Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ



Ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν συμπεριέλαβε στη στρατηγική της πράσινης μετάβασης τις αυξήσεις των φόρων στο ντίζελ, με σκοπό να οδηγηθούν οι οδηγοί σε επιλογές προς πιο οικολογικές πηγές ενέργειας για τις μετακινήσεις τους. Μετά όμως τις διαμαρτυρίες των διαδηλωτών των «κίτρινων γιλέκων» και τις ταραχές στο Παρίσι ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Εντουάρ Φιλίπ ανακοίνωσε την αναβολή της αύξησης των καυσίμων για έξι μήνες. Δηλ. αν και  ο Ε. Μακρόν στην υποστήριξη της αναγκαιότητας των μέτρων προέτασσε οικολογικά ζητήματα, παρόλο που αφορούσαν και την προσπάθεια για μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού, όμως  οι οικονομικές επιπτώσεις τους σε μεγάλες μάζες πληθυσμού προκάλεσαν οργή γα την αυξανόμενη οικονομική ανισότητα σε μια πλούσια χώρα και για την κυβερνητική αδιαφορία για τα δεινά τους. 
 
               Στη Γαλλία, πέρα από το χαρακτήρα αυτών των αντιδράσεων και  την κοινωνική σύνθεση αυτού που ονομάστηκε κίνημα των «κίτρινων γιλέκων», αναδείχτηκε και ο τρόπος που εκδηλώνεται η ευαισθησία της κυρίαρχης εξουσίας για το περιβάλλον. Η λύση που προκρίνεται στα περιβαλλοντικά προβλήματα φαίνεται πως είναι η επιβολή φόρων στην ευρεία βάση των εργαζόμενων. Η επιβολή λοιπόν  φόρων που ονομάζονται περιβαλλοντικοί  και οι αντιδράσεις που προκάλεσαν είναι ενδεικτικοί του τρόπου που η κυρίαρχη πολιτική μεθοδεύει τη μετάβαση σε ό,τι χαρακτηρίζεται πράσινη οικονομία και βιώσιμη ανάπτυξη που προστατεύει το περιβάλλον.
 
               Οι οικολογικές ανησυχίες, που τροφοδότησαν κινήματα στις προηγούμενες δεκαετίες και  άνθισαν σε αντιδιαστολή ή και πάνω στα ερείπια αριστερών κινημάτων, κατέληξαν άλλοθι για ν’ ανοίξουν καινούργιους δρόμους οικονομικής ανάπτυξης εις βάρος των εργαζομένων. Είναι που η πρόοδος, η τεχνολογία, η υλική ευημερία, η ανάπτυξη, οι μορφές κατανάλωσης, γενικά οι τρόποι ζωής, οι ανάγκες, οι κοινωνικές προσδοκίες και στρατηγικές δεν συνδέθηκαν με τη μήτρα των καπιταλιστικών σχέσεων και δυνάμεων παραγωγής που οδηγούν στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Πάνω ακριβώς σ’ αυτή την εν πολλοίς αθέατη σύνδεση, η καπιταλιστική κοινωνία καταφέρνει να βρίσκει  τους μηχανισμούς άμυνας και ενσωμάτωσης της οικολογικής προβληματικής.   
   
               Και επομένως η ευαισθησία απέναντι στην καταστροφή του περιβάλλοντος και την οικολογική επιδείνωση δεν είναι από μόνη της συνώνυμη με τη συνειδητοποίηση της ανάγκης για ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και οι δυνάμεις που επιστρατεύει  η οικολογική ευαισθησία, ακριβώς εξαιτίας του διαταξικού  τους χαρακτήρα, δεν έχουν τους ίδιους λόγους  να είναι εξίσου  κριτικές και απορριπτικές απέναντι στην καπιταλιστική κοινωνία. 
 
               Όμως εφόσον ο καπιταλισμός αποκλείει τους εργαζόμενους από την εξουσία ελέγχου πάνω στην οργάνωση και τις σκοπιμότητες της παραγωγής, εφόσον τα ζητήματα αυτά επαφίενται στην αρμοδιότητα της καπιταλιστικής επιχείρησης, η οποία για την αντιμετώπισή τους γνωρίζει μόνο το κριτήριο της κερδοφορίας και της οικειοποίησης του αδιαφορώντας για τη ληστρική εκμετάλλευση της φύσης,   δεν μπορεί το εργατικό κίνημα παρά να  θέτει στο επίκεντρο των αγώνων του το ζήτημα του πώς παράγουμε, τι παράγουμε και για ποιον παράγουμε. Ο οικολογικός έλεγχος στην πραγματικότητα σημαίνει αλλαγή  του τρόπου παραγωγής, δηλ. του καπιταλιστικού ορθολογισμού ο οποίος ξεκινά από την προσφορά, την πώληση, με επιδίωξη κέρδους, και τείνει  στην οργάνωση της παραγωγικής δραστηριότητας με βάση τις ανάγκες των ανθρώπων που χειραγωγούνται προς την κατεύθυνση της αύξησης της κερδοφορίας.
 
Κι επειδή ο καπιταλισμός ενσωματώνει τα επιστημονικά δεδομένα, σφετερίζεται τις οικολογικές κατακτήσεις και μπορεί να κατασκευάζει και τρομοκρατικούς μύθους για να γίνεται αποδεκτή κάθε προσπάθεια που οδηγεί  στο νέο κύκλο της καπιταλιστικής συσσώρευσης, μπορεί το καπιταλιστικό κράτος να επιβάλει μέτρα προστασίας της φύσης, που αν και διαφημίζονται ως οικολογικά κυρίως ανοίγουν και νέους ορίζοντες στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Κι έτσι δεν υπάρχει δυτικό κράτος  που να μην φαίνεται πως  προσπαθεί  να ελέγξει  και να ρυθμίσει  τα περιβαλλοντικά προβλήματα, αρκεί το κόστος τους να μην είναι ασύμφορο ή να μπορεί να μετακυλίεται  στις εκμεταλλευόμενες τάξεις ή στις πρώην αποικίες των ιμπεριαλιστών. Η προστασία λοιπόν του περιβάλλοντος καταλήγει να ταυτίζεται μ’ ένα προσοδοφόρο και πολλά υποσχόμενο οικονομικό προϊόν.
 
Κι έτσι μπορεί να επιβάλλονται φόροι, όπως είναι η επιβολή φορολογίας στα ορυκτά καύσιμα ανάλογα με την περιεκτικότητα τους σε άνθρακα, δηλ.  βενζίνη, πετρέλαιο θέρμανσης, καύσιμα σε αεροπλάνα κλπ., με τον ισχυρισμό πως λειτουργούν σαν εργαλείο πολιτικής για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την ανάπτυξη, ενθαρρύνοντας την πιο αποδοτική χρησιμοποίηση της ενέργειας και δίνοντας κίνητρα για ανάπτυξη τεχνολογιών φιλικών στο περιβάλλον. Συγχρόνως το εμπόριο δικαιωμάτων εκπομπής αερίων, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Κιότο,  γίνεται μια πολύ αποδοτική επιχείρηση. Για τις ιδιωτικές εταιρείες είναι ιδιαιτέρως ελκυστικό, γιατί μειώνοντας τις εκπομπές μπορούν να ωφεληθούν πουλώντας την περίσσεια των δικαιωμάτων εκπομπής. 
 
Δηλ. οι οικολογικές ανησυχίες καθησυχάζονται από τη μια, με την επιβολή σταθερής ποσότητας συνολικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων και από την άλλη, γίνεται εμπορεύσιμο προϊόν το δικαίωμα να εκπέμπει κάποιος. Συνεπώς,  ανοίγεται πεδίο λαμπρόν κερδοφορίας πουλώντας την περίσσεια των δικαιωμάτων εκπομπής, και για άλλη μια φορά συνεχίζεται η εκμετάλλευση των υπο ανάπτυξη χωρών από τις αναπτυγμένες. 
 
Ο φόρος στα καύσιμα, που στη Γαλλία αποτέλεσε τη σπίθα για το ξέσπασμα μιας συσσωρευμένης οργής, ανεξάρτητα από το ίδιο το περιεχόμενο των αντιδράσεων ή τα κοινωνικά στρώματα που διαμαρτύρονται, αποδεικνύει για άλλη μια φορά πως για τον καπιταλισμό το κέρδος πάντα είναι ο σκοπός και κάθε τι, και η προστασία του περιβάλλοντος βεβαίως, χρησιμοποιείται ως μέσο για την επίτευξή του. 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου