένη περίπτωση στις κοινωνικές, πολιτικές επιστήμες, στην ιστοριογραφία συσκοτίζεται η ασυμφιλίωτη αντίθεση ανάμεσα στους υπερασπιστές της αστικής εξουσίας και στους αγωνιστές υπέρ της εργατικής. Σε περίοπτη θέση βρίσκονται και οι δήθεν ενδιάμεσες απόψεις που κρατούν, τάχα, ίσες αποστάσεις από τα δύο αντίπαλα μέτωπα.
Δεν είναι εύκολη η προσέγγιση της αντικειμενικής αλήθειας για μεγάλα ιστορικά γεγονότα, σημαντικές φάσεις της ελληνικής ιστορίας, απαιτείται πολύ σκληρή ιδεολογική διαπάλη πριν απ όλα στην εκπαίδευση και γενικότερα εννοείται. Ξέρουμε καλά ότι ιστορικοί όπως και εκπαιδευτικοί, φοιτητές και φοιτήτριες, μεταπτυχιακοί και διδακτορικοί έχουν διδαχθεί και εύλογα επηρεαστεί και επηρεάζονται από τις διάφορες παραλλαγές της αστικής αντίληψης για την ιστορία, διδάσκονται την αστική μεθοδολογία κρίσης και εκτίμησης της κοινωνικής εξέλιξης. Μόνο σε ρήξη και μόνο σε πλήρη αντίθεση με αυτή την μεθοδολογία μπορούν να διαμορφώσουν μια όσο γίνεται πιο αντικειμενική επιστημονική αντίληψη για τον χαρακτήρα π.χ. του α΄και΄β΄ παγκοσμίου πολέμου, των δύο βαλκανικών πολέμων, για το τι συνέβη στις μέρες της απελευθέρωσης και πώς φθάσαμε στον Δεκέμβρη του 44 και στη συνέχεια στον τρίχρονο αγώνα του ΔΣΕ.
Η ιστοριογραφία μπορεί γίνει πολύτιμος σύμμαχος του αγώνα κατά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και του ιμπεριαλιστικού πολέμου όταν παίρνει υπόψη τις νομοτέλειες, τη σχέση οικονομίας και πολιτικής, την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας.
Λαός, νεολαία γίνονται -καθημερινά- ευάλωτοι συνειδησιακά και γνωστικά όχι μόνο με τις ριπές του αντικομουνισμού αλλά και με την διαπαιδαγώγηση τους να αποδέχονται τις σκόρπιες ανεξέλεγκτες πληροφορίες, τον κατακερματισμό της γνώσης με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται στην κριτική επεξεργασία των πληροφοριών ή των πηγών, να δυσκολεύονται να γενικεύουν και να διακρίνουν τις νομοτέλειες.
Με όρους μελέτης όλων των πηγών και απόψεων, με όρους ιδεολογικής διαπάλης στην επιστημονική έρευνα, γνώση και διάδοσή τους είναι εφικτό, όσοι σήμερα προβληματίζονται, να εξηγήσουν γιατί σήμερα όλα τα κράτη της ΕΕ και η ίδια η ΕΕ έχουν σημαία την εξίσωση του ναζισμού με τον κομμουνισμού, πώς αξιοποιούν αυτό το βρωμερό ψέμα για να αντιμετωπίσουν τον υπαρκτό τον υπαρκτό κίνδυνο νέας αφύπνισης και αντεπίθεσης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να αντιληφθούν ότι ο αντικομουνισμός γίνεται εργαλείο διαχείρισης των ενδοαστικών, ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, των σοβαρών αντιφάσεων και αδιεξόδων που αντιμετωπίζει το καπιταλιστικό σύστημα.
Χρειάζεται πραγματικά χειραφετημένη ή έστω όσο γίνεται περισσότερη πολιτική δηλαδή ταξική σκέψη και κριτήριο για να κατανοηθεί γιατί κατά την υπογραφή του κατάπτυστου ψηφίσματος εξίσωσης κομμουνισμού και ναζισμού εμφανίστηκαν και δήθεν ενδιάμεσες ή ψύχραιμες φωνές που δεν το υπέγραψαν υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει να "ξύνουμε πληγές του παρελθόντος" και να ενωθούμε όλοι στο μύθο της "βιώσιμης" -κατά τη ΝΔ- καπιταλιστικής ανάπτυξης, ή της "δίκαιης" -κατά τον ΣΥΡΙΖΑ- επίσης, καπιταλιστικής ανάπτυξης, ή για να επιτευχθεί η δήθεν "εθνική ενότητα" προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής καθώς -όπως λένε- όλοι φταίμε, ενώ υποστηρίζουν ότι η πράσινη καπιταλιστική ανάπτυξης δεν ρυπαίνει , δεν εξαθλιώνει, δεν φτωχαίνει.
Στην δήθεν "αντικειμενική, αμερόληπτη μελέτη της ιστορίας", από την πλευρά των αστών, όταν γίνεται αναφορά για το ρόλο του λαού αναφέρονται μόνο εκείνες οι περίοδοι , κρίσιμοι, που οι λαοί πήραν μέρος κάτω από τη σημαία των συμφέρον των συμφερόντων της αστικής τάξης. γι αυτό και το ΕΑΜ αποσιωπάται ή συκοφαντείται. Ως ήρωες προβάλλονται οι στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες που εκτός από την απελευθέρωση εδαφών που κατοικούνταν από Έλληνες, επιθυμούσαν να κατακτήσουν και νέα εδάφη μόνο και μόνο για την διεύρυνση της εθνικής αγοράς και την άντληση μεγαλύτερων κερδών. Επαινούνται όσοι και όσες συμφωνούν η Ελλάδα να γίνει ακόμα πιο διευρυμένη στρατιωτική πλατφόρμα του ιμπεριαλισμού κατά γειτονικών λαών και κοντινών λαών, αποθήκη ακόμα και πυρηνικών όπλων, συνένοχη στον πόλεμο για την αναδιανομή του ενεργειακού πλούτου, την αλλαγή συνόρων, τις προσαρτήσεις και διασπάσεις κρατών, συνένοχη στο προσφυγικό και μεταναστευτικό κύμα. Και αυτό το βαφτίζουν γεωστρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας, πολιτική "ειρήνης", "ασφάλειας" και "σταθερότητας".
Η πείρα του 20ού αιώνα, των δύο παγκοσμίων πολέμων, της ατομικής βόμβας των ΗΠΑ και του Τρούμαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, του 20ού αιώνα με εκατοντάδες τοπικούς και γενικότερους πολέμους, είναι πολύτιμη. Τα συνθήματα που αναφώνησαν στη Θεσσαλονίκη κυβερνητικοί και πολιτικοί ηγέτες πριν λίγες μέρες: "ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΠΟΛΕΜΟΣ, ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΦΑΣΙΣΜΟΣ", ήταν απολύτως υποκριτικά άρα εξαιρετικά επικίνδυνα, αφού συγκαλύπτουν τι κίνδυνο αντιπροσωπεύουν για τον ελληνικό λαό και τους άλλους λαούς οι συμφωνίες, παλιές και νέες, όπως η πρόσφατη στρατηγικής σημασίας με τις ΗΠΑ, που προετοίμασε ο ΣΥΡΙΖΑ και υπέγραψε η ΝΔ. Όσοι υποστηρίζουν την γεωστρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα της περιοχής και την συμμετοχή στις οικονομικές έως και στρατιωτικές αντιθέσεις και επιθέσεις , ανεξάρτητα τι λένε στα λόγια, καλλιεργούν το έδαφος ένα μέρος του ελληνικού λαού, οπωσδήποτε όχι στο σύνολο του, να φοβάται τον πρόσφυγα και μετανάστη θύμα του συστήματος, να μη ανησυχεί για τα πυρηνικά που έρχονται στον Άραξο, για το ρόλο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, για τους τοπικούς πολέμους που η Ελλάδα πολύπλευρα στηρίζει, την ενίσχυση της σε ακόμα μεγαλύτερη επιθετική βάση κατά γειτονικών λαών που τους χρησιμοποιούν οι κρατικές ηγεσίες τους στον αγώνα για το ποια αστική τάξη θα κερδίσει περισσότερο μερίδιο στην και με το αίμα των λαών αναδιανομή.
Δικαιολογημένα στο Ριζοσπάστη χαρακτηρίστηκαν ως ανατριχιαστικές οι δηλώσεις του υπουργού Άμυνας κ. Παπαγιωτόπουλου, κατά την υποδοχή του διοικητή των χερσαίων δυνάμεων των ΗΠΑ, ότι ο ελληνικός λαός είναι έτοιμος να ξαναματώσει στο πλευρό των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ, και σήμερα, όπως έγινε και στο παρελθόν.
Σε μια περίπτωση αξίζει ο ελληνικός λαός να μη λυπηθεί να δώσει το αίμα του, την ψυχή του, όταν απειλούνται τα ελληνικά σύνορα, όταν θέλει να υπερασπισθεί το δικαίωμα του να πάρει στα χέρια του τον πλούτο που υπάρχει στη χώρα, τον πλούτο που παράγεται με το δικό του ιδρώτα και μυαλό. Δικαίωμά του είναι να μη εμπιστευθεί στην αστική τάξη και στα κόμματα της την υπεράσπιση της δικής του πατρίδας, να μη δεχθεί ούτε μια στάλα αίμα να δώσει για τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών που μάχονται μεταξύ τους για το ποιος θα πάρει στα δικά του χέρια τον πλούτο των λαών, τους υδρογονάνθρακες, τους δρόμους μεταφοράς εμπορευμάτων.
Πιο αποφασιστικά:
Ως κόμμα πρέπει να αναλάβουμε ακόμα μεγαλύτερη ευθύνη στην διάδοση της επιστημονικής μεθοδολογίας, του διαλεκτικού υλισμού στη φύση και στην ιστορία, στην κοινωνική εξέλιξη, στην πολιτική, στην επιστήμη, στην ιστοριογραφία. Βεβαίως δεν είμαστε ούτε Πανεπιστήμιο, ούτε Ακαδημία Επιστημών, ούτε επιστημονικό Ινστιτούτο, πολιτικό κόμμα είμαστε που η θεωρία του όμως είναι ο επιστημονικός σοσιαλισμός-κομμουνισμός. Δεν περιοριζόμαστε στο μεγάλο καθήκον να είμαστε πρωτοπόροι αγωνιστές για τα προβλήματα του λαού , να είμαστε πανταχού παρόντες σε ό,τι απασχολεί, συγκινεί, ενδιαφέρει το λαό, αυτό το έργο δεν θα έχει τύχη αποτελεσματικότητας και προοπτικής, δίχως την ενσωμάτωση στη δράση μας της πρωτοπόρας επαναστατικής θεωρίας μας, της επιστημονικής μεθοδολογίας του διαλεκτικού υλισμού, των σύγχρονων επεξεργασιών που παίρνουν υπόψη τις εξελίξεις, νέα σχετικά φαινόμενα.
Το ΚΚΕ με την ωριμότητα της μακρόχρονης ιστορικής του πείρας, ύστερα, ιδιαίτερα, από την ανακοπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης υπέρ της αντεπανάστασης που ωρίμασε αρκετά χρόνια πιο πριν βρέθηκε αντιμέτωπο με δικαιολογημένα ερωτήματα τι συνέβη και γιατί στην ΕΣΣΔ και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να μελετήσουμε την θεωρία μας, να αποφασίσουμε θαρραλέα την επανεξέταση και εκτίμηση όλης της ιστορικής πορείας του ελληνικού καπιταλισμού και του εργατικού λαϊκού κινήματος, της στρατηγικής του κόμματος, της ιστορικής πορείας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, και του ΔΚΚ.
Ανάμεσα στ' άλλα έμπαινε το ερώτημα τι έφταιξε ώστε το ΚΚΕ να μη είναι προετοιμασμένο τις μέρες της απελευθέρωσης του 44,-για την οποία έδωσε ένα τιτάνιο αγώνα, με ανιδιοτέλεια και ιστορική παλληκαριά.
Το ΚΚΕ στις 28 Οκτώβρη του 1940 βρέθηκε με ελάχιστες ελεύθερες κομματικές δυνάμεις, οι πιο πολλές σκόρπιες και ασύνδετες, ήταν από τα πάνω καθοδηγητικά αποδιοργανωμένο. Τα περισσότερα έμπειρα και δοκιμασμένα στελέχη του ήταν στις φυλακές και στους τόπους εξορίας, όταν η μεταξική δικτατορία συγκέντρωσε το ταξικό μίσος της απέναντι στο ΚΚΕ, το οποίο είχε συμβάλλει στην ορμητική άνοδο του κινήματος του μεσοπολέμου, ενώ προσπαθούσε να προετοιμάσει τον ελληνικό λαό μπροστά στον επερχόμενο β΄ παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Σε όλη την πορεία της κατοχής επιβεβαιώθηκε ότι ο απελευθερωτικός αγώνας αναπτύσσεται πάντα μαζί με την ταξική πάλη, που οξύνεται προς τη λήξη του, ιδιαίτερα όταν η αντίσταση διεξάγεται πρωταρχικά και μαζικά από τον ένοπλο λαό με την καθοδήγηση του ΚΚ, όπως έγινε στην ελληνική περίπτωση.
Εκείνη, τη κρίσιμη "στιγμή", τον Οκτώβρη του 44, βάρυνε η έλλειψη προγραμματικής προετοιμασίας του κόμματος. Το ΚΚΕ δεν απεμπολούσε το σοσιαλισμό, τον αντιμετώπιζε, όμως από το 1934 ως τελικό σκοπό πριν την πραγματοποίηση του οποίου θεωρούσε ότι έπρεπε να προηγηθεί το αστικοδημοκρατικό στάδιο, στο οποίο η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα θα μπορούσαν να συμμαχήσουν με ορισμένες αστικές δυνάμεις και ανώτερα μεσαία στρώματα. Στηριζόταν σε λαθεμένη εκτίμηση για τις αιτίες της σχετικής καθυστέρησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, στην αντίληψη ότι η απαλλαγή της χώρας από τις συνέπειες της πρόσδεσης στο ιμπεριαλιστικό σύστημα ήταν ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας, και ότι αυτή (δηλαδή η εθνική ανεξαρτησία) θα εξασφάλιζε την ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Στην πορεία προστέθηκαν το πλαίσιο της συμφωνίας-συμμαχίας συγκρότησης του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ, ο εγκλωβισμός στις συμφωνίες της Διάσκεψης του Λιβάνου (17-20.5.1944) και της Καζέρτας (24-26.9.1944).
Αυτή τη συμφωνία επικαλέστηκε ο Σκόμπυ δίνοντας εντολή στον ΕΛΑΣ να μη μπει στην Θεσσαλονίκη. Η δυναμική όμως του ενόπλου απελευθερωτικού αγώνα, το ταξικό ένστικτο που υπήρχε παρά το πρόβλημα στρατηγικής οδήγησε τον ΕΛΑΣ να μη συμμορφωθεί με τις εντολές του Σκόμπυ έγινε ο απελευθερωτικός στρατός της Θεσσαλονίκης. Βεβαίως αυτή η στρατηγική δεν αποτελούσε ελληνική ιδιομορφία, ήταν κυρίαρχη, αποκλειστική στις γραμμές της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Αυτό δεν αναιρεί τις ιδιαίτερες ευθύνες του ΚΚΕ.
Το γεγονός ότι την επαναστατική κατάσταση δεν την δημιουργεί το κόμμα ούτε η επαναστατική πρωτοπορία με βάση την υποκειμενική της επιλογή, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν παίζει ρόλο η σοβαρή συμβολή του κόμματος στην προοδευτική αλλαγή και ανατροπή του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων όπως π.χ. έγινε σταδιακά στα χρόνια της κατοχής με τη συγκρότηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ο αντικειμενικός χαρακτήρας της επαναστατικής κατάστασης, είτε το συνειδητοποιεί –θα το επαναλάβω- ο υποκειμενικός παράγοντας είτε όχι, επιβεβαιώθηκε και από το γεγονός ότι αυτή διαμορφώθηκε και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, με σημαντικό οπωσδήποτε παράγοντα τον απελευθερωτή Κόκκινο Στρατό. Έχει ενδιαφέρον μελετώντας την ιστορία, αλλά και παρακολουθώντας και τις σύγχρονες ιστορικές προσεγγίσεις να αξιολογήσουν επιστήμονες, φοιτητές, σπουδαστές και οπωσδήποτε τα πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης την πολεμική που γίνεται στο ΚΚΕ τόσο από την αστική όσο και από την οπορτουνιστική αντίληψη. Οι αστοί πολιτικοί και ιστορικοί κατηγορούν το ΚΚΕ ότι πήρε την πρωτοβουλία για να συγκροτήσει το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ όχι από κομμουνιστικό πατριωτισμό, αλλά με ένα μόνο σκοπό να ανατρέψει την αστική εξουσία. Το αντίθετο έγινε, το ΚΚΕ έδωσε τα πάντα για την απελευθέρωση από την ξενική κατοχή, μη συνδέοντας, δυστυχώς, τον αγώνα αυτό με το πρόβλημα της εξουσίας. Η οπορτουνιστική αντίληψη προκειμένου να επιτεθεί στην σύγχρονη στρατηγική του ΚΚΕ κάνει το ανάποδο, εξυμνεί την κατοχική στρατηγική του ΚΚΕ, την φέρνει μάλιστα ως παράδειγμα για σήμερα, καθώς ο οπορτουνισμός ανεξάρτητα από τα συνθήματα ή καπέλα που κάθε φορά φοράει, μια δημοκρατία αναγνωρίζει την αστική δημοκρατία, την απολύτως ουτοπική μετεξέλιξη του καπιταλισμού σε δήθεν ανθρώπινο, και εξυγιασμένο.
Το Κόμμα μας δεν ασκεί, σήμερα, κριτική γιατί το θέμα της εξουσίας δεν τέθηκε το 1940, ή το 1941 η και το 1942, γιατί τότε δεν υπήρξε επαναστατική κατάσταση, αλλά γιατί δεν είχε συνδέσει τον αγώνα της απελευθέρωσης με την κατάκτηση της εξουσίας στο βαθμό που διαμορφώνονταν επαναστατική κατάσταση, εφόσον αυτή ξέσπαγε, πράγμα που έγινε τον Οκτώβρη του 44. Η κριτική αναφέρεται στο γεγονός ότι δεν εκτιμήθηκε η ύπαρξη της επαναστατικής κατάστασης. Αυτή η κριτική σε τίποτε δεν αλλάζει μια αλήθεια, μια πραγματικότητα, τον αναντικατάστατο ρόλο και τις θυσίες του ΚΚΕ στην κατοχή , στη συνέχεια, σε όλες τις συνθήκες. Από το ΚΚΕ προκύψαν το πρώτο, το δεύτερο και τρίτο γράμμα του φυλακισμένου ΓΓ της ΚΕ Ν.Ζ. για την οργάνωση της ένοπλης λαϊκής αντίστασης, την ίδια ώρα που οι αστοί ηγέτες συν γυναιξί και τέκνοις, δραπέτευαν στο εξωτερικό. Το ΚΚΕ από τον χαρακτήρα και τη φύση του κατάφερε σε ελάχιστους μήνες να κάνει ένα τεράστιο άλμα, να ιδρύσει και να συμβάλλει στην μαζικοποίηση του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, της ΕΑ, της ΕΠΟΝ και της ΟΠΛΑ, των ΑΕΤΌΠΟΥΛΩΝ, να δώσει τη μάχη κατά της πείνας, τη μάχη της σοδειάς, τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης με τον ΕΛΑΣ νικητή όχι μόνο απέναντι στα γερμανικά στρατεύματα, αλλά και τις μηχανορραφίες της Αγγλίας, απέναντι στα τάγματα ασφαλείας και στις συμφωνίες με την ετοιμοθάνατη πολεμικά Γερμανία, αποδεικνύουν το μεγαλείο όχι μόνο του ΚΚΕ αλλά και του λαού που καταφέρνει να μπαίνει σε πορεία χειραφέτησης από τα αστικά κόμματα και τις αστικές αντιλήψεις, από την ηττοπάθεια.
Το κόμμα μας σχετικά πρόσφατα έδωσε στην κυκλοφορία τους 4 τόμους του Δοκιμίου που αφορά την περίοδο 1918 ως το 1949 ενώ πριν λίγα χρόνια κυκλοφόρησε το Δοκίμιο της περιόδου 1949-1968. Κάποιους μπορεί να τους τρομάζει ο όγκος των εκδόσεων, οι πολλές παραπομπές, τα παραρτήματα. Δεν είναι έργο που διαβάζεται μονορούφι, ο καθένας και η κάθε μια μπορεί να βρει τον κατάλληλο τρόπο να μελετήσει, είτε με την ευκαιρία επετείων, είτε με την ευκαιρία επιθέσεων σε βάρος του κόμματος, κάποιος μπορεί να ξεκινήσει με τις εισαγωγές, τα συμπεράσματα για να κεντριστεί το ενδιαφέρον για να κρίνει αυτά τα συμπεράσματα μέσα από τα γεγονότα και τα αποτελέσματα. Δεν είναι δοκίμιο που αφορά μόνο την δράση του κόμματος, του εργατικού κινήματος, του λαϊκού κινήματος. Στις σελίδες του αναφέρονται μεγάλα ιστορικά γεγονότα, εσωτερικά και διεθνή που αναφέρονται στα βιβλία, όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης ή αποκρύπτονται.
Στις σελίδες των δοκιμίων δίνονται απαντήσεις για τις ιστορικές ρίζες και την εξέλιξη σύγχρονων παγκόσμιων, ευρωπαϊκών, ζητημάτων που απασχολούν και την ελληνική πολιτική ζωή, την περιοχή μας. Δίχως την γνώση αυτών δεν είναι εύκολο να κατανοηθεί τι συμβαίνει εδώ και γύρω μας. Τα Δοκίμια δεν συμβάλλουν μόνο στην αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας είναι και αυτός ο ρόλος τους, πάνω απ΄όλα είναι ένα πολύτιμο εφόδιο που καλλιεργεί την συνειδητή στάση ζωής του κομμουνιστή, του αγωνιστή, την ικανότητα του να αντέχει, να προσανατολίζεται σωστά, να δίνει την κάθε μάχη βάζοντας υποδομή, εφαλτήριο για το αύριο.
Μελετάμε το χθες για να μη έχουμε καμία δικαιολογία να μη ανταποκρινόμαστε στον ανώτατο βαθμό σήμερα και αύριο. Για να μπορούμε να απαντάμε με πειστικότητα στον αντικομουνισμό, στην επιφανειακή εξήγηση ιστορικών γεγονότων και φάσεων, για να οπλιστούμε με ετοιμότητα και ικανότητα αξιολόγησης των τάσεων του σήμερα, να πηγαίνουμε πιο μπροστά από τα γεγονότα, ποτέ πίσω από αυτά, όταν αυτά έχουν διαμορφώσει παγιωμένες αντιλήψεις σε αγωνιστές και αγωνίστριες που συμπαρατάσσονται μαζί μας»
902gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου