Είναι ακριβώς οι θιασώτες του “για τη Μαρφίν δε λέτε τίποτε”, εκείνοι που ασεβούν βάναυσα στη μνήμη των δολοφονημένων θυμάτων, εργαλειοποιώντας την τραγωδία ως επικοινωνιακό αντιπερισπασμό κάθε φορά που ψάχνουν εύκολο θέμα για αλλαγή ατζέντας.
Συχνότερα και από τον ειδικό φρουρό που αναβοσβήνει αθόρυβα ανοιγοκλείνει ο φάκελος για τον εμπρησμό της Μαρφίν, που είχε στοιχίσει τη ζωή σε τρεις υπαλλήλους της τράπεζας στις 5 Μάη 2010.
Μετά βαΐων και κλάδων, ο υπουργός προστασίας του πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, ανακοίνωσε ότι ανοίγει εκ νέου η υπόθεση της Μαρφίν, καθώς σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, η ΕΛΑΣ έχει συλλέξει νέα στοιχεία, για εμπλοκή νέων προσώπων και επιπλέον υλικό από κάμερες, οδηγώντας την Εισαγγελία Αθηνών να διατάξει προκαταρκτική διερεύνηση αδικημάτων.
Η επιλογή της χρονικής στιγμής είναι τουλάχιστον ενδιαφέρουσα, αφού έρχεται την ώρα που η πανδημία βρίσκεται κυριολεκτικά εκτός ελέγχου, με την κυβέρνηση και την επιτροπή των λοιμωξιολόγων να συνεχίζουν απλά τις παλινωδίες στα μέτρα, χωρίς καν να γίνεται επίταξη του ιδιωτικού τομέα υγείας. Επιπλέον, όσο κι αν αυτό είναι δευτερεύον, μόλις χθες έγινε γνωστό ότι ΕΛ.ΑΣ επί ημέρες ψευδόταν επίσημα για τη μη ύπαρξη φρουράς για το Μένιο Φουρθιώτη, με το ίδιο το υπουργείο να την αδειάζει εμμέσως πλην σαφώς, αποσύροντας την “ανύπαρκτη” αστυνομική συνοδεία και οχήματα της τηλεπερσόνας.
Το έργο όμως το έχουμε ξαναδεί, κι όχι μόνο μία φορά. Ήταν μόλις πέρσι όταν είχε πάλι αναγγελθεί, λίγο καιρό μετά την τελετή τη διαβόητη πλακέτα για τη Μαρφίν που εγκαινιάστηκε στην οδό Σταδίου, πως ανοίγει ξανά ο φάκελος της υπόθεσης. Σε ρεπορτάζ του Βήματος στις 15 Ιούνη 2020, αναφερόταν πως “Στο αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. έχει συσταθεί ειδική ομάδα η οποία επανεξετάζει από την αρχή όλα τα στοιχεία, καλύπτει κενά και παραλείψεις της πρώτης φάσης της έρευνας, ταυτοποιεί πρόσωπα και στοιχειοθετεί αδικήματα”. Επίσης πως “στα ντοκουμέντα που έχει στα χέρια της η ΕΛ.ΑΣ. διακρίνονται δέκα άτομα τα οποία κινούνται ως οργανωμένη ομάδα, με ένα εξ αυτών επικεφαλής που συντόνιζε τα υπόλοιπα μέλη, βάσει σχεδίου”, το οποίο μάλιστα, προσέθετε η εφημερίδα “όπως δείχνουν τα φωτογραφικά ντοκουμέντα, δεν έκαψε μόνο τη Marfin, αλλά επιχείρησε να πυρπολήσει και άλλα κτίρια”. Ακόμα φερόταν ανάμεσα στα πρόσωπα των “δέκα που έχουν ταυτοποιηθεί” να βρισκόταν και μια γυναίκα, ενώ προαναγγέλλονταν άμεσες εξελίξεις αφού “τα στοιχεία θα είναι τέτοια που θα οδηγούν σε τεκμηρίωση των αδικημάτων και σε απόδοση κατηγοριών”.
Τι από όλα αυτά έγινε αλήθεια στο χρόνο που πέρασε και που με τόση σιγουριά εξαγγελόταν από την ΕΛ.ΑΣ και τον αστικό τύπο ως ζήτημα εβδομάδων, αν όχι ημερών; Κάποιος κακοπροαίρετος θα τολμούσε να σκεφτεί πως, με την πανδημία σε ύφεση εκείνη την περίοδο, η ιστορία δεν κρίθηκε επικοινωνιακά χρήσιμη για να δοθεί συνέχεια, για να βγει ξανά ως λαγός από το καπέλο της κυβερνητικής προπαγάνδας.
Είναι ακριβώς οι θιασώτες του “για τη Μαρφίν δε λέτε τίποτε”, εκείνοι που ασεβούν βάναυσα στη μνήμη των δολοφονημένων θυμάτων, εργαλειοποιώντας την τραγωδία ως επικοινωνιακό αντιπερισπασμό κάθε φορά που ψάχνουν εύκολο θέμα για αλλαγή ατζέντας. Υπενθυμίζεται επίσης ότι την τελευταία – και μοναδική ως τώρα – φορά που η υπόθεση των φυσικών αυτουργών έφτασε στις δικαστικές αίθουσες, έληξε με την οριστική αθώωση όλων των κατηγορουμένων μετά από πολυετή διασυρμό και ταλαιπωρία τους το 2016, ενώ σε άλλη δίκη το 2013 είχαν καταδικαστεί, με ανασταλτικού χαρακτήρα ποινές, ο διευθύνων σύμβουλος της Marfin, ο υπεύθυνος ασφαλείας του κτιρίου και η διευθύντρια του καταστήματος για φόνο από αμέλεια των τριών υπαλλήλων, τις σωματικές βλάβες άλλων 21 υπαλλήλων και για σωρεία παραλείψεων στα μέτρα πυρασφάλειας και τη σχετική προετοιμασία – εκπαίδευση του προσωπικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου