Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

«Μόλις έμαθα ποιοι είναι οι μπολσεβίκοι αποφάσισα να περάσω μαζί τους» – Όταν Έλληνες Στρατιώτες αρνήθηκαν να πολεμήσουν ενάντια στην Σοβιετική Ρωσία



«Μόλιςέμαθα ποιοι είναι οι μπολσεβίκοι αποφάσισα να περάσω μαζί τους» – Όταν ΈλληνεςΣτρατιώτες αρνήθηκαν να πολεμήσουν ενάντια στην Σοβιετική Ρωσία

Από atexnos3 στο Ιστορία
 
Γράφει ο Νίκος Μόττας //

Εκατό χρόνια συμπληρώνονται από τότε που 14 χώρες πήραν μέρος στην ιμπεριαλιστική επέμβαση ενάντια στη νεοσύστατη τότε σοβιετική Ρωσία, με σκοπό να καταπνίξουν την σοσιαλιστική Επανάσταση και να ανατρέψουν την εξουσία των μπολσεβίκων. Ανάμεσα στις 14 αυτές χώρες, ήταν και η αστοτσιφλικάδικη Ελλάδα του Ελευθέριου Βενιζέλου (του επονομαζόμενου «εθνάρχη»), που απέστειλε συνολικά 23.351 στρατιώτες, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Κων. Νίδερ.
Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα αποτελούνταν τόσο από αυστηρά επιλεγμένους στρατιώτες και αξιωματικούς, όσο και από εθελοντές όλων των μονάδων του Στρατού. Σύμφωνα με το Γ. Κορδάτο [1], επιλέχθηκαν αξιωματικοί που ήταν πολιτικά αφοσιωμένοι στο βενιζελικό στρατόπεδο. Διόλου τυχαία, από τους πρώτους που εντάχθηκαν στο εκστρατευτικό σώμα ήταν, μεταξύ άλλων, οι Ν. Πλαστήρας και Γ. Κονδύλης. 


Όπως αναφέρει ο Κ.Αυγητίδης, στο πλαίσιο της αντισοβιετικής εκστρατείας είχε γίνει και ανάλογη ιδεολογική «κατήχηση» ενάντια τους Μπολσεβίκους, ενώ η κυβέρνηση είχε συνδέσει την εκστρατεία με την επίτευξη «εθνικών στόχων» και του καταστροφικού για το λαό μεγαλοϊδεατισμού, με το χαρακτηριστικό «Ο δρόμος για την Μικρά Ασία, περνά απ’ τη Ρωσία» [2]. 

Στις σελίδες του «Ριζοσπάστη», όπως επίσης και της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης», μπορεί κανείς να βρει πλούσιο υλικό για την περίοδο εκείνη: Για την αλληλεγγύη του νεοσύστατου ΣΕΚΕ στην Σοβιετική Ρωσία και τη δράση του ενάντια στην συμμετοχή της Ελλάδας στην ιμπεραλιστική επέμβαση, για τον σημαντικό ρόλο της Ελληνικής Κομμουνιστικής Ομάδας Οδησσού, για την ιδεολογική ζύμωση μέσα στο ελληνικό στράτευμα που οδήγησε αρκετούς φαντάρους να αρνηθούν να πολεμήσουν ενάντια στα ταξικά τους αδέρφια. 

Είναι πολλές οι καταγεγραμμένες περιπτώσεις ελλήνων στρατιωτών που όχι μονάχα αρνήθηκαν να στρέψουν τα όπλα τους ενάντια στους ρώσους επαναστάτες, αλλά επιπλέον εντάχθηκαν στον Κόκκινο Στρατό. «Θέλω να γίνω μπολσεβίκος. Μόλις έμαθα ποιοι είναι οι μπολσεβίκοι αποφάσισα να περάσω μαζί τους» ήταν τα λόγια έλληνα στρατιώτη που αποφάσισε να αλλάξει πλευρά, τασσόμενος με το δίκαιο αγώνα των κομμουνιστών [3].

Σήμερα, παρουσιάζουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τις αναμνήσεις του έλληνα στρατιώτη Α.Α. όπως δημοσιεύθηκαν στο «Ριζοσπάστη» σε τέσσερις συνέχειες τον Ιούλη του 1929:

Η ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ, «Ριζοσπάστης», 16/7/1929.


«Σήμερα που ξαναμπαίνει πάλι μπροστά μας άμεσα ο κίνδυνος της έκρηξης καινούργιου πολέμου, η σκέψη μου τραβά πίσω στο παρελθόν και μου θυμίζει το περασμένο μακελειό που συρθήκαμε, όλα εμείς τα παιδιά του φτωχού λαού, για να σφαγούμε χάρις στα συμφέροντα των ντόπιων και των ξένων εκμεταλλευτών μας. Τα βάσανα και οι τυραννίες του προηγούμενου πολέμου ξαναζωντανεύουν και πάλι στη μνήμη μας μέσα και τώρα καταλαβαίνω πως δε μπορούν να ξεχαστούν όσο κι’ αν παληώσουν. Μα προ πάντων θα θυμούμαστε πάντα, όσοι τύχαμε στην εκστρατεία κείνη της Ουκρανίας, που ‘ταν ολοφάνερος πιά ο τυχοδιωκτικός σκοπός της ελληνικής μπουρζουαζίας. 

Παιδιά μεις του φτωχού εργαζόμενου λαού, συρθήκαμε τότε στις απέραντες κείνες πεδιάδες, να χτυπήσουμε τ’ αδέρφια μας, τους Ρώσσους εργάτες και αγρότες, και δε μπορώ ακόμα να χωνέψω πως μας ξεγελάσανε τότες οι Δήμιοι μας να μας στείλουν στα μακελειά κείνα. Ξημέρωνε, θυμούμαι, η πρωτοχρονιά του 1919. Η μπουρζουαζία της χώρας μας κάνοντας μας τον πρωτοχρονιάτικο της μποναμά, για το “καλό” του καινούργιου χρόνου, μας επιβίβαζε, την ίδια κείνη μέρα σαν σφάγια, από τη θέση “Σταυρός” της Μακεδονίας, πάνω στο Γαλλικό φορτηγό “Νορμάντ” για να μας στείλει στη Ρωσσία, “προς απελευθέρωση του Ρωσσικού λαού από τους ληστάς Μπολσεβίκους”. Είμασταν το 2ο τάγμα του 34ου Συντάγματος που το διοικούσε ο Ταγματάρχης Π.Μακρής. 

Στη μνήμη μου ζωηρεύει το ταξείδι αυτό. Είμασταν όλοι σκεπτικοί γιατι δεν ξέραμε αν θα αντικρύζαμε ξανά τα βουνά και τη θάλασσα που γνωρίσαμε, τα αδέρφια, τις μαννάδες και τις γυναίκες που εγκαταλείψαμε στα χωριά μας απροστάτευτες… Δεν γίνονταν όμως το ίδιο και για τους αξιωματικούς μας. Όχι! Αυτοί ήσανε χαρούμενοι και γελαστοί, θες από τις “δόξες” και τις δάφνες που θα στεφανωνότανε όταν ξαναγυρίζαμε “νικητές”, θες από το έκτακτο χιλιάρικο, κείνης της εποχής, που τους είχανε φιλοδωρήσει…

[…] Έτσι στις 4 του Γενάρη φτάσαμε στην Οδησσό και πλευρήσαμε στο μουράγιο. Ένα κρύο φοβερό μάστιζε τον τόπο. Ξεμπαρκάραμε σε μια πλατεία. Τα δόντια μας χτύπαγαν από το φοβερό κρύο σε σημείο που πολλοί λιγοθύμαγαν. Κάτω από τέτοιες συνθήκες δώθηκε το σύνθημα της εκκίνησης. Κάναμε παρέλαση. Πολλοί νομίζανε πως θα μας ράνουν με άνθια, ίσως μάλισταμας πέταγαν και τσιγάρο… Τίποτα όμως, ούτε μισό χειροκρότημα δεν ακούγονταν από πουθενά, ούτε μια επιδοκιμασία. Οι Ρούσοι μας κύταγαν περίλυποι που στο βλέμμα τους διάβαζες τούτες τις λέξεις: Αδέρφια! Γιατί δεχτήκατε να σας σύρουν ενάντια στη προλεταριακή πατρίδα σας να χτυπήστε το Κράτος των αδελφών σας; Μα ποιός τόνοιωθε τότε και ποιός καταλάβαινε τι φοβερό πλήγμα κατηφέρναμε στην τάξη μας πάνω;… Ξαφνικά δυνατά γέλια ακούστηκαν απ’ αυτούς που βάδιζαν πρώτοι. 
Στρέφοντας όλοι τα κεφάλια μας βρεθήκαμε μπροστά στο ποιό γελοίο και το ποιό αξιοθρήνητο θέαμα που συνάντησα στη ζωή μου. Ένας αντεπαναστάτης Συνταγματάρχης φυλάγοντας σε μια γωνιά σκοπός μας χειροκροτούσε φωνάζοντας… Ο Μιλιταρισμός στο πρόσωπο του Συνταγματάρχη μας υποδέχονταν χαρούμενος, μια που βέπε καινούργιες ζωντανές σάρκες που θα δίνονταν βορρά στο μακελειό του Τσάρου και των καπιταλιστών. 

Καταυλιστήκαμε σ’ ένα οίκημα που οι σφαίρες τόχανε κάνει κόσκινο […] Το απόγευμα μας γένηκε η δεύτερη υποδοχή. Ήρθε όλο το σκυλολόι των ρωμηών μπουρζουάδων της Οδησσού να μας επισκεφτεί και να μας “καλοσωρίσει”. Η ψυχή τους ήταν βγαλμένη τόσο καιρό. Για μια στιγμή και μόνο χάνανε όλα τους τα πλούτη… ό,τι είχανε κερδίσει από τις απάτες και την εκμετάλλευση των Ρώσσων εργατών. Πως να μην έρθουν λοιπόν να μας δούνε μια που στο πρόσωπο μας βλέπανε τους “σωτήρες” τους, τα θύματα τους, που θα χρησιμοποιούνταν για δήμιοι των Ρώσσων εργαζομένων; 

[…] Είμασταν το πρώτο τάγμα πουχε φτάσει στην Οδησσό. Σε λίγες μέρες έφτασαν και τα υπόλοιπα δυό του Συντάγματος μας. Το έργο όμως του Δήμιου που σταλθήκαμε να παίξουμε σε βάρος των Μπολσεβίκων, δεν θα παίζονταν μέσα στη Οδησσό. Δεν είχαμε σταλθεί για να γλεντήσουμε και να χορέψουμε μέσα στις πόλεις. Σταλθήκαμε για να σώσουμε τους Ρώσσους βιομήχανους και τσιφλικάδες, σταλθήκαμε για να σκοτώσουμε τους ηρωϊκούς Μπολσεβίκους και να σκοτωθούμε. […]

Όμως εμείς αρχίζαμε να νοιώθουμε πια καθαρά γιατί είμασταν σταλμένοι και ποιούς πολεμούσαμε. Από τη μιά ο άφθαστος ηρωϊσμός των Μπολσεβίκων, από την άλλη το ενδιαφέρον των Ρώσσων αγροτών για μας, μας δείχνανε ποιός ήτανε ο δρόμος μας. Αυτό όμως άρχισαν να το νιώθουν και οι αξιωματικοί μας. Γιά τούτο και μας τσαμπουνούσανε κάθε τόσο το “προς την πατρίδα, προς τους Συμμάχους και προς το συμφέρον μας και καθήκον μας”. Προ πάντων στη Βασιλίνοβα κάθε Κυριακή στην εκκλησία, δεν κάνανε τίποτα άλλο παρά να μας κουράζουν προσπαθώντας να μας γεμίσουν το κεφάλι με τα πράμματα αυτά που για μας δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ιδέες σκουριασμένες από την πολυκαιρία και καταδικασμένες πιά να ριχτούνε στον τάφο. Σ’ αυτό δε συνέτεινε και λίγο το ενδιαφέρον των χωρικών που λέγοντας μας τον πόνο τους μας καλούσαν ενωθούμε μαζί τους και πλαϊ τους να αγωνιστούμε για τα κοινά συμφέροντα: γιά το ψωμί και για τη λευτεριά μας. Ναι! Αυτούς θα αγκαλιάζαμε! Γιατί αυτών τα λόγια μόνο βρίσκανε απήχηση μέσα στην τυραννισμένη ψυχή μας, που ο ίδιος ο πόνος, το ίδιο συμφέρον και ο ίδιος σκοπός μας ένωναν. Τα λόγια των γαλονάδων καμμιά συγκίνηση δεν μας άφηναν πιά…».


Έλληνες στρατιώτες στην Οδησσό, 1919. Στάλθηκαν από την κυβέρνηση Βενιζέλου να πολεμήσουν για τα συμφέροντα της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών συμμάχων της.

Δεν άργησε η στιγμή που Έλληνες στρατιώτες, αντιλαμβανόμενοι το ταξικό τους συμφέρον και αναγνωρίζοντας το δίκαιο και ηρωϊκό αγώνα των μπολσεβίκων, πέρασαν στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού.

Σε δημοσίευμα της τον Φλεβάρη του 1919, η εφημερίδα «Ισβέστια» του Χάρκοβο ανέφερε πως 70 Έλληνες στρατιώτες και ένας υπαξιωματικός πέρασαν στο μπολσεβίκικο στρατόπεδο. Στασιασμοί παρουσιάζονται την ίδια περίοδο και σε τμήμα των γαλλικών στρατευμάτων, ενώ η μάχη της Μπερζόφσκα, το Μάρτη, οξύνει τις τάσεις ανταρσίας των Ελλήνων στρατιωτών απέναντι στους αξιωματικούς. 

Ο στρατιώτης Α.Α. θυμάται:

«Η αγανάκτηση που έβραζε μέσα στα στήθεια όλων μας, όλων των προλετάριων φαντάρων που σταλθήκαμε να χτυπηθούμε με τ’ αδέρφια μας της Ρωσσίας, δε μπορούσε παρά να ξεσπάσει. Έτσι οι σύντροφοί μας Γάλλοι στρατώτες αρνούνταν να υπακούσουν στην εγκληματική διαταγή των Μιλιταριστών καιστασιάζουν. […] Έτσι φαντάροι και υπαξιωματικοί καταλαμβάνοντας όλα τα γύρω υψώματα στρέφουν τα όπλα ενάντια στους δήμιους τους αξιωματικούς. Οι Μιλιταριστές κιτρινίζουν, τα χάνουν και δεν τολμούν να πάρουν μια τελειωτική απόφαση. Οι φαντάροι παιδιά του φτωχού εργαζόμενου λαού, δεν δέχονται να χτυπηθούν μεταξύ τους.» («Ριζοσπάστης», 17/7/2019, σελ. 1).

Οι προσπάθειες των αξιωματικών του ελληνικού στρατεύματος, με την συνδρομή εντεταλμένων ιερέων, να αντιστρέψουν το κλίμα έπεσαν στο κενό. Οι πατριδοκάπηλες κραυγές τους δεν έβρισκαν ανταπόκριση στους στρατιώτες που ήταν αποφασισμένοι να μην πολεμήσουν. «Οι Μπολσεβίκοι πολεμούν ηρωϊκά υπερασπίζοντας τις καταχτήσεις και την πατρίδα των εργαζομένων, όμως εμείς γιατί πολεμάμε;» αναρωτιούνται πολλοί. Δεν αργεί η αργή και βασανιστική επιστροφή προς την Οδησσό… 

Ο Έλληνας στρατιώτης αναφέρει: 

«Βρισκόμασταν όλοι σε αξιολύπητη κατάσταση. Μια νύχτα τρόμου, φρίκης και θανάτου ήρκεσε να μας μεταβάλει σε κινούμενους σκελετούς. Κι’ όλα τούτα, όλη αυτή η καταστροφή και το αίμα μόνο για τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών των Ρώσσων εργαζομένων και των ιμπεριαλιστών, για το μεγαλείο του Τσάρου. Οι Μποσελβίκοι όμως νίκησαν! Η νίκη τους αυτή είτανε και δική μας, είτανε νίκη του Παγκόσμιου Προλεταριάτου. Αυτή ήταν η μόνη χαρά που μας απόμενε από την καταστροφή μας”. […]

Οι τσακισμένοι φαντάροι που μένουν μέσα στη Κρεμιδόφσκα δεν βαστούν πιά. Τα πόδια τους πληγιασμένα από την πορεία δεν μπορούν να τα σύρουν. Κι όμως τα τραίνα δεν περνούν για να τους πάρουν. Οι σακαράκες (σ.σ: αξιωματικοί) παίζουν το τελευταίο τους ατού. Θέλουν να τους σταματήσουν στην Κρεμιδόσφκα ως που να τους περάσει η πρώτη εντύπωση της φρίκης και να τους ξανασύρουν ακόμα μια φορά ενάντια στους μπολσεβίκους. Μάταια όμως. Οι φαντάροι έχουν νοιώσει τις σκέψεις των σακαράκηδων κι’ αποφασίζουν όλοι μαζί – με την οργανωμένη δύναμη τους – να γυρίσουνε πίσω. Κατά τις 2 με τα όπλα στο χέρι τραβάν όξω από τη σκηνή του Ταγματάρχη Μακρή και του φωνάζουν: Στην Οδησσό! Όλοι στηγ Οδησσό κι απο κεί στα χωριά μας! Κιτρινισμένος ο Ταγματάρχης αναγκάζεται να υποσχεθεί και να υποκύψει.» («Ριζοσπάστης», 18/7/1929, σελ.2 & 19/7/1929, σελ.1,2.).

Στην Οδησσό, όταν ο ηρωϊκός Κόκκινος Στρατός έμπαινε στην πόλη, οι Έλληνες στρατιώτες για άλλη μια φορά αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Συγκλονιστική η αφήγηση-ντοκουμέντο του στρατιώτη που έζησε από κοντά την φρίκη του πολέμου αλλά και το μεγαλείο της προλεταριακής αλληλεγγύης που επέδειξαν έλληνες φαντάροι:


 
Σοβιετική αφίσα αναφερόμενη στον ηρωϊσμό
 των μαχητών του Κόκκινου Στρατού.
«Κατά τις 9 το βράδυ σ’ όλη την πόλη ακούστηκαν ισχυροί κρότοι όπλων και χειροβομδίδων. Οι αξιωματικοί ξελαρυγγιάζονται να φωνάζυν: “στα όπλα!… Όμως κανείς μας δεν κινείται. Αν δε μπορούμε να ενωθούμε με τον Κόκκινο Στρατό όμως δεν θα τον χτυπήσουμε. Θα βοηθήσουμε με την παθητικότητα μας, με το σαμποτάζ, να νικήσει ο Κόκκινος Στρατός του Προλεταριάτου. Και το κάναμε αυτό! Όξω στους δρόμους γινότανε μάχες. Κανείς μας δεν κινήθηκε να χτυπήσει τους Μπολσεβίκους. Οι περισσότεροι φαντάροι των Συμμαχικών στρατευμάτων κάνανε το ίδιο κι’ αυτοί. [….] 

Έχουν περάσει 10 χρόνια από τότες. Σήμερα όμως πάλι αρχίζουν να μιλούν για μια κανούργια τέτοια εκστρατεία. Αν το παράδειγμα μας εκείνο δεν τους άρκεσε, το σημερινό θα τους αρκέσει. Θα πάμε πάλι όταν μας στείλουν στην Ουκρανία. Όμως ετούτη τη φορά δεν θ’ αρκεστούμε μόνο στην παθητική μας στάση για τη νίκη των Μπολσεβίκων. Τώρα θα προχωρήσουμε πιο πολύ: Θα ενωθούμε με τον Κόκκινο στρατό για την απελευθέρωσή μας».

[1] Γιάννης Κορδάτος, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, τ. ΧΙΙΙ, 20ός Αιώνας, Αθήνα, 1959.

[2] Κώστας Αυγητίδης, Η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα (1918-1920), «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1999.


[3] Αχιλλέας Μπλάνας, «Η φιλία ανάμεσα στο Σοβιετικό και Ελληνικό λαό» στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τ. 11/1977.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου