Αυτό που φαίνεται ότι κυρίως ενοχλεί τόσο τους αστούς όσο και τους οπορτουνιστές είναι ακριβώς η ύπαρξη και δράση της «κρατικής οντότητας» της εργατικής τάξης. Γι’ αυτούς, η αντιπαράθεση δεν ήταν με την κοινωνική μορφή «τάξη εναντίον τάξης», ιμπεριαλισμού – σοσιαλισμού, αλλά ανάμεσα «στη δημοκρατική ουγγρική κυβέρνηση και την ολοκληρωτική της Σοβιετικής Ένωσης»…
Στις 4 του Νοέμβρη 1956, οι δυνάμεις της ουγγρικής Επαναστατικής Κυβέρνησης και τα σοβιετικά στρατεύματα συντρίβουν την αντεπανάσταση στην Ουγγαρία. Με αφορμή την επέτειο αναδημοσιεύουμε από τον Ριζοσπάστη ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Νίκου Παπαγεωργάκη, στελέχους του ΚΚΕ και υπεύθυνου του Επιμορφωτικού Κέντρου «Χαρίλαος Φλωράκης» (ΕΚΧΦ). Το άρθρο του Νίκου Παπαγεωργάκη δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες (5, 12 και 19 Νοέμβρη 2006) με αφορμή τα 50 χρόνια από τη συντριβή της αντεπανάστασης στην Ουγγαρία.
«Αγνοημένες» πλευρές της αντεπανάστασης του 1956 στην Ουγγαρία
(A’ μέρος)
Με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τη συντριβή της προσπάθειας καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην Ουγγαρία, οι εκπρόσωποι του αστικού κόσμου, αλλά και οι παρατρεχάμενοί τους επιδόθηκαν και πάλι στο γνωστό: Στην καταδίκη του μαρξισμού – λενινισμού, ως «ολοκληρωτισμού», που δε συνάδει με τις σύγχρονες ευρωπαϊκές ιδέες. Αυτή τη φορά προχώρησαν και ένα βήμα παραπέρα: Με το ψήφισμα – καταδίκη, που υιοθετήθηκε από το Ευρωκοινοβούλιο, με τις ψήφους και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, παρέχονται επιπλέον νομικές «διευκολύνσεις» για την καταστολή της δράσης των κομμουνιστών σε κάθε κράτος της ΕΕ, ακόμα και για την παρεμπόδιση της διακίνησης των κομμουνιστικών ιδεών.Η αντεπανάσταση του ’56 ήταν όμως μόνο η αφορμή. Αλλωστε, οι προσπάθειες εφαρμογής «νομότυπων» μέτρων καταστολής και φίμωσης του κομμουνιστικού κινήματος προϋπήρχαν αυτού του ψηφίσματος σε όλον τον κόσμο. Αλλά και στην ίδια την Ευρώπη, αυτά τα μέτρα προωθούνται εδώ και χρόνια, αλλού πιο δραστικά (στα κράτη της Βαλτικής, στην Τσεχοσλοβακία, κλπ.) και σε άλλες περιπτώσεις λιγότερο αποτελεσματικά (π.χ. Συμβούλιο της Ευρώπης). Ο αντικομμουνισμός, έτσι κι αλλιώς συνέχισε τη δεσπόζουσα θέση του στο οπλοστάσιο του αστικού συστήματος, και μετά την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Ακόμα και σε εκείνα τα καπιταλιστικά κράτη, που οι προσπάθειες περιστολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων (για πολλούς και διάφορους λόγους) δεν είναι ακόμα τόσο επιτυχείς, το σύνολο των αστικών μέσων, που επιδρούν στη διαμόρφωση της συνείδησης έχουν πλέον ως κυρίαρχο έμβλημά τους τον αντικομμουνισμό.
Το ερώτημα που προκύπτει, είναι γιατί αξιοποιήθηκε η αντεπανάσταση του ’56 στην Ουγγαρία για ένα τέτοιο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου και όχι κάποια άλλη αντεπαναστατική απόπειρα (π.χ. στην Τσεχοσλοβακία το 1968), τι είναι πιθανόν να σηματοδοτεί ο «αντικομμουνιστικός αγών», με σημαία τα γεγονότα της Ουγγαρίας;
Περίοδος ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας
Οι κάπως μεγαλύτεροι σε ηλικία θα θυμούνται ότι τουλάχιστον στην Ελλάδα, από την πτώση της χούντας και μέχρι τουλάχιστον τις αρχές της δεκαετίας του ’90, η αστική και οπορτουνιστική προπαγάνδα καλλιεργούσε το αντικομμουνιστικό της προφίλ στηριγμένη κυρίως στα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας και πολύ λιγότερο σε αυτά της Ουγγαρίας. (Κάπου ενδιάμεσα «έπαιζε» και η Λαοκρατική Γερμανία του ’53.) Πέρα από τις τότε πολιτικές επιδιώξεις των καπιταλιστών, να προσεγγίσουν εντονότερα τους «αδύναμους κρίκους» του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη, στους οποίους η Ουγγαρία συγκαταλέγονταν στην πρώτη γραμμή, την περίοδο που αναφέραμε, το αίσθημα αποτροπιασμού για τις σφαγές που είχαν τελέσει οι αντεπαναστάτες παρέμενε σχετικά έντονο. Σχετικά έντονη ήταν και η αρνητική στάση του κόσμου απέναντι στους Ούγγρους φασίστες, πρώην στελέχη του καθεστώτος Χόρτι (Horthy), με δράση στο πλευρό του Χίτλερ, που ηγήθηκαν της άγριας «λευκής» τρομοκρατίας και στα γεγονότα του ’56.
Γι’ αυτό και η «βελούδινη επανάσταση» της Τσεχοσλοβακίας, η αντεπανάσταση δηλαδή που κατεστάλη πριν ακόμα πάρει τις αποτρόπαιες διαστάσεις της Ουγγαρίας, παρέμεινε για μεγάλη χρονική περίοδο το «πρότυπο» των καπιταλιστών. Βεβαίως, αυτό σχετίζεται άμεσα και με τις τότε προσπάθειες της αστικής τάξης να στηρίξει τις οπορτουνιστικές δυνάμεις του «δημοκρατικού σοσιαλισμού» και να τις αναδείξει σε σημαντικό πόλο μέσα στο λαϊκό κίνημα της Δυτικής Ευρώπης, για την αποτροπή της περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησης των λαϊκών στρωμάτων.
Σήμερα, που το αντίπαλο δέος, με τη μορφή της εργατικής εξουσίας έχει εκλείψει από την Ευρώπη, αλλά και από όλο τον κόσμο, πλην λίγων εξαιρέσεων, ο ιμπεριαλισμός – όπως συμβαίνει κάθε φορά μετά από ήττα του εργατικού και επαναστατικού κινήματος – μπορεί να προβάλλει πιο «ωμός», έχει τη δυνατότητα να αναπτύσσει πολύ εντονότερα την επιθετικότητά του σε όλους τους κοινωνικούς τομείς (οικονομία, δημοκρατία, εξωτερική πολιτική, πολιτισμός, κλπ.) και προσβλέπει στην καθυπόταξη της εργατικής τάξης, μέσα από το τσάκισμα και την απομόνωση των ριζοσπαστικών δυνάμεων (κυρίως κομμουνιστικών), πριν αυτές καταφέρουν την ανασύσταση του λαϊκού και επαναστατικού κινήματος. Αυτό, βέβαια, κάθε άλλο παρά υπονοεί ότι ο ιμπεριαλισμός παραιτείται πλήρως από την προσπάθεια προσεταιρισμού των λαϊκών στρωμάτων μέσω του «καρότου», για να στηριχτεί αποκλειστικά στο «μαστίγιο». Κάτι τέτοιο, άλλωστε, δεν έπραξαν ούτε τα φασιστικά καθεστώτα του μεσοπολέμου. Το «μαστίγιο» όμως (κρατική τρομοκρατία, περιστολή δικαιωμάτων, συρρίκνωση και κατάργηση λαϊκών κατακτήσεων, κλπ.) έχει πλέον ένα πολύ μεγαλύτερο ειδικό βάρος.
Αυτή η «ωμή» επιθετικότητα της αστικής τάξης έχει ανάγκη και μια αντίστοιχα «ωμή» ιδεολογία και προπαγάνδα. Μην ξεχνάμε ότι ακόμα και τα κλασικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν αφαιρέσει τα περί «σοσιαλισμού» ακόμα και από τις διακηρύξεις τους. Το ίδιο αρχίζουν να κάνουν και τα «αριστερά» κόμματα που δημιούργησαν οπορτουνιστές, μέσα από διασπάσεις ή «μετεξελίξεις» των κομμουνιστικών κομμάτων.
Το ιμπεριαλιστικό σύστημα έχει ανάγκη μια «ωμή» ιδεολογία, ικανή να νομιμοποιήσει την αστική βία σε όλες της τις μορφές, που ταυτόχρονα θα απονομιμοποιεί κάθε προσπάθεια των λαϊκών στρωμάτων να αντιτάξουν στη βία των εκμεταλλευτών, οποιασδήποτε μορφής δική τους βία.
Αυτή η αναγκαιότητα της άρχουσας τάξης είναι που επιβάλλει εκτός των άλλων και την ενίσχυση του ρεύματος της αναθεώρησης της Ιστορίας. Ενα ρεύμα, που, προς το παρόν κατά τη γνώμη μας, δεν αποσκοπεί μόνο, ούτε τόσο στη «σχετικοποίηση» των ναζιστικών εγκλημάτων, που σήμερα προβάλλεται και από ιστορικούς, πέρα από τους διαφόρων αποχρώσεων αστικούς κύκλους. Αποσκοπεί κυρίως στη διαστρέβλωση και την απονομιμοποίηση της ένοπλης βίας, που άσκησε το εργατικό και λαϊκό κίνημα, τόσο κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη μορφή του Κόκκινου Στρατού και των εθνικοαπελευθερωτικών λαϊκών στρατών, όσο και κατά τη διάρκεια των αγώνων του για την εγκαθίδρυση ή την υπεράσπιση της εργατικής εξουσίας.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η επαναφορά στην πρώτη γραμμή της αντεπανάστασης των 12 ημερών στην Ουγγαρία του 1956 αποτελεί ένα ακόμα βήμα στην ίδια κατεύθυνση:
- Οι Ούγγροι φασίστες στρατιωτικοί του καθεστώτος Χόρτι (πολλοί εκ των οποίων επέδειξαν «ανδρεία» και στο Ανατολικό Μέτωπο, στο πλευρό του χιτλερικού στρατού, όπως για παράδειγμα ο 90χρονος πλέον στρατηγός Bela Kiraly, μέλος της Επιτροπής που όρισε η ουγγρική κυβέρνηση για τον «εορτασμό» της 50ής επετείου1), οι βιομήχανοι και οι μεγαλοϊδιοκτήτες γης που στήριξαν τόσο τον Χόρτι όσο και τα επεκτατικά σχέδια του γερμανικού ιμπεριαλισμού, ακριβώς γιατί υπήρχε ταύτιση ταξικών συμφερόντων, ηγούμενοι της «επανάστασης» του ’56 μπορούν πλέον να αξιοποιηθούν από την επίσημη αστική ιστοριογραφία και – κυρίως – από την αστική προπαγάνδα, ως σύμβολα του «αγώνα για τη Δημοκρατία», άρα κατ’ επέκταση του αγώνα για τα συμφέροντα ολόκληρου του ουγγρικού έθνους.
Για την επιτυχία αυτού του σκοπού είναι φυσικό να αποσιωπάται το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι, όπου επιβλήθηκαν κατά τη σύντομη διάρκεια της αντεπανάστασης, το πρώτο που έπραξαν ήταν να πάρουν πίσω τη μοιρασμένη στους μικρομεσαίους αγρότες γη και να την επιστρέψουν στους πρώην μεγαλοϊδιοκτήτες. (Αυτός, άλλωστε, ήταν και ένας επιπλέον λόγος, που ο αγροτικός πληθυσμός – πάνω από το 40% της τότε Ουγγαρίας – γρήγορα αποστασιοποιήθηκε από τους «επαναστάτες».)
Ο ρόλος των μεγάλων επιχειρήσεων
Το ίδιο αποπειράθηκαν να πράξουν και με τις μεγάλες επιχειρήσεις, που είχαν επέλθει στη λαϊκή ιδιοκτησία.
Για την προβολή τους ως υπερασπιστές των συμφερόντων ολόκληρου του «έθνους» αποσιωπάται βεβαίως και ο αντισημιτισμός που επέδειξαν κατά τη διάρκεια του φασισμού (αλλά και νωρίτερα). Ετσι, η εξολόθρευση των Εβραίων της Ουγγαρίας εμφανίζεται ως έργο αποκλειστικά του Χίτλερ, ή εν πάση περιπτώσει και μιας μερίδας των Ούγγρων αστών, αλλά όχι αυτών που επιβίωσαν του πολέμου και το ’56 ξανασήκωσαν κεφάλι!
Κάποιοι μάλιστα εξ αυτών ήταν τόσο «αγωνιστές» και «πατριώτες», που επέστρεψαν στην Ουγγαρία μόλις λίγο πριν το ξέσπασμα της αντεπανάστασης και αφού είχαν εξασφαλιστεί απέναντι στους κινδύνους που ήταν φυσικό να ελλοχεύουν για το άτομό τους λόγω της αντεπαναστατικής απόπειρας. Η εξασφάλισή τους προήλθε από την έμπρακτη υλική υποστήριξή τους από τους ιμπεριαλιστές, αλλά κυρίως από τα μέτρα «φιλελευθεροποίησης» της (ρεβιζιονιστικής αρχικά και με τον καιρό καθαρά αντεπαναστατικής) «αντισταλινικής» ηγεσίας Ιμρε Νάγκι.
- Για να αναδειχτεί η ουγγρική αστική τάξη (και κατά συνέπεια και η παγκόσμια αστική τάξη, που και τότε εξέφρασε σύσσωμη την ταξική της αλληλεγγύη) σε ηγέτιδα «του αγώνα για τη Δημοκρατία» είναι υποχρεωμένοι να «μεταχειριστούν» ανάλογα και τους αντιπάλους τους, δηλαδή τους κομμουνιστές και τη λαϊκή εξουσία.
Ετσι, οι περιπτώσεις παραβίασης της σοσιαλιστικής νομιμότητας, (που χρειάζονται έτσι κι αλλιώς παραπέρα διερεύνηση) αναδεικνύονται ως γενικό φαινόμενο ενός «ολοκληρωτικού καθεστώτος» που κατέπνιγε κάθε λαϊκή βούληση.
Σε αυτό το τελευταίο, βέβαια, δεν είναι άμοιρη ευθυνών και η δεξιά οπορτουνιστική ομάδα, που ανέλαβε αμέσως μετά την ηγεσία του Εργατικού Κόμματος και της κυβέρνησης της Ουγγαρίας. Αν και αρχικά φαίνονταν ότι οι δήθεν, καθώς και οι πραγματικές, παραβιάσεις της νομιμότητας αφορούσαν κυρίως σε μέλη και στελέχη του επαναστατικού κόμματος, η αστική προπαγάνδα (της δεξιάς ηγεσίας του κόμματος συμπεριλαμβανομένης) μπόρεσε να πείσει για ένα γενικότερο φαινόμενο, που δήθεν προέρχονταν από την ασύδοτη δράση των κατασταλτικών μηχανισμών, κυρίως της AVO (Κρατικής Ασφάλειας).
Ετσι, άλλωστε, ξεκίνησαν και οι – επιτυχείς πλέον – αντεπαναστάσεις, στις περισσότερες σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές του ’90. Ας θυμηθούμε μόνο τα όσα τότε λέγονταν και ακόμα λέγονται από τους αστούς και τους δεξιούς οπορτουνιστές για τη «Στάζι» της ΓΛΔ, τη «Σεκουριτάτεα» της Ρουμανίας, κλπ. Αυτές οι κρατικές δομές βρέθηκαν πρώτες στο στόχαστρο της αντεπαναστατικής προπαγάνδας, που όπως και το ’56 στην Ουγγαρία, δε χρειάστηκε πολύ χρόνο για να επεκταθεί και ενάντια στο αποσυντονισμένο πλέον και ιδεολογικά κατακερματισμένο και άρα χωρίς δυνατότητα άμεσης και αποτελεσματικής αντίδρασης επαναστατικό κόμμα.
Αντιστρέφοντας, λοιπόν, τα πράγματα, η αστική προπαγάνδα προσπαθεί να αναδείξει την αστική αντεπαναστατική βία, όχι μόνο ως «λαϊκή» αλλά και ως αναγκαστική απάντηση στις «σφαγές» που τέλεσαν οι κομμουνιστές. Μπορεί φαιδρά και δήθεν επιστημονικά βιβλία τύπου «Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού» στην Ελλάδα να μη βρήκαν την αναμενόμενη ανταπόκριση, δεν ισχύει όμως το ίδιο και σε άλλα καπιταλιστικά κράτη!
Φαίνεται, όμως, ότι ακόμα και τώρα οι αστοί έχουν πρόβλημα. Πρώτον οι «30.000 σφαγιασθέντες» των πρώτων δεκαετιών μετά την απόπειρα αντεπανάστασης έχουν γίνει ήδη 3 με 4 χιλιάδες. Κι αυτό, όταν οι ίδιοι κατέχουν πλέον εξ ολοκλήρου τα αρχεία των πρώην σοσιαλιστικών κρατών! Και βεβαίως δε διευκρινίζεται αν και κατά πόσο σε αυτούς τους αριθμούς συγκαταλέγονται τα θύματα της άλλης πλευράς, δηλαδή κυρίως κομμουνιστές, αλλά και εξωκομματικοί και οπαδοί της λαϊκής εξουσίας μη κομμουνιστές. Δεν μπορέσαμε να μάθουμε πόσοι από τους τελευταίους έχασαν τη ζωή τους σε μάχες με τους αντεπαναστάτες. Ομως μόνο αυτοί που κατακρεουργήθηκαν και δολοφονήθηκαν στα σπίτια τους ή ως αιχμάλωτοι, πριν την έναρξη των καθεαυτό πολεμικών συγκρούσεων είναι περίπου 300!
Ενα δεύτερο πρόβλημα για τους αστούς (προς το παρόν τουλάχιστον) είναι η απευθείας προβολή του «ηρωισμού» των αντεπαναστατών, μέσα από τη λειτουργία τους, ως συνεπών «λευκών» τρομοκρατών. Ελάχιστο είναι πλέον το προβαλλόμενο οπτικό υλικό, που σχετίζεται με τα «ανδραγαθήματα» αυτών των «δημοκρατών», πριν την επέμβαση του σοβιετικών στρατού και των ουγγρικών επαναστατικών ένοπλων μονάδων (βασανιστήρια μέχρι θανάτου, εκτελέσεις άοπλων και αιχμαλώτων, κ.λπ. «ανδραγαθήματα»). Αλλωστε, πιο εύκολα αποκτάς συμπάθειες αν δείχνεις ότι ως «δημοκράτης επαναστάτης» περιορίζεσαι στο να γκρεμίζεις αγάλματα και εμβλήματα και στο να πετάς πέτρες και μολότοφ στα σοβιετικά τανκς!2
Αντεπαναστατικές προβοκάτσιες
Ακόμα μια «αγνόηση» από πλευράς των αστών έχει να κάνει με το ρόλο που έπαιξαν οι αντεπαναστατικές προβοκάτσιες στη χειραγώγηση των μαζών. Είναι γνωστό ότι έναυσμα για την καθεαυτή ένοπλη αντεπανάσταση αποτέλεσαν οι πυροβολισμοί που ρίχτηκαν κατά των παρευρισκόμενων σε μια μεγάλη διαδήλωση, σε κεντρικό σημείο της Βουδαπέστης. (Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ρίχτηκαν από ταράτσα κτιρίου.) Οι αντεπαναστάτες, καθώς και σύσσωμα τα ιμπεριαλιστικά μέσα ενημέρωσης διέδωσαν αμέσως ότι επρόκειτο για κρατική ενέργεια. Ομως, 50 χρόνια αργότερα και με τον πλήρη έλεγχό τους επί των αρχείων δε διανοήθηκαν (τουλάχιστον όχι ακόμα) ούτε να πλαστογραφήσουν έγγραφο για να δίνει υπόσταση σε αυτούς τους χειρισμούς. Αντιθέτως, ήδη από τότε το Εργατικό Κόμμα μιλούσε για προβοκάτσια των αντεπαναστατών!
Παραπέρα, και ενώ η «εξέγερση» υποτίθεται ότι στρεφόταν κατά της κρατικής ασφάλειας, αυτό που κατέλαβε από τις πρώτες μέρες ήταν το κτίριο των κομματικών γραφείων της Επιτροπής Πόλης της Βουδαπέστης! Για να γίνει κατορθωτό κάτι τέτοιο χρειάστηκε πάλι σύσσωμη η ντόπια και διεθνής αντεπαναστατική προπαγάνδα να διαδώσει σε ελάχιστο χρόνο, ότι στα υπόγεια των γραφείων στεγάζονται μονάδες της AVO, ή φυλακές όπου «βασανίζονται αντιφρονούντες» ή και τα δύο μαζί. Το ότι (αφού κατέσφαξαν τους υπερασπιστές του κτιρίου) δε βρήκαν παρόμοια υπόγεια δεν τους πτόησε! Για να καλλιεργήσουν την αγανάκτηση των συνοδοιπόρων τους έφεραν σκαπτικά μηχανήματα για να σκάψουν το χώρο μπροστά από τα γραφεία, όπου δήθεν βρίσκονταν σίγουρα αυτές οι απάνθρωπες φυλακές. Βεβαίως, η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα δεν ασχολήθηκε μόνο με τέτοια «μικροζητήματα». Τα αναφέρουμε εδώ για να φανεί περισσότερο ο ρόλος της επέμβασης του ιμπεριαλισμού. Τα ξεθαμμένα πτώματα της Τιμισοάρα στη Ρουμανία, που παίχτηκαν αναφανδόν στα κανάλια ως αιτία νομιμοποίησης της αντεπανάστασης στη Ρουμανία και της εκτέλεσης με συνοπτικές διαδικασίες του Ν. Τσαουσέσκου και της συζύγου του, δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά μια απλή συνέχεια της ίδιας σχεδιασμένης ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας. Θυμίζουμε την κυνική ομολογία «ντοκιμαντέρ» αντικομμουνιστικού περιεχομένου, που προβλήθηκε πρόσφατα από την ΕΤ-3, με τίτλο «Ο κόκκινος Αυτοκράτορας3»: «Οταν ο λαός έμαθε ότι τα πτώματα που τους έδειχναν τόσον καιρό, τάχα ως θύματα του Τσαουσέσκου, στην πραγματικότητα ήταν κλεμμένα από το νεκροτομείο, ο Νικολάι και η Ελένα Τσαουσέσκου ήταν ήδη νεκροί».
Παραπομπές:
1. Η «αναθεώρηση» δε γίνεται πάντα με ευθύτητα. Εχει αξία εδώ να αντιγράψουμε μια φράση, με την οποία το BBC News, στο αφιέρωμά του στην ιστοσελίδα του για την ουγγρική αντεπανάσταση περιγράφει το παρελθόν του Kiraly ως εξής: «Ο Στρατηγός Κίραλι πολέμησε στο Ανατολικό Μέτωπο στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου η ζωή ήταν έντονη και γεμάτη δράμα και τρόμο» (!!!)
2. Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, στην επίσημη ιστοσελίδα του έχει και αυτός αφιέρωμα στην Ουγγαρία. Με βάση το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων είναι σχεδόν «φυσικό» το ότι πουθενά δεν αναφέρει την ιμπεριαλιστική αξιοποίηση της «ανθρωπιστικής βοήθειας», για να σταλεί με τα μέσα μεταφοράς του Ερυθρού Σταυρού έμψυχο δυναμικό και όπλα στους Ούγγρους αντεπαναστάτες. Το ότι όμως μόνο σε ένα από τα πολλά άρθρα αφιερώνει μόνο μια σειρά για τις εκκλήσεις που έκανε και ο ίδιος ο ΔΕΣ, για να σταματήσουν οι εκτελέσεις των αιχμαλώτων από τους αντεπαναστάτες, προκαλεί μια κάποια έκπληξη. Προφανώς ακόμα και αυτός ο οργανισμός προτιμά την υποτίμηση τέτοιων γεγονότων, παρόλο που το αντίθετο θα ανέβαζε το κύρος του.
3. Ντοκιμαντέρ παραγωγής 2003 της τηλεοπτικής εταιρείας «Ακρως Απόρρητον», μετά από παραγγελία της Ομοσπονδιακής Κρατικής Διεύθυνσης της Κρατικής Τηλεόρασης, που προβλήθηκε από το τηλεοπτικό κανάλι «Ρωσία».
(Β’ μέρος)
Σε σχέση με την αντεπανάσταση του ’56, οι ίδιοι οι αστοί, όχι μόνο συνεχίζουν τις αντίστοιχες «έρευνές» τους γύρω από αυτά τα γεγονότα, αλλά καθώς η πειθώ τους δεν τους ικανοποιεί και τόσο, καταφεύγουν ακόμα και στην ποινικοποίηση της διαφορετικής ερμηνείας για τις αντεπαναστάσεις. Σ’ αυτό το πλαίσιο,εντάσσεται και το πρόσφατο ψήφισμα της Ευρωβουλής, με αφορμή τα 50 χρόνια της ήττας της αντεπανάστασης στην Ουγγαρία. Ενα ψήφισμα όχι μόνο πολιτικού χαρακτήρα, αλλά που μπορεί να αποτελέσει και νομικό «αποκούμπι» για διάφορες κυβερνήσεις, που επιδιώκουν την κατάργηση ή τουλάχιστον την περιστολή της δράσης των συνεπών κομμουνιστικών κομμάτων και οργανώσεων.Η ανάγκη αντίστασης σε αυτό το ψήφισμα, καθώς και σε άλλα παρόμοια μέτρα είναι επιτακτική όχι μόνο για τους κομμουνιστές, αλλά για όλους όσοι αντιτάσσονται στην πλήρη ασυδοσία των ιμπεριαλιστών. Η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει ότι, στο βαθμό που δεν υπάρχει συντονισμένη λαϊκή αντίδραση, η καταστολή της δράσης των κομμουνιστών και η ποινικοποίηση ακόμα και της ερμηνείας της ιστορίας αποτελούν μόνο την αφετηρία ενός δρόμου, που καταλήγει στον ιμπεριαλιστικό «κρανίου τόπο», όπου η ασυδοσία των καπιταλιστών είναι πλήρης και το παραμικρό «σκίρτημα» εναντίον τους θα θεωρείται εχθρικό και ποινικά κολάσιμο.
Τα παραπάνω αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο τη μελέτη της ιστορίας του σοσιαλιστικού κινήματος, ως καθήκον για τους κομμουνιστές, ως προϋπόθεση για μια πιο «επιθετική» αντίσταση στις επιδιώξεις του ιμπεριαλισμού. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε στην «αλήθεια» των αστών να αντιπαραβάλουμε αποτελεσματικά την επαναστατική αλήθεια.
Στην αντιπαράθεσή μας με την αστική προπαγάνδα και ιδεολογία, καθώς και με τα οπορτουνιστικά ρεύματα, βασικό ρόλο έχει (ή τουλάχιστον πρέπει να έχει) η ταξική θεώρηση των κοινωνικών συγκρούσεων. Με βάση αυτή την αρχή θεωρούμε απαραίτητο να επισημάνουμε εν συντομία και κάποιες γενικότερες πλευρές των γεγονότων της Ουγγαρίας.
«Επανάσταση των μαζών» ή αντεπανάσταση;
Την εποχή της κυριαρχίας του καπιταλισμού – ιμπεριαλισμού, με ή χωρίς την ταυτόχρονη ύπαρξη του νέου κοινωνικού συστήματος, του σοσιαλισμού, η έκβαση κάθε μορφής κοινωνικής σύγκρουσης, ακόμα και άσχετα από την πρόθεση των υποκειμένων που εμπλέκονται σε αυτήν ωφελεί αντικειμενικά μόνο ένα από τα δύο βασικά παγκόσμια «στρατόπεδα»: ή αυτό των ιμπεριαλιστών και της συντήρησης – ενίσχυσης της εξουσίας του κεφαλαίου, ή αυτό της παγκόσμιας εργατικής τάξης και της υπόθεσης σοσιαλισμού/ κομμουνισμού. «Τρίτος δρόμος» δεν μπορεί να υπάρχει.
Στην περίπτωση της Ουγγαρίας του ’56, αυτό φάνηκε καθαρά. Ασχετα από την ποσοτική συμμετοχή των εκπροσώπων της αστικής τάξης (βιομήχανοι, καπιταλιστές μεγαλοϊδιοκτήτες γης και μεγαλοαγρότες, ανώτατος καθολικός κλήρος, στρατιωτικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι του προηγούμενου, φασιστικού – καπιταλιστικού καθεστώτος Χόρτι), αυτή η τάξη επέβαλε την ηγεμονία της στην αντεπανάσταση.
Αυτής της τάξης τα συμφέροντα εξυπηρετούσε η αντεπανάσταση, άσχετα από τις προθέσεις των τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων, που συμμετείχαν σε αυτήν (τμήματα των μικρομεσαίων στρωμάτων της πόλης, καθώς και της εργατικής τάξης, ενώ οι μικρομεσαίοι αγρότες συμμετείχαν σε μικρότερο ποσοστό, καθώς η αντεπανάσταση διακήρυττε ανοιχτά την επαναφορά της «ιδιοκτησίας τους» στους παλιούς μεγαλοϊδιοκτήτες, στους οποίους παρεμπιπτόντως συγκαταλεγόταν και η ουγγρική Καθολική Εκκλησία ).
Οι θεωρίες περί «ουγγρικού» ή «καλύτερου» σοσιαλισμού ή περί μιας ταξικά μη προσδιορισμένης «δημοκρατίας», αποτέλεσαν απλά το προπέτασμα καπνού, την ιδεολογική ομίχλη, μέσα στην οποία οι αστοί μπόρεσαν να ελιχθούν πιο αποτελεσματικά. Οσοι αρνούνταν τη δυνατότητα ανάπτυξης του «υπαρκτού σοσιαλισμού», πρόβαλλαν ως εναλλακτική λύση έναν ανύπαρκτο «σοσιαλισμό», ώστε μπλοκάροντας τη λαϊκή επαγρύπνηση και αντίσταση, να γίνει ευκολότερα η επιστροφή στον «υπαρκτό καπιταλισμό». Στην ουσία, τα διάφορα οπορτουνιστικά ρεύματα αξιοποιούν τα περί «υπαρκτού» για το δυνάμωμα του καπιταλισμού: Αναφερόμενα στον καπιταλισμό (στον «υπαρκτό καπιταλισμό») προτείνουν έναν «καλύτερο» καπιταλισμό, π.χ. πιο «δημοκρατικό», με «τους ανθρώπους πάνω από τα κέρδη», κλπ. Ετσι ο παγκόσμιος καπιταλισμός (είτε «σουηδικός», είτε «αγγλοσαξονικός», είτε «ελληνικός») παραμένει «υπαρκτός», προβαίνοντας το πολύ, πολύ σε κάποιες επιμέρους και κατά τόπους μεταρρυθμίσεις. Τα ίδια ρεύματα, βάλλοντας κατά του σοσιαλισμού (του «υπαρκτού»), οδηγούν στην παλινόρθωση του καπιταλισμού. Αυτό φάνηκε ακόμα πιο ξεκάθαρα κατά την επιτυχημένη αντεπανάσταση στην Ευρώπη, στο τέλος της δεκαετίας του ’80.
Φαίνεται, μάλιστα, ότι στην Ουγγαρία του ’56, τα τότε ηγετικά στρώματα της αστικής τάξης, με τα περί «δημοκρατίας» δεν εννοούσαν την ανατροπή της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, δηλαδή της δικτατορίας του προλεταριάτου, μέσω της επιβολής της δικτατορίας των μονοπωλίων με τη μορφή της αστικής δημοκρατίας. Εννοούσαν την κυριαρχία της αντεπανάστασης με τη μορφή της στρατιωτικής δικτατορίας.
Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με την άποψη1, όταν – άσχετα από το πού αυτή αποβλέπει – παραδέχεται ότι επρόκειτο για μια «.. εξέγερση, την οποία ήλεγχαν αυτοί που ήθελαν παλινόρθωση του μεσοπολεμικού καθεστώτος». Μόνο που αυτό το «μεσοπολεμικό καθεστώς» δεν ήταν απλά «ένα εκρηκτικό μείγμα ακραίου εθνικισμού, αντισημιτισμού και επιθετικής περιχαράκωσης των μεσαίων στρωμάτων που επλήγησαν από τη μεταπολεμική οικονομική κρίση». Ηταν, κυρίως, η επιθετική έκφραση της ουγγρικής μεγαλοαστικής τάξης, που είχε πληγεί από τα αποτελέσματα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της κατοπινής οικονομικής κρίσης.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζ. Μπους, κατά το πρόσφατο ταξίδι του στην Ουγγαρία, εξέφρασε μια πιο «προχωρημένη» ερμηνεία της αντεπανάστασης, που πέρα από τη μορφή της εκφράζει μια ξεκάθαρη ιμπεριαλιστική ταξική συνέπεια: «Ο πρωθυπουργός Μαλίκι (σ.σ. ο δοτός πρωθυπουργός των κατοχικών δυνάμεων στο Ιράκ) είναι ταγμένος στο δημοκρατικό ιδανικό, που καθοδήγησε και τους Ούγγρους πατριώτες το 1956 και το 1989»2.
Ο εθνικός και ο διεθνικός παράγοντας στη σχέση επανάστασης – αντεπανάστασης
Οι ιμπεριαλιστές, έχοντας αυξημένο το ταξικό τους κριτήριο, τα ζητήματα «δημοκρατίας» και «αυτοδιάθεσης» των λαών τα αξιοποιούν πάντα με γνώμονα τα συμφέροντά τους. Με βάση αυτά τα συμφέροντα, σήμερα για παράδειγμα, οι Αλβανοί Κοσσοβάροι ή οι Τσετσένοι έχουν δικαίωμα στην «αυτοδιάθεση», ενώ οι Κούρδοι της Τουρκίας, οι Σερβοβόσνιοι, κλπ., όχι. Ειδικά όταν διακυβεύονται σοβαρά τα συμφέροντά τους, τα περί «αυτοδιάθεσης» είτε εξαφανίζονται, είτε αντικαθιστώνται με την «αποκατάσταση της νομιμότητας και της δημοκρατίας» (αν και το τελευταίο χρησιμοποιείται περισσότερο τα τελευταία χρόνια).
Από την εποχή της Παρισινής Κομμούνας και μέχρι σήμερα, ο ιμπεριαλισμός, πέρα από τις οξύτατες αντιθέσεις στο εσωτερικό του, με βάση το αυξημένο αίσθημα της ταξικότητας, αντιμετωπίζει ενιαία τον κοινό αντίπαλο, την εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεζόμενα στρώματα.
Το 1871, η νικήτρια του γαλλογερμανικού πολέμου γερμανική αστική τάξη, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό, όταν απελευθέρωνε 60.000 Γάλλους αιχμάλωτους στρατιώτες, για να ενισχύσει τη «μισητή» κατά τ’ άλλα γαλλική αστική τάξη, στην προσπάθεια κατάπνιξης της Παρισινής Κομμούνας. Δηλαδή 60.000, από τις 100.000 που συνολικά πήραν μέρος στην πολιορκία του Παρισιού και στη σφαγή των προλεταρίων!
Στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, νικητές και ηττημένοι ιμπεριαλιστές δεν είχαν κανένα απολύτως συνειδησιακό πρόβλημα, ούτε κανένα σύμπλεγμα «αυτοδιάθεσης», όταν ενώθηκαν και από κοινού προσπάθησαν να καταπνίξουν τη Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση.
Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, οι κοινές ανησυχίες των ιμπεριαλιστών για την πολύ πιθανή, παραπέρα ριζοσπαστικοποίηση της Κυβέρνησης Λαϊκού Μετώπου της Ισπανίας τους οδήγησαν στο από κοινού τσάκισμα του λαϊκού παράγοντα. Ενώ η ναζιστική Γερμανία εφορμούσε με στρατιωτικές μονάδες στην Ισπανία (από κοινού με τους συμμάχους της Ιταλούς) τα «δημοκρατικά» ιμπεριαλιστικά κράτη συνέχιζαν απρόσκοπτα τον εξοπλισμό της, ενώ ταυτόχρονα απαγόρευαν με νόμο την πώληση όπλων στη δημοκρατικά εκλεγμένη ισπανική κυβέρνηση! Ακόμα παραπέρα, «δημοκρατίες» όπως οι ΗΠΑ και οι Γαλλία κατέβαλλαν έντονες προσπάθειες για να αποτρέψουν την άφιξη ξένων εθελοντών στο πλευρό του ισπανικού λαού. Αυτό έγινε στο όνομα της «μη επέμβασης»!
Πάμπολλα είναι και τα μεταπολεμικά παραδείγματα για το πώς ο παγκόσμιος καπιταλισμός εννοεί το σεβασμό της δημοκρατίας και της κυριαρχίας των λαών. Από τη βρετανική στρατιωτική επέμβαση, το Δεκέμβρη του ’44 και την αμερικανική επέμβαση την περίοδο του Εμφυλίου στην Ελλάδα, από τον πόλεμο στην Κορέα και μέχρι τις σημερινές επεμβάσεις στη Γιουγκοσλαβία, στο Ιράκ, κλπ. ο ιμπεριαλισμός έδειξε και δείχνει ότι έχει πλήρη επίγνωση της αναγκαιότητας, να επιδεικνύει έμπρακτα το «διεθνισμό» του, στο διαρκή του – άλλοτε καλυμμένο και άλλοτε απροκάλυπτο – πόλεμο κατά της εργατικής τάξης και των άλλων ριζοσπαστικών λαϊκών στρωμάτων.
Απέναντι σε αυτήν την ενιαία σύμπραξη της παγκόσμιας αστικής τάξης, η αντίστοιχη τάξη των προλεταρίων, στο βαθμό που οργανώνονταν και συνειδητοποιούσε ποιος και πόσο ισχυρός είναι ο βασικός αντίπαλός της, ήταν από τα πράγματα υποχρεωμένη να στραφεί στα ίδια όπλα: στην οργάνωση του αγώνα της σε διεθνές επίπεδο και στη διεθνή αλληλεγγύη, τον προλεταριακό διεθνισμό. Εναν διεθνισμό που θα εκφραζόταν με όλα τα μέσα και σύμφωνα με όλες τις δυνατότητες που παρείχε η κάθε χρονική περίοδος ή συγκυρία.
Η ίδρυση, άλλωστε, τριών μέχρι σήμερα, Διεθνών σε αυτό αποσκοπούσε. Οι εθελοντές μαχητές της Α΄ Διεθνούς στο Παρίσι του 1871, ήταν μια από τις πρώτες εκφράσεις αυτού του διεθνισμού, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, πάντοτε βέβαια ανάλογα με το συσχετισμό δυνάμεων, το επίπεδο οργάνωσης της εργατικής τάξης και το ρόλο των κομμάτων της.
Κατά τη διάρκεια της Οχτωβριανής Επανάστασης και της κατοπινής ιμπεριαλιστικής επέμβασης, η διεθνής εργατική τάξη, που μόλις αναδιοργανωνόταν συμπαραστάθηκε έμπρακτα στο νέο εργατικό κράτος: από τη συλλογή και αποστολή υλικής βοήθειας και τις διαδηλώσεις κατά της ιμπεριαλιστικής επέμβασης, μέχρι τις λιποταξίες και τις στάσεις των φαντάρων των ιμπεριαλιστικών στρατών. (Πράξεις που όταν συμβαίνουν στο αντίπαλο στρατόπεδο θεωρούνται «συνετές», πού και πού, ακόμα και «ηρωικές», όταν όμως συμβαίνουν στη δική τους πλευρά, οι αστοί, σύμφωνα με το δικό τους «δίκιο» τις θεωρούν «εγκληματική προδοσία» και «ανοσιούργημα».)
Ταυτόχρονα, η δράση των επαναστατών σε κάθε χώρα, από τις εργατικές επαναστάσεις σε Φινλανδία, Γερμανία, Ουγγαρία, κλπ. μέχρι τις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις της δεκαετίας του ’20, πέραν των άλλων, επιτέλεσαν αντικειμενικά και ρόλο διεθνιστικό, όχι μόνο ως έμπνευση και παραδειγματισμό, αλλά και επειδή ανάγκασαν τον ιμπεριαλισμό να αποδυναμώσει τη «γραμμή πυρός» στο μέτωπο της Σοβιετικής Ενωσης.
Κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου, ο ίδιος διεθνισμός εκφράστηκε με ακόμα πιο προωθημένες μορφές. Με προτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, χιλιάδες εκπρόσωποι της παγκόσμιας εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων στήριξαν με το όπλο στο χέρι τον ισπανικό λαό. (Αυτήν την πράξη διεθνισμού, αστοί και οπορτουνιστές δεν τολμούν – ακόμα; – να τη διαβάλλουν, καθότι εκεί συμμετείχαν και εκπρόσωποι διάφορων πολιτικών χώρων, ακόμα και κατοπινοί σοσιαλδημοκράτες ηγέτες της Γερμανίας και της Ιταλίας.)
Παρόμοια κορυφαία έκφραση προλεταριακού διεθνισμού ήταν και η παρουσία των Κινέζων εθελοντών μαχητών στο πλευρό των Κορεατών επαναστατών, όταν ο διεθνής ιμπεριαλισμός τούς κήρυξε τον πόλεμο.
Στα παραπάνω πλαίσια είναι πλήρως ενταγμένη και η διεθνιστική ένοπλη βοήθεια του σοβιετικού λαού και η συμβολή της στην ήττα της αντεπανάστασης στην Ουγγαρία.
Στην αντιπαράθεση ιμπεριαλισμού – σοσιαλισμού, που στην Ουγγαρία του ’56 εκφράστηκε με μια από τις πιο οξυμένες μορφές, την ένοπλη πάλη, τα ιμπεριαλιστικά κέντρα σύσσωμα και άμεσα τάχθηκαν στο πλευρό της αντεπανάστασης. Οχι μόνο τη στήριξαν πολιτικά, αλλά και την εξόπλισαν. Οχι μόνο διευκόλυναν τη λαθραία είσοδο στη χώρα σε διάφορους αστούς φυγάδες του ’45/’46 αλλά, όπως αναφέραμε στο α΄ μέρος του άρθρου, καθοδήγησαν και συντόνισαν τις αντεπαναστατικές δυνάμεις. Η κατά τ’ άλλα «ουδέτερη» Αυστρία δέχτηκε πρόθυμα να γίνει έδαφος για την εξαγωγή της αντεπανάστασης, πριν καν συμπληρωθεί ένα έτος από την απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων και την αντίστοιχη δέσμευσή της για «ουδετερότητα».
Σε αδιέξοδο οι επαναστατικές δυνάμεις
Από την άλλη, οι επαναστατικές δυνάμεις της χώρας βρίσκονταν σε αδιέξοδο. Η οπορτουνιστική ηγεσία όχι μόνο τις εξαπατούσε συνεχώς, υποσχόμενη ότι θα πατάξει τους αντεπαναστάτες αλλά και τις αφόπλιζε. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε επαναστατικές εργατικές φρουρές, που είχαν συγκροτηθεί σε διάφορες επιχειρήσεις στα περίχωρα της Βουδαπέστης καθώς και σε κομματικά γραφεία, η «κυβέρνηση» Νάγκι υποσχόταν όπλα, που τελικά παραδίνονταν στους αντεπαναστάτες, για να κατασφάξουν ακριβώς τέτοιες φρουρές. Μόνο σε ορισμένα μέρη στην επαρχία κατάφεραν επαναστάτες αγρότες και εργάτες μεταλλείων να οπλιστούν και να αποκρούσουν τη λευκή τρομοκρατία.
Από τα κατοπινά ντοκουμέντα φαίνεται ως ευτυχής σύμπτωση το γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΣΕ (αλλά και του ΚΚ Κίνας) ταλαντεύτηκαν «μόνο» έως τις 3 Νοέμβρη ανάμεσα στην υποχώρηση και στην απάντηση στην αντεπανάσταση. Οι εκατοντάδες προγραφές επαναστατών, που θα γίνονταν βάσει σχεδίων στις 4 του ίδιου μηνός στην επαρχία, τουλάχιστον αποτράπηκαν.
Τη στιγμή του καθοριστικού «ποιος ποιον», η παραμέληση του διεθνιστικού καθήκοντος (και όχι η «επέμβαση») θα έθετε τη σοβιετική ηγεσία αλλά και συνολικά το διεθνές επαναστατικό κίνημα μπροστά σε σοβαρότατες και ασυγχώρητες ευθύνες.
Αν το 1919, το διεθνές προλεταριάτο δεν είχε δυνατότητα να αποτρέψει τις σφαγές των τέκνων και θυγατέρων του, από τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού στην Ουγγαρία, το 1956 διέθετε πλέον ολόκληρα κράτη (δηλαδή σοσιαλιστική εξουσία) που μπορούσαν να αποτρέψουν μια παρόμοια, δεύτερη τραγωδία. Και απετράπη από το στρατό της σοβιετικής εξουσίας και τα ένοπλα τμήματα των Ούγγρων επαναστατών, με τις σκληρές μάχες που έδωσαν κυρίως στη Βουδαπέστη, καθώς στις άλλες περιοχές, οι εγκληματίες και πρώην «αφεντάδες» προτίμησαν εξαρχής το δρόμο της φυγής προς την Αυστρία.
Ενοχλεί η «κρατική οντότητα» της εργατικής τάξης
Αυτό που φαίνεται ότι κυρίως ενοχλεί τόσο τους αστούς όσο και τους οπορτουνιστές είναι ακριβώς η ύπαρξη και δράση της «κρατικής οντότητας» της εργατικής τάξης. Γι’ αυτούς, η αντιπαράθεση δεν ήταν με την κοινωνική μορφή «τάξη εναντίον τάξης», ιμπεριαλισμού – σοσιαλισμού, αλλά ανάμεσα «στη δημοκρατική ουγγρική κυβέρνηση και την ολοκληρωτική της Σοβιετικής Ενωσης». Ομως, ακόμα και με τους δικούς τους όρους περί «δημοκρατίας» είναι «εκτός παιχνιδιού».
Ο «δημοκράτης» πρωθυπουργός Νάγκι, αναδείχτηκε σε επικεφαλής του κράτους με διαδικασίες παρόμοιες με τη Σοβιετική Ενωση, με τις Λαϊκές Δημοκρατίες, ακόμα και με αυτές της σημερινής Κούβας. Γιατί λοιπόν όλοι οι άλλοι είναι «παράνομοι» και «δικτάτορες» (ειδικά ο Φ. Κάστρο) και ο Νάγκι «νόμιμος» εκπρόσωπος του λαού; Μα ακριβώς επειδή για τον ιμπεριαλισμό, «νόμιμο» είναι μόνο ό,τι εξυπηρετεί τα δικά του συμφέροντα!
Οσο για τη «νομιμότητα» της προσφυγής του Νάγκι στον ΟΗΕ, που δεν είχε αντίκρισμα λόγω της αντίδρασης «του σοβιετικού ολοκληρωτισμού», ως μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφάλειας διαπιστώνουμε και πάλι δύο ξεχωριστά μέτρα και σταθμά της ιμπεριαλιστικής «νομιμότητας»: Η κυβέρνηση της Λαϊκής Κίνας, που υποστηριζόταν τόσο από το ΚΚ όσο και από όλα τα αντιπροσωπευτικά όργανα των εκατοντάδων εκατομμυρίων του κινεζικού λαού δεν είχε καν το δικαίωμα να εκπροσωπείται στον ΟΗΕ! Ο ΟΗΕ τους είχε το «δικαίωμα» να συζητήσει ένα αίτημα του «πρωθυπουργού» Νάγκι, το οποίο δεν είχε φέρει ποτέ, όχι μόνο στα κομματικά όργανα, αλλά ούτε καν στο σώμα των λαϊκών αντιπροσώπων, δηλαδή στη Βουλή για την οποία, κατά τα άλλα οι «δημοκράτες» σχίζουν συνεχώς τα ιμάτιά τους.
Το ίδιο, άλλωστε, «αντιπροσωπευτική» ήταν και η «αυτόβουλη» δέσμευσή του για «ουδετερότητα» της Ουγγαρίας και για την αποχώρησή της από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.
Εν κατακλείδι, τους αντίπαλους της προλεταριακής επανάστασης ποτέ δεν τους ενόχλησε πραγματικά «η νομιμότητα και η δημοκρατία», ή η έλλειψή τους. Αυτό που τους ενοχλεί, ακριβώς επειδή αντιτίθεται στα συμφέροντά τους, είναι η ύπαρξη, ακόμα και η πιθανότητα συγκρότησης ισχυρών προλεταριακών εξουσιών. Εξουσιών που θα είναι πράγματι «ολοκληρωτικές» ως προς ένα και μόνο ζήτημα: την απαλλοτρίωση των ιμπεριαλιστών. Γι’ αυτό και η προπαγάνδα τους βάζει «ολοκληρωτικά» στο στόχαστρό της τα σοσιαλιστικά κράτη, περασμένα και παρόντα.
Στην περίπτωση της Ουγγαρίας του ’56 λυσσομανάνε ακριβώς γιατί ο σοβιετικός στρατός συνέβαλε καθοριστικά στο να μην υλοποιηθούν ήδη από τότε οι ταξικές τους επιδιώξεις.
Γι’ αυτούς θα ήταν προτιμότερο να συμβεί ό,τι π.χ. λίγα χρόνια αργότερα στην Ινδονησία του Σουχάρτο: Να σφαχτούν εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστών και μετά, αφού ο ιμπεριαλισμός θα συνεχίζει να δρα απρόσκοπτα, «δημοκράτες» και οπορτουνιστές να χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τα ανομήματα των «κακών». Δυστυχώς γι’ αυτούς, η προλεταριακή εξουσία δεν τους έκανε τότε αυτήν τη χάρη και στην Ουγγαρία!
Παραπομπές:
1. Ουγγαρία: Η κρίση ενός «υποδείγματος», στην «Ημερησία» 26/10/2006
2. Βλ. εφημερίδα «Die Welt», 23/06/2006.
(Γ’ μέρος – τελευταίο)
- Ως αγροτική-βιομηχανική χώρα εμφάνιζε μια σχετικά ολιγάριθμη εργατική τάξη. Π.χ. ακόμα και το 1949, οι απασχολούμενοι στη βιομηχανία αποτελούσαν μόλις το 23% του συνόλου των απασχολούμενων, ενώ αυτοί της αγροτικής παραγωγής το 62,1%1.
- Το ΚΚ Ουγγαρίας επανήλθε στη νομιμότητα, όταν ο Σοβιετικός Στρατός απελευθέρωνε την Ουγγαρία από τα χιτλερικά στρατεύματα. Θυμίζουμε ότι μετά την ήττα της Επανάστασης του 1919, περίπου 5.000 επαναστάτες δολοφονήθηκαν, 70.000 φυλακίστηκαν και άλλες δεκάδες χιλιάδες εγκατέλειψαν τη χώρα. Το ΚΚ σε σκληρές συνθήκες παρανομίας προσπάθησε αμέσως να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και το εργατικό κίνημα. Το κόμμα παρέμεινε 25 συνεχόμενα χρόνια στην παρανομία.
- Ως αποτέλεσμα αυτής της καταστολής, η αντικομμουνιστική σοσιαλδημοκρατία μπόρεσε να ασκεί ανενόχλητα την επιρροή της στην εργατική τάξη.
- Τα μεσαία στρώματα της χώρας ήταν βαθιά επηρεασμένα από τον επεκτατικό εθνικισμό της αστικής τάξης και του κλήρου, που εξέφραζε το καθεστώς Χόρτι. Η Ουγγαρία είναι η μόνη χώρα από τους δορυφόρους της χιτλερικής Γερμανίας, που κατά την ανακωχή της με τις αντιφασιστικές δυνάμεις δεν μπόρεσε να συγκροτήσει στράτευμα, για να πολεμήσει τη Γερμανία στο πλευρό των Συμμάχων.
- Με δεδομένη τη μικρή επιρροή του διεθνιστικού προλεταριακού κόμματος, ο εθνικισμός δυνάμωσε την επίδρασή του στα λαϊκά στρώματα, όταν τα εδάφη που είχε παραχωρήσει ο Χίτλερ στη σύμμαχο Ουγγαρία, επανήλθαν στην επικράτεια των γειτονικών κρατών, επαναφέροντας σε ισχύ μια άλλη ιμπεριαλιστική συνθήκη, αυτή του Τριανόν (Βερσαλλιών) του 1920.
- Αμεση συνέπεια όλων των παραπάνω ήταν και η μεταπολεμική, αυξημένη επιρροή πάνω σε σημαντικά τμήματα των λαϊκών στρωμάτων της Ουγγαρίας, που ασκούσαν και μεταπολεμικά εκείνα τα τμήματα της αστικής τάξης, που στήριξαν ανεπιφύλακτα τη σύμπλευση με το γερμανικό φασισμό.
- Οι δυσμενείς για το λαϊκό κίνημα συσχετισμοί άλλαξαν με πολύ αργούς ρυθμούς και μέσα από έντονη κοινωνική και πολιτική διαπάλη. Μόλις στα μέσα του 1947 είναι πλέον εμφανής η αλλαγή των συσχετισμών και όχι τόσο με την άνοδο της επιρροής του ΚΚ Ουγγαρίας, που στις εκλογές εκείνου του έτους (31/8/47) λαμβάνει 22%, όσο μέσω της ριζοσπαστικοποίησης των κομμάτων, που εκπροσωπούν τα μεσαία στρώματα και την πλειοψηφία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, η οποία τον επόμενο χρόνο (12/6/1948) θα συνενωθεί με τους κομμουνιστές στο Κόμμα των Ούγγρων Εργαζομένων Κ.Ου.Ε. Αποτέλεσμα αυτής της μετατόπισης των μικροαστικών κομμάτων προς τα αριστερά, είναι και η συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου, που στις εκλογές του Μάη του 1949 θα λάβει το 95% των ψήφων. Ακόμα και τότε όμως, σε επαρχίες που αργότερα θα παίξουν σημαντικό ρόλο για την αντεπανάσταση, η αστική αντιπολίτευση θα διατηρήσει ποσοστά της τάξης του 21-29%.
- Η συνένωση του ΚΚ με το Σοσιαλδημοκρατικό, έστω και σε μαρξιστική-λενινιστική βάση, επέφερε μια ακόμα παραπέρα άμβλυνση των επαναστατικών χαρακτηριστικών της κομματικής βάσης, καθώς παρόμοιο πρόβλημα εμφάνιζε το ΚΚ Ουγγαρίας ήδη πριν από αυτήν τη συνένωση, λόγω των υπερβολικά ραγδαίων ρυθμών στρατολόγησης (περίπου 2.500 μέλη το Δεκέμβρη 1944, 300.000 τον Αύγουστο του 1946 και 883.000 τον Ιούνη του 1948, δηλαδή μόλις 152.000 λιγότερα μέλη απ’ ό,τι οι ψηφοφόροι του ένα χρόνο νωρίτερα!).
Θεωρητικές και πολιτικές αδυναμίες
Το 1948, όταν ουσιαστικά ολοκληρώνεται η μεταπολεμική ανασυγκρότηση, και οι νέες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής ήδη αρχίζουν και κυριαρχούν, τα νέα καθήκοντα που προκύπτουν βρίσκουν τα κομμουνιστικά κόμματα χωρίς σοβαρές ιδεολογικές επεξεργασίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις εκείνη την περίοδο, η σχέση λαϊκής δημοκρατίας και δικτατορίας του προλεταριάτου απασχολεί σοβαρά τα κομμουνιστικά κόμματα εξουσίας. Οι προβληματισμοί αναπτύσσονταν γύρω από το αν για το πέρασμα στη δικτατορία του προλεταριάτου είναι απαραίτητη η λαϊκή δημοκρατία, ή ακόμα και γύρω από το αν η μετάβαση της λαϊκής δημοκρατίας στο σοσιαλισμό μπορεί να γίνει χωρίς τη δικτατορία του προλεταριάτου. Μετά από πολυάριθμες συναντήσεις και συνεργασίες των ηγετών τους, τόσο μεταξύ τους, όσο και με το Στάλιν, θα καταλήξουν στις αρχές του 1948, ότι η «λαϊκή δημοκρατία» αποτελεί πλέον μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου2.
Με την επέκταση της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και κυρίως κατά την κρατικοποίηση και των επιχειρήσεων ξένων συμφερόντων, οι αστικές δυνάμεις αποπειρώνται να οργανώσουν ανοιχτή σύγκρουση με το σοσιαλιστικό κράτος, με ηγέτη τον καρδινάλιο Μιντσέντι (Mindszenty) και με τη συμμετοχή σημαινόντων καπιταλιστών, όπως ο κόμης Εστερχάζι, ο μεγαλύτερος μετά την εκκλησία γαιοκτήμονας της χώρας. Η απόπειρα ξεσκεπάστηκε έγκαιρα από τις κρατικές υπηρεσίες.
Φαίνεται ότι από τότε ο διεθνής ιμπεριαλισμός προσανατολίζεται και στην πολύμορφη αξιοποίηση της ρήξης της Γιουγκοσλαβίας με τις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες.
Ταυτόχρονα αυτή η απόπειρα ενίσχυσε την καχυποψία της κομμουνιστικής ηγεσίας (με επικεφαλής τον Ματίας Ράκοσι) απέναντι στα σύμμαχα κόμματα του Λαϊκού Μετώπου. Η υποτίμηση της δυνατότητας, αυτά τα κόμματα να διεξάγουν αποτελεσματικά τη διαπάλη με τα αντιδραστικά στοιχεία στο εσωτερικό τους, καθώς και η υπερτίμηση της επιρροής και της δράσης των κομμουνιστών, οδηγεί την ΚΕ του Κόμματος την άνοιξη του ’49 σε αποφάσεις προσανατολισμένες προς τον μονοκομματισμό και την κατάργηση των σύμμαχων κομμάτων. Στη συγκεκριμένη φάση, αυτό διασπούσε και τη συμμαχία με τα μικροαστικά στρώματα και διευκόλυνε αντικειμενικά την προσπάθεια των αστών, να τα τραβήξουν με το μέρος τους.
Οικονομικά προβλήματα
Το 2ο Συνέδριο του Κ.Ου. Ε. (24/2/1951) αποφάσισε την τροποποίηση του πρώτου 5χρονου πλάνου (1950-1954), θέτοντας στόχους που μπορεί να ενέπνεαν ενθουσιασμό και αισιοδοξία, αλλά που βρίσκονταν μακριά από την τότε πραγματικότητα (π.χ. αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 200% έναντι του 86% που προέβλεπε το αρχικό πλάνο, της αγροτικής παραγωγής κατά 50% και του βιοτικού επιπέδου κατά 50-55% έναντι του αρχικού 35%). Η μη κάλυψη αυτών των στόχων δημιούργησε σοβαρές δυσχέρειες στην οικονομία της χώρας. Η αναγκαστική ανακατανομή των πόρων κυρίως προς τις επενδύσεις στη βιομηχανία μπορεί να επέφερε τελικά μια αξιοσημείωτη αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 130%, σε βάρος όμως της αγροτικής παραγωγής (παρέμεινε στα επίπεδα του 1950) και του βιοτικού επιπέδου, που την περίοδο ’51-’53 υποχώρησε κάτω από τα επίπεδα του 1949 και το 1954 αυξήθηκε μόλις κατά 10% σε σχέση με το 19503.
Οπορτουνισμός και εσωκομματική διαπάλη
Ο Ιμρε Νάγκι, στα τέλη του 1947 αντιτάχθηκε στην προοπτική της δικτατορίας του προλεταριάτου, εμμένοντας ότι άμεσος στόχος του Κόμματος πρέπει να είναι η διαχείριση ενός «κρατικού καπιταλισμού» (υπό κρατικό έλεγχο). Θεωρούσε πρωτεύον την ανάπτυξη της εμπορευματικής αγροτικής παραγωγής και όχι την κολεκτιβοποίηση. Το Σεπτέμβρη του 1949, η ΚΕ τον καθαιρεί από μέλος του ΠΓ και ο ίδιος, όχι μόνο αποδέχεται την απόφαση, αλλά και ασκεί «δριμύτατη» αυτοκριτική. Το 1951 ο Νάγκι ξαναμπαίνει στο ΠΓ και το 1952 γίνεται και Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης.
Το 1953 ο οπορτουνισμός ενισχύεται κυρίως από τις αλλαγές στους προσανατολισμούς της ηγεσίας του ΚΚΣΕ, μετά το θάνατο του Στάλιν, τον Μάρτη του ίδιου έτους. Με επίφαση πλέον την καταπολέμηση του «δογματισμού» και του «σεχταρισμού», «η ηγεσία του ΚΚΣΕ άσκησε συντροφική κριτική στην πολιτική του Κ. Ου. Ε. Αυτή η κριτική έγινε αποδεκτή από την ΚΕ του Κόμματος των Ούγγρων Εργαζομένων και λήφθηκε υπόψη στην κατάληξη των αποφάσεων»4. Ως αποτέλεσμα αυτής της «συντροφικής κριτικής», τον Ιούνη του 1953, η ΚΕ αποφασίζει να απαλλάξει τον Ράκοσι από τη θέση του Προέδρου της κυβέρνησης και στη θέση του να προτείνει τον Νάγκι.
Είναι ακριβώς η στιγμή που και η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα αρχίζει να εξυμνεί τον «εθνικό κομμουνιστή ηγέτη» Νάγκι δίνοντας το σύνθημα για τη στήριξή του από τους Ούγγρους αστούς. Η εσωκομματική διαπάλη, που γίνεται μόνο μέσα στις γραμμές της ΚΕ, χωρίς ανάπτυξη αντίστοιχης ιδεολογικής δουλιάς στις γραμμές του Κόμματος, θα επιφέρει άλλη μια απομάκρυνση του Νάγκι από τις θέσεις που κατείχε (Απρίλης 1955) και τη διαγραφή του από το Κόμμα, το φθινόπωρο του ίδιου έτους.
Στον απόηχο του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ (Φλεβάρης ’56) και της άμεσα ακολουθούμενης υστερίας για «εγκλήματα και παραβιάσεις» της περιόδου της «προσωπολατρίας», οι δεξιές δυνάμεις εντός της ηγεσίας του Κ. Ου. Ε. περνάνε στην επίθεση με τη σημαία του «αντισταλινισμού» και της «αποκατάστασης της νομιμότητας». Τον Ιούλη η ΚΕ «απαλλάσσει για λόγους υγείας» τον Ράκοσι από ΓΓ και αποφασίζει τη διεύρυνσή της, κυρίως με μέλη που πρόσφατα είχαν αποφυλακιστεί και αποκατασταθεί. Ελέγχοντας πλήρως τα κομματικά όργανα και έντυπα, η αντεπανάσταση «από τα μέσα» μπορεί πλέον όχι μόνο να εκμηδενίζει τη δράση των επαναστατικών οργάνων, αλλά και να μπλοκάρει κάθε διάθεση αντίδρασης της κομματικής βάσης.
Η τρίτη πλέον «αποκατάσταση» του Νάγκι στα κομματικά και κυβερνητικά όργανα (13 Οκτώβρη), με την ανοχή αν όχι προτροπή της σοβιετικής και γιουγκοσλαβικής ηγεσίας, 10 μόλις μέρες πριν το ξέσπασμα της αντεπαναστατικής εξέγερσης, ήρθε ως επιστέγασμα της δράσης των «εθνικών δυνάμεων» εντός και εκτός Κόμματος.
Στις 23 Οκτώβρη, όταν (κατά σύμπτωση;) η ουγγρική κομματική ηγεσία επιστρέφει από το ταξίδι της στη Γιουγκοσλαβία, η αντεπανάσταση βρίσκεται πλέον στους δρόμους.
Παραπομπές:
1. Βλ. Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, εκδόσεις «Ακάδημος», Αθήνα 1981, τ. 26, σελ. 66.
2. Ινστιτούτο για την κομματική ιστορία στην ΚΕ του Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, «Ιστορία του ουγγρικού επαναστατικού εργατικού κινήματος από τις αρχές του έως το 1962», (γερμανική έκδοση) Βερολίνο 1983, σελ. 588. (Στα ουγγρικά εκδόθηκε το 1976).
3. Στο ίδιο, σελ. 592/593.
4. Στο ίδιο σελ. 597.
Πολύ ενδιαφέρον!
ΑπάντησηΔιαγραφή