Κατιούσα
Ο θρύλος του ΟΧΙ με τον οποίο απάντησε η μικρή Ελλάδα στο τελεσίγραφο
της ιταλικής κυβέρνησης τη νύχτα της 27ης προς 28η Οκτωβρίου 1940
γεννήθηκε την ίδια εκείνη εποχή και πολλές ξένες εφημερίδες, κυρίως
γαλλικές, έσπευσαν να χρησιμοποιήσουν τον όρο.
Το γαλλικό ΝΟΝ -όπως μεταφέρθηκε το ΟΧΙ- εμπεριείχε όμως μεγάλη δόση υστεροβουλίας. Η Γαλλία από τον Ιούλιο του 1940 κυβερνιόταν από ένα δικτάτορα με «απόλυτες εξουσίες», τον στρατάρχη Πεταίν, σε ένα καθεστώς, τη «Γαλλική Πολιτεία» (Etat Francais), το οποίο αντέγραφε σε πολλά σημεία το ναζιστικό αντίστοιχο και τον εκείνο τον καιρό διαπραγματευόταν με τη ναζιστική κυβέρνηση του Βερολίνου τη θέση της «νέας» Γαλλίας στη Νέα Ευρώπη του Άξονα.
Το καθεστώς αυτό ήθελε τον εαυτό του «εθνικιστικό» και δεν έχανε ευκαιρία να στιγματίσει την προγενέστερη Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία, στην ηττοπάθεια της οποίας απέδιδε την ήττα και τα προβλήματα που γεννήθηκαν από αυτή. Το ελληνικό ΟΧΙ ήταν ένα ακόμα χαστούκι στο «δημοκρατικό» παρελθόν της χώρας.
Σε τελευταία ανάλυση η κυβέρνηση του Βισύ είχε να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό και τις απαιτήσεις της φασιστικής Ιταλίας τόσο στη βόρεια Αφρική, τη Μεσόγειο και τη ζώνη των Άλπεων, όσο και στην καρδιά των ιθυνόντων του Βερολίνου. Σε αυτή την προοπτική οποιοσδήποτε κόλαφος ενάντια στη Ρώμη ήταν απλά καλοδεχούμενος.
Στην πραγματικότητα το ΟΧΙ δεν ειπώθηκε ποτέ. Η φράση με την οποία ο αγουροξυπνημένος Μεταξάς απέρριψε το ιταλικό τελεσίγραφο δόθηκα στη γλώσσα της διπλωματίας, τα γαλλικά: «Alors c’ est la guerre!» (Τότε βρισκόμαστε σε πόλεμο –η καλύτερη απόδοση). Έκτοτε έχουν γίνει πολλές συζητήσεις για ετούτο το μη ειπωθέν ΟΧΙ, το οποίο μπήκε στην εθνική παράδοση των Ελλήνων και ρίζωσε εκεί.
Το ερώτημα για το τι είπε και τι εννοούσε ο Μεταξάς συνδέεται με τη διαμάχη γύρω από τη φύση του καθεστώτος της Τετάρτης Αυγούστου. Για την ακρίβεια συνδέεται με την προσπάθεια «αθώωσής» του ως προς την βάσιμη κατηγορία ότι γοητευόταν υπέρμετρα από τον ναζισμό και έσπευδε να υιοθετήσει όλες τις τελετουργίες, το λεξιλόγιο και τις πρακτικές του τελευταίου. Το επιχείρημα συνοψιζόταν στο εξής: πώς θα μπορούσε ένας φασίστας να πει ΟΧΙ στους άλλους φασίστες. Και το συμπέρασμα που ήθελαν οι χρήστες της παραπάνω μεθόδου να εκμαιεύσουν οδηγούσε στην «αθώωση»: άρα ο Μεταξάς δεν ήταν φασίστας.
Το ζήτημα είναι ότι ο Μεταξάς και ήταν φασίστας και απέρριψε το τελεσίγραφο των Ιταλών φασιστών. Για να καταλάβουμε πως ακριβώς έγινε αυτό θα πρέπει να εξετάσουμε με προσοχή ποιοι ήταν οι εμφανείς και αφανείς πόλοι εξουσίας στην Ελλάδα του 1940. Υπήρχε ο Μεταξάς και το καθεστώς της Τετάρτης Αυγούστου, υπήρχε ο βασιλιάς και τα ανάκτορα, υπήρχε και η βρετανική πρεσβεία. Η τελευταία ήταν έντονα παρούσα στα ακόμη ουδέτερα Βαλκάνια και υπέρμετρα παρούσα στην «παραδοσιακή» της «σύμμαχο», την Ελλάδα. Στην ουσία, ειδικά σε καιρό πολέμου ασκούσε ένα είδος «συγκυβέρνησης» έχοντας κάτω από την άμεση επιρροή της τον βασιλιά Γεώργιο Β’ και τον μηχανισμό του παλατιού. Στην ελληνική πολιτική σκηνή η Αγγλία ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το στρατό και για την εξωτερική πολιτική. Στα υπόλοιπα πεδία, στο διωγμό των κομμουνιστών λόγου χάρη, ο Μεταξάς μπορούσε να δρα ανενόχλητος χρησιμοποιώντας, κατά βούληση, και όσα στοιχεία από το ναζιστικό παράδειγμα έκρινε χρήσιμα. Οι κομμουνιστές ήταν εξάλλου οι βασικοί εχθροί όλων –και στις δύο πλευρές των μετώπων του 1940.
Θα ήταν επίσης χρήσιμο να θυμίσουμε ότι η εξουσία του Μεταξά ήταν «δοτή». Τον έχρισε πρωθυπουργό ο βασιλιάς και τον αναβάθμισε σε δικτάτορα όταν αυτό κρίθηκε απαραίτητο. Ο Μεταξάς χρωστούσε την εξουσία του στα ανάκτορα και διαμέσου αυτών στην Αγγλία. Και να ήθελε να το ξεχάσει αυτό, απλά δεν θα μπορούσε.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν αναμενόμενο και σχεδόν αυτονόητο ότι ο δικτάτορας θα απέρριπτε το ιταλικό τελεσίγραφο. Σε τελευταία ανάλυση, ήδη από τον Οκτώβριο του 1940 η Βρετανία έδειχνε ότι παρέμενε κυρίαρχος της Μεσογείου –άρα και της Ελλάδας. Πριν λίγους μήνες είχε ανελέητα καταστρέψει τον γαλλικό στόλο, δεν την είχε πτοήσει η ξέπνοη ιταλική «εισβολή» στην Αίγυπτο ενώ στη θάλασσα ο ιταλικός στόλος είχε ήδη υποστεί συμφορές προσπαθώντας απλά και μόνο να εφοδιάσει τα Δωδεκάννησα. Για ένα κράτος έκθετο στη θάλασσα, όπως ήταν η Ελλάδα, θα ήταν φρόνιμο να μην δεχτεί την ιταλική πρόταση, όποια και αν ήταν αυτή.
Ο Μεταξάς λοιπόν είπε αυτά που μπορούσε να πει. Το πρόβλημα ξεκινούσε από αυτά που είπε ο λαός της Ελλάδας. Οι έφεδροι που αποδέχθηκαν την πρόκληση και με το χαμόγελο ξεκίνησαν να πουν το δικό τους ΟΧΙ στα βουνά της Αλβανίας.
Σε αυτό το σημείο τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται. Οι έφεδροι αυτοί δεν χρωστούσαν τίποτε στην όποια Αγγλία…
Κείμενο του Γιώργου Μαργαρίτη, Καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Αναδημοσίευση από Reader.gr
.katiousa.gr
Το γαλλικό ΝΟΝ -όπως μεταφέρθηκε το ΟΧΙ- εμπεριείχε όμως μεγάλη δόση υστεροβουλίας. Η Γαλλία από τον Ιούλιο του 1940 κυβερνιόταν από ένα δικτάτορα με «απόλυτες εξουσίες», τον στρατάρχη Πεταίν, σε ένα καθεστώς, τη «Γαλλική Πολιτεία» (Etat Francais), το οποίο αντέγραφε σε πολλά σημεία το ναζιστικό αντίστοιχο και τον εκείνο τον καιρό διαπραγματευόταν με τη ναζιστική κυβέρνηση του Βερολίνου τη θέση της «νέας» Γαλλίας στη Νέα Ευρώπη του Άξονα.
Το καθεστώς αυτό ήθελε τον εαυτό του «εθνικιστικό» και δεν έχανε ευκαιρία να στιγματίσει την προγενέστερη Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία, στην ηττοπάθεια της οποίας απέδιδε την ήττα και τα προβλήματα που γεννήθηκαν από αυτή. Το ελληνικό ΟΧΙ ήταν ένα ακόμα χαστούκι στο «δημοκρατικό» παρελθόν της χώρας.
Σε τελευταία ανάλυση η κυβέρνηση του Βισύ είχε να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό και τις απαιτήσεις της φασιστικής Ιταλίας τόσο στη βόρεια Αφρική, τη Μεσόγειο και τη ζώνη των Άλπεων, όσο και στην καρδιά των ιθυνόντων του Βερολίνου. Σε αυτή την προοπτική οποιοσδήποτε κόλαφος ενάντια στη Ρώμη ήταν απλά καλοδεχούμενος.
Στην πραγματικότητα το ΟΧΙ δεν ειπώθηκε ποτέ. Η φράση με την οποία ο αγουροξυπνημένος Μεταξάς απέρριψε το ιταλικό τελεσίγραφο δόθηκα στη γλώσσα της διπλωματίας, τα γαλλικά: «Alors c’ est la guerre!» (Τότε βρισκόμαστε σε πόλεμο –η καλύτερη απόδοση). Έκτοτε έχουν γίνει πολλές συζητήσεις για ετούτο το μη ειπωθέν ΟΧΙ, το οποίο μπήκε στην εθνική παράδοση των Ελλήνων και ρίζωσε εκεί.
Το ερώτημα για το τι είπε και τι εννοούσε ο Μεταξάς συνδέεται με τη διαμάχη γύρω από τη φύση του καθεστώτος της Τετάρτης Αυγούστου. Για την ακρίβεια συνδέεται με την προσπάθεια «αθώωσής» του ως προς την βάσιμη κατηγορία ότι γοητευόταν υπέρμετρα από τον ναζισμό και έσπευδε να υιοθετήσει όλες τις τελετουργίες, το λεξιλόγιο και τις πρακτικές του τελευταίου. Το επιχείρημα συνοψιζόταν στο εξής: πώς θα μπορούσε ένας φασίστας να πει ΟΧΙ στους άλλους φασίστες. Και το συμπέρασμα που ήθελαν οι χρήστες της παραπάνω μεθόδου να εκμαιεύσουν οδηγούσε στην «αθώωση»: άρα ο Μεταξάς δεν ήταν φασίστας.
Το ζήτημα είναι ότι ο Μεταξάς και ήταν φασίστας και απέρριψε το τελεσίγραφο των Ιταλών φασιστών. Για να καταλάβουμε πως ακριβώς έγινε αυτό θα πρέπει να εξετάσουμε με προσοχή ποιοι ήταν οι εμφανείς και αφανείς πόλοι εξουσίας στην Ελλάδα του 1940. Υπήρχε ο Μεταξάς και το καθεστώς της Τετάρτης Αυγούστου, υπήρχε ο βασιλιάς και τα ανάκτορα, υπήρχε και η βρετανική πρεσβεία. Η τελευταία ήταν έντονα παρούσα στα ακόμη ουδέτερα Βαλκάνια και υπέρμετρα παρούσα στην «παραδοσιακή» της «σύμμαχο», την Ελλάδα. Στην ουσία, ειδικά σε καιρό πολέμου ασκούσε ένα είδος «συγκυβέρνησης» έχοντας κάτω από την άμεση επιρροή της τον βασιλιά Γεώργιο Β’ και τον μηχανισμό του παλατιού. Στην ελληνική πολιτική σκηνή η Αγγλία ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το στρατό και για την εξωτερική πολιτική. Στα υπόλοιπα πεδία, στο διωγμό των κομμουνιστών λόγου χάρη, ο Μεταξάς μπορούσε να δρα ανενόχλητος χρησιμοποιώντας, κατά βούληση, και όσα στοιχεία από το ναζιστικό παράδειγμα έκρινε χρήσιμα. Οι κομμουνιστές ήταν εξάλλου οι βασικοί εχθροί όλων –και στις δύο πλευρές των μετώπων του 1940.
Θα ήταν επίσης χρήσιμο να θυμίσουμε ότι η εξουσία του Μεταξά ήταν «δοτή». Τον έχρισε πρωθυπουργό ο βασιλιάς και τον αναβάθμισε σε δικτάτορα όταν αυτό κρίθηκε απαραίτητο. Ο Μεταξάς χρωστούσε την εξουσία του στα ανάκτορα και διαμέσου αυτών στην Αγγλία. Και να ήθελε να το ξεχάσει αυτό, απλά δεν θα μπορούσε.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν αναμενόμενο και σχεδόν αυτονόητο ότι ο δικτάτορας θα απέρριπτε το ιταλικό τελεσίγραφο. Σε τελευταία ανάλυση, ήδη από τον Οκτώβριο του 1940 η Βρετανία έδειχνε ότι παρέμενε κυρίαρχος της Μεσογείου –άρα και της Ελλάδας. Πριν λίγους μήνες είχε ανελέητα καταστρέψει τον γαλλικό στόλο, δεν την είχε πτοήσει η ξέπνοη ιταλική «εισβολή» στην Αίγυπτο ενώ στη θάλασσα ο ιταλικός στόλος είχε ήδη υποστεί συμφορές προσπαθώντας απλά και μόνο να εφοδιάσει τα Δωδεκάννησα. Για ένα κράτος έκθετο στη θάλασσα, όπως ήταν η Ελλάδα, θα ήταν φρόνιμο να μην δεχτεί την ιταλική πρόταση, όποια και αν ήταν αυτή.
Ο Μεταξάς λοιπόν είπε αυτά που μπορούσε να πει. Το πρόβλημα ξεκινούσε από αυτά που είπε ο λαός της Ελλάδας. Οι έφεδροι που αποδέχθηκαν την πρόκληση και με το χαμόγελο ξεκίνησαν να πουν το δικό τους ΟΧΙ στα βουνά της Αλβανίας.
Σε αυτό το σημείο τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται. Οι έφεδροι αυτοί δεν χρωστούσαν τίποτε στην όποια Αγγλία…
Κείμενο του Γιώργου Μαργαρίτη, Καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Αναδημοσίευση από Reader.gr
.katiousa.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου