Μέρα για Διάβασμα:
Εισαγωγή
Το βιβλίο των Στάθη Καλύβα 1 και Νίκου Μαραντζίδη 2, Εμφύλια Πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, γνώρισε ιδιαίτερη και θετική προβολή από τα αστικά ΜΜΕ (Καθημερινή, Βήμα, Ποντίκι, αλλά και Lifo, Athens Voice κ.ά.), με αποκορύφωμα τις 4 θεματικές εκπομπές που μεταδόθηκαν από το ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΪ, καθώς και αναγνώριση εκ μέρους του αστικού πολιτικού προσωπικού (π.χ., Ευάγγελος Βενιζέλος).
1. Οι 1ΟΟάδες σελίδες του βιβλίου περιέχουν σωρεία από ψέματα, που, για να τους προσδώσουν αντικειμενικότητα, τα ανακατεύουν με ορισμένα πραγματικά γεγονότα και κάποιες ορθές παραδοχές. Όμως,
στο σύνολό του, το βιβλίο αποτελεί επιτομή διαστρέβλωσης των ιστορικών γεγονότων και κατασκευής «γεγονότων», αντάξια του ιδεολογικού ρεύματος στην ιστοριογραφία («νέο κύμα») που οι συγγραφείς εκφράζουν. Σε ένα μόνο ζήτημα είναι ειλικρινείς: Στο ότι υπερασπίζονται το καπιταλιστικό σύστημα ευθαρσώς, από τη σκοπιά, μάλιστα, της εκσυγχρονιστικής αντίληψης για την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία.
2. Η χυδαία ψευδολογική επίθεση των συγγραφέων κατά του ΚΚΕ έχει ως αφετηρία της την εξ ορισμού καταδίκη της αυτοτελούς πολιτικής του δράσης. Δηλαδή, επί της ουσίας, θεωρούν ότι το ΚΚΕ δεν έχει το δικαίωμα να επεξεργάζεται και να υλοποιεί επαναστατική στρατηγική και τακτική, αλλά οφείλει να δρα σύμφωνα με τους όρους του αστικού κοινοβουλευτικού πλαισίου.
Η αυτοτελής πολιτική του ΚΚΕ, μαζί με την ιδεολογία γενικά της ταξικής πάλης, ρίχνονται από τους δύο κονδυλοφόρους στο πυρ το εξώτερον.
3. Σε αυτό το έδαφος επιτίθενται χυδαία και στον προλεταριακό διεθνισμό, από την ίδια αντικομμουνιστική βάση που δίκαζαν τα στρατοδικεία με το μεταξικό νόμο 375 «περί κατασκοπίας», αναπαράγοντας και αυτοί με ύπουλο τρόπο το κλασικό ασφαλίτικο επιχείρημα ότι το ΚΚΕ ήταν όργανο της Μόσχας.
4. Οι συγγραφείς δεν ενδιαφέρονται μόνο για τη δυσφήμιση του παρελθόντος της ταξικής πάλης. Ενδιαφέρονται για τις σημερινές εξελίξεις και για τους μελλοντικούς κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει η αστική εξουσία στην Ελλάδα.
Γι' αυτό και χτυπάνε το παρελθόν, έχοντας τα μάτια στραμμένα στο παρόν και κυρίως στο μέλλον.
Η ανάγνωση της Ιστορίας από τη σκοπιά των συμφερόντων του κεφαλαίου είναι συμβατή με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν και σήμερα τους εργατικούς-λαϊκούς αγώνες.
Έγραψε ο Καλύβας, σχολιάζοντας εργατικές-λαϊκές κινητοποιήσεις την πρώτη χρονιά εφαρμογής του Μνημονίου, με αφορμή απεργία των ναυτεργατών:
«Η ... επικαιρότητα είναι γνωστή και θλιβερά επαναλαμβανόμενη. Το κέντρο της πρωτεύουσας κλείνει σχεδόν καθημερινό, επεισόδια μικρής και μεσαίας έντασης μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας ξεσπούν σε σχεδόν εβδομαδιαία βάση... Όποτε δεν αποκλείουν τις εθνικές οδούς οι αγρότες, κλείνουν τα λιμάνια οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ και όποτε ξεκουράζονται αυτοί, αναλαμβάνουν οι ψαράδες. Σχολεία, πανεπιστήμια, υπουργεία (εσχάτως και ξενοδοχεία) καταλαμβάνονται με καταθλιπτική κανονικότητα.» 3
Αυτή η επίθεση κατά του αγωνιζόμενου λαού εντάσσεται στις απόψεις που οικοδομούν «ενάντια στη βία απ' όπου και αν προέρχεται».
Όμως, καμιά βία δε διακρίνουν στην πολιτική που φορτώνει τα βάρη της καπιταλιστικής κρίσης στις πλάτες των εργατών και των λαϊκών στρωμάτων. Καμία βία στην κλιμάκωση της ανεργίας, στα υποσιτισμένα παιδιά, στις προβοκάτσιες κατά του λαϊκού κινήματος (βλέπε δολοφονίες στη Marfin κ.ά). Καμία βία δεν είδαν να ασκείται, για παράδειγμα, κατά των απεργών χαλυβουργών, ούτε από το κράτος, ούτε από τον ιδιοκτήτη καπιταλιστή, ούτε από τα δικαστήρια.
Η μόνη βία που αντικρίζουν είναι οι κινητοποιήσεις που παραβιάζουν τις «εθνικές ανάγκες» (βλέπε τις ανάγκες του κεφαλαίου)
και τα ατομικά δικαιώματα (βλέπε τα δικαιώματα των κεφαλαιοκρατών).
Γι' αυτό και ο Μαραντζίδης συμπλήρωνε με το ίδιο μίσος για τους αγωνιζόμενους, χαρακτηρίζοντας τη λαϊκή πάλη φονταμενταλισμό:
«Μία από τις χαρακτηριστικότερες δοξασίες αυτού του φονταμενταλισμού είναι η βαθιά πίστη του πως τα (κάποια) συλλογικό συμφέροντα και οι συλλογικές διεκδικήσεις προηγούνται τόσο των εθνικών αναγκών όσο και των ατομικών δικαιωμάτων.» 4
Επίσης, ο Μαραντζίδης, (δια)δηλώνοντας τον αντικομμουνισμό του, εγκαλούσε ακόμα και τον αστικό πολιτικό κόσμο στην Ελλάδα,
ο οποίος -θέλοντας τότε να αποφύγει διαμάχες με το ΚΚΕ και με μεγάλα λαϊκά τμήματα που δεν υιοθετούν τις αντικομμουνιστικές κραυγές- δε στήριξε το 2006 το μνημόνιο της ΕΕ, το οποίο ταύτιζε τον κομμουνισμό με το φασισμό 5.
Έγραψε τότε ο Μαραντζίδης:
«Κανένα πολιτικό κόμμα, για παράδειγμα, δεν υπερψήφισε το μνημόνιο του Συμβουλίου της Ευρώπης που καταδίκασε "την εγκληματική δράση των κομμουνιστικών καθεστώτων”!» 6
Επαναλαμβάνοντας τα περί «τέλους της ιστορίας και των ιδεολογιών», έγραψε σε άρθρο του ο Στάθης Καλύβας:
«Η συζήτηση για τον κομμουνισμό μυρίζει ναφθαλίνη. Ο κομμουνισμός δεν υφίσταται πια ούτε ως κοινωνική και οικονομική πρακτική ούτε ως πολιτική πρόταση ούτε ως ιδεολογικό όραμα. Η ανάλυση των κυρίαρχων προβλημάτων της εποχής ... δεν προϋποθέτει καμία απολύτως αναφορά στον κομμουνισμό -ως επιστημονική θεωρία, ως πολιτική ιδεολογία, ή ως κοινωνική κριτική.» 7
Συνολικότερα, οι Καλύβας - Μαραντζίδης υιοθετούν επιχειρήματα μη αποδεκτά ακόμα και από αστούς συναδέλφους τους.
Όπως θα δούμε πιο αναλυτικά στις σελίδες που ακολουθούν, οι Καλύβας - Μαραντζίδης δε διστάζουν, για παράδειγμα, να δικαιολογήσουν τους συνεργάτες των αρχών της τριπλής φασιστικής Κατοχής (1941-1944),
να συκοφαντήσουν το δικαίωμα του λαού στην αντίσταση και, βέβαια, να πάρουν το μέρος των εγχώριων και των ξένων καπιταλιστικών δυνάμεων που χτύπησαν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ.
Οι του «νέου κύματος» συγκροτούν τη μία πλευρά ενός αναπαλαιωμένου δίπολου στην ιστοριογραφία.
Στην άλλη πλευρά βρίσκονται
οπορτουνιστές, σοσιαλδημοκράτες και άλλοι αστοί ιστοριογράφοι, με τις όποιες διαφορές έχουν μεταξύ τους.
Όλοι αυτοί πολεμούν τις ακραίες αντικομμουνιστικές θέσεις του «νέου κύματος», επιχειρώντας έτσι να τονώσουν την «προοδευτικότητά» τους.
Ωστόσο, ταυτίζονται με το «νέο κύμα» όσον αφορά το κύριο ζήτημα:
Την υπεράσπιση της αστικής εξουσίας.
Αυτή είναι ο κοινός τους παρονομαστής.
Η «προοδευτική» ιστοριογραφία βάζει εμπόδια στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, προκειμένου να αποτρέψει την εξαγωγή από τη δεκαετία του 1940 χρήσιμων συμπερασμάτων για την ταξική πάλη σήμερα.
Το υπ' αριθμόν ένα συμπέρασμα από τη δεκαετία αυτή είναι ότι η πάλη για την εργατική εξουσία παραμένει αναγκαία και επίκαιρη, όπως αναγκαία και επίκαιρη ήταν και στη διάρκεια της ΕΑΜικής Αντίστασης και μετά από την απελευθέρωση, οπότε διαμορφώθηκαν συνθήκες επαναστατικής κατάστασης.
Η μεθοδολογία του «νέου κύματος»
Στην εισαγωγή του βιβλίου οι συγγραφείς επιδιώκουν να εμφανιστούν ως αντικειμενικοί:
«Κίνητρό μας δεν αποτέλεσε ούτε η απόπειρα δικαίωσης κάποιων πρωταγωνιστών ή παρατάξεων, ούτε η άγονη αναζήτηση ευθυνών για το ποιος "έφταιγε στον Εμφύλιο". Δε μας ενδιαφέρει ... η στρατευμένη ιστορία ... που τίθεται στην υπηρεσία ενός κρότους, ενός κόμματος ή μιας ιδεολογικής παράταξης.» 8
Επίσης, υποστηρίζουν ότι μάχονται τον ιστοριογραφικό υποκειμενισμό και στις δύο κυρίαρχες μορφές με τις οποίες εμφανίστηκε στην ιστοριογραφία για τον ταξικό εμφύλιο πόλεμο:
«Εύκολα λοιπόν διακρίνει κανείς δύο μύθους που αποτελούν τις αντίθετες όψεις του ίδιου νομίσματος: τη "μεταπολεμική" προσέγγιση ή "εκδοχή των νικητών" και τη "μεταπολιτευτική" προσέγγιση (που όμως ξεκινά πολύ νωρίτερα) ή "εκδοχή των ηττημένων".» 9
Ως «εκδοχή των ηττημένων» παρουσιάζουν την επικράτηση των σοσιαλδημοκρατικών και των οπορτουνιστικών αναγνώσεων της δεκαετίας του 1940 στη μεταπολιτευτική επίσημη ιστοριογραφία:
«Με την πτώση της δικτατορίας και ιδιαίτερα μετά το 1981 και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, περάσαμε στο αντίθετο άκρο: από την εκδοχή των νικητών σε αυτό που ο Γιώργος Μαυροκορδάτος χαρακτήρισε εύστοχα ως "ρεβάνς των ηττημένων"... επικρότησε ένα άλλο είδος επίσημης μνήμης, όπου η εαμική αντίσταση αποτέλεσε το βασικό σημείο αναφοράς.» 10
Ως δύο αντίθετες προσεγγίσεις στην αστική ιστοριογραφία για τη δεκαετία του 1940, οι Καλύβας και Μαραντζίδης παρουσιάζουν την κλασική της «δεξιάς» από τη μία
και τη δήθεν αριστερή από την άλλη (διάβαζε ΠΑΣΟΚ και διάφορους οπορτουνιστές που ανήκαν στο «ΚΚΕ Εσωτερικού», στην ΕΑΡ και στη συνέχεια στο Συνασπισμό).
Γι' αυτό και υιοθετούν το χαρακτηρισμό περί «ρεβάνς των ηττημένων».
Πρόκειται για την ίδια ανάλυση η οποίο, στο πολιτικό επίπεδο, εκφραζόταν με το σχήμα «Δεξιά - Αντιδεξιά», που περιλάμβανε τις δύο όψεις του ίδιου αστικού νομίσματος.
Σήμερα αυτό το αστικό δίπολο εκφράζεται με το σχήμα η «Δεξιά» από τη μια και η λεγάμενη Αριστερά από την άλλη.
Η «ρεβάνς των ηττημένων» καθόλου δε σχετίζεται με την επικράτηση στην ιστοριογραφία μιας κομμουνιστικής ανάγνωσης της πάλης των τάξεων τη δεκαετία του 1940.
Αντίθετα, ως αστική ανάγνωση της Ιστορίας, προσεγγίζει από σοσιαλδημοκρατική σκοπιά την ΕΑΜική Αντίσταση, προσπαθώντας και να την οικειοποιηθεί, αφού έχει καρατομήσει τα ριζοσπαστικά στοιχεία της.
Ταυτόχρονα, αφορίζει τον αγώνα του ΔΣΕ.
Η «ρεβάνς των ηττημένων» απέδωσε τις αιτίες του ταξικού εμφύλιου πολέμου στις «ξένες επεμβάσεις», παρότι στη διεξαγωγή του πρωτοστάτησε η εγχώρια αστική τάξη, σε συμμαχία βέβαια με τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία.
Έτσι, αναμόρφωσε την κυρίαρχη ως τότε ιστορική αφήγηση, αποκρύπτοντας το ταξικό περιεχόμενο του εμφυλίου πολέμου, προκειμένου να εγκλωβίσει την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στη στρατηγική της «εθνικής ενότητας».
Σε κάθε περίπτωση, η αστική μετεμφυλιακή ιστοριογραφία και η εξίσου αστική μεταπολιτευτική ιστοριογραφία χρησιμοποιούνται από τους Καλύβα - Μαραντζίδη για να παρουσιάσουν το έργο τους ως μέση οδό, που αποκαθιστά την επιστημονική ιστορική μελέτη". 11
Επειδή, όμως, μέση οδός δεν υπάρχει, με τα γραπτά τους οι συγγραφείς αυτοδιαψεύδονται. Γιατί, αν και υποκριτικά παρουσιάζονται ως αστράτευτοι, δηλώνουν υπέρμαχοι της αστικής εξουσίας:
«Είναι σαφές ότι δεν προσερχόμαστε στη μελέτη του Εμφυλίου... απαλλαγμένοι από τις προσωπικές αντιλήψεις μας... Και βέβαια οι απόψεις αυτές επηρεάζουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν. Για παράδειγμα, θεωρούμε θετική εξέλιξη το ότι η Ελλάδα δεν πέρασε στο σοβιετικό στρατόπεδο το 1944 ή το 1948...» 12
Να πόσο ειλικρινείς είναι όταν γράφουν ότι δεν τους ενδιαφέρει η ιστορία «που τίθεται στην υπηρεσία του κράτους...».
Η «αντικειμενικότητα» τους περιορίζεται στην προάσπιση του καπιταλισμού και της ταξικής εκμετάλλευσης.
Συνολικά, το έργο του «νέου κύματος» διαπερνιέται από τη δικαιολόγηση της αστικής βίας και των δωσιλογικών κυβερνήσεων.
Διαπερνιέται από την καταγγελία της λαϊκής ένοπλης πάλης, που χαρακτηρίζεται φύσει και θέσει παράνομη και γι' αυτό κρίνεται ηθικά και πολιτικά καταδικαστέα.
Η θέση τους δηλώνεται και ρητά, αλλά και υπονοείται με τη φόρτιση και την αποφόρτιση των λέξεων που χρησιμοποιούν για να περιγράφουν τα ιστορικά γεγονότα.
Έτσι, ενώ το «ΕΑΜ δολοφονεί», οι αρχές Κατοχής «προχωρούν σε αντίποινα».
Ενώ ο ΔΣΕ «στρατολογεί βίαια», ο αντίπαλός του αστικός στρατός απλώς... «στρατολογεί».
Η συγκεκριμένη ταξική οπτική καθορίζει και τις θεματικές του βιβλίου τους.
Στα περιεχόμενα, ο αναγνώστης μάταια θα αναζητήσει κεφάλαια που αναφέρονται στη Λευκή Τρομοκρατία της περιόδου 1945-1946 και στις αιτίες της, στις εξορίες και στις φυλακίσεις κομμουνιστών και άλλων ΕΑΜιτών κλπ.
Αυτά αναφέρονται συνοπτικά, για τα μάτια του κόσμου, με ταυτόχρονη δικαιολόγηση των εγκλημάτων της εγχώριας αστικής εξουσίας:
«Όλα αυτά καθόλου δε σημαίνουν ότι όσοι χαρακτηρίσθηκαν ως αριστεροί δεν ταλαιπωρήθηκαν ή δεν υπέφεραν. Κάθε άλλο! Όμως και εδώ η πραγματικότητα είναι κάπως πιο σύνθετη... Από τη μια, οι θανατικές ποινές ουσιαστικά αναστέλλονται αμέσως μετά το τέλος των εχθροπραξιών, σε αντίθεση με άλλα δικτατορικά καθεστώτα... Αλλά και οι εκτοπισμένοι και οι φυλακισμένοι άρχισαν σιγά σιγά να επιστρέφουν στα σπίτια τους και οι τόποι εξορίας και οι φυλακές να αδειάζουν στις αρχές της δεκαετίας του '60. » 13
Όμως, οι θανατικές ποινές δεν αναστάλθηκαν μετά από το τέλος της ένοπλης σύγκρουσης του 1946-1949. Περιορίστηκαν, γεγονός στο οποίο συνετέλεσε σε πολύ μεγάλο βαθμό η παρέμβαση του Σοβιετικού αντιπροσώπου στον ΟΗΕ, Αντρέι Βισίνσκι (24 Οκτώβρη 1949).
Ωστόσο, επιβλήθηκαν δεκάδες τέτοιες ποινές, ενώ έγιναν και πολλές εκτελέσεις μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες ήταν ο Στέργιος Αναστασιάδης (22 Σεπτέμβρη 1949) και ο Βαγγέλης Καββαδίας (26 Σεπτέμβρη 1949).
Στις 10 Γενάρη 1950 δολοφονήθηκε στη Μακρόνησο ο Μήτσος Τατάκης.
Στις 22 Γενάρη 1951 εκτελέστηκαν στο Γουδή οι στρατιώτες Σταύρος Κασσάνδρας και Νίκος Πιτσίκας. Στις 5 Μάρτη 1951 εκτελέστηκαν ο Νίκος Νικηφορίδης και 6 ακόμα σύντροφοί του στη Θεσσαλονίκη. Στις 27 Νοέμβρη 1951 δολοφονήθηκε στην Ασφάλεια η Κατίνα Μπελλά και τον ίδιο χρόνο εκπαραθυρώθηκε από την Ασφάλεια η Λία Φλωρά.
Στις 30 Μάρτη 1952 εκτελέστηκαν οι Νίκος Μπελογιάννης, Ηλίας Αργυριάδης, Νίκος Καλούμενος και Δημήτρης Μπάτσης. Στις 14 Αυγούστου 1954 ακολούθησε η εκτέλεση του Νίκου Πλουμπίδη και την 1η Μάη 1955 του Χρήστου Καρανταή στο Ιτζεδίν. Στις 29 Αυγούστου 1955 εκτελέστηκε ο Νίκος Καρδαμήλας στη Θεσσαλονίκη. Στις 10 Σεπτέμβρη 1951 ματαιώθηκε η εκτέλεση 8 κομμουνιστών, μετά από τον ξεσηκωμό των φυλακισμένων στου «Αβέρωφ» και του λαού της Αθήνας.
Όμως, αυτές οι εκτελέσεις και άλλες της ίδιας περιόδου είναι ψιλοπράγματα για τους Καλύβα - Μαραντζίδη.
Και επίσης, όσον αφορά τις φυλακές και τις εξορίες,.«ξεχνούν» ότι αυτές «άδειασαν» μετά από 10-15 χρόνια, ενώ πολιτικοί κρατούμενοι καταδικασμένοι για κατασκοπία υπήρχαν και το 1966.
Έτσι και αλλιώς, οι περισσότεροι από τους αποφυλακισθέντες σύντομα, μετά από την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας του 1967, θα πάρουν και πάλι το δρόμο για τις φυλακές και τις εξορίες.
Το ταξικό πρίσμα τούς οδηγεί και στο πρωτοφανές συμπέρασμα πως η ιστορική μέθοδος δεν
ταυτίζεται με την αντικειμενική αποτύπωση των ιστορικών γεγονότων 14.
Έτσι, οι προασπιστές της «επιστημονικότητας», επεκτείνουν τον υποκειμενισμό του ερευνητή και στην καταγραφή της ιστορικής πραγματικότητας (όχι μόνο στην ερμηνεία της), στο βαθμό που η έρευνα τους δεν εκκινεί από τα γεγονότα,
αλλά από:
«Ενδιαφέρουσες πλευρές, όχι με την έννοια κάποιων ανατρεπτικών ντοκουμέντων ... αλλά με την έννοια των καινούριων αναγνώσεων που παρέχει η χρήση διαφορετικών μεθοδολογικών εργαλείων και η διαφορετική ιστορική θέση -η φρέσκια ματιά...» 15
Ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι η ανεύρεση τεκμηρίων, αλλά η χρήση «νέων εργαλείων», που επιδιώκουν να ανατρέψουν τη νοηματοδότηση των ήδη γνωστών ιστορικών ντοκουμέντων.
Ως «νέα εργαλεία» αναφέρονται οι επιτόπιες έρευνες, οι προσωπικές συνεντεύξεις, η ανάγνωση αρχείων δικαστηρίων σκοπιμότητας και κοινοτήτων, αλλά και η συγκριτική μελέτη των εμφυλίων, με υποτιθέμενο σκοπό την ανάδειξη του ιστορικού βιώματος των απλών ανθρώπων 16.
Έτσι, η υποκριτική έγνοια για τους απλούς ανθρώπους γίνεται όχημα «αναθεώρησης» της Ιστορίας.
Το «μερικό-τοπικό»
(προσωπικές μαρτυρίες-επιτόπιες έρευνες) αποκόπτεται αντιδιαλεκτικά από την αλληλεπίδρασή του με το κύριο, το γενικό (ταξική σύγκρουση) και, εντέλει, χάνει την υπόστασή του ως μερικό, προκειμένου να ακυρώσει και να ανασυνθέσει το γενικό, στο όνομα της μικρο-ιστορίας:
«...οι γενικεύσεις χωρίς λεπτομερή έλεγχο, χωρίς σαφή εικόνα των δεδομένων σε κοινωνικό και τοπικό επίπεδο, όχι μόνο δεν προσφέρουν, αλλά και συσκοτίζουν την εικόνα.» 17
Όμως, οι προσωπικές μαρτυρίες αδυνατούν να αποδώσουν από μόνες τους τα συνολικά ιστορικά γεγονότα για πολλούς λόγους:
Πρώτον, οι μαρτυρίες εμπεριέχουν τον κίνδυνο του υποκειμενισμού (εξαιτίας αδύναμης μνήμης ή και ηθελημένης στρέβλωσης).
Δεύτερον, η ατομική πρόσληψη του ιστορικού γεγονότος στις ταξικά χωρισμένες κοινωνίες επηρεάζεται από την κυρίαρχη ιδεολογία, δηλαδή την ιδεολογία της τάξης που εξουσιάζει.
Πράγμα που σημαίνει πως ο κάθε απλός άνθρωπος δεν είναι πάντα σε θέση και σε κάθε περίπτωση να βλέπει τα ιστορικά γεγονότα από τη σκοπιά των δικών του συμφερόντων.
Τρίτον, στις ταξικά χωρισμένες κοινωνίες δεν μπορεί να υπάρξει ενιαία, καθολική συνείδηση, αφού είναι επόμενο σε αυτές τα ιστορικά γεγονότα να τα προσεγγίζει κάποιος από τη θέση που παίρνει στην ταξική πάλη.
Με αυτή την έννοια, οι ατομικές μαρτυρίες 50 και 100 ταγματασφαλιτών δεν αποτελούν τεκμήριο που αποδίδει αντικειμενικά την ιστορική πραγματικότητα.
Τέταρτον, η προσωπική μαρτυρία (και μάλιστα η μεταγενέστερη) είναι ενδεχόμενο είτε να αγνοεί κεντρικά παρμένες αποφάσεις ή δραστηριότητες είτε να μην μπορεί να αντιληφθεί πάντα το βαθμό της επίδρασής τους στην εξέλιξη των τότε γεγονότων, στη σωστή αποτίμηση των οποίων είναι δυνατό να αστοχήσει και μια συλλογική ανάλυση.
Για παράδειγμα, η μαρτυρία ακόμα και κάποιου πρώην ΕΛΑΣίτη είναι πιθανό να μη φωτίζει πλήρως τις αρνητικές συνέπειες από την υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής το 1943.
Πέμπτον, οι μαρτυρίες που χρησιμοποιούν οι Καλύβας - Μαραντζίδης δεν έχουν το στοιχείο της αντιπροσωπευτικότητας.
Δε θα μπορούσαν να το έχουν, ακόμα και αν οι δύο συγγραφείς το επεδίωκαν. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει μέθοδος που να διασφαλίζει μια τέτοια αντιπροσωπευτικότητα.
Επιπλέον, στην επιλογή μαρτύρων ή μαρτυριών και στην παράθεση αποσπασμάτων παρεμβαίνει η γνωστή οπτική των συγγραφέων.
Για παράδειγμα, σε κείμενο του Καλύβα αναφέρεται:
«Οι δολοφονίες ήταν έργο των ομάδων της ΟΠΛΑ -που αποτελούσαν συνδυασμό μυστικής αστυνομίας και εκτελεστικών ομάδων. Πολύ σύντομα οι ομάδες αυτές έγιναν γνωστές για την ανελέητη βία... σε συνέντευξή του, πρώην μέλος της ΟΠΛΑ περιέγραψε την αποστολή του χωρίς περιστροφές: "Δεν ήμουν κανονικός αντάρτης, ήμουν αντάρτης του διαβόλου".» 18
Στο παραπάνω απόσπασμα δεν παρατίθεται πηγή. Η «μαρτυρία» ενός μέλους της ΟΠΛΑ, ακόμα και αν υφίσταται, ακόμα και αν ο συγκεκριμένος υπήρξε πράγματι μέλος της ΟΠΛΑ, χρησιμοποιείται αποσπασματικά, για να εμπεδώσει συγκινησιακά φορτισμένα τη θέση του συγγραφέα, που θέλγεται από τέτοιες «μαρτυρίες».
Γι' αυτό, εξάλλου, οι Καλύβας - Μαραντζίδης δε χρησιμοποιούν καμιά από τις εκατοντάδες μαρτυρίες απλών μελών του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, θεωρώντας αυτές ιδεολογικά φορτισμένες, ενώ δεν έχουν πρόβλημα να υιοθετήσουν τις μαρτυρίες ταγματασφαλιτών ή πρώην στελεχών του ΚΚΕ, που αποστάτησαν και απαρνήθηκαν την ταξική πάλη και την προηγούμενη δράση τους 19.
Υπό αυτούς τους όρους, η διάρρηξη της διαλεκτικής σχέσης που υφίσταται ανάμεσα στο άτομο και στα κοινωνικά σύνολα που αυτό εντάσσεται (τόσο με την έννοια της κοινωνικής-ταξικής θέσης, όσο και με αυτήν της πολιτικής τοποθέτησης) γίνεται όχημα ανασκευής της Ιστορίας:
«Ο Στέλιος Περράκης ... επιχειρεί να ξεδιαλύνει ένα μυστήριο ...τη δολοφονία του αδελφού της μητέρας του από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ ... καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η δολοφονία ... δεν υπήρξε μεμονωμένο γεγονός αλλά μέρος μιας ευρείας τρομοκρατικής εκστρατείας που εξαπέλυσε το ΕΑΜ και που είχε ως αποτέλεσμα την εξώθηση ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού στη συνεργασία με τους Γερμανούς...» 20
Εδώ, η έρευνα του μερικού καταλήγει στην ανασκευή της ιστορίας των Ταγμάτων Ασφαλείας, που παρουσιάζονται ως αθώα θύματα του ΕΛΑΣ, παρακάμπτοντας τα ιστορικά ντοκουμέντα, που (θα εξετάσουμε αναλυτικότερα στη συνέχεια) φανερώνουν ότι ο δωσιλογισμός και η χρήση των κατασταλτικών αστικών μέσων προηγήθηκαν της ύπαρξης και της δράσης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Ταυτόχρονα, απαλλαγμένη από τον υποκειμενισμό δεν είναι ούτε η έρευνα των αρχείων.
Ο Καλύβας στήριξε στο παρελθόν την έρευνά του, για την «κόκκινη τρομοκρατία» στην Αργολίδα, στις αποφάσεις του Εφετείου Ναυπλίου 21.
Όμως, επρόκειτο για δικαστήριο σκοπιμότητας, που καταδίκασε, με χαλκευμένες κατηγορίες, για «εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου» εκατοντάδες μέλη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ και άρα είναι αναξιόπιστο ως ιστορική πηγή.
Παρόμοια, στα κοινοτικά ή στα δημοτικά αρχεία οι εγγραφές εξαρτώνται από τα κριτήριά τους (ποιες θεωρούνται απαραίτητες), τις νομικές προβλέψεις του κράτους, αλλά και τον τρόπο που αυτές προσλαμβάνονται από τον καταγραφέα και πολύ περισσότερο από το σύγχρονο μελετητή τους.
Τέλος, έρχεται η συγκριτική μελέτη, στην οποία στηρίζουν και τον ορισμό του εμφυλίου που δίνουν:
«...ο εμφύλιος πόλεμος είναι μια ενδοκρατική ένοπλη σύγκρουση με σχετικά μεγάλη ένταση και διάρκεια που προϋποθέτει τη συμμετοχή ενός σημαντικού αριθμού στρατιωτικό οργανωμένων ανθρώπων στην κάθε πλευρό. Παρά τον κατά βάση εσωτερικό του χαρακτήρα, σε κάθε εμφύλιο πόλεμο εμπλέκονται, περισσότερο ή λιγότερο έντονα, διεθνείς παράγοντες....» 22
Σ' αυτή την περίπτωση, εγκαταλείποντας τη μικρο-ανάλυση, επιχειρούν αντιφατικά να γενικεύσουν τα χαρακτηριστικά του συνόλου των εμφυλίων, περιλαμβάνοντας από φυλετικές συγκρούσεις ως ταξικές επαναστάσεις και από κομμουνιστικά αντάρτικα ως ισλαμιστές.
Όλα μπαίνουν σε ένα τσουβάλι, με σκοπό και πάλι τη συσκότιση του κοινωνικού-ταξικού περιεχομένου τής κάθε φορά συγκεκριμένης σύγκρουσης.
Φυσικά, τα μεθοδολογικά προβλήματα δεν τελειώνουν στα «εργαλεία», αλλά επεκτείνονται στην «εργαλειακή» θεώρηση της Ιστορίας.
Στηριζόμενοι στην αντικειμενικά σύνθετη και πολυπαραγοντική φύση των γεγονότων, οι συγγραφείς παραθέτουν χωρίς ιεραρχική αξιολόγηση σειρά παραγόντων, υπαρκτών και μη, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικών, που καθόρισαν ένα ιστορικό γεγονός.
Με αυτό τον τρόπο συγκαλύπτουν λαθεμένες θέσεις δίπλα σε ορθές, χρησιμοποιούν τον εκλεκτικισμό για να απομονώσουν τα κομμάτια που συμφωνούν με το σκεπτικό τους, καθιστώντας αδύνατη την απόδειξη οποιοσδήποτε αιτιοκρατίας και άρα τη δυνατότητα να βγουν χρήσιμα -για το εργατικό-λαϊκό και το κομμουνιστικό κίνημα- συμπεράσματα.
Και, τέλος, δίνουν επιστημονικοφανές επίχρισμα στις ατεκμηρίωτες θέσεις τους, προσφέροντας επιχειρήματα υπεράσπισης της αστικής εξουσίας.
Έτσι, ερμηνεύοντας την απήχηση του ΕΑΜ, λένε:
«Άλλοι προσχώρησαν γιατί πίστεψαν στο ιδεολογικό μήνυμα ... άλλοι γιατί είδαν οφέλη σε αξιώματα και θέσεις... άλλοι γιατί εκτίμησαν ή επωφελήθηκαν από την ικανότητά του να υποκαταστήσει το απόν κράτος... πολλοί γιατί ακολούθησαν το γενικότερο ρεύμα για να τα έχουν καλά με τους γείτονές τους...
Πολλοί είναι επίσης εκείνοι που οργανώθηκαν στο ΕΑΜ ... γιατί νόμισαν ότι θα είναι το επόμενο καθεστώς... και τέλος πολλοί άλλοι γιατί απλούστατα δεν είχαν άλλη επιλογή, καθώς το ΕΑΜ δεν δίσταζε να τιμωρήσει παραδειγματικά όσους παράκουαν τις εντολές του.» 23
Δε λείπουν και οι περιπτώσεις που οι Καλύβας - Μαραντζίδης φάσκουν και αντιφάσκουν για το ίδιο γεγονός, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις κάθε φορά επιδιώξεις τους. Έτσι, εμφανίζουν το Α' γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη για τον ιταλοελληνικό πόλεμο ως απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι το ΚΚΕ έκανε αντίσταση κατόπιν εντολής της ΚΔ:
«Η Κομιντέρν [Κομμουνιστική Διεθνής] λόγω του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει την πολιτική των λαϊκών μετώπων που είχε υιοθετήσει λίγα χρόνια νωρίτερα. Τα κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη όφειλαν ... να αντιταχθούν στον πόλεμο και να αποκαλύψουν τον ιμπεριαλιστικό του χαρακτήρα ... η επιστολή του Ζαχαριάδη αιφνιδίασε πολλούς συντρόφους του, καθώς αντί να καταγγείλει αμέσως τον πόλεμο και να καλέσει τους στρατιώτες να μην πολεμήσουν, αυτός ζητούσε πανστρατιά εναντίον του εισβολέα... Έτσι το ερώτημα ανακύπτει αμέσως. Γιατί ο Ζαχαριάδης προέβη σε αυτή την κίνηση;... Τι μπορεί να υποθέσει κανείς; Είναι δυνατόν να μην πειθάρχησε συνειδητά; Είναι δύσκολο να το πιστέψουμε... Μήπως τότε αγνοούσε τις εξελίξεις, λόγω των συνθηκών κράτησής του και δεν είχε εικόνα για το τι συνέβαινε σε διεθνές επίπεδο; Απίθανο.» 24
Στη συνέχεια, όμως, «ξεχνούν» ταχυδακτυλουργικά την προηγούμενη ερμηνεία τους και γράφουν το ακριβώς αντίθετο:
«Γενικότερα, πρέπει να σημειωθεί πως μέχρι τις αρχές του 1944 οι Έλληνες κομμουνιστές δεν είχαν καμιά ουσιαστική επαφή με την ΕΣΣΔ. Έτσι πολλές φορές χρειάστηκε να αυτοσχεδιάσουν. Αυτό άλλωστε έκανε, ως έναν βαθμό, ο Νίκος Ζαχαριάδης, όταν στις 31 Οκτωβρίου 1940 από τις φυλακές της Κέρκυρας έγραψε την επιστολή....» 25
Επίσης, αγαπημένη μέθοδος των συγγραφέων είναι η οικοδόμηση μιας διαστρέβλωσης στα συμπεράσματα που προέκυψαν από μια προηγούμενη.
Με αυτό τον τρόπο δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο ψευδολογιών, η καθεμιά από τις οποίες στηρίζεται στην άλλη.
Για παράδειγμα, γράφουν ότι η πλειοψηφία του ΔΣΕ αποτελούνταν από «βίαια στρατολογημένους» 26. Πάνω σε αυτό το ψέμα
οικοδομούν το επόμενο: Αφού η πλειοψηφία των μαχητών και των μαχητριών ήταν «βίαια στρατολογημένοι», άρα δεν ήταν και πολιτικοί πρόσφυγες μετά από το 1949 27.
Τέλος, για τους δύο συγγραφείς η ιστορική αλήθεια βρίσκεται στη... μέση των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.
Πρόκειται για μια αντιεπιστημονική μέθοδο συσκότισης της πραγματικότητας.
Γιατί η ανέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας είναι το αποτέλεσμα της σύγκρουσης των -σε κάθε εποχή- προοδευτικών και των συντηρητικών δυνάμεων.
Με αυτή την έννοια, η κατανόηση της Αναγέννησης δεν μπορεί να στηριχτεί στο μέσο όρο των αντιλήψεων της Ιερός Εξέτασης και των θυμάτων της.
Η αλήθεια δε βρίσκεται στη μέση.
Μάλιστα, όταν ο μέσος όρος αναζητείται ανάμεσα σε δύο εξίσου αστικές ιστοριογραφικές προσεγγίσεις, είναι βέβαιο ότι η «μέση οδός» βρίσκεται στην αστική πλευρά.
Αυτήν υπερασπίζουν και οι δύο συγγραφείς.
Πόσο νέο είναι το «νέο κύμα» των «αναθεωρητών»;
Οι Καλύβας - Μαραντζίδης στον πρόλογο του βιβλίου αναφέρουν:
«...αποτιμούμε τον χαρακτηρισμό μας ως "αναθεωρητών" ως ιδιαίτερα τιμητικό, αφού εκεί ακριβώς έγκειται η ουσία της επιστημονικής προσέγγισης. Τα μόνα κείμενα που δεν αναθεωρούνται είναι τα θρησκευτικό θέσφατα και ο μόνος κόσμος μέσα στον οποίο ο όρος "αναθεώρηση" αποτελεί ανάθεμα είναι ο κόσμος του δόγματος και της μίας και μοναδικής αλήθειας.» 28
Κάνουν τους ανήξερους. Η «ιστορική αναθεώρηση», ειδικότερα του ναζισμού, ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960, όταν ο Γερμανός καθηγητής Νόλτε, που ανακάλυψε ότι η γερμανική ιστορία δεν είχε γραφτεί αντικειμενικά, εισηγήθηκε την «κανονικοποίησή» της. Πατώντας στο έδαφος των αμερικανικών αντικομμουνιστικών αναλύσεων περί δύο ολοκληρωτισμών 29, αποτίμησε το ναζισμό ως κίνημα-απάντηση στον κομμουνισμό, με τον οποίο υιοθετούσε ίδιες μεθόδους και μοιραζόταν το αντικαπιταλιστικό σκεπτικό 30!
Αργότερα, αντιμετωπίζοντας την Ιστορία ως «μεταπολιτικό φαινόμενο», δηλαδή αφαιρώντας κάθε ταξικό κριτήριο αποτίμησής της και προχωρώντας σε επιδερμικές αντι-ιστορικές συσχετίσεις, «τεκμηρίωσε» την ομοιότητα του κομμουνισμού με το φασισμό στη χρήση βίας 31 και υποστήριξε ότι η ναζιστική εισβολή στην ΕΣΣΔ αποτελούσε την επιθετική άμυνα στην κομμουνιστική βία 32.
Έτσι, απέκρυψε τη μήτρα της ναζιστικής βίας, δηλαδή το καπιταλιστικό σύστημα, που έχει την αντεργατική-αντιλαϊκή βία δομικό στοιχείο του και που ως τέτοιο προϋπήρχε του κομμουνιστικού κινήματος.
Εξάλλου, ως βία ο Νόλτε, όπως και οι δύο συγγραφείς, αντιλαμβανόταν αποκλειστικά την παραβίαση του αστικού δικαίου και όχι την ταξική εκμετάλλευση, που αυτό το «δίκαιο» κατοχυρώνει και προασπίζεται.
Έτσι, ο Νόλτε θεώρησε αναγκαία την απαλλαγή της αστικής εξουσίας, την απαλλαγή του καπιταλιστικού συστήματος από το ιστορικό βάρος του ναζισμού μέσω της αναθεώρησης του «μύθου» του Γ Ράιχ 33, τον οποίο και αποτίμησε ως αντιεπιστημονική κατασκευή των νικητών του Β' Παγκοσμίου Πολέμου 34.
Κατά συνέπεια, τα «εργαλεία» και τα επιχειρήματα του «νέου κύματος» όχι μόνο είναι παμπάλαια, αλλά και πολλά από αυτά αποτελούν αντιγραφή αστικών επιχειρημάτων.
Εξάλλου και στο πλαίσιο της ελληνικής ιστοριογραφίας, το επιχείρημα του «νέου κύματος», ότι τα Τάγματα Ασφαλείας δημιουργήθηκαν ως αντίδραση στα «εγκλήματα» του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, έχουν ειπωθεί πριν 71 χρόνια (δίκη δωσίλογων 1945) από τον πρώην πρωθυπουργό, αρχηγό της ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, καθώς και από άλλους μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη των δωσίλογων, που έγιναν στην πράξη μάρτυρες υπεράσπισής τους.
Ο χαρακτήρας του ΚΚΕ
Το πρώτο συστατικό στοιχείο του ΚΚΕ που επιχειρούν να χτυπήσουν και να διαστρεβλώσουν οι Καλύβας - Μαραντζίδης είναι ο διεθνιστικός χαρακτήρας του Κόμματος, γενικότερα ο προλεταριακός διεθνισμός.
Γι' αυτό και ξεκινούν την προσέγγισή τους υποστηρίζοντας το γνωστό αστικό μύθο, που παρουσιάζει τον προλεταριακό διεθνισμό των ΚΚ και την ύπαρξη ως το 1943 διεθνούς επαναστατικού κέντρου (Κομμουνιστική Διεθνής) ως υποταγή του ΚΚΕ και των άλλων ΚΚ στις εντολές του σοβιετικού κράτους.
Γράφουν:
«Στον Μεσοπόλεμο, το ΚΚΕ... πάσχιζε ... να οργανώσει την πολιτική δράση του με βάση τις αποφάσεις και τις εντολές της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που είχε ιδρυθεί το 1919 και αποτελούσε μαζί με τη Μόσχα το κέντρο του διεθνούς κομμουνισμού,» 35
Μάλιστα, επικαλούνται και την άποψη του Φίλιππου Ηλιού, ο οποίος έγραψε ότι το ΚΚΕ:
«...υπόκειται στην πειθαρχία του "δημοκρατικού συγκεντρωτισμού" του κεντρικού επιτελείου της παγκόσμιας επανάστασης, το οποίο από μια στιγμή και πέρα αρχίζει να συμπίπτει πολύ, και λίγο δυσάρεστα, με το σοβιετικό κόμμα-κράτος.» 36
Ο ισχυρισμός των συγγραφέων αποτελεί κατασκευή «γεγονότων», πρώτα απ' όλα, διότι εμφανίζει τις σχέσεις μέσα στην ΚΔ ως σχέσεις υποταγής δεκάδων ΚΚ στα κελεύσματα της Μόσχας
(πόσο άραγε απέχει αυτό από τη συκοφαντία του «ξενοκίνητου» ΚΚΕ;).
Ταυτόχρονα, με τον παραπάνω ισχυρισμό τους παρουσιάζουν μια μονολιθική ΚΔ, ενώ τέτοια ΚΔ δεν υπήρξε.
Αυτό συνάγεται σαφέστατα από τις εκτεταμένες ιδεολογικές-πολιτικές συγκρούσεις στο εσωτερικό της, τις αλλαγές στη στρατηγική της, τις εντεινόμενες διαφοροποιήσεις σειράς ΚΚ σε ζητήματα στρατηγικής, που τελικά οδήγησαν στην πολυδιάσπαση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Εξάλλου, οι ίδιοι θα αποδεχτούν σε κατοπινές σελίδες το αντίθετο από τον παραπάνω ισχυρισμό τους. Γράφουν:
«Το διεθνές κομμουνιστικό σύστημα λοιπόν δεν ήταν ούτε πεδίο άνευ όρων συνθηκολόγησης των ευρωπαίων κομμουνιστών στις στρατηγικές επιθυμίες της Μόσχας, ούτε όμως και λέσχη συζητήσεων όπου στο τέλος ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε. Αντίθετα, ήταν ιεραρχημένο ιδεολογικό και οργανωτικό δίκτυο, που κάθε στοιχείο του, ανάλογα με την ισχύ και τη θέση του, είχε τη δυνατότητα να επηρεάζει τις αποφάσεις του συνόλου.»37
Αφού, λοιπόν, κάνουν αυτή την τελευταία εκτίμηση, από πού θεωρούν ότι προκύπτει πως το ΚΚΕ «συμπίπτει με το σοβιετικό κόμμα-κράτος»;
Ο προλεταριακός διεθνισμός (μαζί και ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός) βρισκόταν πάντα στην αιχμή του δόρατος των απανταχού υπερασπιστών του καπιταλισμού.
Οι ίδιοι που τάσσονται υπέρ των διακρατικών καπιταλιστικών ενώσεων, όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ και οι διάφοροι οικονομικοί οργανισμοί (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ κ.ά.),
διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους όταν η εργατική τάξη, που είναι διεθνής δύναμη, επιχειρεί να συνενωθεί σε διεθνή κλίμακα, με ενιαία στρατηγική.
Θέλουν η εργατική τάξη κάθε χώρας να είναι «εθνική», δηλαδή να σύρεται πίσω από το άρμα της εγχώριας αστικής τάξης και των διεθνών συμμαχιών της.
Με βάση την ίδια λογική, αναφέρονται και στην εσωκομματική διαπάλη στο ΚΚΕ μέχρι το 1931, που την εκτιμούν ως αντανάκλαση των εξελίξεων «στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ 38
και τη σύγκρουση ανάμεσα στους ηγετικούς του κύκλους, κυρίως ανάμεσα στον Στάλιν και τον Τρότσκι»39.
Σκόπιμα μπερδεύουν τα γεγονότα, γράφοντας άλλα αντ' άλλων. Και τα μπερδεύουν για να υποστηρίξουν, στη συνέχεια, ότι η παρέμβαση της ΚΔ στο ΚΚΕ το 1931 αφορούσε την πρόθεσή της να εγκαταστήσει ένα σταλινικό ηγέτη στην ηγεσία του, συγκεκριμένα τον Νίκο Ζαχαριάδη 40.
Όμως, μετά από το 1928 η διαπάλη στο ΚΚΕ δεν αποτελούσε αντανάκλαση της διεθνούς αντιπαράθεσης με τον τροτσκισμό.
Η κρίση στο ΚΚΕ το 1929-1931, που προκάλεσε την παρέμβαση της ΚΔ, είχε τη βάση της στη διαπάλη σε αυτό για το ποια στρατηγική θα υιοθετηθεί από τις δύο εναλλακτικές, που αποφάσισε το 6ο Συνέδριο της ΚΔ (1928).
Συγκεκριμένα, για χώρες με μέσο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπως η Ελλάδα, το 6ο Συνέδριο προέβλεπε για ορισμένες από αυτές
ότι:
«...είναι δυνατό ένα λίγο πολύ γρήγορο πέρασμα της αστικο-δημοκρατικής επανάστασης σε επανάσταση σοσιαλιστική. Σε άλλες χώρες είναι δυνατοί τύποι προλεταριακών επαναστάσεων, που έχουν όμως να εκπληρώσουνε καθήκοντα αστικο-δημοκρατικού χαρακτήρα...» 41
Στην πρώτη περίπτωση, θεωρώντας ότι υπήρχαν φεουδαρχικά υπολείμματα στην αγροτική οικονομία (όπως ονόμαζε τα τσιφλίκια) και στο πολιτικό εποικοδόμημα (βασιλεία κλπ.), εξάρτηση της αστικής τάξης από τις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις και καταπίεση των εθνικών μειονοτήτων,
προτασσόταν η αστικοδημοκρατική επανάσταση ως αναγκαίο στάδιο ωρίμανσης των οικονομικών και των πολιτικών προϋποθέσεων της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Στη δεύτερη περίπτωση, η επανάσταση θα ήταν σοσιαλιστική δίχως να παρεμβάλλεται το ενδιάμεσο αστικοδημοκρατικό στάδιο.
Αυτός ο ορισμός του χαρακτήρα της επανάστασης, που ήταν ο σωστός, προέβλεπε παράλληλα την επίλυση των λεγάμενων αστικοδημοκρατικών προβλημάτων (μοίρασμα της γης, ισοτιμία των εθνικών μειονοτήτων, κατάργηση βασιλείας κ.ά.) από την εργατική εξουσία.
Παρακάτω. Οι Καλύβας - Μαραντζίδης, συνεχίζοντας τους ισχυρισμούς τους για το υποταγμένο στη Μόσχα ΚΚΕ, χρησιμοποιούν και τα τρία γράμματα του Ν. Ζαχαριάδη στη διάρκεια του ιταλοελληνικού πολέμου. Γράφουν:
«...ο ηγέτης του ΚΚΕ πίστευε ότι κινείται μέσα στα πλαίσια των αποφάσεων της Κομιντέρν, έστω και οριακά, καθώς το πρώτο γράμμα του αποτελούσε σχεδόν πιστή αντιγραφή της απόφασης της εκτελεστικής επιτροπής της Κομιντέρν της 14ης Ιουλίου 1939... Βέβαια είχε περάσει καιρός από τότε και τα πράγματα είχαν αλλάξει άρδην λόγω του γερμανοσοβιετικού συμφώνου, όμως είναι αλήθεια ότι το σύμφωνο δεν περιλάμβανε την Ιταλία... Πάντως, ο Ζαχαριάδης αντιλήφθηκε γρήγορα πως η επιστολή του προκάλεσε σοβαρό προβλήματα και ενστάσεις στο εσωτερικό του κόμματος (και της Διεθνούς) και επιχείρησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις στέλνοντας σύντομα, στις 26 Νοεμβρίου 1940, μια δεύτερη επιστολή που έκανε στροφή στις θέσεις του. Ακολούθησε μια τρίτη επιστολή, στις 15 Ιανουαρίου του 1941, ακόμα πιο σαφής... Η τρίτη επιστολή προέκυψε μερικές μέρες μετά την απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Κομιντέρν της 10ης Ιανουαρίου 1941 που σημείωνε πως "ο πόλεμος δε γινόταν για την εθνική Απελευθέρωση της Ελλάδας". Είναι φανερό ότι μετά την απόφασή της αυτή η Κομιντέρν επέβαλλε μια στροφή στον Ζαχαριάδη...» 42
Όμως, αν ισχύουν όσα ισχυρίζονται, ότι δηλαδή η ΚΔ επέβαλλε στον Ζαχαριάδη μία στροφή, προκύπτουν μια σειρά ερωτήματα, τα οποία οι Καλύβας - Μαραντζίδης αποφεύγουν επιμελώς να τα θέσουν και να τα απαντήσουν:'
Πρώτον: Γιατί τότε ο Ζαχαριάδης δεν έγραψε το Α' (από το μπουντρούμι της Ασφάλειας και όχι από τις φυλακές της Κέρκυρας όπως γραφούν) γράμμα με βάση την κατεύθυνση της ΚΔ που διαμορφώθηκε μετά από το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μόλοτοφ, το οποίο ασφαλώς γνώριζε;
Η νέα γραμμή της ΚΔ προσδιοριζόταν συγκεκριμένα στην οδηγία της, με ημερομηνία 28 Σεπτέμβρη 1939, όπου αναφερόταν για το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο:
«Ο πόλεμος αυτός είναι ιμπεριαλιστικός και άδικος, για τον οποίο είναι εξίσου υπεύθυνη η αστική τάξη όλων των εμπόλεμων κρατών. Αυτόν τον πόλεμο δεν μπορούν να στηρίζουν σε καμία χώρα η εργατική τάξη, ούτε, πολύ περισσότερο, τα κομμουνιστικά κόμματα.» 43
Δεύτερον: Πώς τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό τους ότι ο Ν. Ζαχαριάδης άλλαξε στο Β' γράμμα του (Νοέμβρης του 1940) τη θέση για το χαρακτήρα του ιταλοελληνικού πολέμου εξαιτίας της αντίδρασης της ΚΔ στο Α' γράμμα του, τη στιγμή που η κριτική της ΚΔ σε αυτό έγινε δυόμισι μήνες μετά από τη συγγραφή του (10 Γενάρη 1941) και περίπου 50 μέρες μετά από τη συγγραφή του Β’;
Τρίτον: Πώς είναι δυνατό να πληροφορήθηκε ο Ζαχαριάδης (όντας στο μπουντρούμι) την απόφαση της ΚΔ της 10ης Γενάρη 1941,
ώστε μετά από 5 μέρες να προχωρήσει στη συγγραφή του Γ' γράμματος (15 Γενάρη 1941);
Πολύ περισσότερο που το Γ' γράμμα δεν ευθυγραμμιζόταν με την κριτική της ΚΔ.
Ο Ν. Ζαχαριάδης άλλαξε τη θέση του Α' γράμματος το Νοέμβρη του 1940 όχι επειδή αντιλήφθηκε τις αντιδράσεις στο ΚΚΕ και στην Κομμουνιστική Διεθνή, αλλά διότι εκτίμησε ότι, μετά από την αντεπίθεση του ελληνικού στρατού και το πέρασμά του στα αλβανικά εδάφη, ο πόλεμος έπαψε να είναι αμυντικός και μετατρεπόταν σε ιμπεριαλιστικό και από τις δύο πλευρές.
Δεν έχει σημασία στο προκείμενο ότι ο σωστός χαρακτηρισμός του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού στηριζόταν σε μη αντικειμενική ανάλυση, ενώ ο πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός και από το ξεκίνημά του.
Σημασία έχει ότι οι Καλύβας - Μαραντζίδης παραποιούν τα γεγονότα και κατασκευάζουν άλλα για να αποδείξουν την... υποταγή του ΚΚΕ στη Μόσχα.
Στο ίδιο μήκος κύματος, υποστηρίζουν ότι το ΚΚΕ αντιστάθηκε στην τριπλή φασιστική Κατοχή, μόνο και μόνο, γιατί αυτό ευνοούσε την ΕΣΣΔ:
«Στις 3 Μαΐου 1941, κι ενώ ήδη η σβάστικα ανέμιζε στην Ακρόπολη και η κυβέρνηση Τσολάκογλου είχε αντικατασταθεί... η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, πιστή στην απόφαση της Κομιντέρν περί "δεύτερου ιμπεριαλιστικού πολέμου", ζητούσε κυβέρνηση που θ' ασφαλίσει την ουδετερότητα, την ειρήνη και την ανεξαρτησία της χώρας από τους μεγάλους ιμπεριαλιστές και τον πόλεμό τους ... γενική αμνηστία για όλους αλλά πρώτα απ' όλα για τους κομμουνιστές που έκαναν ότι μπορούσαν για να μην μπλεχτεί η πατρίδα μας στον πόλεμο!" (οι υπογραμμίσεις δικές τους). Λίγες εβδομάδες αργότερα ωστόσο, η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, που συνήλθε την 1η Ιουλίου, κάλεσε "τον ελληνικό λαό, τα κόμματα και τις οργανώσεις του, σ' ένα εθνικό μέτωπο Απελευθέρωσης, α) για το διώξιμο της γερμανοϊταλικής Κατοχής, β) για την ανατροπή της κυβέρνησης οργανέτου τους, γ) για την καθημερινή υποστήριξη και υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης, δ) για την υποστήριξη κάθε αποφασιστικής δύναμης με όλα τα μέσα, ε) για τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης από όλα τα κόμματα..." ...Η αλλαγή του ύφους αλλά κυρίως των στόχων είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Η γερμανική επίθεση εναντίον της ΕΣΣΔ μετέβαλλε ριζικά τη γραμμή της Κομιντέρν...» 44
Καταρχήν, εσκεμμένα, οι συγγραφείς θεωρούν ασύμβατη την πάλη εναντίον των κατακτητών με τη θέση για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου. Γι' αυτό και αποκρύβουν ότι, τόσο στο Β’ και στο Γ' γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη όσο και'στην τοποθέτηση της «Παλιάς» ΚΕ (που παραπάνω επικαλούνται), ο χαρακτηρισμός του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού συνδυαζόταν και με την οργάνωση της ένοπλης πάλης εναντίον των φασιστών κατακτητών.
Μάλιστα, για να στηρίξουν τις θέσεις τους προχωρούν σε «δημιουργική» κοπτοραπτική του Μανιφέστου της «Παλιάς» ΚΕ (3 Μάη 1941), στο οποίο αποδίδουν πρόθεση αποχής από την ένοπλη αντίσταση!
Ας δούμε, όμως, τι ανέφερε στην πραγματικότητα το Μανιφέστο και ποια κομμάτια του απέφυγαν να παραθέσουν:
«...ο λαός μας θα πρέπει να βάλει καλό μέσα στο μυαλό του πως τη λευτεριά θα την ξαναϊδεί μονάχα όταν δε θα ξεχάσει ούτε για μια στιγμή πως η "κυβέρνηση των πεμπτοφαλαγγιτών" Τσολάκογλου και Σίας κι όσοι την ευνοούν, είναι τομάρια που από καιρό πάψαν να είναι Έλληνες... Να διακηρύξουμε ότι ο αγώνας μας δεν είναι μολυσμένος με τις ραδιουργίες για την επαναφορά των Γλύξμπουργκ-Μανιαδάκη-Διάκου και Σίας, των "ανθρώπων" που, ενώ μας διαβεβαίωναν στο ύστατο διάγγελμά τους προς τη νεολαία; πως "αποτελούμεν τας προφυλακάς" της βρετανικής αυτοκρατορίας, παριστάνουν τον πόλεμό τους σαν "αγώνα για την ανεξαρτησία της πατρίδας"... Μέλη του Κόμματος, της Ομοσπονδίας των κομμουνιστικών νεολαιών Ελλάδας, συμπαθούντες! Ήρθεν η στιγμή να δείξουμε ποιος είναι ο αληθινός εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος. Ήρθεν η ώρα να δείξετε κ' εσείς... πώς αγωνίζονται οι κομμουνιστές για την πατρίδα τους!... Όποιος θέλει την ανάσταση της Ελλάδας; αυτός παίρνει θέση στο Μέτωπο εθνικής σωτηρίας... Προσωρινή κυβέρνηση του ΜΕΣΕ [Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας] που θα οπλίσει και θα ενώσει το λαό, δίνοντας γενική αμνηστεία κι αποκαθιστώντας τις λαϊκές ελευθερίες και θ' ασφαλίσει την ουδετερότητα, την ειρήνη και την ανεξαρτησία της χώρας μας από τους μεγάλους ιμπεριαλιστές και τον πόλεμό τους...»
Καμιά αλλαγή στάσης και στόχων, λοιπόν, δεν μπορεί κανείς να εντοπίσει ανάμεσα στις διακηρύξεις του ΚΚΕ πριν και μετά από την εκδήλωση της ναζιστική επίθεσης εναντίον της ΕΣΣΔ.
Ωστόσο, χρειάζεται να υπογραμμιστεί ότι ασφαλώς η δράση των κομμουνιστών αποσκοπούσε στην υπεράσπιση της ΕΣΣΔ. Η νίκη της ΕΣΣΔ επί του γερμανικού ιμπεριαλισμού και των συμμάχων του ήταν απαραίτητος όρος για τη νικηφόρα πάλη των απελευθερωτικών κινημάτων στα οποία ηγούνταν τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Η νίκη της ΕΣΣΔ ήταν συμφέρουσα και για τον ελληνικό λαό. Όμως, αυτό είναι που ενοχλεί τους δύο συγγραφείς. Φαίνεται να λυπούνται αφάνταστα που η ΕΣΣΔ συνέτριψε το φασιστικό Άξονα.
Από την πλευρά του ΚΚΕ, η πάλη για την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν καθόλου ξεκομμένη από την πάλη του για την οργάνωση του ελληνικού λαού ενάντια στους κατα-κτητές. Επρόκειτο για ενιαίο σύνολο, το οποίο οι Καλύβας - Μαραντζίδης σκόπιμα διαχωρίζουν.
Εξίσου σημαντικά ως προς το παραπάνω είναι τα όσα αποκρύπτουν οι συγγραφείς, που διαδραματίστηκαν πολλές μέρες πριν την εισβολή της Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση (22 Ιούνη 1941).
Λίγες ώρες πριν την εισβολή των Γερμανών στην Αθήνα (27 Απρίλη 1941), η Κομμουνιστική Οργάνωση Αθήνας πραγματοποίησε συγκέντρωση στην πλατεία Ομονοίας, όπου ο επικεφαλής της, Σπύρος Καλοδίκης, κάλεσε το λαό να πολεμήσει τους κατακτητές.
Στα τέλη του Απρίλη του 1941, το Μακεδονικό Γραφείο του ΚΚΕ, το οποίο ήδη συγκέντρωνε όπλα από τις πρώτες μέρες της κατάρρευσης του μετώπου στην Αλβανία και στη Βόρεια Ελλάδα, οργάνωσε σύσκεψη, όπου αποφασίστηκε η οργάνωση απελευθερωτικής πάλης και συντάχτηκε Μανιφέστο, που κυκλοφόρησε σε 7.000 αντίτυπα.
Στις αρχές του Μάη συγκροτήθηκε, υπό την καθοδήγηση κομμουνιστών, η ομάδα «Δημοκράτης», που στα μέσα του μήνα κυκλοφόρησε την πρώτη προκήρυξη. Στις 15 του Μάη το Μακεδονικό Γραφείο, μαζί με το συνταγματάρχη Ψαρρό, ίδρυσαν την οργάνωση «Ελευθερία».
Το ίδιο διάστημα, στην Αγία Παρασκευή (Αττικής) συναντήθηκαν φιλοκομμουνιστές αξιωματικοί και αποφάσισαν να μην πάνε στη Μέση Ανατολή με την κυβέρνηση Τσουδερού, αλλά να μείνουν στην Ελλάδα και να συνδεθούν με το ΚΚΕ για να οργανωθεί η αντίσταση.
Στις 28 του Μάη κομμουνιστές δραπέτες συγκρότησαν την «Εθνική Αλληλεγγύη», την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση πανελλαδικής εμβέλειας 45. Λίγες μέρες πριν, κομμουνιστές που απέδρασαν από τη Φολέγανδρο και την Κίμωλο έλαβαν μέρος στη μάχη της Κρήτης. Ανάμεσά τους και τα στελέχη του ΚΚΕ Στέργιος Αναστασιάδης και Μιλτιάδης Πορφυρογένης.
Στα τέλη του Μάη - αρχές του Ιούνη, με κομμουνιστική καθοδήγηση, ιδρύθηκαν οι ημιστρατιωτικές οργανώσεις «Ιερός Λόχος» (Δυτική Θράκη) και «Ομάδες Εφόδου» (Δυτική Θεσσαλία), ενώ στις 2 του Ιούνη συγκροτήθηκε το «Πατριωτικό Μέτωπο» (Γιάννενα) και στις 15 του Ιούνη η «Νέα Φιλική Εταιρεία» (Καλαμάτα).
Όλα αυτά και άλλα αποσιωπούνται συστηματικά από τους Καλύβα - Μαραντζίδη.
Η στάση των αστών πολιτικών απέναντι στην Κατοχή
Οι συγγραφείς, αν και λαλίστατοι στη διαστρέβλωση της συμβολής του ΚΚΕ, επιδερμικά και ευνοϊκά ασχολούνται με τη στάση των αστών πολιτικών και των θεσμών της αστικής εξουσίας.
Για την κυβέρνηση και το βασιλιά, που ακολούθησαν το βρετανικό ιμπεριαλισμό στο Κάιρο και στο Λονδίνο, γράφουν:
«Η ύπαρξη της εξόριστης κυβέρνησης στη διάρκεια του πολέμου έδωσε στη χώρα διπλωματική και θεσμική συνέχεια, καθιστώντας τη μέρος του συμμαχικού κόσμου και επιτρέποντας της να σταθεί δίπλα στους νικητές...» 46
Για όσους παρέμειναν στην Ελλάδα αναφέρουν:
«Ένα σημαντικό τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου δεν επιθυμούσε να δραστηριοποιηθεί, φοβούμενο πως ο αγώνας εναντίον των δυνάμεων Κατοχής θα λειτουργούσε υπέρ της Μοναρχίας...
Άλλοι πάλι πολιτικοί πίστευαν ότι η αντίσταση ήταν επιζήμια για τη χώρα, οδηγώντας σε άσκοπη αιματοχυσία και περιττές καταστροφές.» 47
Ψυχαναλυτικά ερμηνεύουν και τη στάση των αξιωματικών του αστικού στρατού:
«...οι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, εκπαιδευμένοι όπως ήταν στις τεχνικές και τη θεωρία του συμβατικού πολέμου, περιφρονούσαν την ιδέα του αντάρτικου ως έκφραση υποδεέστερης στρατιωτικής τέχνης, κατάλληλης μόνο για πρωτόγονους πολεμιστές ή κατσαπλιάδες,» 48
Αυτό που αποκρύπτουν είναι ότι, έπειτα από την επιβολή της τριπλής φασιστικής Κατοχής, το σύνολο της αστικής τάξης στάθηκε ενάντια στην εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώματα, όπως και πριν τον πόλεμο. Ένα κομμάτι της
και ένα αντίστοιχο του πολιτικού της προσωπικού ακολούθησε το βρετανικό ιμπεριαλισμό, ενώ ένα άλλο έμεινε για να συνεργαστεί με τις αρχές Κατοχής και ένα τρίτο παρέμεινε στη χώρα αναμένοντας ευνοϊκότερες συνθήκες για να εκφράσει τα συμφέροντά του.
Έτσι και αλλιώς,
η Κατοχή δε σήμανε την κατάλυση της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας και, επομένως, η αναμονή της απελευθέρωσης γινόταν από θέση ισχύος, για να μην πούμε και ισχυροποίησης σε ορισμένες περιπτώσεις.
Είναι ενδεικτικά όσα αναφέρει γι' αυτούς ακόμα και ο σύμμαχός τους Κρις Γουντχάουζ, υπαρχηγός της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα:
«Για τους επαγγελματίες πολιτικούς, δύσκολα μπορεί να βρει κανείς να πει κάτι το ενδιαφέρον: χαίρονταν την παθητική μακαριότητα εκείνων που δεν έχουν καμιά ιστορία. Η δεξιά πτέρυγα των Λαϊκών, Θεοτόκης, Μαυρομιχάλης, Τσαλδάρης, Στεφανόπουλος ήταν απορροφημένοι στο να κάνουν πρόβες της θλιβερής αρμονίας τους περιμένοντας την απελευθέρωση, με την απουσία του πρώτου στην Κέρκυρα και του δεύτερου στην Τουρκία- οι Φιλελεύθεροι, οι Προοδευτικοί και οι Αγροτικοί (απ' τους οποίους πολύ λίγοι είχαν ιδέα από αγροτική ζωή) δεν ήταν παρά μερικοί γηραλέοι πολιτικοί... όσο για το νεοτερίζοντα Σοφιανόπουλο, ύφαινε σιωπηλά τον ιστό του, όπως πάντα, σε καιροσκοπική αυτοαπομόνωση. Οι μεγαλοεπιχειρηματίες εξασφάλιζαν όσο γινόταν περισσότερα κέρδη απ' την κατοχή και διέθεταν, όσα τους υπαγόρευε η σύνεση στην Αντίσταση- η Εκκλησία έκανε αισθητή την παρουσία στα δημόσια πράγματα μόνο σε εξορμήσεις φιλανθρωπίας και διάσωσης του γοήτρου της- οι κρατικοί υπάλληλοι, οι διευθυντές τραπεζών, οι δούλοι με φράκο, δεν εννοούσαν να λοξοδρομήσουν από τη συνηθισμένη ρουτίνα της ζωής τους.» 49
Κινούμενος στο παραπάνω πλαίσιο, ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ανέθετε την τιμωρία των κατακτητών στη θεία κρίση (!), προσπαθώντας να αποτρέψει το λαό (ποίμνιό του) από τη συμμετοχή στην ΕΑΜική Αντίσταση;
«Ουδέν έχωμεν να ωφεληθώμεν εξ οιωνδήποτε αποπειρών και προκλήσεων εναντίον των Αρχών Κατοχής... Ας παρσμείνει ξένη προς την Χριστιανικήν των ψυχήν η διάθεσις των ολίγων δραστών παρόμοιων πράξεων, οι οποίοι... σπεύδουν να εξαφανισθούν υπό την προστασίαν του σκότους, αφήνοντες εις άλλους, αθώους, την φροντίδα να πληρώσουν την πράξιν αυτών με την ιδικήν των ζωήν. Ουδείς δε ας μην αμφιβάλλη ότι ο Θεός, εν τη δικαιοσύνη Αυτού, θ' αποδώση έκαστο κατά τα έργα του.» 50
Δεν έλειψαν μάλιστα και οι «πνευματικοί άνθρωποι» που διατράνωσαν τη στήριξή τους στις δωσιλογικές κυβερνήσεις.
Ενδεικτική είναι η ανακοίνωση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών για την κυβέρνηση Τσολάκογλου:
«...χαίρουσα επί τη συγκροτήσει εθνικής κυβερνήσεως, υποβάλλει θερμά συγχαρητήρια εις τα στιβαράς χείρας της υμετέρας εξοχότητος...» 51
Η στάση των στελεχών του αστικού στρατού ακολούθησε τη γενικότερη πορεία των ενδοαστικών αλλά και των ταξικών αντιπαραθέσεων.
Ένα τμήμα τους ακολούθησε την κυβέρνηση του Κάιρου και ένα άλλο (συμπεριλαμβανομένων και πρωταγωνιστών του ιταλοελληνικού πολέμου) πρωτοστάτησε στη συγκρότηση της πρώτης δωσιλογικής κυβέρνησης (πέραν του Τσολάκογλου, συμμετείχαν ακόμα 6 ανώτατοι αξιωματικοί). Παράλληλα, η κυβέρνηση Τσολάκογλου διατήρησε το υπουργείο Στρατιωτικών, παρά την απουσία στρατού, προκειμένου να εξασφαλίσει τη μισθοδοσία των αξιωματικών και να αποτρέψει την πιθανή συμμετοχή τους σε αντιστασιακές ενέργειες, αλλά και για να έχει έτοιμη τη μαγιά του στρατιωτικού μηχανισμού καταστολής μετά από την Κατοχή.
Ένα τρίτο μέρος των στρατιωτικών παρέμεινε στο εσωτερικό της χώρας και ίδρυσε αντιστασιακές οργανώσεις (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ) ως ταξικό αντίβαρο στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Τέλος, μια σειρά στελέχη του αστικού στρατού προσχώρησαν, αργά ή γρήγορα, στον ΕΛΑΣ (όπου έφτασαν να συμμετέχουν 5 αντιστράτηγοι, 10 υποστράτηγοι και 1 υποπτέραρχος) 52.
Ο χαρακτήρας, η σημασία και η αποτελεσματικότητα της Αντίστασης.
Το ΕΑΜ ήταν ... ζημιά!
Η αποτίμηση της αντίστασης από τους συγγραφείς βρίθει διαστρεβλώσεων, αντιφάσεων και αλληλοαποκλειόμενων συμπερασμάτων.
Καταρχήν, επικρίνουν την αντίσταση των συγκροτημένων οργανώσεων επειδή είχε πολιτικές στοχεύσεις 53, ενώ παρουσιάζουν μετά φωτεινότερα χρώματα
την «αυθόρμητη» αντίδραση:
«...ήταν ιδιαίτερα έντονη, ήταν άοπλη, και εκφράστηκε γρήγορα, άμεσα και αυθόρμητα, κυρίως με την απόκρυψη, διάσωση, αλλά και τη φυγάδευση βρετανών στρατιωτικών που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα... Η δράση αυτή είχε πολύ μεγάλο ρίσκο, καθώς όσοι συλλαμβάνονταν κινδύνευαν να πληρώσουν ακόμα και με την ίδια τη ζωή τους... Αργότερα η αυθόρμητη αυτή αντίσταση θα λάβει άλλες μορφές, όπως συμμετοχή στην οργάνωση φυγάδευσης Ελλήνων προς την Τουρκία και την Αίγυπτο, καθώς και απόκρυψη και διάσωση Εβραίων. Αλλά και η ακρόαση ραδιοφωνικών εκπομπών... Δυστυχώς αυτή η πολύμορφη και αυθόρμητη δράση δεν έχει λάβει την αναγνώριση που αξίζει...» 54
Αποθεώνουν επίτηδες εκείνες τις ατομικές και (συζητήσιμο πόσο) «αυθόρμητες» δράσεις που δε στρέφονταν ένοπλα εναντίον των κατακτητών, καθώς θεωρούν θεμιτές και επιθυμητές μόνο τις αντιστασιακές ενέργειες που διεξάγονταν από έναν αστικό θεσμό (αστικό κράτος ή απομεινάρια του αστικού στρατού) είτε από μεμονωμένα πρόσωπα.
Ταυτόχρονα, επιτίθενται στην οργανωμένη πάλη, κυρίως εναντίον του ΕΑΜ, με φράσεις από τις οποίες δε θα είχαν να ζηλέψουν τίποτα οι διάφοροι Τσολάκογλου.
Γράφουν:
«Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι αν η αντίσταση ωφέλησε ή έβλαψε τη χώρα. Συνέβαλε, για παράδειγμα, στην ήττα του Άξονα στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο;... Οι λίγες χιλιάδες γερμανικές απώλειες ... δεν αποτέλεσαν ουσιαστική προσφορά και με κανέναν τρόπο δεν ισοσκελίζουν, ούτε καν πλησιάζουν σε απόσταση, τις ελληνικές απώλειες... Οι ζημιές στις υποδομές της χώρας υπήρξαν τεράστιες και πολλές προκλήθηκαν από την ίδια την Αντίσταση. Η χώρα εξάλλου δεν απελευθερώθηκε χάριν στην Αντίσταση... Οι Γερμανοί αποχώρησαν μόνο όταν έγινε σαφές ότι αν παρέμεναν κι άλλο θα τους απέκοπταν οι προλεαύνοντες Σοβιετικοί... Επιπλέον ... ιδιαίτερα η ένοπλη αντίσταση ενίσχυσε τη συνεργασία με τους κατακτητές αντί να την περιορίσει και ταυτίστηκε με έναν εμφύλιο πόλεμο που οδήγησε σε νέες μεταπολεμικές εμφυλιακές συγκρούσεις...» 55
Επομένως, η Αντίσταση όχι μόνο δε χρειαζόταν αλλά έκανε και ζημιά! Αυτά έλεγε και ο Τσολάκογλου. Αλλά, με την ίδια λογική, θα έπρεπε όλοι οι λαοί να κάτσουν στα αβγά τους και να αφήσουν ανενόχλητες τις δυνάμεις του Αξονα, αφού το κύριο ευρωπαϊκό μέτωπο βρισκόταν στην ΕΣΣΔ.
Αυτό ακριβώς ήθελαν οι χιτλερικοί, επιδιώκοντας να ρίξουν όλες τις δυνάμεις τους εναντίον της ΕΣΣΔ, αυτό ακριβώς υποστηρίζουν και οι Καλύβας - Μαραντζίδης.
Ας δούμε, όμως, με ποια «επιστημονικό» επιχειρήματα προσπαθούν να δικαιολογήσουν τη θέση τους:
Πρώτο επιχείρημα: Η ελληνική Αντίσταση δεν επέδρασε καθοριστικά στην έκβαση του πολέμου.
Φυσικά, δεν υποστηρίζει κανείς ότι ήταν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ αυτοί που έγειραν την πλάστιγγα του πολέμου γενικότερα σε βάρος των δυνάμεων του Άξονα. Ο καθοριστικός παράγοντας στην Ευρώπη γι' αυτό ήταν ο Κόκκινος Στρατός, συνολικά η ΕΣΣΔ. Ωστόσο, με τη δράση τους, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ καθήλωσαν 8-12 μεραρχίες, δηλαδή μια κρίσιμη δύναμη, που διαφορετικά μπορούσε να είχε μεταφερθεί στο ανατολικό μέτωπο 56.
Παράλληλα, το ΕΑΜ απέτρεψε την αναγκαστική μεταφορά εργατών στα γερμανικά εργοστάσια έπειτα από τις μαζικότατες διαδηλώσεις του (5 Μάρτη 1943) και την επέκταση της βουλγαρικής ζώνης Κατοχής, που θα επέτρεπαν την αποδέσμευση στρατιωτικών δυνάμεων των ναζί.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δεν μπορεί να αποτιμηθεί αποκομμένη, όπως εσκεμμένα επιχειρούν οι Καλύβας - Μαραντζίδης, αλλά προστιθέμενη σε αυτή των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων, στις οποίες πρωτοστάτησαν οι κομμουνιστές, σε όλη την Ευρώπη. Μόνο έτσι καταδεικνύεται η μεγάλη συμβολή της αντιφασιστικής πάλης των λαών στην έκβαση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Βέβαια, αυτά δεν αφορούν τους συγγραφείς που, θεωρώντας ατελέσφορο και επιζήμιο κάθε εργατικό-λαϊκό αγώνα, βιάζονται να τον κρίνουν στη βάση του αριθμού των νεκρών.
Όμως, αν υιοθετήσουμε τη λογική τους, τότε και η ΕΣΣΔ, στο βαθμό που κατόρθωσε να προξενήσει 10 εκατομμύρια απώλειες στο ναζιστικό στρατό και τους συνεργάτες του 57, ενώ καταμέτρησε 20 εκατομμύρια δικούς της νεκρούς και συνολικά 30 εκατομμύρια θύματα, μαζί με τους ανάπηρους και τραυματίες, μάλλον δεν... έπρεπε να παλέψει για την ήττα των ναζί. Αν προσθέσουμε και τις εκτεταμένες καταστροφές στο ευρωπαϊκό τμήμα της χώρας, οι συγγραφείς θα συμβούλευαν την εργατική εξουσία να παραδοθεί αμαχητί...
Επίσης, αποτιμώντας ως νόμιμη την αστική κρατική βία, σημασία για τους συγγραφείς δεν έχουν και τα άλλα θύματα των κατακτητών. Γι' αυτό δεν αναφέρονται στους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς από πείνα στην Κατοχή 58.
Ούτε εκτιμούν πόσο οι αντιστασιακές ενέργειες (συσσίτια, απελευθέρωση περιοχών, απεργιακές κινητοποιήσεις, αποτροπή επιστράτευσης κλπ.) απέτρεψαν την αύξηση των θυμάτων.
Δε λένε τίποτα για την αντιστρόφως ανάλογη σχέση ανάμεσα στην κλιμάκωση της ΕΑΜικής αντίστασης και του αριθμού των νεκρών από πείνα 59.
Δεύτερο επιχείρημα: Η Ελλάδα δεν απελευθερώθηκε από τους αντάρτες. Ωστόσο, πριν την αποχώρηση των Γερμανών μεγάλο τμήμα της χώρας είχε απελευθερωθεί από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ 60.
Όπως παρατηρούσε ο Βρετανός απεσταλμένος ταγματάρχης Wallace:
«Προτού μεταβώ εκεί ο Ιδιος, δεν είχα αντιληφθεί ούτε πόσο εκτεταμένη είναι ούτε πόσο ελεύθερη είναι... εκτείνεται αδιάσπαστα από τη Νότια Σερβία ... μέχρι τα βουνά της Γκιώνας και του Παρνασσού. Στην περιοχή αυτή κυκλοφορείς με απόλυτη ασφάλεια. Μπορείς να ταξιδέψεις από τη Φλώρινα μέχρι τα περίχωρα των Αθηνών απλώς με ένα διαβατήριο του ΕΑΜ.» 61
Ο Βρετανός ταγματάρχης Stevens σημείωνε επίσης:
«Ακόμα και στην κατεχόμενη ζώνη, η κατοχή περιορίζεται σε ορισμένες μεγάλες πόλεις, στρατηγικά σημαντικά σημεία και στη φύλαξη ζωτικών γραμμών επικοινωνίας.» 62
Τρίτο επιχείρημα: Η αντίσταση ήταν καταστροφική επειδή όξυνε τις εμφύλιες αντιπαραθέσεις.
Κρύβουν την ανελέητη ταξική επίθεση που διεξαγόταν εναντίον του ελληνικού λαού από τους κατακτητές, τους συνεργάτες τους και από την αστική τάξη συνολικά, ανεξάρτητα από το αν ήταν υπέρ ή κατά των Γερμανών.
Η κυβέρνηση του Καΐρου, την οποία εκθειάζουν, ήταν μέρος αυτής της αντιλαϊκής επίθεσης που προηγήθηκε της ΕΑΜικής Αντίστασης, αλλά και εξακολούθησε στη διάρκειά της.
Βέβαια, σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται ο πραγματικός φόβος των Καλύβα - Μαραντζίδη και η αιτία των ιστορικών διαστρεβλώσεων. Η δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ανεξάρτητα από την προβληματικότητα των στρατηγικών επεξεργασιών του ΚΚΕ, μετέβαλε τους ταξικούς συσχετισμούς, κλονίζοντας την αστική εξουσία.
Έτσι, τα αντιμαχόμενα τμήματα της αστικής τάξης επανενώθηκαν, επιδιώκοντας τη συντριβή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ και αποδεικνύοντας ότι ως πρώτιστο κίνδυνο αναγνώριζαν τον εσωτερικό ταξικό εχθρό και όχι τον ξένο (αστό όπως και αυτοί) κατακτητή.
Πότε ξεκίνησε η Αντίσταση και γιατί επικράτησε το ΕΑΜ;
Επιπρόσθετα, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η οργανωμένη Αντίσταση καθυστέρησε σημαντικά 63 και δεν «αγκάλιασε» το σύνολο του πληθυσμού:
«...η Αντίσταση δεν υπήρξε καθολική.
Ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού, παραδομένα στη μάχη της επιβίωσης, ανέχθηκαν τους κατακτητές... Μειονοτικές ομάδες ... ωθήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση... Χιλιάδες Έλληνες ... στην ανατολική Μακεδονία "βουλγαρογράφηκαν" για να εξασφαλίσουν υλικά οφέλη, πολλοί έλληνες εργάτες αναγκάστηκαν να εργαστούν σε δημόσια έργα Γερμανών και επιχειρήσεις γερμανικών συμφερόντων, ενώ σημαντικός αριθμός ανθρώπων έφυγε οικειοθελώς για να εργαστεί στη Γερμανία... Ο κρατικός μηχανισμός δεν διέκοψε ποτέ τη λειτουργία του. Η μαύρη αγορά για ένα μεγάλο διάστημα υπήρξε η μοναδική αγορά που ... συγκέντρωσε τη συμμετοχή της πλειονότητας των παραγωγών, μεγάλων και κυρίως μικρών. Τέλος, πολλοί ήταν εκείνοι που προτίμησαν να μην εκτεθούν μέχρι να φανεί το προς τα πού πηγαίνουν τα πράγματα.» 64
Οι Καλύβας - Μαραντζίδης, εισάγοντας την έννοια της μη «καθολικής αντίστασης», προσπαθούν να αποδομήσουν την ΕΑΜική Αντίσταση. Μόνο που τίποτα δεν είναι καθολικό σε μια ταξικά διαιρεμένη κοινωνία.
Υπήρχαν οι μαυραγορίτες που έβγαλαν κέρδη, όπως και οι καπιταλιστές που συστηματικά δεν αναφέρουν. Υπήρχαν και φτωχοί άνθρωποι που υπό το καθεστώς του φόβου και της πείνας δε σήκωσαν κεφάλι.
Λίγες χιλιάδες από τους πεινασμένους έφτασαν στο σημείο να ενταχτούν στα Τάγματα Ασφαλείας μαζί με στοιχεία του υπόκοσμου και διάφορες αστικές δυνάμεις.
Τέλος, όπως σε όλες τις κατεχόμενες χώρες, οι αρχές προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τις εθνοτικές και τις θρησκευτικές μειονότητες, πατώντας και στην προηγούμενη καταπίεσή τους από τις αστικές κυβερνήσεις, προκειμένου να διαιρέσουν το λαό και να επιβάλλουν ευκολότερα τις επιδιώξεις τους.
Όμως, οι απόπειρες αυτές παρεμποδίστηκαν -κατά κανόνα επιτυχημένα- από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, με όχημα τη λαϊκή αλληλεγγύη και τα κοινά συμφέροντα των λαών που συστηματικά προπαγάνδιζε το ΚΚΕ:
«Αυτή ακριβώς η σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στην μειονότητα και σε μια ελληνική πολιτική οργάνωση, το ΚΚΕ, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην περιστολή των εθνικιστικών τάσεων που καλλιεργούσαν στο εσωτερικό του σλαβομακεδονικού πληθυσμού οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι εθνικιστές» 65
Ενδεικτική είναι η ακόλουθη προκήρυξη του ΕΑΜ προς τους Βλάχους, με αφορμή τη δράση της φασιστικής Λεγεώνας 66:
«Η λεγεώνα συγκροτείται με σκοπό να βοηθήσει τον Άξονα ... καλούμε όλους τους βλάχικης καταγωγής Έλληνες, να στέκωνται στο ύψος της κρίσιμης για την πατρίδα μας περίστασης, και να αγωνίζονται όλοι μαζί, με όλο τον ελληνικό λαό...» 67
Η παράκαμψη των ιστορικών τεκμηρίων και ο υπερτονισμός δευτερευόντων παραγόντων, στοχεύει να παρουσιάσει την ΕΑΜική Αντίσταση αποκομμένη από τη στάση των υπό εκμετάλλευση και καταπίεση μαζών. Για τον ίδιο λόγο, η κλιμάκωση της αντίστασης αποδίδεται στην ενίσχυση των Βρετανών:
«Η ραγδαία ανάπτυξη του ένοπλου αντάρτικου στο βουνό από τα τέλη του 1942 και ιδίως μέσα στο 1943 δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν ληφθεί υπόψη η βρετανική στήριξη...» 68
Μάλιστα, οι Καλύβας - Μαραντζίδης υποστηρίζουν ανερυθρίαστα ότι η δύναμη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ ήταν απότοκος της βρετανικής πολιτικής:
«Η βρετανική εμπλοκή
κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και τη γερμανική επίθεση 1940-1941 και στη συνέχεια η οργάνωση και η ενίσχυση της Αντίστασης... συνέβαλαν αναμφίβολα στη δημιουργία συνθηκών που στη συνέχεια επέτρεψαν την ανάπτυξη φιλοδοξιών εκ μέρους του ΚΚΕ και το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου το 1943. Χωρίς την τεχνική και υλική υποστήριξη των Βρετανών, είναι πολύ αμφίβολο αν ποτέ η παρουσία ενόπλων στα ελληνικά βουνά θα είχε πάρει την έκταση που πήρε.» 69
Ωστόσο, ο τότε υπαρχηγός της Βρετανικής Αποστολής έχει άλλη άποψη:
«Το ΕΑΜ ιδρύθηκε... στις 27 Σεπτεμβρίου 1941... Τον πρώτο του χρόνο τον αφιέρωσε στο να οργανώσει τις δραστηριότητές του, σύμφωνα με το κομμουνιστικό σύστημα των πυρήνων, σε όλη την Ελλάδα, καθώς και σε παράνομες εκδόσεις και σε ορισμένες ανατρεπτικές δραστηριότητες στην Αθήνα, διαμέσου του δορυφόρου ΕΕΑΜ [Εργατικό ΕΑΜ]. Τα πιο αξιοσημείωτα αποτελέσματα ήταν μια σειρά από απεργίες που σημείωσαν επιτυχία. Δεν έθεσε σε δράση ένοπλες δυνάμεις έξω από την Αθήνα, παρά μόνο τον επόμενο χρόνο· αλλά το δίκτυο των πυρήνων είχε τόσο αποτελεσματικά οργανωθεί και εξαπλωθεί ώστε, όταν το καλοκαίρι του 1942, εμφανίστηκαν στα βουνά οι πρώτες αντάρτικες ομάδες... πολλαπλασιάστηκαν πολύ γρήγορα.» 70
Συνεπώς, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ προετοίμασε και οργάνωσε τη συγκρότηση των αντάρτικων ομάδων του εξαρχής και μάλιστα σε μια εποχή που οι επιδιώξεις της Βρετανικής Αποστολής κινούνταν στην αντίθετη κατεύθυνση.
Όπως σημειώνει ο Βρετανός Stafford, μελετητής των αρχείων της SOE για το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο:
«Ο γενικός στόχος της SOE στην Ελλάδα είχε καθοριστεί από τους Αρχηγούς των Επιτελείων. Αυτός ήταν, ταυτόχρονα με την πραγματοποίηση μικρής έκτασης σαμποτάζ, οπουδήποτε ήταν δυνατό, να δουλεύουν για την προετοιμασία και τον εφοδιασμό μιας γενικής εξέγερσης τότε και μόνο όταν ο καιρός θα ήταν ώριμος. Με άλλα λόγια, η πολιτική της SOE στην Ελλάδα στα 1941-1942 ήταν παρόμοια με οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη.» 71
Εξάλλου, οι συγγραφείς «λησμονούν» πως η όποια βρετανική βοήθεια διακόπηκε έπειτα από τη σύγκρουση ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ (φθινόπωρο-χειμώνας 1943) 72.
Η «λήθη» στοχεύει να αποκρύψει τους αληθείς λόγους επικράτησης του ΕΑΜ, γι' αυτό και ισχυρίζονται:
«Μια ευρύτατα διαδεδομένη,
αλλά λανθασμένη και εν τέλει παραπλανητική, άποψη υποστηρίζει ότι μεταξύ των δεκάδων αντιστασιακών οργανώσεων που σχηματίστηκαν κυριάρχησε το ΕΑΜ επειδή κατάφερε να κερδίσει τη συμπάθεια της μεγαλύτερης πλειονότητας του ελληνικού λαού ... οι πρακτικές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δεν ήταν πάντα αποδεκτές. Συχνά οι τοπικές κοινωνίες αντιμετώπιζαν εχθρικά την απαίτηση για χρηματική ενίσχυση της οργάνωσης μέσω "εθελοντικής" εισφοράς, τη "φορολόγηση" της παραγωγής, την αγορά προϊόντων στο κόστος... Συχνά, οι επιθετικές ενέργειες του ΕΛΑΣ εναντίον των κατοχικών δυνάμεων δίχαζαν τις τοπικές κοινωνίες... Ιδιαίτερα μάλιστα όταν προκαλούσαν βαριά αντίποινα από τις αρχές κατοχής... Η όξυνση στις σχέσεις ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τοπικών κοινωνιών κορυφωνόταν, όταν η οργάνωση επιχειρούσε να ελέγξει τα πράγματα μέσω έντονης βίας ή τρομοκράτησης του τοπικού πληθυσμού ... σε πολλές περιπτώσεις η παρουσία του ΕΑΜ ταυτιζόταν με συγκεκριμένες τοπικές ομάδες ή φατρίες που χρησιμοποιούσαν την ένοπλη εξουσία ... για να ξεκαθαρίσουν με τη βία προηγούμενους λογαριασμούς... Το ίδιο συνέβαινε και αν τύχαινε ο τοπικός υπεύθυνος του χωριού που επέλεγε το ΕΑΜ να είναι άτομο μειωμένης κρίσης που έστρεφε την τοπική κοινωνία εναντίον του ή αν το ΕΑΜ ταυτιζόταν με ένα χωριό που είχε προϊστορία συγκρούσεων και αντιδικιών με γειτονικό χωριό.» 73
Και πώς αποδεικνύονται όλα αυτά; Οι συγγραφείς καταφεύγουν στις αγαπημένες τους μαρτυρίες και επιλέγουν τις «κατάλληλες».
Πρώτος Μάρτυρας: Κώστας Σαραντόπουλος, Ελληνοαμερικανός συγγραφέας βιβλίου για την επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον των Ταγμάτων Ασφαλείας (ΤΑ) στο Βαλτέτσι Αρκαδίας. Φυσικά, οι συγγραφείς επιλέγουν προσεκτικά τα αποσπάσματα που επιβεβαιώνουν το σκεπτικό τους, αποφεύγοντας να αναφέρουν τη θεματολογία του βιβλίου, όπως και ότι οι συγγενείς του συγγραφέα είχαν καταταχτεί στα Τάγματα Ασφαλείας. Ακόμα, δεν ενημερώνουν το αναγνωστικό κοινό ότι ο «μάρτυρας» αποτιμά τη δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ως πρωτάκουστη και αδικαιολόγητη ανταρσία 74! Λεπτομέρειες...
Δεύτερος Μάρτυρας: Κώστας X. Βάγιας, δήμαρχος Αρτας και στη συνέχεια αντιπεριφερειάρχης (στηριζόμενος από τη ΝΔ) που υιοθετεί τους όρους «γερμανοκρατία» και «εαμοκρατία» 75 για να εξισώσει θύτες και θύματα.
Τρίτος Μάρτυρας: Ανώνυμος, που υποστηρίζει ότι το σύνολο των συγχωριανών του προσχώρησε στο ΕΑΜ λόγω φόβου 76.
Ας πάμε όμως και στην ουσία των «επιστημονικών» θέσεων.
Πρώτο επιχείρημα: Η απαίτηση της οικονομικής ενίσχυσης, αλλά και η επιβολή φορολογίας στους αγρότες, τους έφερε σε αντίθεση με την ΕΑΜική Αντίσταση.
Όμως, τα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο:
«Καθιερώθηκε από τον Νοέμβριο του 1943 η συστηματική φορολογία της παραγωγής από το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ με τη διαταγή 12223 και αναπτύχθηκε παραπέρα από την ΠΕΕΑ με την Πράξη 22 και τις τροποποιήσεις της. Η φορολογία αυτή ήταν κλιμακωτή και σαφώς ελαφρότερη από την αντίστοιχη κρατική...» 77
Ήταν και διάφοροι που αντιδρούσαν; Ναι, αλλά εκείνο που σωστά απασχολούσε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήταν ο αγώνας και όχι το πορτοφόλι κάποιων.
Δεύτερο επιχείρημα: Τα αντίποινα για τις ενέργειες της ΕΑΜικής αντίστασης. Οι συγγραφείς, αντιστρέφοντας το ρόλο θύτη και θύματος, αποδίδουν τις ευθύνες στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, προκειμένου να στοιχειοθετήσουν την αποστασιοποίηση του πληθυσμού. Προκύπτει, όμως, το ερώτημα: Πώς αυξανόταν η στρατολογία στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ όσο κλιμάκωνε τη δράση του, αν κάθε αντιστασιακή ενέργεια έστρεφε εναντίον του τον πληθυσμό;
Τρίτο επιχείρημα: Η αδυναμία τοπικών στελεχών του ΕΑΜ, που φυσικά μπορεί να υπήρξε σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά δεν μπορεί να αιτιολογήσει ένα φαινόμενο πανελλαδικής έκτασης. Το ίδιο συμβαίνει και με πιθανούς τοπικούς ανταγωνισμούς, που εντάχτηκαν στην κεντρική αντιπαράθεση και σε κάθε περίπτωση ήταν ιδιαίτερα περιορισμένοι, περιθωριακοί.
Η παράταξη πολλαπλών επιχειρημάτων για την αποστασιοποίηση της ελληνικής κοινωνίας από το ΕΑΜ, χωρίς καν αξιολογική κρίση του βαθμού της επίδρασής τους, αρνείται να εξετάσει τις κινητήριες δυνάμεις ενός ιστορικού φαινόμενου αντικειμενικά παρόντος, στο όνομα υποθέσεων, εσκεμμένης γενικολογίας και επιχρισμάτων αντικειμενικότητας. Επιδιώκοντας την πολυδιάσπαση του ιστορικού φαινομένου σε επιμέρους πτυχές 78,
οι συγγραφείς επιδιώκουν την ενίσχυση της αυθαίρετης επιχειρηματολογίας
τους:
«Για την κατανόηση της επιτυχίας του, είναι απαραίτητη η αναγνώριση του γεγονότος ότι στον αγροτικό τουλάχιστον χώρο το ΕΑΜ μετατράπηκε πολύ γρήγορα σε κίνημα-κρότος. Τα ιδεολογικό του προτάγματα και οι θεσμοί που δημιούργησε (λαϊκή αυτοδιοίκηση, λαϊκή δικαιοσύνη κλπ.) λειτούργησαν ως ένα πλαίσιο αναφοράς που υποστηρίχθηκε από ισχυρούς, και σε αρκετές περιπτώσεις ανελέητους, κατασταλτικούς μηχανισμούς που χαρακτηρίζουν ένα αυταρχικό κράτος... ενοχλητικοί δεν θεωρούνταν μόνο όσοι ήταν εκτός ΕΑΜ, εμπόδιζαν το έργο της οργάνωσης και είχαν ανταγωνιστικές βλέψεις, αλλά και όσοι, παρότι μέλη του, λειτουργούσαν ανταγωνιστικά προς το ΚΚΕ... Έτσι, μη κομμουνιστές, παρότι στελέχη ή μέλη του ΕΑΜ, βρέθηκαν να κατηγορούνται για αντικομμουνισμό ή, ακόμα χειρότερα για δωσιλογισμό, και πολλοί έχασαν ακόμα και τη ζωή τους από τους εκτελεστές της ΟΠΛΑ... Για παράδειγμα, αρκετοί τροτσκιστές ή αγροτιστές δολοφονήθηκαν παρότι ήταν μέλη του ΕΑΜ, ακόμα και εκλεγμένοι αντιπρόσωποι της ΠΕΕΑ.» 79
Με τα παραπάνω, οι συγγραφείς «ανακαλύπτουν» δολοφονία εθνοσυμβούλων της ΠΕΕΑ από την ΟΠΛΑ, δίχως να παραθέτουν πηγή ή έστω «μαρτυρία», στοχεύοντας στο στιγματισμό της λαϊκής ένοπλης πάλης.
Ακόμα και όταν μιλούν για τα αστικά κέντρα, όπου ήταν έντονη η στρατιωτική παρουσία των κατακτητών και των συνεργατών τους, υποστηρίζουν ότι οι κάτοικοι απειλούνταν
από τη βία του ΕΑΜ:
«...τα πράγματα ήταν διαφορετικό και περισσότερο πολύπλοκα στις πόλεις... Εκεί, κάτω από τη μύτη των αρχών κατοχής, έδρασε συνδυάζοντας με επιτυχία παράνομο μηχανισμό και ανοιχτό κίνημα... Και βέβαια μπορεί το ΕΑΜ να μην ασκούσε ένοπλη εξουσία στις πόλεις όπως στα χωριά, όμως η ένοπλη διάσταση δεν ήταν εντελώς απούσα. Αν στο κέντρο της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης οι αρχές κατοχής ασκούσαν τον έλεγχο στις απομακρυσμένες και καλά φυλασσόμενες από τα μέλη τους συνοικίες, μόλις νύχτωνε, το ΕΑΜ γινόταν "κράτος εν κρατεί".» 80
Άραγε ότι το ΕΑΜ γινόταν «κράτος εν κράτει» ήταν αντίθετο με το λαϊκό συμφέρον και την πάλη κατά των κατακτητών;
Για τους δύο συγγραφείς φαίνεται ότι ήταν...
Έτσι και αλλιώς, με την προηγούμενη «ανάλυσή» τους δεν ερμηνεύουν τη μεγάλη απήχηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ μετά από τη συμφωνία της Βάρκιζας και μέσα στις συνθήκες της Λευκής Τρομοκρατίας, οπότε η «ΕΑΜική καταστολή» εξέλειπε.
Ωστόσο, ο πολιτικός στόχος της υπεράσπισης της αστικής εξουσίας, που κινδύνευσε από τη λαϊκή κινητοποίηση, υπερισχύει για τους
συγγραφείς:
«Πράγματι, στα μέρη όπου κυριάρχησε το ΕΑΜ παρατηρήθηκε αυξημένη πολιτικοποίηση και πολιτική συμμετοχή, όμως δεν αναπτύχθηκε κιόλας μια πλουραλιστική κοινωνία πολιτών, αλλά πότε με ειρηνικό τρόπο και πότε βίαια (συχνά με συνδυασμό των δύο) εγκαταστάθηκαν μονοπωλιακοί θεσμοί εξουσίας και ισχυρός έλεγχος των ανθρώπων... Όποιος υπερασπίζεται το εαμικό κράτος, ακόμα και αν έχει καλές προθέσεις, στην ουσία υπερασπίζεται τον ολοκληρωτισμό εν τη γενέσει του.» 81
Η υπεράσπιση της αστικής βίας και η αλήθεια για τους δωσίλογους
Μπροστά στον κίνδυνο που γνώρισε η αστική εξουσία, οι Καλύβας - Μαραντζίδης, υπερασπίζοντας την αστική βία, αναγνωρίζουν ότι τέτοια ήταν και η βία των συνεργατών της τριπλής φασιστικής Κατοχής.
Γι' αυτό και υποστηρίζουν πως η προσέγγιση του δωσιλογισμού ως ταμπού αποτέλεσε εμπόδιο για την ιστορική έρευνα 82.
Η ταξική τους συνέπεια είναι
αποκαλυπτική:
«Συμπερασματικά, οι κυβερνήσεις των συνεργατών σε πρώτη φάση αντλούν τη νομιμοποίησή τους από το καθεστώς κατοχής της χώρας και το πλαίσιο του πραγματισμού που υποχρεώνει τον κρατικό μηχανισμό σε προσαρμογές. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτός ο πραγματισμός συνδέθηκε με την εξυπηρέτηση συμφερόντων των δυνάμεων κατοχής, ωστόσο βρήκε αρχικά δικαιολόγησα αφενός στην ανάγκη να διοικηθεί η χώρα, αφετέρου στην ελπίδα να αποτραπεί ο εδαφικός ακρωτηριασμός... Η κυβέρνηση Ράλλη αντιλαμβανόμενη ότι η έκβαση στα μέτωπα του Β' Παγκοσμίου πολέμου θα οδηγούσε σχετικά σύντομα στην αποχώρηση των Γερμανών ... μετέβαλλε τις προτεραιότητές της. Η διασφάλιση της δημόσιας τάξης στις πόλεις και στην ύπαιθρο και η προστασία του κοινωνικού καθεστώτος αποτέλεσε τη στιγμή εκείνη την υπ' αριθμό ένα έγνοια της. Στο πλαίσιο αυτό, δημοσιεύτηκε στις 18 Ιουνίου 1943 ο νόμος για την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας.» 83
Οι συγγραφείς, με ωμή ειλικρίνεια, περιγράφουν τη βία των δωσίλογων κυβερνήσεων ως αναγκαία απάντηση στους κινδύνους από τη λαϊκή
πάλη:
«...η έκταση και η φύση και η χρονική αφετηρία του ένοπλου δωσιλογισμού δεν μπορεί να κατανοηθεί ξέχωρα από την εξέλιξη του πολέμου, την ανάπτυξη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τις συγκρούσεις του με την εξόριστη κυβέρνηση του Κάιρου και τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις.» 84
Όμως, παράλληλα, επειδή ανάγουν τα αστικά συμφέροντα σε συμφέροντα όλης της κοινωνίας, αποσυνδέουν τα Τάγματα Ασφαλείας από τις αστικές επιδιώξεις και τα παρουσιάζουν ως συνέπεια της άμυνας πληθυσμών και αντιστασιακών οργανώσεων απέναντι στην ΕΑΜική βία.
Η διαστρέβλωση της πραγματικότητας από τους δύο συγγραφείς φτάνει στο απόγειό της, μετατρέποντας τους θύτες σε θύματα και δικαιολογώντας τον εξοπλισμό δωσίλογων από το ναζιστικό στρατό για να χτυπηθεί ο
ΕΛΑΣ:
«Στις περιοχές όπου το ΕΑΜ δεν είχε τον πλήρη έλεγχο η εξουσία του ήταν ασταθής, καθώς οι άνθρωποι διέθεταν εναλλακτικές λύσεις... Στην Πελοπόννησο ... πολλοί δυσαρεστημένοι κατέφυγαν στα Τάγματα Ασφαλείας, ενώ στην ανατολική Μακεδονία εντάχθηκαν στον Αντών Τσαούς...» 85
«Τον Απρίλιο του 1943 ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε στον Αυγερινό Κοζάνης σε ομάδα της ΠΑΟ... Συνέλαβε τους αξιωματικούς Πόρτζη, Μόντζιο, Μπουλογιάννη και Αγγελόπουλο, οι οποίοι, έπειτα από δίκη παρωδία ... εκτελέστηκαν... Λίγο αργότερα ήρθε η εκδίκηση ... συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν έξω από το χωριό Ίμερα Κοζάνης τρία ανώτερα στελέχη του ΚΚΕ ... μαζί και οι τέσσερις αντάρτες συνοδοί τους... Οι συγκρούσεις μεταξύ ΕΛΑΣ και άλλων αντιστασιακών οργανώσεων βρίσκονταν στο απόγειό τους. Πρώην μέλη αντιστασιακών οργανώσεων που διέλυε ο ΕΛΑΣ επιχείρησαν να συνεχίσουν τον πόλεμο εναντίον του, συνεργαζόμενα με τις αρχές κατοχής και στελεχώνοντας τα νεοϊδρυθέντα Τάγματα Ασφαλείας. Χιλιάδες χωριά εξοπλίζονται από τους Γερμανούς προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον ΕΛΑΣ.» 86
Βέβαια, η προηγούμενη συνεργασία της ΠΑΟ με τους Γερμανούς περνά απαρατήρητη εδώ, αν και αναφέρεται από τους ίδιους σε άλλο
σημείο:
«Η οργάνωση με απόφασή της τον Ιούλιο του 1942 μετονομάσθηκε ... σε Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση (ΠΑΟ) και έδρασε αποκλειστικά στη Βόρεια Ελλάδα. Παρόλο που στο εσωτερικό της υπήρχαν ακόμα και σοσιαλίζουσες και αρχειομαρξιστικές ομάδες, η οργάνωση συγκροτήθηκε βασικά από αντικομμουνιστές αξιωματικούς... Καθώς μάλιστα έτρεφαν αρνητικά αισθήματα για το ΕΑΜ, υπέθεσαν ότι οι Γερμανοί πιθανόν να έδειχναν κάποια ανοχή απέναντι τους, ιδίως όταν ξεκίνησε η ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ των δύο οργανώσεων.» 87
Η συνολική τοποθέτηση για την ΠΑΟ είναι χαρακτηριστική για τον εκλεκτικισμό, μέσω του οποίου επιδιώκουν να παρουσιάσουν τις θέσεις τους ως αντικειμενικές.
Έχει απ' όλα: Και αντι-ΕΑΜισμό και αντικομμουνισμό, αλλά και δήθεν αντικειμενικότητα για τη συνεργασία των Γερμανών με τα Τάγματα Ασφαλείας εναντίον του ΕΛΑΣ.
Όμως, όλα αυτά ανακατεύονται και πάλι για να υπηρετήσουν τον ίδιο πολιτικό στόχο, την καταδίκη της δράσης του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, ακόμα και μέσω διαστρεβλώσεων και πλαστογραφιών.
Για να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους για την ΠΑΟ, επικαλούνται δύο πηγές.
Στην πρώτη, η υπεράσπιση της ΠΑΟ συμπληρώνεται από την επισήμανση ότι «για τη συμπλοκή στον Αυγερινό υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις» 88.
Η δεύτερη
προέρχεται από το βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών I. Κολιόπουλο, ο οποίος σε άλλο σημείο του βιβλίου που επικαλούνται οι συγγραφείς εκθειάζει τους ηγέτες των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Χαρακτηριστικά έγραψε: «Εάν δεν είχε οδηγηθεί στη συνεργασία με τους Γερμανούς ή, σωστότερα, εάν δεν είχε ταυτισθεί αποκλειστικά με αυτή την παράταξη θα μπορούσε ασφαλώς να εξελιχθεί σε ηγετική φυσιογνωμία της περιοχής μετά τον πόλεμο... Ο Μιχάλαγας ήταν Πρόσφυγας εγκατεστημένος στα Σέρβια της Κοζάνης. Στην αρχή υποστήριζε τον ΕΔΕΣ και είχε προσπαθήσει να σχηματίσει ένοπλη ομάδα ... αλλά αντιμετώπισε την αντίδραση του ΕΛΑΣ. Έστρεψε τότε όλες του τις προσπάθειες στον εξοπλισμό των προσφυγικών χωριών της περιοχής εναντίον του ΕΛΑΣ, με την ανοχή ή και την υποστήριξη των Γερμανών. Πριν από την απελευθέρωση και καθώς ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν την Κοζάνη οι δυνάμεις των Γερμανών, λίγες χιλιάδες ενόπλων Ποντίων προσέβλεπαν στο Μιχάλαγα για οδηγίες... Ηγέτης αδιαφιλονίκητος των ενόπλων προσφύγων... και έμπιστος συνεργάτης των πολιτικών δυνάμεων που προσπαθούσαν να κρατήσουν την περιοχή έξω από τον έλεγχο της κομμουνιστοκίνητης αντιστάσεως, ο Μιχάλαγας ήταν ίσως ο μόνος που θα μπορούσε να στρέψει το ετερόκλητο ένοπλο στοιχείο της περιοχής προς την κατεύθυνση που είχε οδηγήσει ανάλογα στοιχεία στην Ήπειρο ο Ναπολέοντας Ζέρβας: εναντίον της κομμουνιστοκίνητης αντιστάσεως, αλλά και εναντίον των κατακτητών.» 89
Το πώς θα αγωνιζόταν και εναντίον των κατακτητών αποτελεί ένα ερώτημα, από τη στιγμή που εξοπλιζόταν απ' αυτούς...
Ως δεύτερη καταδιωκόμενη από τον ΕΛΑΣ αντιστασιακή οργάνωση αναφέρονται οι λεγόμενες Εθνικές Ομάδες Αντίστασης-Ελληνικός Στρατός (Πελοπόννησος).
Και εδώ, όμως, ο συγγραφέας που παραθέτουν ξεκαθαρίζει τη φύση της «αντιστασιακής»
οργάνωσης:
«Ο Παπαδόγκωνας ήταν αξιωματικός με μεγάλη απήχηση στο σώμα αξιωματικών της Μεσσηνίας; με τους οποίους είχε οργανώσει τους πρώτους πυρήνες Εθνικών Ομάδων Αντίστασης (ΕΟΑ) από τον Ιούλιο του 1942. Μέχρι το Μάιο του 1943 δεν είχαν αντάρτες στα βουνό. Η δράση τους περιοριζόταν στην αντίδραση στις επιδιώξεις του ΕΑΜ/ΚΚΕ, υποστήριξη των πατριωτών που διώκονταν και συλλογή πληροφοριών για το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής. Η κατοχική κυβέρνηση στην Αθήνα είχε διορίσει τον Παπαδόγκωνα Στρατιωτικό Διοικητή Καλαμάτας (Φρούραρχο)...» 90
Όσον αφορά την οργάνωση ΕΚΚΑ και το στρατιωτικό της σκέλος 5/42 Σύνταγμα υπό τον συνταγματάρχη Ψαρρά, γράφουν:
«Η ΕΚΚΑ επιδίωξε να αποτελέσει τον τρίτο πόλο μεταξύ του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ. Η δολοφονία του Ψαρρού από τον ΕΛΑΣ τον Απρίλιο του 1944 υπήρξε μία από τις μελανότερες στιγμές του κατοχικού εμφυλίου.» 91
Ας δούμε, όμως, τι έγραψε ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης για την ΕΚΚΑ-5/42 Σύνταγμα:
«...πήρα αναφορά ... ότι στην περιοχή Πενταγιών-Ευπαλίου ο ταγματάρχης Καπετσώνης ... και ο λοχαγός Δεδούσης τρομοκρατούσαν την περιοχή, κακοποιούσαν τους εαμίτες και τους εφεδροελασίτες, παραβίαζαν τις αποθήκες του ΕΛΑΣ και... στο Ευπάλιο ο λοχαγός Δεδούσης σκότωσε τον εφεδροελασίτη Βάρσο με τα χέρια του. Επίσης ο λοχαγός της ΕΚΚΑ Ψιλογιάννης αξιωματικός του εφοδιασμού, παρέμεινε στην Άμφισσα αφού την κατέλαβαν οι γερμανοί και συναναστρέφεται τους γερμανούς... Ο ΕΛΑΣ διέταξε την V Ταξιαρχία να έρθει σε επαφή με το συνταγματάρχη Ψαρρό και με τον άγγλο αξιωματικό σύνδεσμο και να κανονίσουν φιλικά τη διαφορά... Ο συνταγματάρχης Ψαρρός απάντησε ότι τα πράγματα αυτά γίνονταν εν αγνοία του ... συγκροτήθηκε μια επιτροπή από τον συνταγματάρχη Ψαρρό, τον ταγματάρχη Ζούλα του ΕΛΑΣ (μου φαίνεται) και τον άγγλο ταγματάρχη Τζεφ για να κανονίσουν τις διαφορές. Η επιτροπή αναγνώρισε το απόλυτο δίκαιο του ΕΛΑΣ... Έμεινε μόνο ένα ζήτημα που διαφωνούσαν: η ευθύνη του λοχαγού Δεδούση. Ο ΕΛΑΣ ζητούσε να παραπεμφθεί σε μεικτό στρατοδικείο για το φόνο του Βάρσου. Ο Ψαρρός δε δέχονταν την παραπομπή του σε στρατοδικείο, αλλά δεχόταν μονάχα να προβεί σε αντικατάστασή του.
Στο διάστημα αυτό που πέρασε (ένα μήνα και περισσότερο) όχι μονάχα δεν έγινε τίποτα από κείνα που είχε αποφασίσει η επιτροπή, αλλά επί πλέον ο λοχαγός Δεδούσης εξακολουθούσε τις διώξεις του κατά των εαμιτών και των ελασιτών και στο Γαλαξείδι σκότωσε άλλους δύο εαμίτες. Τμήμα του ΕΛΑΣ ... που πήγαινε να ζητήσει την επιστροφή των υλικών, χτυπήθηκε στο Ευπάλιο από τμήμα της ΕΚΚΑ ... και εκτός από τα θύματα, πιάστηκαν και περίπου 26 αιχμάλωτοι... Ο ... Λαγκουρόνης, υποδιοικητής του συντάγματος του Ψαρρού, αποχώρησε από την ΕΚΚΑ και με προκήρυξη προς τον πληθυσμό δήλωνε πως η ΕΚΚΑ ξέφυγε από το σκοπό της. Ο ίδιος ... γνωστοποιούσε τις διαθέσεις του να προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ... Σύμφωνα με τις διαταγές της V Ταξιαρχίας και του Άρη, στάλθηκε το τελεσίγραφο στο συνταγματάρχη Ψαρρό και αφού απορρίφθηκε, τα τμήματα του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν κατά των τμημάτων της ΕΚΚΑ για να πετύχουν τη διάλυσή της... Ένα τμήμα με τους Καπετσώνη και Δεδούση πέρασε στην Πάτρα, όπου συγχωνεύθηκε με τα τάγματα ασφαλείας.» 92
Σημειώνεται ότι το 5/42 είχε διαλυθεί από τον ΕΛΑΣ άλλες δύο φορές στο παρελθόν και είχε ανασυγκροτηθεί με τη βοήθεια των Βρετανών, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως δύναμη ανακοπής της επέλασης του ΕΛΑΣ προς την Αθήνα, καλύπτοντας την περιοχή της Αττικοβοιωτίας.
Έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η εκτέλεση του Ψαρρού, σε στιγμές που η ταξική πάλη κορυφωνόταν. Αυτή είναι ολόκληρη η αλήθεια.
Απ' όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι οι συγγραφείς παρουσιάζουν τη δράση του ΕΑΜ ως εγκληματική, προκειμένου η επιχειρηματολογία τους να γίνει εύπεπτη στον αναγνώστη.
Αλλά υπάρχει και το εξής ερώτημα: Οι σφαγές αμάχων, ακόμα και μωρών (Δίστομο κλπ.), στις οποίες οι ταγματασφαλίτες συμμετείχαν, αποτελούσαν αντίδραση στη «βία του ΕΑΜ»;
Η υπεράσπιση της αστικής βίας δεν προκύπτει μόνο από τα προηγούμενα, αλλά και από το ότι οι δύο συγγραφείς συγκαλύπτουν το γεγονός πως, αμέσως μετά από την ήττα του ελληνικού στρατού και τη συνθηκολόγηση (Απρίλης του 1941), δηλαδή πριν ιδρυθεί ακόμα το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, το τμήμα της αστικής τάξης και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι, που παρέμειναν και συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, θεώρησαν πρώτιστο-καθήκον τη «θωράκιση» της αστικής εξουσίας.
Όπως έγραψε ο Τσολάκογλου:
«Νίκη θα είναι αν δεν ανατροπή η κοινωνία (βλέπε αστική εξουσία).
Νίκη θα είναι αν εξυγιανθή το Πανελλήνιον υπό των Σωμάτων Ασφαλείας.» 93
Για τον ίδιο σκοπό έθεσε στις γερμανικές αρχές το ζήτημα της συγκρότησης των Ταγμάτων Ασφαλείας:
«Η δεύτερη ενέργειά μας απέβλεπε εις το να ζητήσωμεν να επιτροπή ο οργάνωσις ταγμάτων τινών διά να εμπνευσθή ο Λαός αίσθημα ασφάλειας...» 94
Αυτά, που επίσης δεν μπόρεσε να προωθήσει, υιοθετούσε και ο δεύτερος δωσίλογος πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος 95.
Δεν μπόρεσε να τα προωθήσει, διότι οι Γερμανοί φοβόντουσαν πως, λόγω των χρόνιων σχέσεων της αστικής τάξης με το βρετανικό καπιταλισμό, τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν ενδεχόμενο να μετατραπούν σε δύναμη στήριξης αγγλοαμερικανικής απόβασης στην Πελοπόννησο, που τότε δεν αποκλειόταν.
Είναι εξάλλου γνωστό ότι, παρά τη ναζιστική στρατιωτική επικράτηση, μεγάλο μέρος του οικονομικού και του πολιτικού κατεστημένου συνέχιζε να διάκειται φιλικά προς τη Μεγάλη Βρετανία και να συνεργάζεται με αυτήν.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και τον Άγγελο Έβερτ, δηλαδή τους επικεφαλής της Εκκλησίας και της Αστυνομίας Πόλεων αντίστοιχα, δύο θεσμών που ο πρώτος, ως προϋπάρχων, ενσωματώθηκε στο αστικό εποικοδόμημα, ενώ ο δεύτερος ήταν αυτούσια αστικός.
Τα πράγματα, όπως αποδέχονται και οι Καλύβας - Μαραντζίδης 96, άλλαξαν κατά τη διάρκεια του 1943 λόγω των εξελίξεων στα πεδία των μαχών.
Η εποποιία και η αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού στο Στάλινγκραντ, η αιχμαλωσία της στρατιάς του φον Πάουλους, η διαφαινόμενη κατάρρευση της Ιταλίας, η ανάπτυξη του ΕΑΜικού κινήματος, καθώς και η ανάγκη των Αρχών Κατοχής να μεταφέρουν στρατό στο ανατολικό μέτωπο, επέβαλλαν τη λήψη μέτρων. Για την εκπλήρωση αυτού του στόχου, σχεδιάστηκε και η μεταφορά Ελλήνων εργατών στα γερμανικά εργοστάσια και η επέκταση της βουλγαρικής ζώνης κατοχής.
Σε αυτές τις συνθήκες, οι αξιώσεις του τρίτου κατή σειρά κατοχικού πρωθυπουργού, I. Ράλλη, βρήκαν ευήκοα ώτα:
«...κατ' Απρίλιον 1943 επέμενον έτι περισσότερον επί της ανάγκης σχηματισμού των μικρών αυτών ελληνικών τμημάτων; διότι εμφανώς πλέον έβλεπον τας προθέσεις του ΕΑΜ και εθεώρον ότι ήτο απαραίτητος ανάγκη να υπάρχουν τμήματα απολύτως εθνικιστικά, δυνόμενα να αντιπαλαίσουν κατά των καταχθόνιων σκοπών του κομμουνισμού.» 97
Βέβαια, οι ναζί συνέχιζαν να μην εμπιστεύονται πλήρως τα Τάγματα Ασφαλείας και διατήρησαν την άμεση διοίκησή τους στη Νότια Πελοπόννησο, έχοντας με αυτά ένα ακόμα οπλισμένο χέρι εναντίον του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Μάλιστα, οι κινήσεις των δωσίλογων πρωθυπουργών γνώρισαν την αποδοχή του συνόλου του αστικού πολιτικού κόσμου, ο οποίος, ανεξαρτήτως διαφορών (βενιζελικοί-βασιλικοί, γερμανόφιλοι-αγγλόφιλοι κλπ.), επαγρυπνούσε για να μην αποτελέσει ο κατοχικός κλονισμός του αστικού κράτους την αρχή της ανατροπής της αστικής εξουσίας μεταπολεμικά. Η ανάπτυξη της δράσης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ λειτούργησε ως ενοποιητικός παράγοντας για τα αντιμαχόμενα τμήματα της αστικής τάξης και το βρετανικό παράγοντα. Αυτό αποδέχονται και οι συγγραφείς σε άλλο σημείο:
«Το ρήγμα έτεινε να μετακινηθεί από το δίπολο μοναρχικοί-δημοκρατικοί στο δίπολο δη-μοκρατία-κομμουνισμός, με τον βασιλιά να έχει κάποιο ρόλο... Το 1943-1944 είναι επομένως μια εποχή επάλληλων και φαινομενικό αντιφατικών τάσεων, που παραπέμπουν όμως στην ανάδυση ενός κύριου ρήγματος κομμουνιστών-αντικομμουνιστών.» 98
Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, από το 1943 το σύνολο της αστικής τάξης και ο βρετανικός ιμπεριαλισμός προχώρησαν σε συντονισμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση του
«κομμουνιστικού κινδύνου»:
1. Σειρά αστικών οργανώσεων άρχισαν να δρουν σε συνεννόηση με τους δωσίλογους και τις Αρχές Κατοχής. Πέρα από τα αναφερθέντα παραδείγματα, ο Ζέρβας ήρθε σε συνεννόηση με τις γερμανικές δυνάμεις της Ηπείρου και έφτασε να ζητά «στημένη» επίθεση από μέρους τους, προκειμένου να αποκτήσει κύρος στην περιοχή δράσης του. Ο διοικητής των γερμανικών δυνάμεων Λαντς, αν και αρνήθηκε την πρόταση, υποσχέθηκε στον Ζέρβα να τον ενημερώσει για την ακριβή ημερομηνία της αποχώρησης των δυνάμε-ών του, ώστε να καταλάβει έγκαιρα τις στρατηγικές θέσεις. 99
2. Η ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου και η στρατιωτική διοίκηση, σε συνεργασία με τους Βρετανούς, διέλυσαν αρχικά την Α’ Ταξιαρχία του στρατού Μέσης Ανατολής και στη συνέχεια τη Β’ (Απρίλης του 1944), ένα χρόνο πριν το τέλος του πολέμου 100, λόγω της μεγάλης επιρροής που είχε σε αυτό το στράτευμα η φιλοΕΑΜική Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση (ΑΣΟ) 101. Η ΑΣΟ ήταν η δύναμη που εμπόδιζε τη μετατροπή του στρατού σε σώμα πραιτοριανών, προορισμένο να αντιμετωπίσει το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην Αθήνα.
Η άποψη των συγγραφέων ότι η «εξέγερση» της ΑΣΟ εντασσόταν στο σχέδιο του ΚΚΕ να καταλάβει την εξουσία δεν τεκμηριώνεται 102. Θα ήταν ευχής έργον για το λαό αν υπήρχε τέτοιο σχέδιο. Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι το κίνημα της Μέσης Ανατολής εκδηλώθηκε μετά από την απόρριψη του αιτήματος της ΑΣΟ στην ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου να αποδεχτεί την πρόταση της ΠΕΕΑ για σχηματισμό «κυβέρνησης εθνικής ενότητας». Το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού στρατού Μέσης Ανατολής, που την εξέφραζε η ΑΣΟ, τάχτηκε υπέρ της ΠΕΕΑ, προκάλεσε την ένοπλη επέμβαση των Βρετανών, της ελληνικής κυβέρνησης υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, καθώς και της διοίκησης του στρατού. Γι' αυτό και διέλυσαν το στρατό, για να τον ανασυγκροτήσουν στη συνέχεια με τους λίγους πραιτοριανούς που τους είχαν απομείνει. Ωστόσο, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, εμμένοντας στην πολιτική της «εθνικής ενότητας», καταδίκασαν τη δράση της ΑΣΟ στη διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου του Λιβάνου,
3. Ο Ράλλης συγκρότησε τα Τάγματα Ασφαλείας, που στελεχώθηκαν από αξιωματικούς όλου του αστικού πολιτικού φάσματος. Ανάμεσα στους εμπνευστές τους και στα στελέχη τους συμμετείχαν πολλοί «κεντρώοι» αξιωματικοί, όπως αναφέρουν και οι συγγραφείς 103. Μόνο που αυτό δεν αποδεικνύει ότι τα Τάγματα Ασφαλείας δε συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Αντίθετα, αναδεικνύει και υπογραμμίζει το κοινό μέτωπο του συνόλου της αστικής τάξης απέναντι στον εσωτερικό ταξικό εχθρό.
4. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και οι σχεδιασμοί του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Όπως ομολογούν σε άλλο σημείο οι Καλύβας - Μαραντζΐδης:
«Οι επιδιώξεις της βρετανικής πολιτικής υλοποιήθηκαν με το πάρσιμο των ακόλουθων μέτρων: α) ενοποίηση της αντιεαμικής παράταξης, β) συμμετοχή του ΚΚΕ σε θεσμικά σχήματα, ώστε να δεσμευτεί πολιτικά και γ) ανάπτυξη μερικών χιλιάδων βρετανικών δυνάμεων.» 104
Ήδη το καλοκαίρι του 1943, στη συνάντηση Τσόρτσιλ - Ρούζβελτ στο Κεμπέκ του Καναδά, εκπονήθηκε το σχέδιο «Μάννα», που προέβλεπε την ανάπτυξη βρετανικού εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα μετά από τη γερμανική αποχώρηση. Προς εκπλήρωση του στόχου, οι Βρετανοί όχι μόνο εκμεταλλεύτηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας (γεγονός που αμφισβητούν οι συγγραφείς), αλλά ήρθαν και σε άμεση συνεννόηση με τους ναζί.
Ο υπουργός Εξοπλισμών και Πολεμικής Βιομηχανίας των ναζί και στενός συνεργάτης του Χίτλερ, Άλμπερτ Σπέερ, ανέφερε χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του:
«Παρά τον απόλυτο έλεγχο των Βρετανών στη θάλασσα, επετράπη στις γερμανικές μονάδες να επιβιβαστούν και να ταξιδέψουν ανενόχλητες προς την ενδοχώρα... Σε αντάλλαγμα η Γερμανική πλευρά συμφώνησε να χρησιμοποιήσει αυτό τα στρατεύματα για να κρατήσει την Θεσσαλονίκη έως ότου θα ήταν δυνατό να καταληφθεί από τις Βρετανικές δυνάμεις.» 105
Έπειτα από τα παραπάνω, κρίνεται άστοχη η οποιαδήποτε απόπειρα απόσπασης των Ταγμάτων Ασφαλείας από τις ενέργειες και τις προθέσεις των εγχώριων και των ξένων αστικών δυνάμεων, όχι μόνο στη διάρκεια των Δεκεμβριανών (όπως αποδέχονται οι συγγραφείς 106), αλλά και πριν την Απελευθέρωση. Απλώς, μετά από τον ερχομό της κυβέρνησης του Κάιρου στην Αθήνα και την απόβαση των βρετανικών στρατευμάτων, η συνεργασία αυτή πήρε και θεσμική μορφή.
Αυτό υποστήριξε και ο Ράλλης, κατά τη διάρκεια της δίκης των δωσίλογων:
«Ράλλης: -Κύριε Παπανδρέου, είμαι σε θέση να διαβεβαιώσω ότι και πριν του κινήματος του Δεκεμβρίου, ικανός αριθμός των ανδρών των Ταγμάτων ωπλίσθη και ενετάχθη εις διάφορα σώματα με τα οποία επολέμησεν εναντίον του ΕΛΑΣ.
Παπανδρέου: -Δυνατόν, υπό το κράτος συγχύσεως...» 107
Υπό το... κράτος συγχύσεως φαίνεται ότι η κυβέρνηση εξόπλισε τα Τάγματα Ασφαλείας το Δεκέμβρη του 1944, προκειμένου να τσακίσουν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από κοινού Ταγματασφαλίτες, Ριμινίτες, Χίτες κλπ.
Δεκέμβρης 1944
Οι Καλύβας - Μαραντζΐδης θεωρούν ότι τα Δεκεμβριανά ήταν απόρροια ενός οργανωμένου κομμουνιστικού σχεδίου βίαιης κατάληψης της εξουσίας:
«Τα Δεκεμβριανά όμως δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία και είναι αφελές να αντιμετωπίζεται η προσφυγή του ΚΚΕ στη βία ως αυθόρμητη, αντανακλαστική ή αμυντική αντίδραση στους πυροβολισμούς της αστυνομίας εναντίον των διαδηλωτών... Ήδη από τις 20 Νοεμβρίου είχε οργανωθεί αχτίφ πολιτικοστρατιωτικών στελεχών... Αν και ο Γ. Σιάντος ... καθησύχαζε τα στελέχη του ότι θα βρισκόταν κάποιος αποδεκτός συμβιβασμός ... οι περισσότεροι που πήραν τον λόγο έστελναν το μήνυμα "Ή τώρα ή ποτέ".» 108
Οι Καλύβας - Μαραντζίδης αποδίδουν στο ΚΚΕ ένα σχεδίασμά που -αν και έπρεπε να είχε- δεν είχε για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.
Εξαιτίας αυτής της έλλειψης, δεν υλοποιήθηκε το σχέδιο κατάληψης του Λεκανοπεδίου από τον ΕΛΑΣ.
Έτσι, οι συγγραφείς «παρακάμπτουν» την τοποθέτηση του Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, Γιώργη Σιάντου. Πολύ περισσότερο, επιδιώκοντας να ταυτίσουν την εργατική-λαϊκή πάλη με... πραξικόπημα, παρακάμπτουν και πληθώρα αποφάσεων κομματικών σωμάτων, που υιοθετούσαν το σκεπτικό «ένοπλη πάλη για ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις».
Γράφουν:
«Τα Δεκεμβριανά ήταν συγχρόνως τρία πράγματα: πραξικόπημα, εμφύλια σύγκρουση και επανάσταση.Πραξικόπημα (με διαφορετικούς όρους: "στάση" ή "κίνημα"), καθώς ένα τμήμα του στρατού στασίασε εναντίον της κυβέρνησης.» 109
Είναι επόμενο οι κονδυλοφόροι του καπιταλισμού να μην αναγνωρίζουν το δικαίωμα στην εργατική τάξη και στο Κόμμα της να οργανώνουν την πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας.
Και είναι επόμενο να χαρακτηρίζουν ως πραξικόπημα το δικαίωμα του λαού να παλεύει με όποια μορφή πάλης αυτός αποφασίζει, δηλαδή και με τα όπλα. Ακόμα και οι αστικές επαναστάσεις στηρίχτηκαν στην ένοπλη δράση των λαϊκών δυνάμεων.
Σήμερα, όμως, οι υπερασπιστές της αστικής εξουσίας κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν με ποιον τρόπο αυτή επικράτησε και χτυπούν λυσσασμένα αυτό το δικαίωμα του λαού. Και όλα αυτά, παρόλο που γνωρίζουν ότι ο Δεκέμβρης δεν ήταν επανάσταση. Όμως, καταλαβαίνουν ότι αποτέλεσε εξ αντικειμένου μια κρίσιμη ταξική σύγκρουση.
Γι' αυτό και συνεχίζουν στιγματίζοντας την ΕΑΜική πόλη που επεκτάθηκε στη διάρκεια των
Δεκεμβριανών:
«...τα στοιχεία δείχνουν ότι οι εκτελέσεις αιχμαλώτων χαρακτήρισαν κυρίως τη δράση του ΕΛΑΣ με βασικό στόχο τη Χωροφυλακή και πιθανώς την Εθνοφυλακή.» 110
Οι συγγραφείς μιλούν ακόμα και για δολοφονίες πολιτών, στηριζόμενοι στις «αντικειμενικές πληροφορίες» της
Εθνοφυλακής:
«Πληροφορίες που φθάνουν στην Εθνοφυλακή ... κάνουν λόγο για αποστολές 1000 έως 1500 ομήρων καθημερινά προς τη Θήβα και για δεκάδες εκτελέσεις, η μαζικότερη από τις οποίες έγινε στις 22 Δεκεμβρίου στο λιγνιτωρυχείο Περιστεριού με σχεδόν 300 θύματα. Πρόκειται για νέους και γέρους, άνδρες και γυναίκες ακόμα και σε κατάσταση εγκυμοσύνης, καθώς και ολόκληρες οικογένειες. Πολλά πτώματα φέρνουν ίχνη βασανισμού.» 111
Το κενό επιχειρημάτων καλύπτεται από την πτωματολογία στη βάση της επίκλησης ιατροδικαστικών εκθέσεων, που, όντας μεροληπτικές ή και ψευδείς, αποτέλεσαν θεμέλιο της αστικής προπαγάνδας.
Αντίθετα, αποσιωπούνται οι μαρτυρίες που την κλονίζουν:
«Η Ειρήνη Βασιλόκη τραυματίστηκε θανάσιμα από αγγλικό πολυβόλο. Το πτώμα της βρέθηκε για αναγνώριση στην έκθεση Περιστεριού 112.
Η Κωτσάκη Χρυσούλα, νοσοκόμα 18 χρονών, μέλος του ΚΚΕ, πιάστηκε από τους χίτες στο Πολιτικό Νοσοκομείο όπου εργαζόταν.
Μετά από φρικτό βασανιστήρια την εκτέλεσαν. Το πτώμα της αφού ξεθάφτηκε μεταφέρθηκε στην "έκθεση πτωμάτων" [Περιστέρι] το Μάρτη του 1945.» 113
Παράλληλα, οι συγγραφείς, με χυδαίο αντικομμουνισμό, δικαιολογούν την αστική βία. Ως αποτέλεσμα, αν και αποδέχονται ότι ανάμεσα στους 558 νεκρούς που βρέθηκαν στο βασιλικό κήπο (περιοχή υπό τον έλεγχο των αστικών δυνάμεων), υπάρχουν και εκτελεσθέντες,
θεωρούν πως οι εκτελέσεις δεν αποτέλεσαν μια καθιερωμένη τακτική 114.
Το ίδιο ισχυρίζονται και για τους ομήρους που μετέφερε ο ΕΔΕΣ στην Κέρκυρα 115.
Ωστόσο, η χαρακτηριστικότερη περίπτωση αθώωσης της αστικής βίας εντοπίζεται στην προσέγγιση της μεταφοράς συλληφθέντων στην Αθήνα ως ομήρων (συχνά απλών πολιτών) που μεταφέρθηκαν στα βρετανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης της Μέσης Ανατολής:
«Από τις μαρτυρίες πάντως συνάγεται πως το μεγαλύτερο μέρος των κρατουμένων στην Ελ Ντόμπα ήταν μαχητές του ΕΛΑΣ και πως, παρά τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, δεν υπήρξαν ακρότητες ή εκτελέσεις.» 116
Ας δούμε, όμως, πώς περιγράφεται η αιχμαλωσία από το γνωστό ηθοποιό Μίμη Φωτόπουλο, ο οποίος μεταφέρθηκε στην Ελ Ντόμπα:
«Εμείς που ήρθαμε τελευταίοι είχαμε περάσει πάνω από δυόμισι μήνες στην έρημο. Είχαμε δοκιμάσει πολλούς εξευτελισμούς, πολλούς πόνους, πολλά βάσανα. Είχαμε αφήσει ένα ματωμένο κομμάτι της ζωής μας στα σύρματα.» 117
Συνολικότερα, οι συγγραφείς διαστρεβλώνουν την ιστορία των Δεκεμβριανών, παρουσιάζοντας το αστικό καθεστώς να αμύνεται και τους Βρετανούς να ανέχονται τις σφαγές των Ταγμάτων Ασφαλείας από τον ΕΛΑΣ (!).
Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η αστική στρατηγική εμπεριείχε τον αφοπλισμό του λαϊκού παράγοντα ως όρο επαναθεμελίωσης της αστικής εξουσίας.
Όπως ομολόγησε αργότερα ο
Γ. Παπανδρέου:
«... εφ' όσον το ΚΚΕ παρέμενε πάνοπλον, η Ελληνική Κυβέρνησις ... ήτο απλώς η "περικεφαλαία του ΕΑΜικού κράτους"...» 118
Το πρόβλημα για τον εργατικό-λαϊκό παράγοντα έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι, απέναντι στην αναμενόμενη επίθεση της αστικής τάξης, δεν ήταν προετοιμασμένος να αντιτάξει τη δική του στρατηγική για την κατάληψη της εργατικής εξουσίας.
Αυτός ήταν ο λόγος που τότε, αλλά και στη συνέχεια, αντιμετώπιζε ακόμα και την ένοπλη πάλη ως τμήμα της πάλης για την επιβολή των δημοκρατικών λύσεων.
ΚΚΕ και Ταγματασφαλίτες στο ίδιο τσουβάλι
Οι Καλύβας - Μαραντζίδης αναγνωρίζουν, από τη μια, ότι το αστικό κράτος παραβίασε τη συμφωνία της Βάρκιζας, όμως, από την άλλη, δικαιολογούν αυτή την παραβίαση:
«Η νέα πολιτική κατάσταση λοιπόν όχι μόνο δεν καταδίωξε ιδιαίτερα όσους είχαν συνάψει σχέσεις άμεσης ή έμμεσης συνεργασίας με τους κατακτητές, αλλά αντίθετα ... επιχείρησε να τους εντάξει στη διαδικασία συνένωσης των αντικομμουνιστικών δυνάμεων παραχωρώντας στις ομάδες τους ημιεπίσημη αναγνώριση, προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα οι οπλισμένοι κομμουνιστές... Η απουσία ενός σοβαρά οργανωμένου και οπλισμένου στρατού ... και η έλλειψη εμπιστοσύνης έναντι του ΚΚΕ, σε συνδυασμό με αισθήματα εκδίκησης για την κόκκινη τρομοκρατία της Κατοχής, συνέβαλαν στη διατήρηση και ενίσχυση των ένοπλων εθνικιστικών (ακροδεξιών) ομάδων.» 119
Υπό αυτό το πρίσμα, «μοιράζουν» τις ευθύνες ακόμα και για τη Λευκή Τρομοκρατία: «...όπως θεωρείται ηθικά επιλήψιμη η μη τιμωρία συνεργατών των αρχών κατοχής που διέπραξαν εγκληματικές πράξεις, εξίσου επιλήψιμη είναι και η μη τιμωρία πολλών στελεχών του ΚΚΕ, της ΟΠΛΑ και του ΕΛΑΣ που ευθύνονταν για εγκλήματα στα χρόνια της Κατοχής και της απελευθέρωσης.» 120
Με την επίφαση της αντικειμενικότητας, επαναλαμβάνουν το σκεπτικό των διώξεων του μεταβαρκιζιανού αστικού κράτους, που θεωρούσε την αντίσταση στους κατακτητές και στους συνεργάτες τους ποινικό αδίκημα και υποβίβαζε τους αγωνιστές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ σε ποινικούς εγκληματίες.
Αναφορικά με το ρόλο της Μεγάλης Βρετανίας στο δολοφονικό όργιο κατά του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, γράφουν αρχικά ότι κακώς συνδέθηκε με τη Λευκή Τρομοκρατία 121, αλλά ορισμένες σελίδες αργότερα υπαναχωρούν:
«...λιγότερο ζήλο επέδειξαν στο να σταματήσει η δράση των ακροδεξιών και παρακρατικών ομάδων...» 122
Πάντως κάποιο ζήλο επέδειξαν!... -σύμφωνα πάντα με τους συγγραφείς.
Και για το δολοφονικό όργιο που ξετυλιγόταν και κλιμακωνόταν, οι Καλύβας -Μαραντζίδης θεωρούν ότι το ΚΚΕ και το ΕΑΜ έπρεπε να πουν «σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω». Και επειδή αυτό δεν έγινε, οι δύο συγγραφείς επιτίθενται:
«...αφετηρία μιας νέας στρατηγικής αποτέλεσε η επιλογή της "μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας" που υιοθετήθηκε από την 12η Ολομέλεια του Ιουνίου 1945 ... αν και απείχε ακόμη από τον ένοπλο αγώνα, ήταν ένα βήμα αποστασιοποίησης από τη Βάρκιζα που συσπείρωσε τα στελέχη του ΕΛΑΣ ... αν και το ΚΚΕ δε διέθετε βαρύ οπλισμό, η πολιτική της αυτοάμυνας επέτρεψε στις οργανωμένες ομάδες του σε αρκετές περιοχές να επιβληθούν απέναντι τόσο στις ακροδεξιές οργανώσεις όσο και στο οργανωμένο κράτος που, εξασθενημένο, πάσχιζε να σταθεί στα πόδια του.» 123
Το «καημένο» το αστικό κράτος παρουσιάζεται αδύναμο, εν μέσω κορύφωσης της Λευκής Τρομοκρατίας.
Κατά τους συγγραφείς, το αστικό κράτος είχε κάθε δικαίωμα (και καθήκον) να επιδιώκει την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων.
Όμως, το ΚΚΕ καθίσταται και πάλι υπόλογο γιατί δε συμμορφώθηκε...
Έτσι, αν και αποδέχονται τους λόγους που επικαλέστηκαν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ για την αποχή τους από τις εκλογές στις 31 Μάρτη 1946 (κρατική καταστολή, καταδιωκόμενοι, φυλακισμένοι και εξόριστοι, μη εκκαθαρισμένοι εκλογικοί κατάλογοι) 124, επιτίθενται λάβροι κατά του ΚΚΕ,
γράφοντας:
«Επομένως το '46 ήταν γνωστά τα σχεδόν βέβαια αποτελέσματα της αποχής: η επιλογή εμφυλίου ... η πορεία προς κάποιας μορφής πολιτικό συμβιβασμό προϋπέθετε συμμετοχή στις εκλογές...» 125
Και όλα αυτά, ενώ με κυνισμό παραδέχονται πως η κοινοβουλευτική παρουσία του ΚΚΕ δε θα σταματούσε την κρατική καταστολή:
«...η κοινοβουλευτική παρουσία του δεν θα απέτρεπε ούτε μια ενδεχόμενη αυταρχικοποίηση του καθεστώτος ούτε τις δυσάρεστες για το κόμμα συνέπειες που θα προέκυπταν από μια τέτοια εξέλιξη. Ενδεχομένως, μάλιστα, να επιτάχυνε τέτοιες εξελίξεις.» 126
Το γεγονός ότι αυτοαναιρούνται τους αφήνει αδιάφορους. Αυτοί τη δουλειά τους θέλουν να κάνουν: Να στιγματίσουν ηθικά και πολιτικά το ΚΚΕ για ένοπλη αντίσταση (που βέβαια ήταν αρχικά περιορισμένη) απέναντι στη βία της αστικής εξουσίας.
Έτσι, επαναφέρουν τη θεωρία των «δύο άκρων», προκειμένου να συσκοτίσουν την πραγματική διαχωριστική γραμμή, που δε βρισκόταν ανάμεσα στη «Δεξιά» και στην «Αριστερά», αλλά ανάμεσα στο ΚΚΕ και στο ΕΑΜ, από τη μια, και όλες τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, από την άλλη.
Γράφουν:
«...το αποτέλεσμα ήταν Θρίαμβος για τους βασιλόφρονες, που κέρδισαν συνολικά το 64,68% των ψήφων και 236 από τις 354 έδρες του κοινοβουλίου... Αντίθετα, οι Κεντρώοι υπέστησαν σοβαρή ήττα, καθώς συγκέντρωσαν μόλις το 34,96 % των ψήφων και συνολικά 118 έδρες... Με δύο λόγια θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η εμφύλια σύγκρουση και η πόλωση των Δεκεμβριανών και της μεταβαρκιζιανής περιόδου συνέθλιψαν τις φιλελεύθερες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις προς όφελος των δύο άκρων. Σε ό,τι αφορά την αποχή, οι πιο έγκυροι υπολογισμοί καταλήγουν ότι η "πολιτική αποχή" ήταν της τάξης του 20% ενώ η επιρροή του ΚΚΕ ανερχόταν περίπου στο 25% του συνολικού εκλογικού σώματος.» 127
Μικρή σημασία έχει ότι τα αριθμητικά στοιχεία, που οι ίδιοι παραθέτουν, δεν υποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους «περί πόλωσης των δύο άκρων», αφού το ποσοστό των Φιλελευθέρων έφτανε στο 35%.
Το σημαντικότερο είναι ότι προσπαθούν να αθωώσουν μια μερίδα του αστικού πολιτικού κόσμου («κεντρώες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις»), που όχι μόνο δεν αποστασιοποιήθηκε από τις διώξεις του εργατικού-λαϊκού κινήματος, αλλά πρωταγωνίστησε σε αυτές.
Επίσης, συνειδητά αποκρύπτουν ότι η στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ δε μετέβαλε το συσχετισμό μεταξύ των ταξικών δυνάμεων, όπως επιδίωκε η αστική τάξη, συσχετισμός που δεν αποτυπώθηκε στις νόθες εκλογές του 1946.
Ως αποτέλεσμα, η ήττα του εργατικού-λαϊκού παράγοντα όφειλε να ολοκληρωθεί με την εξάπλωση της καταστολής, αλλά και με την πολιτική αναβάθμιση του αστικού καθεστώτος. Στα καθήκοντα αυτά ανταποκρίθηκαν η ισχυρότατη κρατική καταστολή και οι νόθες εκλογές.
Η αποχή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ από τις εκλογές του 1946, όπως και η απόφαση περί «μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας», αν και ήταν ορθές, ωστόσο δεν μπορούσαν να επιφέρουν σημαντικά αποτελέσματα, στο βαθμό που δεν εντάσσονταν σε ένα σχέδιο άμεσης γενικευμένης εξέγερσης,
με επίκεντρο τα αστικά κέντρα και στόχο την ανατροπή της αστικής εξουσίας.
Υπό το βάρος των στρατηγικών ανεπαρκειών του ΚΚΕ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, τέτοιο σχέδιο δεν υπήρχε, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται οι συγγραφείς.
Το ΚΚΕ ακολούθησε την πολιτική τού «βλέποντας και κάνοντας» και όχι κάποια διπλή στρατηγική.
Ο ρόλος του ιμπεριαλιστικού και του σοσιαλιστικού παράγοντα
Ξεκινώντας από τους Βρετανούς, οι συγγραφείς επικαλούνται και πάλι τη σημαντική βοήθεια που έδωσαν στον ΕΛΑΣ το πρώτο διάστημα της Κατοχής 128.
Βέβαια, τα περί στρατιωτικής βοήθειας στον ΕΛΑΣ δεν αποτελούν καθόλου ισχυρό επιχείρημα. Άφθονο οπλισμό και λίρες οι Βρετανοί έδιναν στον Ζέρβα (ΕΔΕΣ) και στην ΕΚΚΑ-5/42 και όχι στον ΕΛΑΣ.
Τη λιγοστή βοήθεια που έδωσαν (για τα μάτια του κόσμου) την αντιμετώπισαν και ως μέσο πλαγιοκόπησης του ΕΛΑΣ, για να τον βάλουν στο χέρι. Αλλά και εδώ
οι Καλύβας - Μαραντζίδης ψεύδονται ασύστολα, προκειμένου να υποστηρίξουν ότι η στάση των Βρετανών άλλαξε έπειτα από την έναρξη των ένοπλων συγκρούσεων με τις αστικές δυνάμεις:
«Από τις αρχές του 1944 κι ενώ η στρατιωτική σημασία της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο μειωνόταν, πολιτικός στόχος της βρετανικής πολιτικής γινόταν η παραμονή της Ελλάδας στη βρετανική ζώνη επιρροής.» 129
Σύμφωνα με τους συγγραφείς, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πολιτικής και επειδή φοβούνταν μια σύγκρουση με την ΕΣΣΔ, οι Βρετανοί προχώρησαν μαζί της στη «συμφωνία των ποσοστών» 130.
Οι Καλύβας - Μαραντζίδης, αν και υποκριτικά δεν αποδέχονται τη σημασία της «συμφωνίας των ποσοστών», την χρησιμοποιούν προκειμένου να ερμηνεύσουν την απουσία σοβιετικής βοήθειας στον ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών 131.
Ως αποτέλεσμα, θεωρούν καθοριστική τη βρετανική συμβολή στη διατήρηση της αστικής εξουσίας:
«...η δραστήρια διπλωματική προσπάθεια και η ενεργή εμπλοκή των Βρετανών στο ελληνικό έδαφος, τόσο στην Κατοχή όσο και στην Απελευθέρωση απέτρεψε την επέκταση των σοβιετικών στρατευμάτων και την επιβολή της κομμουνιστικής δικτατορίας...» 132
Στη συνέχεια, οι συγγραφείς μιλούν για διακριτή από τους Βρετανούς αμερικανική εξωτερική πολιτική 133, η οποία άλλαξε μετά από το θάνατο του Ρούζβελτ και τη σταδιακή κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου.
Στο πλαίσιό του, η Ελλάδα και η Τουρκία αναδείχτηκαν σε χώρες κλειδιά για το «σταμάτημα του σοβιετικού επεκτατισμού» 134, ενώ χάρη στις ΗΠΑ «διασφαλίστηκε η δημοκρατία»:
«...χάρη στα 171 εκατομμύρια δολάρια του προγράμματος οικονομικής βοήθειας των ετών 1947-1948 που διοχετεύτηκαν στις ένοπλες δυνάμεις, η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να αντιμετωπίσει νικηφόρα την κομμουνιστική εξέγερση και τον Δημοκρατικό Στρατό ... η Ελλάδα είναι μια σπάνια περίπτωση όπου διατηρήθηκε το κοινοβουλευτικό σύστημα και οι τυπικές ελευθερίες μετά το τέλος ενός αιματηρού και σκληρού εμφυλίου πολέμου. Το γεγονός ότι αυτό το κοινοβουλευτικό σύστημα, έστω και καχεκτικό, άντεξε δεν είναι άσχετο με την ίδια τη λογική της αμερικανικής παρέμβασης...» 135
Άντεξε η δημοκρατία των εκτελέσεων, των φυλακίσεων, της εξορίας και των διωγμών. Άντεξε η δημοκρατία της δικτατορίας του κεφαλαίου, ανεξάρτητα από τη μορφή του πολιτικού της συστήματος.
Συμπερασματικά, αν και οι συγγραφείς επιδιώκουν να «καυτηριάσουν» τις «ξένες επεμβάσεις», αναγνωρίζουν τη σημασία τους όταν αυτές συνδράμουν την αστική εξουσία.
Μάλιστα, επικαλούνται ως άλλοθι των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων την αλληλεγγύη της ΕΣΣΔ και των Λαϊκών Δημοκρατιών, στις οποίες επιπλέον αποδίδουν σχεδιασμούς μετατροπής της Ελλάδας σε προτεκτοράτο τους.
Γράφουν:
«Παραβλέπετε εντελώς ότι οι βαλκάνιοι γείτονες και ιδιαίτερα οι Γιουγκοσλάβοι και οι Βούλγαροι, όχι μόνο αναμείχθηκαν ενεργό υποστηρίζοντας με κάθε τρόπο τον Δημοκρατικό Στρατό, αλλά είχαν έτοιμα πολιτικά και στρατιωτικά σχέδια για το διαμελισμό της χώρας και τη δημιουργία ενός "προτεκτοράτου" στη νότια βαλκανική.» 136
«Στο επίπεδο της στρατιωτικής συνεισφοράς, ο ΔΣΕ εξαρτήθηκε απόλυτα από την υλική υποστήριξη των ξένων συντρόφων του... δεν αποτελεί υπερβολή ο ισχυρισμός ότι μόνο χάρη σε αυτή την εξωτερική στήριξη έγινε δυνατή η κήρυξη του Εμφυλίου από την πλευρά του ΚΚΕ.» 137
Στο μεταξύ, οι συγγραφείς θεωρούν ότι το ΚΚΕ, για να εξασφαλίσει τη στήριξη των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών, είχε υποχωρήσει έναντι των εδαφικών αξιώσεων που είχαν εγείρει από την περίοδο της Κατοχής:
«Στις 14 Οκτωβρίου 1946, ο Ιωαννίδης από το ΚΚΕ και ο I. Καραγιάνοφ ως εκπρόσωπος του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας υπέγραψαν... ειδική συμφωνία για την ενότητα μεταξύ ΚΚΕ και ΝΟΦ [Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Σλαβομακεδόνων)]. Επρόκειτο για μια συμβιβαστική συμφωνία. Το ΝΟΦ θα σταματούσε να διεκδικεί τη δημιουργία ανεξάρτητων σλαβομακεδονικών μονάδων στο ελληνικό αντάρτικο και το ΚΚΕ από την πλευρά του θα δεχόταν οι Σλαβομακεδόνες να διατηρήσουν τη δική τους κεντρική πολιτική ηγεσία, που σήμαινε ένα είδος ντε φόκτο αναγνώρισης.» 138
Οι Καλύβας - Μαραντζίδης, αναμειγνύοντας πραγματικά γεγονότα με ιστορικές στρεβλώσεις, επιδιώκουν τις εξής πολιτικές στοχεύσεις:
1. Αναπαράγουν άλλη μια φορά την «εικόνα» του «ξενοκίνητου» αγώνα του ΔΣΕ.
2. Παρουσιάζουν τη βοήθεια των αδελφών κομμάτων ως σχετιζόμενη με τα δικά τους συμφέροντα και αντίθετη με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και επαναφέρουν τη χυδαία αντικομμουνιστική προπαγάνδα «περί απόσπασης τμήματος της χώρας».
3. Θεωρούν απόλυτα δικαιωματική την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, όχι όμως και τη φιλική βοήθεια των κρατών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης προς το ΚΚΕ και το ΔΣΕ.
Πρώτον, ο ΔΣΕ γεννήθηκε από τις ασυμφιλίωτες ταξικές αντιθέσεις στην Ελλάδα και δεν ήταν ένα εισαγόμενο φαινόμενο, όπως υποστηρίζει επί δεκαετίες η ασφαλίτικου τύπου προπαγάνδα.
Δεύτερον, η βοήθεια της ΕΣΣΔ και των Λαϊκών Δημοκρατιών (ΛΔ) δεν ήταν καθοριστική για την έναρξη του αγώνα του ΔΣΕ. Υπενθυμίζουμε ότι οι Ομάδες Καταδιωκόμενων Αγωνιστών, που αποτέλεσαν τον πρόδρομο του ΔΣΕ, αυτοεξοπλίστηκαν και έδρασαν πριν την έλευση βοήθειας.
Το ΚΚΕ σωστά ζήτησε την αλληλεγγύη των αδελφών κομμάτων στον αγώνα του εναντίον της ελληνικής αστικής τάξης, που είχε στο πλευρό της την αθρόα βοήθεια της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ. Βεβαίως, η βοήθεια, που επίσης καλώς δόθηκε στο ΔΣΕ και στο ΚΚΕ, απείχε συντριπτικά από το ύψος της βοήθειας του ταξικού αντιπάλου, ενώ ήταν ανεπαρκής και για την υλοποίηση των βασικών στρατιωτικών σχεδίων του ΔΣΕ.
Αυτό οφειλόταν και στο γεγονός ότι τα αδελφά κόμματα για μεγάλο διάστημα πίστευαν πως το ΚΚΕ όφειλε να ρίξει το κύριο βάρος του στη μαζική πολιτική δουλειά.
Έτσι και αλλιώς, η απουσία επαρκούς βοήθειας στο ΔΣΕ καθιστά ακόμα πιο ηρωικό και αξιοσέβαστο τον τιτάνιο αγώνα του.
Και τρίτον, το ΚΚΕ όχι μόνο δεν αποδέχτηκε τις γιουγκοσλαβικές αξιώσεις, όπως ισχυρίζονται οι συγγραφείς, προκειμένου να λάβει ο ΔΣΕ βοήθεια, αλλά και επεδίωξε να συσπειρώσει στις δικές του θέσεις τις δυνάμεις των Σλαβόφωνων στην Ελλάδα 139.
Στις 13 Γενάρη 1948 πραγματοποιήθηκε το Α' Συνέδριο του ΝΟΦ, το οποίο επιβεβαίωσε την ευθυγράμμισή του με την πολιτική του ΚΚΕ.
Μάλιστα, έπειτα από την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ (Ιούνης του 1948), η πλειοψηφία του ΝΟΦ πήρε το μέρος του ΚΚΕ και της ΕΣΣΔ.
Ενδεικτικά, στην απόφαση του 2ου Συνεδρίου του ΝΟΦ, που διεξήχθη στις 25-26 Μάρτη 1949, ανάμεσα στα άλλα αναφερόταν:
«...το μεγάλο μέτωπο της ειρήνης, που καθοδηγείται απ' τη ΣΕ και το μεγάλο Στάλιν ... στο στρατόπεδο της ειρήνης οι λαϊκοδημοκρατικές χώρες, έχοντας τη βοήθεια της ΣΕ και καθοδηγούμενες από την τεράστια πείρα της, προχωρούν μ'εμπιστοσύνη στο δρόμο του σοσιαλισμού...» 140
Οι συγκεκριμένες αποφάσεις του Συνεδρίου βρίσκονταν σε αντίθεση με τις επεξεργασίες των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών, που μιλούσαν για «γιουγκοσλαβικό δρόμο προς το σοσιαλισμό».
Ακόμα, το ΚΚΕ κατάγγειλε την ηγεσία της Γιουγκοσλαβίας και τις επιδιώξεις της για ενιαία Μακεδονία στο πλαίσιο της Μεγάλης Γιουγκοσλαβίας και χαρακτήρισε την πολιτική του Τίτο σοβινιστική.
Το ίδιο έκανε και το ΝΟΦ, το οποίο στο 2ο Συνέδριό του καταδίκασε τη φραξιονιστική δουλειά που προωθούσε η γιουγκοσλαβική ηγεσία στις γραμμές της Οργάνωσης 141.
Η θέση της 5ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (30-31 Γενάρη 1949), που γρήγορα διορθώθηκε, υποστήριζε ότι «ο μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του έτσι όπως το θέλει ο ίδιος, προσφέροντας σήμερα το αίμα του για να την αποχτήσει» 142 .
Η θέση αυτή, που αντικατέστησε πρόσκαιρα τη θέση του ΚΚΕ για ισοτιμία των μειονοτήτων στην Ελλάδα, προκλήθηκε από τη σοβινιστική πολιτική του Τίτο. Επίσης, προκλήθηκε από την υπονομευτική δράση της Γιουγκοσλαβίας στις γραμμές του ΔΣΕ, η οποία στόχευε να τον αποστερήσει από σημαντικές δυνάμεις.
Ηθική ανωτερότητα και σθένος ακατάβλητο, τα βαριά όπλα του ΔΣΕ
Οι συγγραφείς επιδιώκουν επανειλημμένα να τραυματίσουν την ηθική υπεροχή και το δίκαιο του αγώνα του ΔΣΕ:
«...αυτό που χαρακτήριζε τον Δημοκρατικό Στρατό ήταν η ισχύς και η πυκνότητα των πελατειακών δικτύων. Οι "προστατευόμενοι" της ηγεσίας... μπορούσαν να απολαμβάνουν περισσότερα "προνόμια" και να βρίσκονται περισσότερο στο απυρόβλητο.» 143
Η επίθεση επεκτείνεται στις «βίαιες στρατολογίες»:
«...οι βίαια στρατολογημένοι ήταν σαφώς περισσότεροι από όσους κατατάχθηκαν εθελοντικά... Οι αμερικανικές πηγές ανέφεραν μια σχέση 4 προς 6, ενώ οι ελληνικές μια σχέση 1 προς 1... Οι χωρικοί κρύβονταν όπου μπορούσαν ή επιχειρούσαν να ξεγελάσουν τους αντάρτες... όταν τελικά τους ανακάλυπταν, οι κάτοικοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πείσουν τους αντάρτες να μην τους πάρουν μαζί τους. Σε αυτό το σκηνικό αγωνίας επιχειρήθηκαν πολλές εξαγορές, ορισμένες μάλιστα με επιτυχία.» 144
Και συνεχίζουν οι Καλύβας - Μαραντζίδης με αναφορές στο φύλο και στην ηλικία:
«Από ένα σημείο και έπειτα, η βίαιη στρατολόγηση αφορούσε σε μεγάλο βαθμό τις γυναίκες ... στις ορεινές περιοχές της χώρας οι γυναίκες και οι ηλικιωμένοι άνδρες ήταν ο μόνος πληθυσμός που ζούσε στα χωριά, καθώς οι άνδρες είτε είχαν ήδη καταταχθεί στον Ελληνικό Στρατό ή στον ΔΣΕ είτε είχαν φύγει για να μη στρατολογηθούν από τους αντάρτες ... σύμφωνα με τους Κλόουζ και Βερέμη τα τέσσερα πέμπτα των μαχητών ήταν κάτω των 25 ετών... όσο προχωρούσε ο πόλεμος και οι επιστρατευμένοι αυξάνονταν τόσο μειωνόταν ο μέσος όρος ηλικίας... Οι αντίπαλοι του ΔΣΕ υπολογίζουν πως οι μαχητές ηλικίας 16-18 ετών αποτελούσαν περίπου το 20% του συνόλου.» 145
Η προσπάθεια αποδόμησης του ΔΣΕ ολοκληρώνεται με την εθνοτική και τη μορφωτική σύνθεσή του και οι συγγραφείς αναφέρονται σε 20% Σλαβομακεδόνες και 70% αγράμματους, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα:
«...ο "λαογέννητος στρατός” αποτελούνταν στην πλειονότητά του από στρατολογημένους εφήβους και νέους αγρότες και αγρότισσες, που πολύ μικρή σχέση είχαν με το μαρξισμό-λενινισμό και με τα οράματα του ΚΚΕ...» 146
Όπως και στην περίπτωση του ΕΑΜ, στόχος των συγγραφέων είναι η αποκοπή του ΔΣΕ από τους αγώνες και τις επιθυμίες των υπό εκμετάλλευση μαζών, η απόδοσή του ως στρατού προορισμένου να ενσαρκώσει σχέδια άσχετα με τη βούληση των απλών ανθρώπων, καταδυναστεύοντάς τους:
«Έτσι όπως εξελίσσονταν τα πράγματα, το πλιάτσικο και οι κλοπές σε βάρος των τοπικών πληθυσμών ήταν συχνά εντελώς αναγκαίες ενέργειες προκειμένου οι μαχητές του ΔΣΕ να πάψουν να τρέφονται με χόρτα και να φάνε καμιά φορά και λίγο ψωμί.» 147
Πολύ περισσότερο, ο ΔΣΕ παρουσιάζεται ξεκομμένος και από τον ΕΛΑΣ:
«...ο ΔΣΕ είχε λιγότερα στοιχεία κοινά με τον ΕΛΑΣ ... σε αντίθεση μάλιστα με τον Ελληνικό Στρατό ... εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες πρώην Ελασίτες των πόλεων, των πεδινών και της νότιας Ελλάδας στρατολογήθηκαν και πολέμησαν στις τάξεις του ... ενώ ο ΔΣΕ άντλησε στρατολογικά κυρίως από τις ορεινές περιοχές της κεντρικής και της βόρειας Ελλάδας και τις σλαβόφωνες κοινότητες... Ιδιαίτερα, αυτές οι τελευταίες όχι μόνο δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με την παράδοση του ΕΑΜ, αλλά αρκετά από τα μέλη τους είχαν παρελθόν ένοπλης ή μη συνεργασίας με τις αρχές κατοχής.» 148
Λίγο ακόμα και θα χαρακτήριζαν τον αστικό στρατό ΕΛΑΣ και το ΔΣΕ ταγματασφαλίτες.
Ας προσπαθήσουμε να δούμε συνοπτικά τα επιχειρήματά τους:
Πρώτο επιχείρημα,
οι διακρίσεις στο εσωτερικό του ΔΣΕ. Είναι πραγματική πρόκληση ότι οι συγγραφείς καταλήγουν να κατηγορήσουν μαχητές που αψηφούσαν το θάνατο για... συγκρότηση «πελατειακών δικτύων». Με τέτοιους ισχυρισμούς αποδεικνύουν ότι αδιαφορούν ακόμα και για την αυτογελοιοποίησή τους, ακολουθώντας την τακτική του «πες-πες κάτι θα μείνει»!
Δεύτερο επιχείρημα,
οι «βίαιες στρατολογίες»! Αποτιμώντας την αστική βία ως νόμιμη και την αστική νομιμότητα ως υπέρτατο δίκαιο, δε λένε τίποτα ούτε για το κολαστήριο της Μακρονήσου, ούτε για τους εξόριστους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ. Πολύ περισσότερο, δε διανοούνται ως βίαια τη στρατολογία του αστικού στρατού.
Έτσι, «αδιαφορούν» ακόμα και για την ακόλουθη αστικής προέλευσης μαρτυρία για τις συνθήκες που επικρατούσαν στον αστικό στρατό:
«... Οι περισσότεροι στρατεύσιμοι δεν ένιωθαν καμιά επιθυμία να πολεμήσουν τους συμπατριώτες τους ... πολλοί... έβλεπαν τους αντάρτες σαν θύματα διωγμών, και θαύμαζαν το παρελθόν τους στην αντίσταση κατά των Γερμανών ... το ηθικό του στρατού βρισκόταν σε καταστρεπτικά χαμηλό επίπεδο, όπως αναφέρει ο στρατηγός Θωμάς Πεντζόπουλος...» 149
Ακόμα και το 1948,
οπότε η πλάστιγγα είχε αρχίσει να γέρνει σε βάρος του ΔΣΕ, μετά από τον επιτυχημένο ελιγμό στο Βίτσι το ηθικό των στρατιωτών του κυβερνητικού στρατού ήταν ιδιαίτερα χαμηλό. Αναφέρει ενδεικτικά ο στρατηγός Τσακαλώτος:
«Ολόκληροι Ταξιαρχία/ διαλύονται. Ταξίαρχος κατηγορείται ως φυγάς ή κρυμμένος μακριά από τον αγώνα. Οι φυγάδες γεμίζουν την Καστοριά.» 150.
Ο δε πρώην υπουργός Ευάγγελος Αβέρωφ σημειώνει την τύχη που περίμενε τους λιποτάκτες:
«Οι άνδρες πέταξαν τα όπλα τους και, καταληφθέντες από πανικό, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και έσπευσαν προς την Καστοριά... Συνελήφθησαν από τη Στρατιωτική Αστυνομία και παραπέμφθησαν αμέσως σε έκτακτα στρατοδικεία... Εβδομήντα οκτώ φυγάδες εξετελέσθησαν.,.» 151
Αυτά για την εθελοντική στρατολογία του αστικού στρατού. Αναφορικά με τους «βίαια στρατολογηθέντες», οι συγγραφείς υπολογίζουν ότι αποτέλεσαν το 50-60% της συνολικής δύναμης του ΔΣΕ (πάλι καλά, αφού δύο χρόνια πριν ο Ν. Μαραντζίδης τους υπολόγιζε σε 70% 152).
Τη μαγιά του Δημοκρατικού Στρατού αποτέλεσαν οι καταδιωκόμενοι από το αστικό κράτος αγωνιστές της ΕΑΜικής Αντίστασης και, πρώτοι απ' όλους, αγωνιστές της ταξικής πάλης της δεκαετίας του 1930.
Πέρα από το ότι αυτή η μαγιά των μερικών χιλιάδων διαμορφώθηκε πριν το ΚΚΕ πάρει απόφαση επανέναρξης της ένοπλης πάλης.
Αυτοί ήταν οι «βίαια στρατολογηθέντες»;
Στη συνέχεια (Φλεβάρης του 1948), ο ΔΣΕ προχώρησε σε υποχρεωτική στρατολογία σε περιοχές που είχε απελευθερώσει.
Η υποχρεωτική στρατολογία εφαρμόστηκε σε περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης και, σε μικρότερο βαθμό, στη Στερεά, στη Θεσσαλία και στην Πελοπόννησο,
λαμβάνοντας πάντα υπόψη την οικογενειακή κατάσταση των στρατολογηθέντων.
Στην Κρήτη και στο σύνολο των νησιών οι δυνάμεις του ΔΣΕ απαρτίζονταν αποκλειστικά από εθελοντές 153.
Η στρατολογία έγινε με απόφαση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, η οποία είχε κάθε δικαίωμα να προχωρήσει σε αυτή για να προστατέψει τις απελευθερωμένες περιοχές, αλλά και το δίκιο της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού.
Οι αριθμοί των υποχρεωτικά στρατολογημένων σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζονται με αυτούς των συγγραφέων.
Καταρχήν, δεν υπολογίζουν ότι η υποχρεωτική στρατολογία σε συνθήκες παρανομίας του ΚΚΕ αποτέλεσε και μέσο προστασίας των οικογενειών των στρατολογηθέντων:
«Δίναμε την εντύπωση ότι κάναμε βίαιη επιστράτευση ... για να αποφύγουν οι γονείς των "επιστρατευόμενων" διώξεις...» 154
Επιπλέον, ο ΔΣΕ δεν είχε λόγο να στρατολογεί τυχαία τον οποιονδήποτε, γιατί τότε θα αυξανόταν ραγδαία η πιθανότητα διείσδυσης στις γραμμές του εχθρικών στοιχείων τη στιγμή που θα αποκλιμακωνόταν η δυναμική της δράσης του, ενώ ως λαϊκός στρατός στηριζόταν ακριβώς στη συνειδητή πειθαρχία.
Επίσης, ένα μεγάλο μέρος των υποχρεωτικά στρατευμένων αποτελούσαν άτομα φιλικά προσκείμενα στο ΚΚΕ και όχι άσχετα «με τα οράματά του», που ενσωματώνονταν γρήγορα και πολεμούσαν
ηρωικά:
«...οι στρατολογοάμενοι αφομοιώνονταν ιδεολογικό σε μεγάλο βαθμό και ταχύτατα με το αντάρτικό περιβάλλον τους. Η αφομοίωση εκείνη αποτελεί ένα από τα φαινόμενα του ελληνικού ανταρτοπόλεμου και σύντομα οι νέοι μαχητές ευθυγραμμίζονταν σχεδόν σε αγωνιστικότητα με τους παλιούς. Η αντίληψη που επικρατούσε στην άλλη πλευρά, ότι οι καινούργιοι αντάρτες υποχρεωτικής στρατολογίας ζούσαν και μάχονταν κάτω από το πιστόλι των πολιτικών επιτρόπων, ήταν ανακριβής...» 155
Μόνο έτσι μπορεί να ερμηνευτεί και το χαμηλό ποσοστό των λιποτακτών (12-15% των δυνάμεων του ΔΣΕ 156),
ακόμα και σε συνθήκες όπου η έκβαση του αγώνα είχε οριστικά κριθεί και ενώ η λιποταξία από το ΔΣΕ ήταν απείρως ευκολότερη από τη λιποταξία από τον αστικό στρατό.
Ο λιποτάκτης από το ΔΣΕ είχε πού να πάει και ήταν καλοδεχούμενος. Ο λιποτάκτης από τον αστικό στρατό είχε να πάει μόνο προς το θάνατο.
Αναφορικά με τις δωροδοκίες προς τους αντάρτες του ΔΣΕ προκειμένου να ματαιώσουν επιστρατεύσεις, ο οχετός των συγγραφέων ξεπερνά κάθε φαντασία.
Τρίτο επιχείρημα, η επιστράτευση γυναικών. Η εικόνα που προσπαθούν να δώσουν οι συγγραφείς για πολεμικά άπειρες γυναίκες που μάχονταν παρά τη θέλησή τους, απέχει παρασάγγας από την ιστορική αλήθεια.
Καταρχήν, ο νόμος 7 της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (9 Φλεβάρη 1948), στο άρθρο 3, ανέφερε:
«Ο υπουργός των Στρατιωτικών μπορεί να καλέσει με διάταγμα και ορισμένες ηλικίες γυναικών. Η κάθε επιστρατευμένη γυναίκα μπορεί να κάνει μάχιμη υπηρεσία μόνο αν το ζητήσει η ίδια» 157
Παρόλα αυτά, πολλές ήταν οι γυναίκες που όχι μόνο θέλησαν να πολεμήσουν, αλλά και διακρίθηκαν στα πεδία των μαχών.
Σύμφωνα με την εφημερίδα της ΠΔΚ, περισσότερες από 880 γυναίκες έφεραν τον τίτλο αξιωματικού.158 Από αυτές 340 αποφοίτησαν από τις σχολές του ΔΣΕ και ονομάστηκαν αξιωματικοί, ενώ 436 αναδείχτηκαν ανθυπολοχαγοί για ανδραγαθία 159. Ο τίτλος «Τιμημένη Νεκρή» αποδόθηκε σε 183 αξιωματικούς και μαχήτριες γυναίκες. Επίσης, σε 415 γυναίκες απονεμήθηκαν μετάλλια.160 Χιλιάδες επέδειξαν αυτοθυσία.
Πάνω από 3.500 μαχήτριες του ΔΣΕ έπεσαν στα πεδία των μαχών.161
Η αναγνώριση του ηρωισμού των μαχητριών του ΔΣΕ επιβεβαιώθηκε και από τους αντιπάλους.
Έγραψε ο υποστράτηγος Ζαφειρόπουλος:
«Από την όλην παρακολούθησιν της μαχητρίας-γυναικός διεπιστώθη τόσον από της πλευράς του συμμοριτισμού όσον και των εθνικών δυνάμεων, ότι επολέμησεν αύτη με τόλμην, πείσμα, αντοχήν και μαχητικότητα και ουδόλως υστέρησε του ανδρός.» 162
Τέταρτο επιχείρημα, οι Σλαβομακεδόνες. Οι συγγραφείς δίνουν αυξημένα νούμερα συμμετοχής, προκειμένου να αναπαράγουν το «ξενοκίνητο» του αγώνα του ΔΣΕ. Μόνο που η συγκεκριμένη κατηγορία έχει νόημα μόνο σε όσους αποδέχονται τον αστικό εθνικισμό και αναζητούν τα αίτια της εμφύλιας ταξικής σύγκρουσης σε ξένες επεμβάσεις.
Πράγματι, υπήρξε υψηλή συμμετοχή των Σλαβομακεδόνων στο ΔΣΕ.
Επρόκειτο, βέβαια, για Έλληνες υπηκόους. Όμως, αυτό δεν έχει να κάνει με «ξένους δάχτυλους». Δε θα είχε να κάνει ακόμα και αν εντάσσονταν στο ΔΣΕ μη υπήκοοι Έλληνες.
Όπως στην Ισπανία, όπου πολέμησαν στο πλευρό τού εκεί Δημοκρατικού Στρατού χιλιάδες μαχητές από άλλες χώρες.
Οι Σλαβομακεδόνες γνώρισαν από την όψη και από την κόψη το αστικό κράτος και τη στάση του απέναντι στις διάφορες μειονότητες. Γνώρισαν διπλή καταπίεση, ταξική και εθνική. Τους απαγόρευαν να μιλάνε τη γλώσσα τους, να χορεύουν τους χορούς τους, να τηρούν τα δικά τους έθιμα.
Η διπλή καταπίεση και εκμετάλλευση ήταν οι αιτίες της μαζικής συμμετοχής τους στο ΔΣΕ, ο οποίος αντιμετώπιζε αυτούς τους ανθρώπους ισότιμα.
Όσον αφορά το καθυστερημένο «ενδιαφέρον» των Καλύβα - Μαραντζίδη γι' αναζήτηση στους Σλαβομακεδόνες συνεργατών των Γερμανών, αυτό στηρίζεται σε ένα από τα γνωστά μεθοδολογικά τους ατοπήματα.
Αφού πρώτα θεμελίωσαν το «μύθο» των μειονοτήτων που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς στο σύνολό τους, στη συνέχεια, για να πλήξουν το κύρος του ΔΣΕ, θεωρούν κάθε Σλαβομακεδόνα συνεργάτη των Γερμανών.
Πέμπτο επιχείρημα, οι αγράμματοι.
Χωρίς και πάλι να παραθέσουν στοιχεία, αναφέρουν αυθαίρετα ότι το 70% (όλα τα νούμερα στρογγυλά) των μαχητών του ΔΣΕ ήταν αγράμματοι.
Πρόκειται για ένα από τα πολλά ατεκμηρίωτα ποσοστά που αναφέρουν.
Το ζήτημα, όμως, δεν είναι εκεί. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το ποσοστό των αναλφάβητων στην Ελλάδα εκείνη την εποχή ήταν 27,5% 163 και κλιμακωνόταν στην εργατική τάξη και στα φτωχά λαϊκά στρώματα, ειδικότερα στις νεότερες ηλικίες, εξαιτίας της παύσης της λειτουργίας των περισσότερων σχολείων στα χρόνια της Κατοχής. Με αυτή την έννοια, δε θα πρέπει να θεωρείται παράδοξο πως ένα σημαντικό ποσοστό των μαχητών και των μαχητριών του ΔΣΕ ήταν αναλφάβητοι.
Δεν ήταν, όμως, με ευθύνη του ΚΚΕ και του ΔΣΕ. Αντίθετα, ακόμα και στις συνθήκες του πολέμου, υπήρχε διαρκής προσπάθεια για την αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού και γενικότερα για τη συνολική ανόρθωση του πολιτιστικού επιπέδου.
Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Β. Μπαρτζιώτας, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ,
τον Απρίλη του 1949:
«Πρέπει να μάθουμε σε όλους τους μαχητές-μαχήτριες γράμματα. Αυτό μπορεί να γίνει και κάτω απ' τις πιο δύσκολες συνθήκες.
Ορισμένες Ταξιαρχίες όπως π.χ. η 16η, κατάφεραν να μάθουν στα 70% των αγραμμάτων τους γράμματα. Η εξάλειψη της αγραμματοσύνης μέσα στο ΔΣΕ θα βοηθήσει για να σηκωθεί το ηθικοπολιτικό επίπεδο των μαχητών μας.» 164
Το κυριότερο: Οι αναλφάβητοι μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ είχαν μάθει πολλά σημαντικά, σε αντίθεση με όσα διδάσκουν τους φοιτητές οι δύο καθηγητές και οι όμοιοι τους.
Πρώτα απ' όλα, είχαν μάθει ποιο είναι το δίκιο τους.
Επιπλέον, πίσω από το κεντρικό επιχείρημα των συγγραφέων κρύβεται η αστική πρακτική ότι δικαίωμα στη διαμόρφωση πολιτικής και εξελίξεων έχουν οι μορφωμένοι, δηλαδή η αστική τάξη και οι παρατρεχάμενοί της.
Τους προκαλεί αλλεργία το γεγονός ότι τη δεκαετία του 1940 εκατοντάδες χιλιάδες από τις λαϊκές μάζες βγήκαν στο προσκήνιο της Ιστορίας, επιδιώκοντας να γίνουν οι πρωταγωνιστές και οι διαμορφωτές της.
Γι' αυτό και κρύβουν ότι για τη μορφωτική κατάσταση των λαϊκών μαζών δεν ήταν υπεύθυνες οι ίδιες, αλλά το σύστημα της ταξικής εκμετάλλευσης.
Σημασία έχουν και αυτά που δε λένε οι συγγραφείς. Αποκρύπτουν ότι πολλοί από τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών στήριξαν με κάθε μέσο το ΔΣΕ:
«Ανάμεσα στις δεκάδες χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ συμμετείχαν και άνθρωποι των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών, όπως οι λογοτέχνες Δημήτρης Χατζής, Φώτης Αγγουλές, Γιώργης Σεβαστίκογλου, ΤάκηςΑδάμος, Γιώργης Λαμπρινός, Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής, Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αλέξης Πάρνης, Νίκος Κυτόπουλος, Κώστας Πουρνάρας (Μπόσης), Άνθος Φιλήτας (Άνθιμος Χατζηανθίμου), Βασίλης Πηγής, Νίκος Παπανδρέου, ο ιστορικός Γιώργης Ζωίδης, ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας, ο οπερατέρ και φωτογράφος Απόστολος Μουσούρης, οι ηθοποιοί Γιάννης Βεάκης, Αντώνης Γιαννίδης, οι εικαστικοί Γιώργος Δήμου, Γιώργος Γούλας και άλλοι.
Στάθηκαν δίπλα και βοήθησαν το ΔΣΕ, από χώρες του εξωτερικού όπου βρίσκονταν, ο γλύπτης Μέμος Μακρής, ο φιλόλογος Γιώργης Αθανασιάδης, οι λογοτέχνες Έλλη Αλεξίου, Μέλπω Αξιώτη, Θεοδόσης Πιερίδης, Έλλη Λαμπρίδη, Θράσος Καστανάκης και πολλοί ακόμα.
Στο πλευρό του ΔΣΕ βρίσκονταν από κάθε μετερίζι, όπως αυτό των εξοριών, των φυλακών, των διώξεων ή άλλο, ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, μια πλειάδα συγγραφέων και ποιητών, όπως οι Γιάννης Ρίτσος, Κώστας Βάρναλης, Άγγελος Σικελιανός, Τάσος Λειβαδίτης, Θέμος Κορνάρος, Κώστας Γιαννόπουλος, Νικηφόρος Βρεττάκος, Μανώλης Αναγνωστάκης, Βικτωρία Θεοδώρου, Διδώ Σωτηρίου, Ανδρέας Φραγκιάς, Μιχάλης Κατσαρός, Στρατής Δούκας, Γιώργος Κοτζιούλας, Μενέλαος Λουντέμης, Νίκος Καρούζος, Νίκος Καββαδίας, Γιώργος Βαλέτας, Κώστας Καλατζής (Θεσσαλός), Άλκη Ζέη, Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο χαράκτης Α. Τάσσος, οι εικαστικοί Γιώργης Φαρσακίδης, Γιάννης Στεφανίδης, Βάλιας Σεμερτζίδης, Βασίλης Αρμάος, Δημήτρης Γιολδάσης, Θωμάς Μώλος, Χρηστός Δαγκλής, Βασίλης Βλασίδης, Βόσω Κατρόκη, Κατερίνα Χαριάτη-Σισμάνη, ο μουσικοκριτικός Φοίβος Ανωγειανάκης, ο μουσικοσυνθέτης Αλέκος Ξένος, ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος, ο καθηγητής πανεπιστημίου Γιάννης Ιμβριώτης, η παιδαγωγός Ρόζα Ιμβριώτη, ο κριτικός τέχνης Μάρκος Αυγέρης, οι ιστορικοί Γιάννης Κορδάτος και Δημήτρης Φωτιάδης, οι ηθοποιοί Μάνος Κατράκης, Αλέκα Παΐζη, Τζαβαλός Καρούσος, Τίτος Βανδής, Ασπασία Παπαθανασίου, Ολυμπία Παπαδούκα, Μαλαίνα Ανουσάκη, Αργυρώ Βόκοβιτς, Καίτη Ντιριντόουα, Ταϋγέτη, Νίκος Φέρμας, Γιώργος Γιολάσης, Κώστας Μπαλαδήμας, η ηθοποιός και λογοτέχνης Ζωρζ Σαρρή, ο στιχουργός Κώστας Βίρβος, ο μουσικοσυνθέτης Θόδωρος Δερβενιώτης και πολλοί άλλοι.» 165
Έκτο επιχείρημα, η απουσία των ΕΛΑΣιτών από το ΔΣΕ. Αυτό και αν είναι ψεύδος.
Ήταν χιλιάδες οι ΕΑΜίτες, ΕΛΑΣίτες, ΕΠΟΝίτες, που πήραν μέρος στο ΔΣΕ. Ακόμα και Αετόπουλα της Κατοχής. Και θα ήταν ασφαλώς περισσότεροι αν έγκαιρα και γενικευμένα το ΚΚΕ είχε προχωρήσει στη διεξαγωγή του ένοπλου αγώνα, ώστε να αποτρέψει τις εκκενώσεις των ορεινών χωριών, τις φυλακίσεις και τους εξορισμούς.
Όμως, ακόμα και κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, ο ΔΣΕ έφτασε να αριθμεί δεκάδες χιλιάδες, αποδεικνύοντας τις βαθιές του ρίζες στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, που οι συγγραφείς προσπαθούν να καταρρίψουν.
Το «παιδομάζωμα» και το παιδομάζωμα
Η απόπειρα ηθικής απονομιμοποίησης του ΔΣΕ δεν μπορούσε να μην περιλαμβάνει και το περίφημο «παιδομάζωμα»:
«...είτε αρέσει είτε όχι, το ηθικό στίγμα βαραίνει περισσότερο την πλευρά που αποφάσισε τη μεταφορά των παιδιών έξω από τη χώρα, πράξη αν μη τι άλλο ασυνήθιστη στις εμφύλιες αντιπαραθέσεις... απόφαση του "παιδομαζώματος" ελήφθη προκειμένου οι γονείς των παιδιών, και ιδιαίτερα οι μάνες, να μπορούν να πολεμούν απρόσκοπτα και με μειωμένο κίνδυνο λιποταξίας. Με τα παιδιά "μέσα" αφενός διασφαλιζόταν η αφοσίωση των οικογενειών των ανταρτών και ιδιαίτερα των γυναικών ... ούτε και ο ισχυρισμός ότι τα παιδιά ταξίδεψαν με τη συγκατάθεση των γονέων τους ανταποκρίνεται στην αλήθεια, καθώς ο εθελοντικός χαρακτήρας αυτής της μετακίνησης υπήρξε περιορισμένος χρονικά... από τα μέσα του 1948... οι γονείς υποχρεώθηκαν να παραδώσουν τα παιδιά τους... Το επιχείρημα της εθελοντικής μετακίνησης επικαλείται το γεγονός ότι τα περισσότερα παιδιά είχαν γονείς στο ΔΣΕ... Και αυτός ο ισχυρισμός όμως μόνο εν μέρει είναι αληθινός, για τον απλούστατο λόγο ότι η πλειονότητα των ανταρτών (ιδιαίτερα από τα μέσα του 1947) είχε στρατολογηθεί καταναγκαστικά και πολλές φορές με βίαιο τρόπο...» 166
Η εικόνα συμπληρώνεται από τις κακουχίες που αντιμετώπισαν τα παιδιά στο δρόμο προς τις Λαϊκές Δημοκρατίες:
«Μαρτυρίες αναφέρουν πως ένας σημαντικός αριθμός παιδιών πέθανε ή χάθηκε στον δρόμο. Πόσα είναι αυτά τα παιδιά κανείς δε γνωρίζει.» 167
Και, φυσικό, οι Καλύβας - Μαραντζίδης καταλήγουν στη χρησιμοποίηση ατόφιου του επιχειρήματος της χυδαίας αντικομμουνιστικής φιλολογίας, που μιλά για την απόπειρα δημιουργίας «γενιτσάρων»:
«...ο ΔΣΕ
είχε επιτακτική ανάγκη από εφεδρείες και βοηθητικό προσωπικό... Ένας σημαντικός αριθμός παιδιών συγκεντρώθηκαν σε στρατόπεδα της Ανατολικής Ευρώπης για να εκπαιδευτούν και να σταλούν στη συνέχεια πίσω στα μέτωπα... Ποιος είναι ο αριθμός των παιδιών που βρέθηκαν με το όπλο στο χέρι στα ελληνικά βουνά; Σύμφωνα με γιουγκοσλαβικές και πολωνικές πηγές, υπολογίζεται πως περίπου 2.000 παιδιά στάλθηκαν... Πόσα πάλι απ' αυτά σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή συνελήφθησαν με το όπλο στο χέρι και στάλθηκαν φυλακή ή εξορία δεν γνωρίζουμε. Στα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού έχουν εντοπιστεί αναφορές για μερικές εκατοντάδες ανηλίκων κρατουμένων σε στρατόπεδα και φυλακές. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αρκετοί από αυτούς... είχαν συλληφθεί ως αντάρτες.» 168
Πρώτο επιχείρημα: Ο ηθικός ψόγος «βαραίνει» το ΔΣΕ, γιατί μετέφερε τα παιδιά έξω από τη χώρα. Υιοθετώντας τη λογική του αστικού εθνικισμού, οι συγγραφείς θέτουν ως κριτήριο την παραμονή των παιδιών εντός των τειχών του αστικού έθνους-κράτους, χωρίς φυσικά να ενδιαφέρονται να περιγράφουν τις συνθήκες που αντιμετώπιζαν τα παιδιά μέσα σε αυτό.
Ο αστικός στρατός, επιδιώκοντας να απομονώσει το ΔΣΕ από λαϊκά στηρίγματα, προχώρησε όχι μόνο στην εκκένωση χωριών και στη μεταφορά εκατοντάδων χιλιάδων στις πόλεις, αλλά και στη διακοπή της τροφοδοσίας των περιοχών όπου δρούσε ο ΔΣΕ.
Ως αποτέλεσμα,
παρουσιάστηκαν σημαντικές ελλείψεις τροφίμων και φαρμάκων, με καταστροφικές συνέπειες για τη ζωή του πληθυσμού και πρώτιστα των παιδιών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδιναν εκείνη την εποχή οι αρμόδιες υπηρεσίες, στις εμπόλεμες περιοχές το 26% των παιδιών υπέφερε από πνευμονικές παθήσεις, το 17,5 % από βρογχικά, το 10,5% από νευρικές παθήσεις, το 14% από ψώρα, το 21,5% από ρευματικά και άλλες παθήσεις (τραχωματικά κ.ά.).
Τελείως υγιή ήταν μόλις το 10,5% των παιδιών, αν δε συνυπολογιστεί το σωματικό τους βάρος, αφού το 92% των παιδιών ήταν ελλιποβαρή 169.
Και αν όλα τα προηγούμενα μπορούν να αποδοθούν στις συνθήκες του πολέμου, όμως, δε συμβαίνει το ίδιο και με τις συνειδητές αποφάσεις του αστικού στρατού, που έβαζαν στο στόχαστρο όχι μόνο τους μαχητές του ΔΣΕ, αλλά και τον άμαχο πληθυσμό.
Διαβάζουμε από τη διαταγή της Διοίκησης Αεροπορίας Στρατού τις εντολές που δίνονταν στους αεροπόρους, προκειμένου να επιτευχθεί η αεροπορική περικύκλωση:
«...η Αεροπορία αιφνιδιαστικώς και ταχέως ενεργούσα ίπταται άνωθεν του χώρου τούτου, απαγορεύει την εξ αυτών απομάκρυνσιν του εχθρού και εξοντώνει πάντα επιχειρούντα ν' απομακρυνθή... Η αεροπορική περικύκλωσις ενεργείται εις κατοικημένην ή περιορισμένην περιοχήν.» 170
Μάλιστα, το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Αμύνης (σε συνεδρίαση στις 10 Ιούλη 1948) ζήτησε τη συνδρομή των ΗΠΑ, προκειμένου η αεροπορία να χρησιμοποιήσει χημικά αέρια εναντίον του πληθυσμού, με αποτέλεσμα ο Αμερικανός αντιστράτηγος Βαν Φλιτ, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας βέβαια, να επισημάνει:
«Τα αέρια είναι εκτός νόμου... Η χρησιμοποίησίς των εν Ελλάδι θα προκαλούσε την φρίκην του πολιτισμένου κόσμου. Οι υπό κομμουνιστικήν ηγεσίαν αντάρται και οι υποστηρικταί των θα εδράττοντο της ευκαιρίας ίνα χρησιμοποιήσουν την προπαγάνδα των εν σχέσει με την χρήσιν των.» 171
Παράλληλα, η Χωροφυλακή δεχόταν εντολές για συλλήψεις των συγγενών των μαχητών του ΔΣΕ και για κάψιμο των σπιτιών τους με τη συνδρομή του στρατού. Ενδεικτικά αναφέρουμε την εντολή του Β' Σώματος Στρατού προς την Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Θεσσαλίας 172.
Και, φυσικά, ταυτόχρονα και συντονισμένα με την κρατική καταστολή δρούσαν οι «παρακρατικές» συμμορίες.
Αυτό είναι το πλαίσιο που δημιούργησε το αστικό κρότος για τα παιδιά και αυτό το πλαίσιο έπρεπε -κατά τους συγγραφείς-να «σεβαστεί» ο ΔΣΕ, διατηρώντας τα παιδιά στο εσωτερικό της χώρας, κόντρα στις εκκλήσεις των γονιών τους, ή αδιαφορώντας για το γεγονός ότι πολλά απ' αυτά ήταν ορφανά.
Βέβαια, οι Καλύβας - Μαραντζίδης αμφισβητούν αυτές τις εκκλήσεις με ένα απλό τέχνασμα. Χρησιμοποιούν το πρώτο ψέμα («βίαιη στρατολογία») για να δικαιολογήσουν το δεύτερο (απουσία συναίνεσης των γονιών).
Μάλιστα, οι συγγραφείς αντιστρέφουν τα γεγονότα, χρεώνοντας στο ΔΣΕ τις συνέπειες των επιθέσεων του αστικού στρατού στα κονβόι των παιδιών που αποχωρούσαν από τη χώρα.
Τέλος, διατυπώνεται «ανθρωπιστικό» κατηγορώ των συγγραφέων για τη συμμετοχή παιδιών στο ΔΣΕ με την παράθεση στοιχείων του Ερυθρού Σταυρού, που μιλούν για την παρουσία παιδιών στις φυλακές και στις εξορίες.
Αποκρύβουν συνειδητά ότι τα περισσότερα παιδιά δεν είχαν άμεση εμπλοκή στη δράση του ΔΣΕ και μεταφέρθηκαν στην πλειοψηφία τους μαζί με τις μητέρες τους, βιώνοντας παρόμοια βασανιστήρια και χρησιμοποιούμενα ως «μέσα»
για να πειστούν οι γονείς τους να υπογράψουν δήλωση αποκήρυξης:
«...στη ΓΙΑΓΙΑ ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ, 65χρόνων, μετά το βασανιστήρια, της φέρανε μπροστά της δεμένο το ανήλικο παιδί της (14 χρόνων) και του στηρίξανε το πιστόλι στα μηνίγγια... Της ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ της αρπάζουν από την αγκαλιά και της σκοτώνουν το μικρό που της είχε αφήσει ο εκτελεσμένος από τους Γερμανούς άνδρας της...» 173
Τίποτα δε λένε οι συγγραφείς και για το τι αντιμετώπισαν τα παιδιά και οι έφηβοι που θεωρήθηκαν μετέχοντες στο ΔΣΕ.
Τραγικές ήταν οι καταστάσεις που βίωσαν όσοι κρατήθηκαν στο αναμορφωτήριο της Κηφισιάς. Σε επιστολή τους στην εφημερίδα Δημοκρατικός Τύπος (28 Αυγούστου 1950), 25 απ' αυτούς ανέφεραν για τις συνθήκες κράτησης:
«Ο σκοπός τους είναι ξεκάθαρος: Να κάνουμε δήλωση. Χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα, από την ψυχολογική βία των βασανισμών, την απειλή της εξόντωσης, με τρόπους αφάνταστα κτηνώδικους, το ηθικό κουρέλιασμα με αισχρό βιασμό του κορμιού... Σ'ένα κουβά με βρωμιές βουτούσαν το κεφάλι μας για να μας μπάσουν στο γραφείο. Ο Μουζάκης μας έδειχνε το χαρτί της δήλωσης. Στην άρνησή μας, καινούριος κατακλυσμός από χτυπήματα ακολουθούσε... Δεμένους στη φάλαγγα μας χτυπούσαν με τη σειρά με βάρδειες, με ρόπαλα, με συρματόσχοινα και με κάλτσες γεμάτες τσιμέντο. Στο στόμα μας έχωναν σφουγγαρόπανα και κομμάτια από σαπούνι, που έπρεπε να φάμε σε ωρισμένα λεπτά. Μας γύμνωναν και μας έκαιγαν τα γεννητικό όργανα με τσιγάρα και κάρβουνα. Έχωναν μέσα στο αποχετευτικό έντερο γκλοπς και αναμμένα τσιγάρα... Μας διοχέτευαν ηλεκτρικό ρεύμα για να μας παραλύουν το νευρικό σύστημα... Οι αποθήκες, τα μαγειρεία, το μπάνιο, τα πειθαρχεία, μα και οι θάλαμοι ακόμα, είχαν μετατραπεί σε χαρέμια από τους χίτες βασανιστές... Και όταν κάτω από τις συνθήκες αυτές αρχίσαμε να υπογράφουμε την άτιμη δήλωση, τότε μας έσπρωχναν και πάλι με το ξύλο και την απειλή, να χτυπάμε εκείνους που δεν είχαν λυγίσει...»
Παρόμοια ήταν και η κατάσταση στο Ειδικό Κέντρο Ανηλίκων που λειτούργησε στη Μακρόνησο για παιδιά 13-17 χρονών:
«Είκοσι ένας ανήλικοι κατάπιαν τις ουρές απ' τα κουτάλια, αναπτήρες κλπ., ένα παιδί πήρε δηλητήριο. Ο Λ. Τσεκούρας τρελάθηκε και τον έστειλαν στο ψυχιατρείο, ο I. Σπηλιάς αφού για δεύτερη φορά αποπειράθηκε ν' αυτοκτονήσει, στο τέλος τρελάθηκε, ο Θ. Τσεπάς κουτσάθηκε από βασανιστήρια και κατέληξε σε νοσοκομείο, του Γ. Φωτόπουλου του σπάσανε τη σπονδυλική στήλη και στάλθηκε στο νοσοκομείο, του Μ. Παπαδήμα απ' τα βασανιστήρια του σπάσανε τα τύμπανα των αφτιών του, ο Π. Γεωργούλας έκοψε τις φλέβες του και τελικά τρελάθηκε. Ο X. Συμεωνίδης έκανε τέσσερις αιμοπτύσεις απ' τα βασανιστήρια στο Πειθαρχείο...» 174
Στις φυλακές Κέρκυρας 9 νέοι (18-21) χρονών εκτελέστηκαν 175.
Όλα αυτά, φυσικά, δεν υπάρχουν για τους συγγραφείς, που εξωραΐζουν την κυβερνητική πολιτική και τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, μιλώντας απλά για την εφαρμογή μιας «εθνικόφρονας κατήχησης»;
«Ο στόχος της κυβέρνησης ήταν διπλός -πολιτικός και ανθρωπιστικός-, να σωθούν οι άνθρωποι από τις ταλαιπωρίες του πολέμου βρίσκοντας ασφαλή καταφύγια στις πόλεις, αλλά κυρίως να στερηθεί ο ΔΣΕ τις αναγκαίες εφεδρείες και την επιμελητεία από τους κατοίκους των ορεινών περιοχών... η βασίλισσα Φρειδερίκη φρόντισε ... να δημιουργηθούν μια σειρά ιδρυμάτων σε ολόκληρη τη χώρα, όπου φιλοξενήθηκαν περισσότερα από 25.000. Κατά κύριο λόγο οι παιδουπόλεις στέγασαν παιδιά ανταρτών και γενικότερα ανθρώπων από τις εμπόλεμες περιοχές.» 176
Η αρπαγή των παιδιών των μαχητών του ΔΣΕ, πολλά εκ των οποίων δόθηκαν στη συνέχεια για υιοθεσία στις ΗΠΑ, περιγράφεται με αποφορτισμένους όρους και ας έγινε χωρίς την έγκριση των δικών τους και ας μεταφέρθηκαν έξω από τη χώρα.
Η δε αντίληψη των κρατουντών ακόμα και για τα παιδιά που δε μεταφέρθηκαν σε σωφρονιστικά ιδρύματα, αναφέρεται ως εξής από την ίδια τη Φρειδερίκη, στις αναμνήσεις της από την επίσκεψή της στην «παιδούπολη» της Λέρου:
«Η εντύπωσις που μου προκάλεσαν ήταν ότι επρόκειτο περί υπανθρώπων. Κοίταζαν σαν αγρίμια. Η έκφρασίς τους ήταν αποβλακωμένη και βάδιζαν σκυφτοί. Οι άνθρωποι που είχαν αναλάβει τη φροντίδα τους μας είπαν ότι αρχικά είχαν αρνηθεί να κοιμηθούν σε κρεβάτια και φυσικό ήταν, αφού επί χρόνια είχαν συνηθίσει να κοιμούνται κατάχαμα στα βουνά... Ατένιζαν τον Παύλο και εμένα με βαθειά καχυποψία.» 177
Εντελώς διαφορετική ήταν η κατάσταση που αντιμετώπιζαν τα παιδιά στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Ακόμα και η Γεωργία Σαρικούδη, φοιτήτρια και ομοϊδεάτισσα του Μ. Μαραντζίδη, αναγκάστηκε να παραδεχτεί:
«Τα κτίρια στα οποία στεγάζονταν αυτοί οι σταθμοί ήταν παλιά αρχοντικά και πύργοι σε θέρετρα και λουτροπόλεις, που τα περισσότερα ανήκαν σε Γερμανούς που ζούσαν εκεί και είχαν διωχθεί μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, και στη συνέχεια κρατικοποιήθηκαν. Η επιβλητικότητα και η πολυτέλεια αυτών των μεγάλων κτιρίων απάλυνε -σε ένα βαθμό- τα παιδιά από την ταλαιπωρία του ταξιδιού, αλλά και από την έλλειψη της οικογένειας τους. "Ξέρεις τι είναι να φεύγεις από ένα χωριό γεμάτο κοπριές, με ένα σχολείο αχούρι με μια ξυλόσομπα και να πας εκεί και να βλέπεις ένα παλάτι; Στα μάτια μου παλάτι έμοιαζε. Μεγάλες αίθουσες, με πίνακες μέσα. Εκεί μέναμε και στις αίθουσες κάτω κάναμε μάθημα. Η αυλή γεμάτη δέντρα, λουλούδια, παίζαμε τα απογεύματα".» 178
Οι πολιτικοί πρόσφυγες
Η πλαστογραφία συμπληρώνεται με την τοποθέτηση των συγγραφέων για τους πολιτικούς πρόσφυγες. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Καλύβα - Μαραντζίδη, οι πολιτικοί πρόσφυγες δεν ήταν μόνο μέλη και στελέχη του ΚΚΕ-ΔΣΕ, αλλά σε αυτούς πρέπει να συνυπολογιστούν οι «βίαια στρατολογημένοι», τα παιδιά του «παιδομαζώματος», οι κάτοικοι χωριών που ανάγκασε ο ΔΣΕ να τον ακολουθήσουν, οι αιχμάλωτοι του Εθνικού Στρατού, οι Σλαβομακεδόνες που κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία 179.
Έτσι, επιχειρούν να αθωώσουν την αστική εξουσία για την πολιτική προσφυγιά και να παρουσιάσουν τους πολιτικούς πρόσφυγες ως... απολιτικούς:
«Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, η ταύτιση των πολιτικών προσφύγων με τους οπαδούς του ΚΚΕ και του ΔΣΕ είναι καταχρηστική και βεβαίως υποκρύπτει ιδεολογική προκατάληψη... Η προσφυγιά αντιμετωπίζεται ως καταναγκαστική επιλογή στην οποία εξωθήθηκαν οι μαχητές και οι φίλοι του ΔΣΕ, προκειμένου αυτοί και οι οικογένειές τους να γλιτώσουν από τη βέβαιη τιμωρία που τους επιφύλασσε το ελληνικό κράτος... Με αυτό τον τρόπο επιρρίπτεται στους νιπτήρες του Εμφυλίου το βαρύ φορτίο της εξόδου από τη χώρα δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων ... η "έξοδος" δεν ήταν μια αντανακλαστική κίνηση προκειμένου να σωθούν οι άνθρωποι από μελλοντικές φυλακίσεις ή εκτελέσεις, αλλά μια πολιτική κίνηση που είχε προετοιμαστεί από την ηγεσία του ΚΚΕ πολύ νωρίτερα από το 1949 ... με τη δημιουργία του στρατοπέδου Μπούλκες στη Γιουγκοσλαβία το 1945... Στη συνέχεια με την οργάνωση και άλλων στρατοπέδων ... το ΚΚΕ ανέπτυξε το φαινόμενο των πολιτικών προσφύγων, ως μέρος της τακτικής του για την κατάληψη της εξουσίας» 180
Σε αυτό το σημείο, η απολογητική υπέρ της αστικής εξουσίας αγγίζει τα όρια της γελοιότητας.
Ξεκινώντας από προηγούμενες διαστρεβλώσεις («βίαια στρατολογημένοι», «παιδομάζωμα») και καλλιεργώντας νέες (υποχρεωτικές μετατοπίσεις ανθρώπων προς τις Λαϊκές Δημοκρατίες, Σλαβομακεδόνες που πήγαν στη Γιουγκοσλαβία για να γλιτώσουν από το ΔΣΕ),
προσπαθούν να στηρίξουν το επιχείρημα ότι οι πολιτικοί πρόσφυγες δεν αντιμετώπιζαν τις διώξεις του αστικού κράτους, αλλά ήταν δέσμιοι του ΚΚΕ και της πολιτικής του.
Φυσικά, ως «μαρτυρία-απόδειξη» για όλα τα προηγούμενα προσφέρεται η μαρτυρία ενός αποστάτη της ταξικής πάλης, ενώ ως «αποδεικτικό» τεκμήριο προσφέρεται η θέληση του ΚΚΕ να ιδρύσει μετεμφυλιακά στρατόπεδα εκπαίδευσης, που θα προετοίμαζαν τους αντάρτες για μελλοντική είσοδο στην Ελλάδα, προξένηση δολιοφθορών και άλλων «έκνομων δραστηριοτήτων» 181.
Καταρχήν, δε χρειάζεται πολλή σκέψη, ούτε καν απόδειξη, ότι ο ΔΣΕ δε χρειαζόταν να προχωρήσει σε «εκκένωση χωριών».
Εξάλλου, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, στο βαθμό που η υποχώρησή του πραγματοποιήθηκε από τον ορεινό όγκο του Γράμου, ενώ θα ήταν και επιζήμιο επειδή θα την δυσκόλευε.
Δεύτερον, η καταφυγή μέρους των Σλαβομακεδόνων στη Γιουγκοσλαβία σχετίζεται με την πρόθεσή τους να γλιτώσουν τις διώξεις του ελληνικού κράτους.
Τρίτον, το ΚΚΕ, δρώντας στην παρανομία, ήταν υποχρεωμένο να διατηρήσει την επαφή του με τις παράνομες Κομματικές Οργανώσεις που λειτουργούσαν στην Ελλάδα, αλλά και με δραστήριους οπαδούς τους, καθώς και με τους πολιτικούς κρατούμενους.
Το να αποδίδεται η προετοιμασία στελεχών για την παράνομη είσοδο στην Ελλάδα ως εκπαίδευση στις δολιοφθορές και στις «έκνομες» ενέργειες, επαναλαμβάνει το σκεπτικό των μετεμφυλιακών δικαστηρίων περί κατασκοπίας.
Ταυτόχρονα, αποδίδει στο ΚΚΕ την αντίληψη και την πρακτική της πραξικοπηματικής κατάληψης της εξουσίας από μια μικρή μειοψηφία σε βάρος του λαού.
Τέλος, αν η πλειοψηφία των πολιτικών προσφύγων δεν είχε σχέση με το ΚΚΕ, τότε οι Καλύβας - Μαραντζίδης οφείλουν να δικαιολογήσουν επαρκώς και όχι με τεχνάσματα την εκδικητική πολιτική που ακολούθησαν απέναντι τους το αστικό κράτος και οι κυβερνήσεις του επί δεκαετίες.
Η ερμηνεία για την έκβαση της ένοπλης σύγκρουσης
Οι Καλύβας - Μαραντζίδης, αποτελώντας φανατικούς υποστηρικτές της αστικής εξουσίας, ερμηνεύουν την ήττα του ΔΣΕ ως συνέπεια της σύγκρουσής του με τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση και την ελληνική κοινωνία:
«Ένας παράγοντας του οποίου συχνά υποβαθμίζεται η σημασία είναι το γεγονός ότι οι κομμουνιστές εξεγέρθηκαν ενάντια σε μια νόμιμη κυβέρνηση που εξέφραζε την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας... Το ΚΚΕ βρήκε απέναντι του τα τρία τέταρτα της ελληνικής πολιτικής ζωής και της ελληνικής κοινωνίας που επιθυμούσαν τουλάχιστον την ειρηνική μετάβαση σε μια εποχή ομαλότητας.» 182
Δε στεκόμαστε καθόλου στο γεγονός ότι οι συγγραφείς ονομάζουν ειρηνική μετάβαση στην περίοδο της ομαλότητας την περίοδο της Λευκής Τρομοκρατίας.
Η μεγαλύτερη λαθροχειρία τους έγκειται στο γεγονός ότι αντιμετωπίζουν την αποφασιστική
-για την επικράτηση της αστικής εξουσίας-
βοήθεια του βρετανικού και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού ως συμβατή με τα λαϊκό συμφέροντα, που... κινδύνευαν από τις βίαιες επιβουλές των Ελλήνων κομμουνιστών:
«Η διεθνής υποστήριξη ... ήταν αποτέλεσμα της πεποίθησης ότι η αιτία της εμφύλιας αναταραχής στην Ελλάδα δεν ήταν η Λευκή Τρομοκρατία και οι διώξεις των δημοκρατικών πολιτών, όπως διατεινόταν το ΚΚΕ και οι σύμμαχοί του στο εξωτερικό, αλλά η επιλογή των Ελλήνων κομμουνιστών να ανατρέψουν μια νόμιμη κυβέρνηση και να οδηγήσουν σε καθεστωτική αλλαγή» 183
Πράγμα που σημαίνει ότι το ΚΚΕ συγκρούστηκε με μια νόμιμη (βλέπε αστική) κυβέρνηση και έτσι οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία πείστηκαν (ευτυχώς για τους συγγραφείς) να γλιτώσουν τη χώρα από τον κομμουνισμό, παρά το γεγονός ότι το ΚΚΕ δε διέθετε σημαντική κοινωνική απήχηση.
Η τελευταία παραδοξολογία, όπως και οι προηγούμενες, φανερώνει ότι τα «νέα μεθοδολογικά εργαλεία», οι διαστρεβλώσεις, οι πλαστογραφήσεις, οι αντιφάσεις και τα λεκτικά τεχνάσματα έχουν αποκλειστικό σκοπό να προσαρμόσουν τα ιστορικά γεγονότα στην προκρούστεια κλίνη των αστικών συμφερόντων.
Όλος αυτός ο κόπος και ο ξεπεσμός για μια υπόθεση που «μυρίζει ναφθαλίνη»;
Όχι. Τους φοβίζει το παράδειγμα του ΔΣΕ. Τρέμουν στην ιδέα ότι οι εργατικές και οι λαϊκές μάζες μπορούν να ξαναβγούν στο προσκήνιο της Ιστορίας, διεκδικώντας αυτήν τη φορά την ανατροπή της αστικής εξουσίας και νικώντας.
Παραπομπές
1. Ο Στάθης Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Yale των ΗΠΑ, ενώ έχει διδάξει και σε άλλα αμερικανικά και ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και ινστιτούτα. Η ερευνά του για τους εμφυλίους πολέμους έχει χρηματοδοτηθεί από το Harry Frank Guggenheim Foundation, το United States Peace Institute (Ινστιτούτο χρηματοδοτούμενο από το αμερικανικό Κογκρέσο), τη Folke Bernadette Academy (χρηματοδοτούμενη από τη σουηδική κυβέρνηση) και από το Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης.
2. Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, ενώ έχει διδάξει και σε άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Εδώ και καιρό ασχολείται και με τις εκλογικές δημοσκοπήσεις.
3. Στάθης Ν. Καλύβας, «Ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο;», Καθημερινή, 6 Ιούνη 2010.
4. Νίκος Μαραντζίδης, «Ο φονταμενταλισμός της Βιβλικής Αριστερός», Βήμα, 6 Ιούνη 2010.
5. Αξίζει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο μνημόνιο δεν έλαβε τελικά την έγκριση ούτε του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Επέστρεψε, όμως, αργότερα ως καταδίκη των «δύο ολοκληρωτισμών».
6. Νίκος Μαραντζίδης, «Το ΚΚΕ, ο Θόδωρος Πάγκαλος και τα ταμπού», Βήμα, 7 Ιούνη 2006.
7. Στάθης Ν. Καλύβας, «Ο ακρωτηριασμός της λογικής», Βήμα, 19 Φλεβάρη 2016
8. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 11, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
9. Ό.π., σελ. 17.
10. Ό.π., αελ. 505.
11. Ό.π., σελ. 16.
12. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Το εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 21, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015
13. Ό.π., σελ. 500-501.
14. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 22-23, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
15. Ό.π., σελ. 13.
16. «Γνωρίζοντας την ιστορία: Εμφύλια Πάθη», ΣΚΑΪ Ραδιόφωνο, 6/3/2016,
17. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, «Νέες τάσεις στη μελέτη του εμφυλίου πολέμου», Τα Νέα, 20 Μάρτη 2004.
18. Στάθης Ν. Καλύβας, «Κόκκινη τρομοκρατία: Η βία της Αριστερός στην Κατοχή», στο Mark Mazower (επιμ.), Μετά τον πόλεμο, σελ. 166-167, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2004.
19. Βλ. χαρακτηριστικά τις απόψεις των συγγραφέων για τις προσεγγίσεις του Γρηγόρη Φαράκου ή του Λεωνίδα Κύρκου. (Στάθης Ν. Καλύβας, «Ο άνθρωπος που προσπάθησε να ξαναδεί το παρελθόν», Βήμα, 1 Απρίλη 2007· Νίκος Μαραντζίδης, «Ο Νέστορας της Αριστερός», Βήμα, 10 Γενάρη 2010).
20. Στάθης Ν. Καλύβας, «Το "ταμπού" του δοσιλογισμού», Βήμα, 24 Δεκέμβρη 2006.
21. Στάθης Ν. Καλύβας, «Κόκκινη τρομοκρατία: Η βία της Αριστερός στην Κατοχή», στο Mark Mazower (επιμ.), Μετά τον πόλεμο, σελ. 162, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2004.
22. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλιο πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 11, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
23. Στόθης ΙΜ. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Το εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον εμφύλιο, σελ. 146-147, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
24. Ό.π., σελ. 97-98.
25. Ό.π., σελ. 393.
26. Ό.π., σελ. 419-420.
27 Ό.π., σελ. 458-460.
28. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 24, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
29. Τη δεκαετία του 1950 ο «ολοκληρωτισμός» χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ για να εξισώσει το φασισμό με τον κομμουνισμό. Βλ. Carl Friedrich-Zbigniew Brzezinski, Totalitarian Dictatorship and Autocracy, Praeger Editions, New York, 1956.
30. Ernst Nolte, The Three Faces of Fascism, σελ. 21-22, Weidenfeld & Nicolson Editions, London, 1965.
31. Ernst Nolte, «From the Gulag to Auschwitz», in Francois Furet - Ernst Nolte, Fascism and Communism, University of Nebraska Press, Lincoln & London, 1998.
32. Ritsard J. Evans, In Hitler's Shadow, σελ. 28, Pantheon Books, New York, 1989.
33. Ernst Nolte, «Between Historical Legend and Revisionism? The Third Reich in the Perspective of 1980», in James Knowlton and Truett Cates (μτφρ.), Forever in the shadow of Hitler, Humanities Press, Atlantic Highlands, 1993.
34. Ernst Nolte, «Between Myth and Revisionism The Third Reich in the Perspective of 1980's», in Hans Wolfgang Koch (ed), Aspects of the Third Reich, σελ. 21, Palgrave Macmillan Editions, London, 1985.
35. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 87, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
36. Ό.π, σελ. 88.
37. Ο.π., σελ. 396-397.
38. Η ονομασία ΚΚΣΕ υιοθετήθηκε από το Πανενωσιακό ΚΚ (μπολσεβίκοι) το 1952.
39. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 92, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
40. Ό.π., σελ. 92-93.
41. «Πρόγραμμα και Καταστατικό της Κομμουνιστικής Διεθνούς», στο Η Κομμουνιστική Διεθνής 1919-1943, σελ. 159-160, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2009.
42. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλιο πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 98-99, 100, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
43. Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ στον ιτολοελληνικό πόλεμο, αελ. 32, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2015.
44. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 101, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015
45. Θανάσης Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, τόμ. Α’, σελ. 100, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1977.
46. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Το εμφύλιο πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 128-129, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
47. Όπ., σελ. 111.
48. Όπ, σελ. 151
49. Chris Μ. Woodhouse, Το μήλο της Έριδας, σελ. 52-53, εκδ. Εξάντας, Αθήνα, 1975.
50. Ηλίας Βενέζης, Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, σελ. 194-195, εκδ. Εστία, Αθήνα, 1981.
51. Ιάκωβος Περ. Χονδροματίδπς, Η μαύρη σκιά στην Ελλάδα, σελ. 49, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα, 2001.
52. Δημήτρης Καΐλας, Κάτω από τις σημαίες του Λαϊκού Στρατού, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2005.
53. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Το εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις γιο τον Εμφύλιο, σελ. 109, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
54. Ό.π., σελ. 109, 110.
55. Ό.π., σελ. 128, 130-131.
56. ΚΕ του ΚΚΕ, «Διακήρυξη για τα 70 χρόνια από τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τεύχ. 3/2015, σελ. 157.
57. «Β' Παγκόσμιος Πόλεμος», στο Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. 26, σελ. 430, εκδ. Ακάδημος, Αθήνα, 1981.
58. Οι νεκροί υπολογίζονται σε 260.000-300.000, αλλά μια αντικειμενική καταγραφή είναι δύσκολη, αφού η ασιτία «πυροδοτούσε» και άλλες ασθένειες που οδηγούσαν στο θάνατο, ενώ οι συγγενείς συχνά απέκρυβαν θανάτους, προκειμένου να εισπράττουν τα δελτία τροφίμων.
59. Στο σύνολο των νεκρών Αθήνας-Πειραιά τους τελευταίους μήνες του 1941, το 30% αποδίδεται στην πείνα, το 1942 το ποσοστά ανέρχεται στο 39%, για να υποχωρήσει στο 6,4% το 1943 και κάτω από το 1% το 1944. (βλ. Φ. Σκούρας - Α. Χοτζηδήμος - Α. Καλούτσης - Γ. Παπαδημητρίου, Συμβολή στη μελέτη της ψυχοπαθολογίας της πείνας, του φόβου και του άγχους, Αθήνα, 1947, φωτομηχανική επανέκδοση Οδυσσέας, σελ. 290, Αθήνα, 1991).
60. 70% εκτιμούν οι ίδιοι αντιφατικά στη σελ. 358.
61. Πέτρος Μακρής-Στάικος, Βρετανική πολιτική κοι αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα. Η απόρρητη έκθεση του Ταγματάρχη Wallace, σελ. 49-50, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα, 2009.
62. PRO HS 5/636: Report of Major J. M. Stevens on Present Conditions in Central Greece, όπως παρατίθεται στο Γιάννης Σκαλιδάκης, «Η παράδοση της εξουσίας από το ΕΑΜ μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας», Ελευθεροτυπία, 13 Φλεβάρη 2010.
63. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Γα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 121, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
64. Ο.π., σελ. 127.
65. Μιχάλης Λυμπεράτος, «Το ΚΚΕ και η Σλαβομακεδονική μειονότητα στην κατεχομένη Δυτική Μακεδονία», Μνήμων, τεύχ. 20, οελ. 72-73, 1998.
66. Η Λεγεώνα ήταν σώμα στρατού που είχε συγκροτήσει ο ιταλικός φασιστικός στρατός με τη συνδρομή ντόπιων συνεργατών του και επιδίωκε να στρατολογήσει στις γραμμές της τους βλάχικους πληθυσμούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι προπολεμικό τη μειονότητα των Βλάχων προσπαθούσε να προσεταιριστεί η ρουμανική αστική τάξη, προσφέροντας υποτροφίες στους πληθυσμούς της περιοχής, δεδομένων των ριζών της βλάχικης διαλέκτου στη ρουμανική γλώσσα. Στη συνέχεια, οι Ιταλοί, αξιοποιώντας την κοινή λατινική ρίζα της ρουμανικής και της ιταλικής γλώσσας, υποστήριξαν ότι οι Βλάχοι αποτελούσαν κοινότητες που συγκρότησαν από το απομεινάρια του ρωμαϊκού στρατού στην περιοχή και θέλησαν να εξιταλίσουν τους Βλάχους.
67. Προκήρυξη του ΕΑΜ Ελασσόνας το 1943.
68. Στάθης Μ. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Το εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 125, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
69. Ό.π., σελ. 363.
70. Chris Μ. Woodhouse, Το μήλον της Έριδος, σελ. 101, εκδ. Εξάντας, Αθήνα, 1975.
71. David Stafford, Britain and European Resistance 1940-1945, σελ. 99, Macmillan Press, London, 1983.
72. Procopis Papastratis, British policy towards Greece during the Second World War 1941-1944, σελ. 155, Cambridge University Press, New York, 1984.
73. Στάθης N. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 135,140, 143, 144, 145, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
74. Κώστας Σαραντόπουλος, Βαλτέτσι 1944. Μαρτυρία, σελ. 16, εκδ. Αρμός, Αθήνο, 2003.
75. Κώστας X. Βάγιας, Η Άρτα του πολέμου και της Κατοχής, έκδοση του Μουσικόφιλου Συλλόγου «Ο Σκουφάς», Άρτο, 2004.
76. Στάθης Ν. Καλύβος - Νίκος Μαραντζίδης, Το εμφύλιο πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 147, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
77. Γιάννης (Ζαν Μαρί) Σκαλιδάκης, Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (1944), Διδακτορική Διατριβή, σελ. 221, ΑΠΟ, Θεσσαλονίκη, 2012.
78. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 148, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
79. Όπ., σελ. 154, 157-158.
80. Όπ., σελ. 159-160.
81. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 274, εκδ. Μετοίχμιο, Αθήνα, 2015.
82. Όπ., σελ. 167.
83. Όπ., σελ. 171-172, 173.
84. Όπ., σελ. 176.
85. Όπ.,σελ. 158-159.
86. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντίδης, Το εμφύλιο πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 193.194-195, 199, εκδ. Μετοίχμιο, Αθήνο, 2015.
87. Ό.π., σελ. 116-117.
88. Σωτήρης Κόσσος - Ανδρέος Τοκάλκις, Ένα χωριό στον Εμφύλιο, σελ. 22, εκδ. Ζήτης, Θεσσαλονίκη, 2009.
89. Ιωάννης Κολιόποολος. Λεηλασία φρονημάτων, τομ. Α'. σελ. 80-81. εκδ. Βένιος, Θεσσαλονίκη, 1994.
90. Ιωάννης Μπουγάς, Ματωμένες Μνήμες, σελ. 60, εκδ. Πελασγός, Αθήνα, 2009.
91. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζϊδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 120, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
92. Στέφανος Σαράφης, 0 ΕΛΑΣ, σελ. 310, 311, 312, 312-313, 314-315, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1958.
93. Γεώργιος Τσολάκογλου, Απομνημονεύματα, σελ. 170, εκδ. Ακροπόλεως, Αθήναι, 1959.
94. Ό.π., σελ. 176, εκδ. Ακροπόλεως, Αθήναι, 1959.
95. Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, Ιδού η αλήθεια, σελ. 118-121, έκδοση του συγγραφέα, Αθήναι, 1948.
96. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 177-178, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
97. Γεώργιος Ράλλης (επιμ.), 01. Δ. Ρόλλης ομιλεί εκ του τάφου, σελ. 59, έκδοση του συγγραφέα, Αθήναι, 1947.
98. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 331, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
99. Ηλίας Χρυσοχοίδης, «Ένας στρατηγός της Βέρμαχτ αφηγείται...», Το Βήμα της Κυριακής, 9 Μάρτη 2014.
100. Λάμπης Ράππας, «Ιστορική εισαγωγή», στο Βαγγέλης Χατζηαγγελής, Το Όγδοο Τάγμα (Σελίδες Ημερολογίου 1940-45), σελ. 60-74, εκδ. Ράππας, Αθήνα, 1994.
101. Πέρα από την ΑΣΟ, δρούσαν και η Αντιφασιστική Οργάνωση Ναυτικού (AON) και η Αντιφασιστική Οργάνωση Αεροπορίας (ΑΟΑ). Πάνω από 15.000 αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες και των τριών όπλων πιάστηκαν και κλείστηκαν σε βρετανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην έρημο.
102. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλιο πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 206-207, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
103. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζΐδης, Το εμφύλιο πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 179, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
104. Ό.π., σελ. 357.
105. A. Speer, Inside the Third Reich, σελ. 509-510, εκδ. Avon Publishers.
106. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζΐδης, Τα εμφύλιο πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 217, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
107. Ελευθερία, 16 Μάρτη 1945, όπως παρατίθεται στο Δημήτρης Κοασουρής, Οι δίκες των δωσίλογων 1944-1949, σελ. 292, εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2014.
108. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις γιο τον Εμφύλιο, σελ. 218-219, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
109. Ό.π., σελ. 216.
110. Ό.π., σελ. 239.
111. Ό.π., σελ. 248.
112. Μετά από το τέλος των Δεκεμβριανών, το αστικό κράτος ξέθαψε υποτιθέμενα πτώματα θυμάτων του ΕΛΑΣ και τα παρουσίασε στο Περιστέρι, ισχυριζόμενο ότι σκόπευε στην αναγνώριση των νεκρών, αλλά στην πράξη επιδίωκε να κλιμακώσει την προπαγάνδα του για την «εγκληματική δράση των κομμουνιστών». Στη συνέχεια, αποδείχτηκε ότι τα πτώματα δεν προέρχονταν από μαζικές ταφές στις οποίες είχε προχωρήσει ο ΕΛΑΣ, αλλά τα είχαν περισυλλέξει από όλη την Αθήνα και τα είχαν μεταφέρει στο Περιστέρι.
113. Φιλιώ Τόλια, «Γυναίκες - Από την Αντίσταση στο Δεκέμβρη», στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Δεκέμβρης του 44. Η κρίσιμη ταξική σύγκρουση, σελ. 167, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2014.
114. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 240-241, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
115. Ό.π., σελ. 249.
116. Ό.π., σελ. 238.
117. Μίμης Φωτόπουλος, Ελ Ντόμπα. Όμηρος των Εγγλέζων, σελ. 103, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1980.
118. Γεώργιος Παπανδρέου, «Ο Δεκέμβριος 1944», Καθημερινή, 1 Μάρτη 1948.
119. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλιο πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 260, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
120. Ό.π., σελ. 263.
121. Ό π., σελ. 262.
122. Ό.π„ σελ. 362.
123. Ό.π., σελ. 318.
124. Ό.π., σελ. 312-313.
125. Ό.π., σελ. 315.
126. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 305, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
127. Ό.π., σελ. 340.
128. Ό.π., σελ. 352-355.
129. Στάθης Μ. Κολύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 356, εκδ. Κετοιχμιο, Αθήνα, 2015.
130. Η συμφωνία των ποσοστών, σύμφωνα με την αστική ιστοριογραφία, αφορά τη συμφωνία μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της ΕΣΣΔ για τα ποσοστά επιρροής τους στις χώρες της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αστοί και οπορτουνιστές ιστοριογράφοι, όλα τα προηγούμενα χρόνιο, χρησιμοποιούσαν την υποτιθέμενη 'συμφωνία ως απόδειξη της προδοσίας των Ελλήνων κομμουνιστών από την ΕΣΣΔ. Η συγκεκριμένη προπαγάνδα γνώρισε μεγάλη έκταση στα χρόνια της εκλογικής ανόδου και της κυβερνητικής επικράτησης του ΠΑΣΟΚ και χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα ενάντια στο ΚΚΕ και στον προλεταριακό διεθνισμό. Σκόπιμα «μπέρδευαν» το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων με το «μοίρασμα του κόσμου».
131. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 358, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015
132. Ο.π., σελ. 363-364.
133. Ό.π., σελ. 369-371.
134. Ό.π., σελ. 372-373.
135. Ο.π., σελ. 378, 380-381.
136. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 506, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
137. Ό.π., σελ. 439.
138. Ό.Π., σελ. 433-434.
139. Το «Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο» (ΝΟΦ) ιδρύθηκε στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία (Σκόπια) τον Απρίλη του 1945 από την ηγεσία της Γιουγκοσλαβίας. Οι βασικές δυνάμεις του (ένοπλες ομάδες) στην Ελλάδα αναπτύχθηκαν στους νομούς Φλώρινας, Καστοριάς και Έδεσσας, όπου ήταν συγκεντρωμένοι σλαβόφωνοι πληθυσμοί. Το ΝΟΦ εντασσόταν αρχικά στο σχεδίασμά της ηγεσίας της Γιουγκοσλαβίας να προωθήσει την επιδίωξη της ενιαίας Μακεδονίας ως τμήματος της Γιουγκοσλαβίας, γεγονός που έβρισκε αντίθετο το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Οι σχέσεις του ΝΟΦ με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ οξύνθηκαν περισσότερο όταν άρχισαν να συγκροτούνται ένοπλες Ομάδες Καταδιωκόμενων Αγωνιστών. Η ηγεσία του ΝΟΦ επεδίωκε τη συγκρότηση «Μακεδονικού Αρχηγείου» στο Βίτσι. Τελικά, αυτός ο στόχος δεν επιτεύχθηκε. Στο Βίτσι, προς τα τέλη του 1946, συγκροτήθηκε κοινό Αρχηγείο του ΔΣΕ και η κεντρική καθοδήγηση του ΝΟΦ λογοδοτούσε στην Επιτροπή Μακεδονίας-Θράκης του ΚΚΕ. Η διαπάλη στο ΝΟΦ οδήγησε στη διάσπασή του. Βέβαια, η υπονομευτική δράση πρώην στελεχών του ΝΟΦ σε βάρος του ΔΣΕ δε σταμάτησε.
140. Αρχείο ΚΚΕ, Έγγραφο 62923, Ιδεολογικές Βάσεις του ΝΟΦ - Εισήγηση στο 2ο Συνέδριο του ΝΟΦ, σελ. 28-29.
141. Β. Κόιτσεφ, «Συμπεράσματα απ' το Β' Συνέδριο του ΝΟΦ», Περιοδικό Δημοκρατικός Στρατός, τόμ. Β', σελ. 317, φωτογραφική ανατύπωση, εκδ. Ριζοσπάστης, Αθήνα, 1996.
142. Το ΚΚΕ. Επίσημο Κείμενα, τόμ. 6, σελ. 337, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1987.
143. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 417, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
144. Ό.π., σελ. 418-419, 420-421.
145. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλιο πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 419, 421, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
146. Ό.π., αελ. 421-422.
147. Ό.π., αελ. 485-486.
148. Ό.π., αελ. 423-424.
149. David Η. Close - Θάνος Βερέμης, «Ο στρατιωτικός αγώνας, 1945-49», στο Συλλογικό Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, 1943-1950, αελ. 141, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1996.
150. Θρασύβουλος Τσακαλώτος, 40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος, τόμ. Β', σελ. 162, έκδοση του συγγραφέα, χ.χ.
151. Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσας, Φωτιά και Τσεκούρι, σελ. 368, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήναι, 1975.
152. Ραδιοφωνική εκπομπή, «Από τον πόλεμο του '40 έως τη χούντα του '67», ΣΚΑΪ, 6 Απρίλη 2014.
153. David Η. Close - Θάνος Βερέμης, «Ο στρατιωτικός αγώνας, 1945-49», στο Συλλογικό Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, 1943-1950, σελ. 138, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1996.
154. Αρίστος Καμαρινός, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Πελοπόννησο. 1946-1949, σελ. 211, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2000,
155. Σόλων Ν. Γρηγοριάδης, Ο εμφύλιος 1946-1949, τόμ. Α', σελ. 152, εκδ. Φυτρόκη, Αθήνα, 1979.
156. Νίκος Κυρίτσης, Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Ίδρυση - Μονάδες - Αξιωματικοί - Δυνάμεις - Απώλειες - Κοινωνική σύνθεση, σελ. 514, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012.
157. Αρχείο ΚΚΕ, Έγγραφο 42052, Νόμοι της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, Μάης 1948, σελ. 46.
158. Καταγραφή-επεξεργασία στοιχείων της Εφημερίδας της Προσωρινής Κυβέρνησης (αρ. φύλ. 1, 28 Δεκέμβρη 1947 έως αρ. φύλ. 75, 12 Αυγούστου 1949).
159. Νίκος Κυρίτσης, Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Ίδρυση - Μονάδες - Αξιωματικοί - Δυνάμεις - Απώλειες - Κοινωνική σύνθεση, σελ. 472-480, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012.
160. Καταγραφή-επεξεργασία των στοιχείων της Εφημερίδας της Προσωρινής Κυβέρνησης.
161. Καταγραφή-επεξεργασία των στοιχείων των βιβλίων Έπεσαν για τη ζωή, τόμ. 7α, 7β, 7γ, 7δ, 7ε, 7στ, 7ζ, 8, εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 2008-2016.
162. Δημήτριος Ζαφειρόπουλος, Ο αντισυμμοριακός αγών, 1945-1949, σελ. 36-37, Αθήνοι, 1956.
163. Πηγή ΕΛΣΤΑΤ, Απογραφή 1951.
164. Β. Μπαρτζιώτας, «Η πολιτική δουλειά στο ΔΣΕ», Δημοκρατικός Στρατός, τόμ. 4/1949, σελ. 236.
165. ΚΕ του ΚΚΕ, «Διακήρυξη για τα 70χρονα του ΔΣΕ», στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Συλλογή Κειμένων. Έγγραφα από το Αρχείο του ΚΚΕ, σελ. 23-24, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2016.
166. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 445, 447-448, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
167. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 448, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
168. Ό.π., σελ. 450-452.
169. Δημήτρης Σέρβος, Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια, σελ. 228, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001.
170. Διοίκηση Αεροπορίας Στρατού, «Αεροπορική περικύκλωσις» (3.5.1947), στο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχείο του Εμφυλίου Πολέμου 1945-1949, τόμ. 4, Έγγραφο 61, σελ. 483-484, έκδοση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1998.
171. Αντιστράτηγος Βαν Φλιτ, «Υπόμνημα υποβληθέν εις το Συμβούλων Εθνικής Αμύνης», στο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία του Εμφυλίου Πολέμου 1945-1949, τόμ. 8, Έγγραφο 31, σελ. 185, έκδοση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1998.
172. Δημήτρης Σέρβος, Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια, σελ. 236, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001.
173. Αρχείο ΚΚΕ, Έγγραφο 88584, Αποκαλυπτικό Υπόμνημα «Βασανιστήρια, βιασμούς καταγγέλλουν οι κρατούμενες γυναίκες των φυλακών Αβέρωφ προς τον ΟΗΕ».
174. Δημήτρης Σέρβος, Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια, σελ. 189, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001.
175. Ό.π., σελ. 196.
176. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 449, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015,
177. Φρειδερίκη, Μέτρον Κατανοήσεως, σελ. 138, εκδ. Βιβλιομεταφραστική, Λονδίνο, 1971.
178. Γεωργία Σαρικούδη, Όψεις της ζωής των Ελλήνων στην Τσεχία (Πρώην Τσεχοσλοβακία), Διδακτορική Διατριβή, σελ. 94, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2014.
179. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Το εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 458-460, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
180. Ό.π., σελ. 461, 464.
181. Ό.π., σελ. 465-468.
182. Στάθης Ν. Καλύβας - Νίκος Μαραντζίδης, Τα εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, σελ. 476-477, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2015.
183. Ό.π., σελ. 479.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου