Το Βυζαντινό Μουσείο παρά την αλλαγή της νομικής του υπόστασης σε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου – με πρόεδρο και Διοικητικό Συμβούλιο – που αποφασίζουν όπως και ό,τι θέλουν – συνεχίζει τυπικά, αλλά και ουσιαστικά να είναι κτήμα του ελληνικού λαού. Οχι μόνο επειδή οικοδομήθηκε και στήθηκε με τα χρήματα αυτού του λαού, αλλά και επειδή φιλοξενεί αντικείμενα που ανήκουν στην δική του πολιτιστική κληρονομιά και παράδοση.
Για οτιδήποτε, λοιπόν, συμβαίνει σε αυτόν το χώρο η λογοδοσία είναι απέναντι στον λαό, τώρα και διαχρονικά.
Κάποτε, οι εργαζόμενοι αυτού του Μουσείου επεξεργάζονταν και υλοποιούσαν προγράμματα εκπαίδευσης, ένταξης, συμμετοχής και διάφορες κοινωνικές ομάδες. Σε αυτόν το χώρο, ιστορικοί και αρχαιολόγοι είχαν υποδεχθεί γονείς και παιδιά Ρομά, τους μίλησαν για τα βυζαντινά μνημεία, έκαναν εργαστήρια με τα παιδιά – Ρομά, διοργάνωσαν συναυλίες με Ρομά συγκροτήματα και οι ίδιοι εργαζόμενοι πήραν τις μουσειοκατασκευές και επισκέφθηκαν τους συνοικισμούς τους για να κάνουν επί τόπου εκπαιδευτικά εργαστήρια.
Ολα αυτά γίνονταν χωρίς κανένα αντίτιμο… μεγάλο ή ευτελές. Καμία δεσμίδα ευρώ δεν μπήκε στο Ταμείο, κανένα καλλωπιστικό φυτό δεν φυτεύτηκε ως αντάλλαγμα. Γιατί; Επειδή η κοινωνική συνεισφορά ενός Μουσείου δεν έχει, δεν μπορεί να έχει, δεν επιτρέπεται να έχει καμία ανταλλακτική αξία.
Αυτό, λοιπόν, ήταν ένα μουσείο που τιμούσε τον κοινωνικό και παιδευτικό του ρόλο.
Φυσικά, καμία γαμήλια δεξίωση δεν φιλοξενήθηκε στους χώρους του Γι’ αυτές τις δουλειές υπάρχουν άλλοι πανάκριβοι και πολυτελείς χώροι, που ονομάζονται “Κτήματα” και μπορούν διάφοροι αντί ενός διόλου ευκαταφρόνητου αντιτίμου να νιώσουν για μια νύχτα βασιλιάδες.
Μέχρι, που αποφασίστηκε ότι στους … “βασιλιάδες” αξίζει ένα Μουσείο για τους γάμους τους! Η αλήθεια είναι πως ετούτος ο λαός τους είχε ήδη στείλει – ξαποστείλει στο μουσείο της πιο σκοτεινής και μαύρης ιστορίας αυτού του τόπου.
Ωστόσο, με μία αποκαλυπτήρια κίνηση που άφησε τον “αστικό εκδημοκρατισμό” ολοτσίτσιδο, έπρεπε να μπουν με φώτα και κάμερες από την κύρια είσοδο, να αποκαλεστούν δια επισήμου εγγράφου “μεγαλειότητες” – λες και δεν γνωρίζουμε τα “μεγαλεία” που διέπραξαν αρχόντοι και βασιλιάδες εις βάρος αυτού του λαού – να αραδιάσουν το χρήμα τους για να αγοράσουν μια νύχτα στο Μουσείο (15.000 έδωσαν), να “προσφέρουν” εν είδη ελεημοσύνης τον καλλωπισμό των κήπων του Βυζαντινού Μουσείου και στο τέλος… αφού “λάδωσαν” το φτωχοπόπολο με τις γαλαντομίες τους, χορέψανε και τη “Δραπετσώνα”!
Πραγματικά, απαιτούνται μεγάλες ικανότητες αυτοκυριαρχίας και αυτοσυγκράτησης στο ξέσπασα οργής που προκαλεί αυτή η αδιανόητη, απολύτως προσβλητική εικόνα μιας απογόνου των έκπτωτων – άπαξ και διαπαντός πρώην βασιλιάδων – να χορεύει ετούτο τον λαϊκό ύμνο, σύμβολο. Το τραγούδι που έγραψε ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης και τραγούδησε ο Γρ. Μπιθικώτσης, και γεννήθηκε ακριβώς την εποχή που το παλάτι, οι ένοικοί του και το υπόλοιπο πολιτικό – υπηρετικό του προσωπικό βύθιζαν την λαό στη φτώχεια, κυνηγούσαν κομμουνιστές, αριστερούς, δημοκράτες και προίκιζαν την πριγκίπισσα Σοφία. Από τους κόπους αυτού του ρημαγμένου και κυνηγημένου λαού.
Ακριβώς την εποχή που οι κάτοικοι των προσφυγικών παραπηγμάτων της Δραπετσώνας ξεσπιτώνονταν από την κυβέρνηση Καραμανλή κακήν κακώς χάριν της ανοικοδόμησης και των εργολάβων. Ακριβώς, τότε που η Δραπετσώνα ενοχλούσε ολόκληρο του αστικό πολιτικό συνάφι και τους βασιλείς μαζί επειδή τα ντουβάρια των σπιτιών ήταν γεμάτα με συνθήματα ΕΑΜ -ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ – ΚΚΕ.
Ο ίδιος ο Μ. Θεοδωράκης γράφει, στο βιβλίο του Γ. Π. Μαλούχου «Μίκης Θεοδωράκης 85 χρόνια Άξιος Εστί – Από το Μεσοπόλεμο στη Χρεοκοπία» (εκδ. Εκδοτικός Οργανισμός Π. Κυριακίδη, Αθήνα 2010):
«Στη Δραπετσώνα πήγαν οι μπουλντόζες να γκρεμίσουν τα παραπήγματα, για να χτίσουν πολυκατοικίες. Δε θα γκρέμιζαν πολυκατοικίες, αλλά παράγκες. Αυτοί εκεί ζούσαν σαν σκουλήκια, η παράγκα όμως γι’ αυτούς ήταν η ζωή τους. Παρότι δεν ήμουν πολιτικός, μόλις πήγα εκεί στη συνοικία και είδαν τον Θεοδωράκη που τραγουδούσε, οι γυναίκες και οι άνδρες με περικύκλωσαν και κάθισα μπροστά στις μπουλντόζες. Γιατί, αν δεν ήμουν εγώ, δε θα έρχονταν οι γυναίκες, φοβόντουσαν. Ήταν οι χωροφύλακες πλάι, οι οποίοι τις χτυπούσαν. Όταν ήμουν και εγώ -μια προσωπικότητα-, σου λέει «θα γίνει θέμα». Αυτά τα πράγματα δεν τα λέμε τώρα εκ των υστέρων, είναι βιώματα, τα οποία με έδεναν εμένα με τη συνείδηση της πολιτικής εκείνη τη στιγμή. Η πολιτική είναι να αντισταθείς σε αυτό το πρόσωπο της βίας το οποίο είχε πλέον αφηνιάσει εκεί, και υπήρχε ένας λαός κάτω, που δεν ήξερε τι να κάνει, δεν είχε προστασία. Ήμουν ένας αυτόκλητος προστάτης αυτών από όλη την παράδοση που είχα μέσα μου, αλλά είχα και μια τόλμη την οποία έπαιρνα λόγω του ότι ήμουν πλέον δημόσιο πρόσωπο, βοηθούσε το τραγούδι, και το τραγούδι αυτό, η Δραπετσώνα, όταν βγήκε, αμέσως τους σταμάτησε. (…) Ο αδερφός μου έκανε τα ρεπορτάζ κάτω στη Δραπετσώνα και μετά τα δημοσίευε στην Αυγή. Κάποια στιγμή, μου λέει: «Αυτοί δε σταματάνε με τίποτα, παρά μόνο με ένα τραγούδι».
Πάλι ο ίδιος στο «Μίκης Θεοδωράκης 85 χρόνια Άξιος Εστί – Από το Μεσοπόλεμο στη Χρεοκοπία» διηγείται:
«Κάθομαι λοιπόν και γράφω τη μελωδία πρώτα, καθώς πήγαινα με το αυτοκίνητο. Πήγαινα να κάνω μια φωνοληψία και ήμουν καθ’ οδόν στην Πατησίων. Θυμάμαι λοιπόν ότι η μελωδία της Δραπετσώνας μού ήρθε αφού πέρασα το θέατρο «Καλουτά». Πατάω φρένο αμέσως για να το γράψω στο πακέτο των τσιγάρων μου, γιατί η μελωδία θα μου έφευγε, και με χτυπάει από πίσω ένας. Αλλά εγώ τίποτα, συνέχισα να γράφω. Έρχεται αυτός και μου λέει: «Τρελός είσαι; Τι κάνεις εδώ; Μίκη, εσύ είσαι;»
«Ρε παιδί μου, άσε με, συνθέτω τώρα».
Τρέχω στην «Κολούμπια», κάθομαι στο πιάνο, το παίζω όλο αυτό και αμέσως τηλεφωνάω στον Τάσο τον Λειβαδίτη, που ήταν ειδικός στο να γράφει πάνω στη μουσική. Λέω «Τάσο, έλα εδώ». Στην «Κολούμπια» μέσα το παίζω, το ξαναπαίζω, κάθεται ο Λειβαδίτης στο καφενείο, το γράφει και μου το φέρνει.
(…) Όπως είχα την ορχήστρα διαθέσιμη, το παίξαμε αμέσως. Ήταν μια τρέλα όλο αυτό και ίσως επειδή εκεί έγραφα και άλλα τραγούδια και οι μουσικοί με ρωτούσαν «Τι γράφεις εκεί;» άρχισαν να το παίζουν και πιθανώς να το κάναμε εκείνη τη στιγμή. Ήρθε ο Χιώτης την άλλη μέρα και το κάναμε δίσκο. Αυτό έπαιξε τεράστιο ρόλο.
Αυτό είναι ένα παράδειγμα ενός πολιτικοποιημένου τραγουδιού, το οποίο είναι τραγούδι της παρέας. Είναι ένα τραγούδι που περνάει μέσα στις φλέβες του λαού, αλλά είναι ένα μανιφέστο ολόκληρο, δηλαδή είναι σαν να του δίνεις να διαβάσει το Κεφάλαιο του Μαρξ, αυτός το καταλαβαίνει καλύτερα έτσι, με το τραγούδι».
Αυτή είναι η “Δραπετσώνα” που δεν τους επιτρέπεται να αγγίζουν…
Ετούτη η εικόνα, στο Βυζαντινό Μουσείο καταγράφεται, ως μία από τις πιο ντροπιαστικές εικόνες που έχουν καταγραφεί ποτέ σε ελληνικό δημόσιο μουσείο – ακόμα και αν αυτό διέπεται πλέον από ιδιωτικο – οικονομικούς όρους λειτουργίας. Διότι, εδώ δεν πρόκειται για βεβήλωση μόνο του μουσείου, ως χώρου πολιτισμού με εκπαιδευτικό ρόλο, πρόκειται για βεβήλωση της ιστορίας του λαού, των πολιτισμικών του αναφορών και στηριγμάτων. Πρόκειται για πραγματική ύβρη!
Αυτή η σύναξη καταρρίπτει ό,τι είχε απομείνει από το φύλλο συκής της
περίφημης “αστικής τους δημοκρατίας”. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου