Όταν ξημέρωσε η
εικοστή πρώτη μέρα έγινε κάτι που δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του
ανθρώπου, ακόμα και του πιο προικισμένου με θετική στρατιωτική φαντασία.
Όλοι οι απλοί άνθρωποι, αυτούς που λέμε χωματάνθρωπους ή Λαό, έγιναν ξαφνικά δέντρα! Πώς έγινε αυτό; Κανείς δεν ξέρει. Αυτό είν' έξω απ' τους φυσικούς νόμους και μοιάζει σαν νάγινε σε άλλο πλανήτη ή σαν επανάσταση του είδους. Πάντως έγινε. Οι κρατικοί επιστήμονες είπαν ότι αυτό οφείλεται στην πολλήν ευτυχία ή ακινησία του μυαλού! Φυσικά αυτό το συνταραχτικό φαινόμενο δεν έγινε μονομιάς, άρχισε με μεμονωμένα κρούσματα όπως η χολέρα.
Το πρώτο κρούσμα έγινε σε μια πέτρινη σκάλα. Κατέβαινε ένας ανθρωπάκος που τον έλεγαν Μηνά. Αυτός ο Μηνάς δεν είχε ποτέ φάκελο στην Ασφάλεια για φιλόδεντρος. Ήταν ένας ήσυχος, καλός, νομοταγής και σχεδόν ακίνητος άνθρωπος. Όπως κατέβαινε, λοιπόν, το τελευταίο σκαλοπάτι, ξαφνικά στάθηκε, κοίταξε τον ήλιο και είπε μια φράση σκοτεινή
- Δεν μπορώ άλλο πια, βαρέθηκα!
Έσμιξε στριφογυριστά τα πόδια του στη γη,πέταξε ρίζες κατά κάτω, σήκωσε αργά αργά τα χέρια του ψηλά, άνοιξε τις παλάμες του και ξαφνικά ξεπετάχτηκαν κάτι κλαδιά θεόρατα κατά πάνω όλο πρασινάδα και δύναμη και σκέπασαν τον ήλιο. Κείνη την ώρα πέρναε ο αέρας και σκόνταψε αφηρημένος απάνω του, ξαφνιάστηκε και έσκουξε:
- Έι, πού βρέθηκες εσύ;
- Δεν μπορώ άλλο αδελφέ, βαρέθηκα πια, είπε ο Μηνάς το δέντρο και τίναξε τα κλαδιά του όλο δροσιά στην ξερή γη.
Με ταχύτητα αστραπής διαδόθηκε το νέο σ' όλο τον κόσμο. Όλοι έμειναν κατάπληκτοι. Τι συμβαίνει τέλος πάντων; Τα δέντρα ξεραίνονται και οι άνθρωποι γίνονται δέντρα; Μαζεύτηκε κόσμος και κόσμος και κοίταζε το Μηνά το δέντρο, σιωπηλά με κατανόηση. Ο Μηνάς τρεμούλιαζε τα φύλλα του σα χιλιάδες δάχτυλα και τους χαιρετούσε από ψηλά.
- Γεια σας αδέρφια...Πιο καλά έτσι!
Το βράδυ μια μεγάλη ουρά πολλών χιλιομέτρων σχηματίστηκε μπροστά απ' το Μηνά το δέντρο, σα νάτανε ένα ζωντανό μαυσωλείο. Σ' όλο αυτό το διάστημα ο Μηνάς τούς μιλούσε με τη γλώσσα των δέντρων και πράμα παράξενο άρχισαν τώρα να την καταλαβαίνουν όλοι. Έλεγε:
- Αδέρφια, βαρέθηκα πια αυτή την ακινησία του μυαλού μου. Με βγάλανε έξω απ' όλα. Τι μπορούσα να γίνω χωρίς γνώμη; Ή κανένα κατσαβίδι ή κανένα σφυρί, το πολύ πολύ καμιά μηχανή εσωτερικής καύσεως, να δουλεύω στον ίδιο κύκλο! Προτίμησα να γίνω δέντρο κ' είμαι πολύ ευχαριστημένος γιατί αισθάνομαι μια παράξενη λευτεριά. Πρώτα - πρώτα δεν τρέχω σαν τρελλός σ' όλο τον πλανήτη να βρω ένα κομμάτι ψωμί, να ιδρώνω και ν' αγκομαχάω σαν παλιόσκυλο!
Έχω αμολήσει τις ρίζες μου βαθιά και βυζαίνω το χώμα. Ούτε ωράρια εργασίας, ούτε καταναγκασμός, ούτε κουδούνια, ούτε να δέχομαι τη σοφία των αφεντικών μου σαν αλάθευτη!
Τώρα δουλεύω αθόρυβα και τραγουδάω με τον αέρα μέρα - νύχτα. Σκέφτομαι ό,τι θέλω και συμμετέχω στην παραγωγή της ζωής. Συνεργάζομαι με τον ήλιο, με το σκοτάδι, με τ' αστέρια, με το χώμα, με τον αγέρα και μ' όλο πούμαι ακίνητος νοιώθω πως μιλάω μ' όλο το σύμπαν. Γίνετε και σεις δέντρα!
Έτσι μιλούσε ο Μηνάς το δέντρο, όλη τη νύχτα μα πού να ξέρει τι τον περίμενε την αυγή. Την αυγή απαγορεύτηκε η κυκλοφορία γύρω απ' το δέντρο κ' ένα καμιόνι με φαντάρους σταμάτησε κάτω απ' τον ίσκιο του.
Βάλανε συρματόπλεγμα και πασσάλους και το κλείσανε μέσα. Καρφώσανε και στον κορμό του μια ταμπέλα που έγραφε"Ένοχος'.
Ο Μηνάς μ' όλα τούτα τ' ανθρώπινα καμώματα άρχισε να γελάει και κοροϊδεύει από ψηλά.
- Έι φουκαράδες φαντάροι, σκλαβάκια!...
Γύρισε και του απάντησε ο λοχίας ξαναμένος.
- Σκάσε, προδότη!
- Κακομοίρη μου, του ξανάπε ο Μηνάς, σε λυπάμαι. Η πιο μεγάλη συφορά σ' αυτό τον κόσμο είναι νάσαι δούλος με συνείδηση!
Αγρίεψε ο λοχίας πιο πολύ κι άρχισε να βρίζει χυδαία.
- Παλιοπούστη, επαναστάτη, θα σου δείξω εγώ. Έβγαλε το ζωστήρα κι άρχισε να δέρνει με λύσσα τον κορμό του δέντρου.
Χύμηξαν και οι άλλοι φαντάροι και το βάραγαν με μανία μέχρι που ίδρωσαν και πρίστηκαν τα χέρια τους.
Τότε ξάπλωσαν βρίζοντας κουρασμένοι καταγής στον ίσκιο του Μηνά κι αυτός τους λυπήθηκε και τους έρριξε λίγη δροσιά στο πρόσωπο!
- Φουκαράδες!
Κατά τις δέκα η ώρα ήρθε ο διευθυντής της Αστυνομίας μ' ένα χαμόγελο.
- Ελπίζω να βάλεις μυαλό Μηνά, του είπε, και να ξαναγίνεις άνθρωπος. Πρέπει να παραδεχτείς ότι έσφαλες! Χάλασες την αρμονία του ανθρώπινου είδους. Βιολογικά ανήκεις στον άνθρωπο. Πρέπει νάσαι υπάκουος στους νόμους, στην πατρίδα, στους ανωτέρους σου και στο Θεό. Λοιπόν σου προτείνω να καταργήσεις αυτά τα κλαριά και τα φύλλα και να ξαναγίνεις άνθρωπος, κατάληξε ο διευθυντής.
- Ποτέ! απάντησε ήρεμα ο Μηνάς.
- Κοίταξε να δεις, του είπε μ' ένα χαμόγελο ο διευθυντής...Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να σε πείσουμε! Καταλαβαίνεις βέβαια ότι δε θ' αφήσουμε κι άλλους να μιμηθούν το παράδειγμά σου. Φαντάζεσαι τι θα γινότανε αν όλοι οι άνθρωποι γινόντουσαν δέντρα;
- Εννοείς το λαό; είπε ο Μηνάς.
- Βεβαίως!
- Να σου πω. Τότε όλα τα εργοστάσια θα κλείνανε και θα μένανε οι κυρίαρχοι με τις άχρηστες ηλεκτρονικές τους μηχανές, έρημοι. Θάλειπε βέβαια απ' την αγορά το πολύ κρέας, η ποικιλία η ανθρώπινη θα λιγόστευε και οι κύριοι θάπλητταν χωρίς ύμνους. Η συσσώρευση θα σταμάταε και πώς θα γέμιζε αυτό το χάος του στομαχιού των διαφόρων τραστ;
- Η αιώνια προπαγάνδα των αναρχικών, είπε ο διευθυντής ήρεμα. Η άρχουσα τάξη και ο καταπιεζόμενος λαός! Χα, χα...
- Χα, χα, είπε κι ο Μηνάς το δέντρο και τίναξε χαμογελώντας μερικά φύλλα πάνω στο γυαλιστερό καπέλο του διευθυντή της Αστυνομίας. Ο διευθυντής έβγαλε το καπέλο του και το τίναξε ενοχλημένος.
- Βλέπω είσαι αμετανόητος. Ανήκεις στα λεγόμενα σκληρά δέντρα, αλλά εμείς έχουμε έναν τρόπο πολύ γλυκό για να μαλακώνουμε τα σκληρά αντικείμενα!
- Κ' εμείς έναν τρόπο πολύ σκληρό για να υπερασπίζουμε αυτό που λέμε γλυκειά ζωή, απάντησε ο Μηνάς.
- Θα το δούμε, είπε ο Διευθυντής τραγουδώντας κ' έφυγε.
Σε μια ώρα ήρθανε δυό τεράστιες μπουλντόζες και ξερίζωσαν το Μηνά το δέντρο. Τον βάλανε όρθιο σ' ένα μεγάλο καμιόνι και τον πήγανε στην Ασφάλεια. Τον φύτεψαν πρόχειρα σ' ένα ψηλό κελί κι άρχισαν την ανάκριση. Θαρρώ σε κείνο το ξερίζωμα ο Μηνάς το δέντρο πόνεσε πολύ αλλά κανείς δεν άκουσε ούτε τον παραμικρό στεναγμό!
Μόνο τ' αστέρια από ψηλά κατάλαβαν πόσο δυνατός ήταν ο πόνος και ψιθύρισαν:
- Κάποιος πονάει κει κάτω!
Αυτά και πολλά άλλα συμβαίνουν στο βιβλίο του Νότη Περγιάλη , Όταν σηκώθηκαν τα δέντρα", μια μικρή , αλληγορική γραφή που σας γράψαμε, μαζί με ένα παιδί, μ' ένα κοχύλι και με τα δέντρα στην παραλία, μια μέρα που κοιτάζαμε τα βότσαλα και τον ήλιο που στραφτάλιζε δυνατά πάνω στη θάλασσα."
Μια ιστορία που άρχισε έτσι.
Την πρώτη μέρα μαράθηκε ο Νταλής το πεύκο.
Τη δεύτερη, η μυγδαλιά του τσαγκάρη.
Την τρίτη, η δάφνη της Μαρίας.
Τις άλλες μέρες ξαπλώθηκε η αρρώστια πέρα απ' τη γειτονιά στο πάρκο, με σίγουρα ανάλαφρα βήματα.
Τότε νάβλεπες τα πουλιά που τσίριζαν τρομαγμένα.
Ξαφνικά όλα τα δέντρα του πάρκου άρχισαν να γέρνουν τα φύλλα τους και να μοιρολογάνε.
- Όι, όι...πεθαίνω!...
Και γύριζαν τα μάτια τους στο άδειο σύμπαν.
Αυτές τις μικρές φωνές τις άκουγαν μόνο τ' αστέρια από ψηλά με τα κοραλλένια αυτιά τους κι ο αέρας που ερχότανε δροσερός από τις κορφές των βουνών...
...Τότε πραγματικά άρχισε ο πανικός. Ένας πανικός θανάτου.
Μέσα σ' αυτό τον πανικό οι κυβερνώντες πήραν μια σειρά από μέτρα. Πρώτα πρώτα στα πάρκα ξεριζώσανε τα μαραμένα δέντρα και φύτεψαν πλαστικά, να τα βλέπει ο λαός και να χαίρεται. Οργάνωσαν γιορτές μέρα και νύχτα με ταμπούρλα, χορούς και χαρές. Δημόσια θεάματα σέξυ, προβολές ταινιών ευτυχίας και φεστιβάλ θεάτρου λησμοσύνης. Σ' αυτές τις γιορτές η παρουσία ήταν υποχρεωτική. Στις πόλεις δεν έμεινε χορτάρι για χορτάρι που να θυμίζει την παλιά κατάσταση. Όλα ξεριζώθηκαν κι αντικαταστάθηκαν με πλαστικά, αιώνια ανθισμένα, αγριολούλουδα....
...Έτσι , εκεί που νόμιζαν οι κυβερνώντες ότι πραγματικά είχαν δώσει στο λαό την αποχαυνωτική ηδονή της ανυπαρξίας, ξαφνικά την άλλη μέρα...Όλοι οι απλοί άνθρωποι, αυτούς που λέμε χωματάνθρωπους ή Λαό, έγιναν ξαφνικά δέντρα! ...και ο αγώνας για την επικράτηση της ζωής άρχιζε...
Όλοι οι απλοί άνθρωποι, αυτούς που λέμε χωματάνθρωπους ή Λαό, έγιναν ξαφνικά δέντρα! Πώς έγινε αυτό; Κανείς δεν ξέρει. Αυτό είν' έξω απ' τους φυσικούς νόμους και μοιάζει σαν νάγινε σε άλλο πλανήτη ή σαν επανάσταση του είδους. Πάντως έγινε. Οι κρατικοί επιστήμονες είπαν ότι αυτό οφείλεται στην πολλήν ευτυχία ή ακινησία του μυαλού! Φυσικά αυτό το συνταραχτικό φαινόμενο δεν έγινε μονομιάς, άρχισε με μεμονωμένα κρούσματα όπως η χολέρα.
Το πρώτο κρούσμα έγινε σε μια πέτρινη σκάλα. Κατέβαινε ένας ανθρωπάκος που τον έλεγαν Μηνά. Αυτός ο Μηνάς δεν είχε ποτέ φάκελο στην Ασφάλεια για φιλόδεντρος. Ήταν ένας ήσυχος, καλός, νομοταγής και σχεδόν ακίνητος άνθρωπος. Όπως κατέβαινε, λοιπόν, το τελευταίο σκαλοπάτι, ξαφνικά στάθηκε, κοίταξε τον ήλιο και είπε μια φράση σκοτεινή
- Δεν μπορώ άλλο πια, βαρέθηκα!
Έσμιξε στριφογυριστά τα πόδια του στη γη,πέταξε ρίζες κατά κάτω, σήκωσε αργά αργά τα χέρια του ψηλά, άνοιξε τις παλάμες του και ξαφνικά ξεπετάχτηκαν κάτι κλαδιά θεόρατα κατά πάνω όλο πρασινάδα και δύναμη και σκέπασαν τον ήλιο. Κείνη την ώρα πέρναε ο αέρας και σκόνταψε αφηρημένος απάνω του, ξαφνιάστηκε και έσκουξε:
- Έι, πού βρέθηκες εσύ;
- Δεν μπορώ άλλο αδελφέ, βαρέθηκα πια, είπε ο Μηνάς το δέντρο και τίναξε τα κλαδιά του όλο δροσιά στην ξερή γη.
Με ταχύτητα αστραπής διαδόθηκε το νέο σ' όλο τον κόσμο. Όλοι έμειναν κατάπληκτοι. Τι συμβαίνει τέλος πάντων; Τα δέντρα ξεραίνονται και οι άνθρωποι γίνονται δέντρα; Μαζεύτηκε κόσμος και κόσμος και κοίταζε το Μηνά το δέντρο, σιωπηλά με κατανόηση. Ο Μηνάς τρεμούλιαζε τα φύλλα του σα χιλιάδες δάχτυλα και τους χαιρετούσε από ψηλά.
- Γεια σας αδέρφια...Πιο καλά έτσι!
Το βράδυ μια μεγάλη ουρά πολλών χιλιομέτρων σχηματίστηκε μπροστά απ' το Μηνά το δέντρο, σα νάτανε ένα ζωντανό μαυσωλείο. Σ' όλο αυτό το διάστημα ο Μηνάς τούς μιλούσε με τη γλώσσα των δέντρων και πράμα παράξενο άρχισαν τώρα να την καταλαβαίνουν όλοι. Έλεγε:
- Αδέρφια, βαρέθηκα πια αυτή την ακινησία του μυαλού μου. Με βγάλανε έξω απ' όλα. Τι μπορούσα να γίνω χωρίς γνώμη; Ή κανένα κατσαβίδι ή κανένα σφυρί, το πολύ πολύ καμιά μηχανή εσωτερικής καύσεως, να δουλεύω στον ίδιο κύκλο! Προτίμησα να γίνω δέντρο κ' είμαι πολύ ευχαριστημένος γιατί αισθάνομαι μια παράξενη λευτεριά. Πρώτα - πρώτα δεν τρέχω σαν τρελλός σ' όλο τον πλανήτη να βρω ένα κομμάτι ψωμί, να ιδρώνω και ν' αγκομαχάω σαν παλιόσκυλο!
Έχω αμολήσει τις ρίζες μου βαθιά και βυζαίνω το χώμα. Ούτε ωράρια εργασίας, ούτε καταναγκασμός, ούτε κουδούνια, ούτε να δέχομαι τη σοφία των αφεντικών μου σαν αλάθευτη!
Τώρα δουλεύω αθόρυβα και τραγουδάω με τον αέρα μέρα - νύχτα. Σκέφτομαι ό,τι θέλω και συμμετέχω στην παραγωγή της ζωής. Συνεργάζομαι με τον ήλιο, με το σκοτάδι, με τ' αστέρια, με το χώμα, με τον αγέρα και μ' όλο πούμαι ακίνητος νοιώθω πως μιλάω μ' όλο το σύμπαν. Γίνετε και σεις δέντρα!
Έτσι μιλούσε ο Μηνάς το δέντρο, όλη τη νύχτα μα πού να ξέρει τι τον περίμενε την αυγή. Την αυγή απαγορεύτηκε η κυκλοφορία γύρω απ' το δέντρο κ' ένα καμιόνι με φαντάρους σταμάτησε κάτω απ' τον ίσκιο του.
Βάλανε συρματόπλεγμα και πασσάλους και το κλείσανε μέσα. Καρφώσανε και στον κορμό του μια ταμπέλα που έγραφε"Ένοχος'.
Ο Μηνάς μ' όλα τούτα τ' ανθρώπινα καμώματα άρχισε να γελάει και κοροϊδεύει από ψηλά.
- Έι φουκαράδες φαντάροι, σκλαβάκια!...
Γύρισε και του απάντησε ο λοχίας ξαναμένος.
- Σκάσε, προδότη!
- Κακομοίρη μου, του ξανάπε ο Μηνάς, σε λυπάμαι. Η πιο μεγάλη συφορά σ' αυτό τον κόσμο είναι νάσαι δούλος με συνείδηση!
Αγρίεψε ο λοχίας πιο πολύ κι άρχισε να βρίζει χυδαία.
- Παλιοπούστη, επαναστάτη, θα σου δείξω εγώ. Έβγαλε το ζωστήρα κι άρχισε να δέρνει με λύσσα τον κορμό του δέντρου.
Χύμηξαν και οι άλλοι φαντάροι και το βάραγαν με μανία μέχρι που ίδρωσαν και πρίστηκαν τα χέρια τους.
Τότε ξάπλωσαν βρίζοντας κουρασμένοι καταγής στον ίσκιο του Μηνά κι αυτός τους λυπήθηκε και τους έρριξε λίγη δροσιά στο πρόσωπο!
- Φουκαράδες!
Κατά τις δέκα η ώρα ήρθε ο διευθυντής της Αστυνομίας μ' ένα χαμόγελο.
- Ελπίζω να βάλεις μυαλό Μηνά, του είπε, και να ξαναγίνεις άνθρωπος. Πρέπει να παραδεχτείς ότι έσφαλες! Χάλασες την αρμονία του ανθρώπινου είδους. Βιολογικά ανήκεις στον άνθρωπο. Πρέπει νάσαι υπάκουος στους νόμους, στην πατρίδα, στους ανωτέρους σου και στο Θεό. Λοιπόν σου προτείνω να καταργήσεις αυτά τα κλαριά και τα φύλλα και να ξαναγίνεις άνθρωπος, κατάληξε ο διευθυντής.
- Ποτέ! απάντησε ήρεμα ο Μηνάς.
- Κοίταξε να δεις, του είπε μ' ένα χαμόγελο ο διευθυντής...Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να σε πείσουμε! Καταλαβαίνεις βέβαια ότι δε θ' αφήσουμε κι άλλους να μιμηθούν το παράδειγμά σου. Φαντάζεσαι τι θα γινότανε αν όλοι οι άνθρωποι γινόντουσαν δέντρα;
- Εννοείς το λαό; είπε ο Μηνάς.
- Βεβαίως!
- Να σου πω. Τότε όλα τα εργοστάσια θα κλείνανε και θα μένανε οι κυρίαρχοι με τις άχρηστες ηλεκτρονικές τους μηχανές, έρημοι. Θάλειπε βέβαια απ' την αγορά το πολύ κρέας, η ποικιλία η ανθρώπινη θα λιγόστευε και οι κύριοι θάπλητταν χωρίς ύμνους. Η συσσώρευση θα σταμάταε και πώς θα γέμιζε αυτό το χάος του στομαχιού των διαφόρων τραστ;
- Η αιώνια προπαγάνδα των αναρχικών, είπε ο διευθυντής ήρεμα. Η άρχουσα τάξη και ο καταπιεζόμενος λαός! Χα, χα...
- Χα, χα, είπε κι ο Μηνάς το δέντρο και τίναξε χαμογελώντας μερικά φύλλα πάνω στο γυαλιστερό καπέλο του διευθυντή της Αστυνομίας. Ο διευθυντής έβγαλε το καπέλο του και το τίναξε ενοχλημένος.
- Βλέπω είσαι αμετανόητος. Ανήκεις στα λεγόμενα σκληρά δέντρα, αλλά εμείς έχουμε έναν τρόπο πολύ γλυκό για να μαλακώνουμε τα σκληρά αντικείμενα!
- Κ' εμείς έναν τρόπο πολύ σκληρό για να υπερασπίζουμε αυτό που λέμε γλυκειά ζωή, απάντησε ο Μηνάς.
- Θα το δούμε, είπε ο Διευθυντής τραγουδώντας κ' έφυγε.
Σε μια ώρα ήρθανε δυό τεράστιες μπουλντόζες και ξερίζωσαν το Μηνά το δέντρο. Τον βάλανε όρθιο σ' ένα μεγάλο καμιόνι και τον πήγανε στην Ασφάλεια. Τον φύτεψαν πρόχειρα σ' ένα ψηλό κελί κι άρχισαν την ανάκριση. Θαρρώ σε κείνο το ξερίζωμα ο Μηνάς το δέντρο πόνεσε πολύ αλλά κανείς δεν άκουσε ούτε τον παραμικρό στεναγμό!
Μόνο τ' αστέρια από ψηλά κατάλαβαν πόσο δυνατός ήταν ο πόνος και ψιθύρισαν:
- Κάποιος πονάει κει κάτω!
Αυτά και πολλά άλλα συμβαίνουν στο βιβλίο του Νότη Περγιάλη , Όταν σηκώθηκαν τα δέντρα", μια μικρή , αλληγορική γραφή που σας γράψαμε, μαζί με ένα παιδί, μ' ένα κοχύλι και με τα δέντρα στην παραλία, μια μέρα που κοιτάζαμε τα βότσαλα και τον ήλιο που στραφτάλιζε δυνατά πάνω στη θάλασσα."
Μια ιστορία που άρχισε έτσι.
Την πρώτη μέρα μαράθηκε ο Νταλής το πεύκο.
Τη δεύτερη, η μυγδαλιά του τσαγκάρη.
Την τρίτη, η δάφνη της Μαρίας.
Τις άλλες μέρες ξαπλώθηκε η αρρώστια πέρα απ' τη γειτονιά στο πάρκο, με σίγουρα ανάλαφρα βήματα.
Τότε νάβλεπες τα πουλιά που τσίριζαν τρομαγμένα.
Ξαφνικά όλα τα δέντρα του πάρκου άρχισαν να γέρνουν τα φύλλα τους και να μοιρολογάνε.
- Όι, όι...πεθαίνω!...
Και γύριζαν τα μάτια τους στο άδειο σύμπαν.
Αυτές τις μικρές φωνές τις άκουγαν μόνο τ' αστέρια από ψηλά με τα κοραλλένια αυτιά τους κι ο αέρας που ερχότανε δροσερός από τις κορφές των βουνών...
...Τότε πραγματικά άρχισε ο πανικός. Ένας πανικός θανάτου.
Μέσα σ' αυτό τον πανικό οι κυβερνώντες πήραν μια σειρά από μέτρα. Πρώτα πρώτα στα πάρκα ξεριζώσανε τα μαραμένα δέντρα και φύτεψαν πλαστικά, να τα βλέπει ο λαός και να χαίρεται. Οργάνωσαν γιορτές μέρα και νύχτα με ταμπούρλα, χορούς και χαρές. Δημόσια θεάματα σέξυ, προβολές ταινιών ευτυχίας και φεστιβάλ θεάτρου λησμοσύνης. Σ' αυτές τις γιορτές η παρουσία ήταν υποχρεωτική. Στις πόλεις δεν έμεινε χορτάρι για χορτάρι που να θυμίζει την παλιά κατάσταση. Όλα ξεριζώθηκαν κι αντικαταστάθηκαν με πλαστικά, αιώνια ανθισμένα, αγριολούλουδα....
...Έτσι , εκεί που νόμιζαν οι κυβερνώντες ότι πραγματικά είχαν δώσει στο λαό την αποχαυνωτική ηδονή της ανυπαρξίας, ξαφνικά την άλλη μέρα...Όλοι οι απλοί άνθρωποι, αυτούς που λέμε χωματάνθρωπους ή Λαό, έγιναν ξαφνικά δέντρα! ...και ο αγώνας για την επικράτηση της ζωής άρχιζε...
" Ζω για να ζεις
ζεις για να ζω"
Ν. Περγιάλης , Όταν σηκώθηκαν τα δέντρα, Αθήνα 1971. Το εξώφυλλο έγινε από τον συγγραφέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου