Μπορεί εδώ και πάνω από έναν χρόνο ο λαός να πληρώνει πανάκριβα τις συνέπειες της επιχειρηματικής δράσης στην Υγεία, την προσαρμογή της λειτουργίας νοσοκομείων και Κέντρων Υγείας στη λογική του «κόστους - οφέλους», οδηγώντας σε κλεισίματα κρίσιμων μονάδων τα προηγούμενα χρόνια, όμως η κυβέρνηση δηλώνει αποφασισμένη να ολοκληρώσει το έγκλημα.
Και ενώ η πανδημία συνεχίζεται ακάθεκτη, μαζί της συνεχίζονται και οι διακηρύξεις: Όχι για ουσιαστική ενίσχυση του δημόσιου συστήματος Υγείας, όπως διεκδικούν υγειονομικοί, σωματεία και φορείς, αλλά για «εξορθολογισμό του υγειονομικού χάρτη» με νέο γύρο συγχωνεύσεων και λουκέτων σε νοσοκομεία, με το καθ' όλα ...«επιστημονικό» κριτήριο της χιλιομετρικής απόστασης μεταξύ τους.
Κυβερνητικές διαρροές μάλιστα εστιάζουν σε συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως των Νοσοκομείων Θήβας και Λιβαδειάς, που απέχουν λιγότερο από 50 χιλιόμετρα το ένα από το άλλο, οπότε ένα από τα δύο «προγράφεται» να εξαφανιστεί.
Αλήθεια, όμως, πόση σχέση έχει μια τέτοια προσέγγιση με τις υγειονομικές ανάγκες του λαού της περιοχής; Μήπως ήταν η ύπαρξη και των δύο νοσοκομείων που εμπόδισε τη σημερινή και τις προηγούμενες κυβερνήσεις να στελεχώσουν π.χ. το Νοσοκομείο Θήβας, που καλείται να καλύψει τις ιδιαίτερες ανάγκες σε μια τεράστια βιομηχανική περιοχή, με συχνά εργατικά ατυχήματα;
Η απόσταση μεταξύ των δύο νοσοκομείων ήταν αυτή που εμπόδισε τη λειτουργία έστω και μίας ΜΕΘ σε κάποιο από αυτά ή μίας Πνευμονολογικής κλινικής εν μέσω πανδημίας;
Επιπλέον, το Νοσοκομείο Θήβας βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την Εθνική Οδό, εύκολα προσβάσιμο σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος. Ομως η υποστελέχωσή του έχει μοιραία αποτελέσματα για τραυματίες που θα μπορούσαν να είχαν σωθεί, κάτι που προφανώς δεν χωράει στις περιβόητες «αντοχές της οικονομίας».
Δεν είναι καινούργια όσα διακηρύττει η κυβέρνηση. Το 2013 έκλεισαν 8 νοσοκομεία, ανάμεσά τους το Νοσοκομείο Δυτικής Αττικής (πρώην «Λοιμωδών»), το οποίο έμεινε κλειστό από όλες τις επόμενες κυβερνήσεις (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΣΥΡΙΖΑ). Πόσο αναβάθμισε την υγειονομική περίθαλψη για τους κατοίκους της περιοχής αυτός ο «εξορθολογισμός»;
Αντίστοιχα, τα Νοσοκομεία «Θριάσιο» και «Αττικόν» στη Δυτική Αττική απέχουν 17 χιλιόμετρα μεταξύ τους, παραβιάζοντας τη ...νόρμα της κυβέρνησης. Περισσεύουν ή υπάρχουν ακόμα περισσότερες ανάγκες στην περιοχή, όπου μέσα στην πανδημία αναστάλθηκε ακόμα και η μονάδα εγκαυμάτων του «Θριασίου», στην καρδιά της βιομηχανικής ζώνης, με εργοστάσια πετρελαιοειδών και άλλων επικίνδυνων δραστηριοτήτων;
Σημειώνεται ότι ένας τέτοιος «εξορθολογισμός» προφανώς δεν αγγίζει τα ιδιωτικά νοσοκομεία, τα οποία θα συνεχίζουν τις μπίζνες τους, βρίσκοντας «επενδυτικό έδαφος» στα κενά και τις ελλείψεις του δημόσιου συστήματος Υγείας, που μεγαλώνουν.
Αυτή είναι και η ουσία της «συνύπαρξης» δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, που μέσα στην πανδημία έφερε στην επιφάνεια όλο τον παρασιτισμό της επιχειρηματικής δράσης στην Υγεία, με τα ιδιωτικά μεγαθήρια είτε να μένουν εκτός σχεδιασμού είτε να μοσχοπουλάνε υπηρεσίες δίχως κανένα κόστος.
Το «Νέο ΕΣΥ» λοιπόν που διαφημίζει η κυβέρνηση είναι φτιαγμένο από τα πιο σάπια υλικά: Αυτά της ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας, των «καινοτόμων» ΣΔΙΤ που προώθησε ο ΣΥΡΙΖΑ όπως με το πρώτο «Νοσοκομείο ΑΕ» στη Σαντορίνη, των σχέσεων εργασίας - λάστιχο με θύματα τους υγειονομικούς, αλλά και με τις υποβαθμισμένες παρεχόμενες υπηρεσίες Υγείας - Πρόνοιας.
Αυτή η κατεύθυνση σπρώχνεται από τους στόχους του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ για ακόμα μεγαλύτερη διευκόλυνση της επιχειρηματικής δράσης στην Υγεία, στόχος στον οποίο συγκλίνουν όλα τα αστικά κόμματα.
Αποτελεί πρόκληση μάλιστα η εφαρμογή αυτής της πολιτικής να παρουσιάζεται ως «ενίσχυση της πρόληψης», την ίδια στιγμή που ο φετινός προϋπολογισμός για την ΠΦΥ είναι πετσοκομμένος μέχρι και κατά 40%, με Κέντρα Υγείας και τις άλλες πρωτοβάθμιες μονάδες να παραμένουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, αποτελώντας έτσι την «κότα με τα χρυσά αυγά» για τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα.
Αυτά που σήμερα έχει ανάγκη ο λαός, αυτά που σήμερα μπορεί να του εξασφαλίσει η ανάπτυξη της επιστήμης, ούτε μπορεί ούτε θέλει να του τα διασφαλίσει η πολιτική της εμπορευματοποίησης της Υγείας.
Αυτή η πολιτική το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να βάζει εμπόδια στην απρόσκοπτη, δωρεάν παροχή σύγχρονων υπηρεσιών Υγείας υψηλού επιπέδου, να μετατρέπει την Υγεία σε πολυτέλεια για λίγους, όσο οι πολλοί υποφέρουν σε αναμονές, ουρές, ράντζα κ.ο.κ.
Αυτή η πολιτική είναι που πρέπει να βρεθεί στο στόχαστρο της οργανωμένης συλλογικής δράσης σωματείων και φορέων του εργατικού - λαϊκού κινήματος, συνεχίζοντας την πάλη που είναι σε εξέλιξη από την αρχή της πανδημίας.
Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας» του Ριζοσπάστη της Παρασκευής 9 Ιούλη 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου