Στις 27 Ιανουαρίου, τιμήθηκε η παγκόσμια ημέρα μνήμης του
Ολοκαυτώματος με παρουσία ηγετών από 50 χώρες στην τελετή που έγινε στο
Άουσβιτς, με αφορμή την απελευθέρωση του στρατοπέδου από τον Κόκκινο Στρατό.
Και σ’ αυτή την επέτειο οι ηγέτες δεν παραλείπουν να εκφράσουν από τη μια τον
αποτροπιασμό για τα ναζιστικά εγκλήματα κι από την άλλη να υποσχεθούν την
υπεράσπιση της δικαιοσύνης και της ειρήνης, από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Α.
Γκουντέρες μέχρι τον δικό μας πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη. Και απ’ όλους υπογραμμίζεται η ανάγκη να μη
ξεχάσουμε ποτέ, να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη για την ανείπωτη φρίκη των
στρατοπέδων θανάτου.
Για τους
επιζώντες και τα θύματα, η μετατροπή των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης σε
μνημεία ήταν ένας τρόπος να μην ξεχαστεί το έγκλημα και ήδη από το 1947 η
πολωνική βουλή ψήφισε νόμο για ίδρυση Κρατικού Μουσείου Άουσβιτς – Μπίρκεναου.
Θεωρώντας λοιπόν πως η ιστορία όταν βιώνεται
υποκειμενικά από τους ανθρώπους μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα, οι επισκέψεις σ’ αυτά τα μνημεία είναι ένας
τρόπος συναισθηματικής εμπλοκής με το παρελθόν, ένας από τους τρόπους με τους
οποίους το παρελθόν μπορεί να ενεργοποιηθεί στο εδώ και τώρα. Ο δηλωμένος
σκοπός των επισκέψεων σ’ αυτά τα μνημεία
είναι να αναγνωριστούν οι φρικτές πράξεις που σημειώθηκαν σ’ αυτές τις
τοποθεσίες, να τιμηθούν και να μνημονευτούν τα θύματα που δολοφονήθηκαν εκεί,
να περάσει το μήνυμα στις μελλοντικές γενιές να μην επιτρέψουν να ξανασυμβούν
ποτέ πια. Για τους ανθρώπους από όλο τον κόσμο που επισκέπτονται αυτούς τους
χώρους, θα πρέπει η φρίκη του ολοκαυτώματος να
γίνεται πραγματικά αποτρόπαια και το μήνυμα να επιβεβαιώνεται σε βαθύ
συναισθηματικό επίπεδο.
Με το πέρασμα όμως του χρόνου και
όσο η ζωντανή μνήμη χάνεται και το
ναζιστικό καθεστώς γίνεται όλο και λιγότερο πρόσφατη ιστορία, τα πρώην
στρατόπεδα συγκέντρωσης γίνονται τουριστικά αξιοθέατα, σημαντικά στοιχεία της
τουριστικής βιομηχανίας. Τοποθεσίες όπου τα στοιχεία της ναζιστικής κουλτούρας
και οι μηχανισμοί του πολέμου και της γενοκτονίας έχουν διατηρηθεί ως μνημεία μοιάζει
να προωθούνται περισσότερο σαν τουριστικά αξιοθέατα που προκαλούν ένταση
συναισθημάτων και έξαρση συγκινήσεων, μέρος του τουριστικού πακέτου. Και ο προβληματισμός για τη μετατροπή αυτών των
τόπων μαζικής δολοφονίας σε τουριστικούς χώρους δεν έχει να κάνει απλώς με το γεγονός πως τοποθεσίες
όπου έλαβαν χώρα οι χειρότερες πράξεις απάνθρωπης συμπεριφοράς ενός
εγκληματικού καθεστώτος είναι τόσο δημοφιλείς και συνεπώς δημιουργούν σημαντικά
εισοδήματα για τον τοπικό τουριστικό τομέα κι έτσι φαίνεται πως τα ναζιστικά
εγκλήματα πολέμου γίνονται πηγή εσόδων και
η μνήμη εμπορευματοποιείται. Το επικίνδυνο είναι πως η μετατροπή τους σε
ένα τουριστικό αξιοθέατο όσο περνούν και τα χρόνια και χάνονται οι ζωντανές
μαρτυρίες της φρίκης και το ολοκαύτωμα γίνεται μακρινή ιστορία, μπορεί να τα ισοπεδώσει στο ίδιο επίπεδο με
την Ντίσνευλαντ, ως αποτέλεσμα κορεσμού από τη διαχείρισή του από τα ΜΜΕ, της
απευαισθητοποίησης στη βία, αποτυγχάνοντας έτσι να μεταδοθεί το μήνυμα για το
οποίο αυτοί οι τόποι έγιναν μνημεία. Κάνοντας έναν τόπο πιο προσιτό στους
τουρίστες το μήνυμα της ιστορίας του στρατοπέδου απλουστεύεται ή και διαλύεται,
η αυθεντικότητα διακυβεύεται από την ανάγκη κατασκευής τουριστικών δομών.
Ακόμα λοιπόν κι αν δεν θεωρείται
πως επαρκεί για την ιστορική κατανόηση η ανακατασκευή του παρελθόντος με
ιστορικό υλικό που εμπλέκει συναισθηματικά θρυμματισμένα ιστορικά γεγονότα στο παρόν, οι προβληματισμοί παραμένουν.
Ποιες τοποθεσίες επιλέγονται να
συμβολίζουν το Ολοκαύτωμα στο μυαλό μας, ποια
θύματα επιλέγονται να θυμηθούμε, πώς επιλέγεται η αναπαράσταση της
ιστορίας; Οι αλλαγές στο χώρο των
μνημείων τα «απολυμαίνουν» από την αυθεντική ιστορική ουσία, αποκτούν μια
ιστορικά μεροληπτική εικόνα;.
Η διαμόρφωση και διατήρηση
της συλλογικής μνήμης είναι πολιτική
επιλογή. Ακόμα και οι εκδηλώσεις μνήμης που γίνονται τα τελευταία χρόνια από
τις κυρίαρχες ηγεσίες σ’ αυτές τις
τοποθεσίες μοιάζει να ενσωματώνονται στο πακέτο του τουριστικού αξιοθέατου,
μαζί με την πολλαπλασιαστική θέσπιση
ιστορικών επετείων με νέο
περιεχόμενο πανευρωπαϊκά, όπως 5 Μαϊου αλλά και 29 Αυγούστου κλπ. και την
ίδρυση μουσείων και ιδρυμάτων. Δίνεται η εντύπωση πως αυτές οι πολιτικές
μνήμης της κυρίαρχης ηγεσίας της
Ενωμένης Ευρώπης περισσότερο παραπέμπουν σε πολιτικές λήθης, που ενισχύουν
αναγνώσεις της ιστορίας προς το συμφέρον της. Είναι ένας τρόπος επωφελούς
διαχείρισης, για την κυρίαρχη εξουσία, συμβολικών συγκρούσεων σχετικά με την
ιστορία στο δημόσιο χώρο με δίαυλο τα ΜΜΕ ή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κι
έτσι υποβάλλεται και επιβάλλεται η ιστορική εκδοχή της κυρίαρχης εξουσίας. Δεν
είναι λοιπόν καθόλου τυχαίες οι διάφορες ιστορικές διαστρεβλώσεις, όπως για
παράδειγμα δήλωση στα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης της πρεσβείας των ΗΠΑ στη
Δανία που αναφέρει ως απελευθερωτές του στρατοπέδου του Άουσβιτς τους
αμερικανούς στρατιώτες.
Η υποκατάσταση της ιστορικής
πραγμάτευσης του παρελθόντος από μαρτυρίες και καταγραφές τραυματικών βιωματικών εμπειριών αποκόπτουν το ιστορικό
γεγονός από τα ιστορικά του συμφραζόμενα, υπερφορτίζουν συναισθηματικά την
μνήμη, συρρικνώνουν το ιστορικό νόημα. Αποκομμένος ο ναζισμός από τις οικονομικοπολιτικές συνθήκες και τις σχέσεις του
με το μονοπωλιακό κεφάλαιο σαν η πιο αντιδραστική έκφρασή του,γίνεται μια εξαίρεση στην ευρωπαϊκή ιστορία και
κλείνεται σε παρένθεση. Γι’ αυτό μπορεί
και ο Α. Γεωργιάδης χωρίς να αποκηρύττει τις φασιστικές του ιδέες, πέρα από μια
συγκεχυμένη αποκήρυξη του αντισημιτισμού που αφορά στην ουσία το παρελθόν, να
προτείνει την επίσκεψη στο στρατόπεδο του Άουσβιτς.
Και
κάπως έτσι η δημοκρατική μας Ευρώπη λειαίνει το έδαφος, ώστε οι σύγχρονες
ενσαρκώσεις του φασισμού να γλιστρούν μέσα στις αστικές δημοκρατίες και να διαβρώνουν την κοινωνία. Και κάπως έτσι αποσπώντας
τη συναίνεση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, τα τελευταία χρόνια,
ρατσιστικοί και ξενοφοβικοί νόμοι επανεμφανίζονται στα δημοκρατικά καθεστώτα
μέσω δημοκρατικών διαδικασιών σε ολόκληρο τον κόσμο. Και κάπως έτσι αυτές οι διαδικασίες γίνονται δυνητικά πιο
επικίνδυνες από τους σωζόμενους θύλακες του φασισμού της μορφής του μεσοπολέμου,
επειδή η κυρίαρχη εξουσία στην αστική μας δημοκρατία τείνει όχι απλώς να αγνοεί αλλά κυρίως και να τις στηρίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου