Ο Δημήτρης Πλουμπίδης, γιος του Νίκου Πλουμπίδη, αναφερόμενος στις
επικρίσεις για τη συμμετοχή του στα
ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ για την Ευρωβουλή, είπε πως σ’ αυτές τις εκλογές κρίνεται για τη δική του
πορεία, και χαρακτήρισε το όνομα του πατέρα του το οποίο φέρει «κάτι πολύ
σημαντικό και τιμητικό». Η Μυρσίνη Λοΐζου, κόρη του Μάνου Λοΐζου, σ’ ανάρτησή της στα κοινωνικά δίκτυα γράφει ότι
βλέπει με την υποψηφιότητά της για την
Ευρωβουλή με το ΣΥΡΙΖΑ να της δίνεται η
ευκαιρία να αποδείξει στον εαυτό της ότι «το όνειρο μπορεί να είναι πιο κοντά
από ό,τι έχεις φανταστεί. Ή μια εντελώς άλλη διαδρομή».
Βέβαια,
οι δυο υποψήφιοι ευρωβουλευτές πέρα από τα βαριά ονόματα που φέρουν δεν
φαίνεται να έχουν κάτι άλλο κοινό, αφού
ο Δημήτρης Πλουμπίδης έχει χαράξει το δικό του δρόμο ως καθηγητής
ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ η Μυρσίνη Λοΐζου παραδέχεται πως στην
πραγματικότητα είναι ανεπάγγελτη και ότι τα δικαιώματα από το έργο του πατέρα
της τη βοήθησαν να ζήσει άνετα τη ζωή της. Δυο περιπτώσεις ανθρώπων στους οποίους
μοιάζει να λύθηκε διαφορετικά το πρόβλημα της οικογενειακής κληρονομιάς και της
ατομικής ταυτότητας.
Η
κριτική που τους γίνεται στην ουσία
είναι επειδή φαίνεται πως δεν ενσωμάτωσαν το γονικό πρότυπο στο δικό τους
σύστημα ζωής με τον τρόπο που πιστεύαμε πως θα δικαίωνε τους γονείς τους. Κι
έτσι χανόμαστε σε ερμηνείες συμπεριφορών ψυχαναλυτικού ενδιαφέροντος για το πώς
το παιδί επεξεργάζεται οικογενειακές αξίες και κληρονομιές και πώς τις
εσωτερικοποιεί.
Γιατί
και βέβαια η ιστορία των γονιών
επηρεάζει την ταυτότητα των παιδιών, αφού δεν παραβλέπεται η συμβολή της
οικογένειας στην υιοθέτηση αξιακού συστήματος, αλλά αν γενικά
οι οικογενειακές παραδόσεις διαμορφώνουν την ταυτότητα του ατόμου αυτό
δεν σημαίνει πως ο τρόπος που τα άτομα ανταποκρίνονται σ’ αυτές δεν ποικίλλει. Η ταυτότητα των ατόμων αναδύεται, τουλάχιστον
εν μέρει, από το να είναι μέλη μιας οικογένειας, που κι αυτή δεν είναι ένα
ουδέτερο περιβάλλον, αλλά είναι ένα περίπλοκο μείγμα πολλών αλληλεξαρτώμενων
σχέσεων και με το περιβάλλον.
Κι είναι
πραγματικά αντιφατικό που στις κοινωνίες μας, ενώ τα άτομα θεωρούνται ανεξάρτητα και τις
περισσότερες φορές μόνο επιφανειακά συνδεδεμένα με τις οικογένειές τους, την
ίδια στιγμή όμως η πολιτική και
οικονομική ζωή ρυθμίζεται εν πολλοίς με βάση την οικογένεια, όπως σε κοινωνίες
που ο οίκος ήταν βασική κοινωνική μονάδα και το άτομο που ανήκε σ’ αυτόν
θεωρούνταν μονάδα του. Από τη μια ο ατομικισμός που χαρακτηρίζει το δυτικό πολιτισμό
θεωρεί αυτό ως μια περίεργη πρακτική που
δεν προάγει την ανεξαρτησία, που είναι τόσο κρίσιμη για την ατομικότητα στα
δυτικά μάτια, από την άλλη όμως διατηρεί
την υλική σύνδεση των απογόνων με τους γεννήτορες με τη μορφή του
κληρονομημένου πλούτου, που ενισχύει την ανισότητα ακόμα περισσότερο στις
καπιταλιστικές κοινωνίες.
Κι αν στις αρχαίες κοινωνίες το άτομο ήταν ένα υποσύνολο του οίκου, ο οποίος έπρεπε να ανανεώνεται σε κάθε γενιά
για να παραμένει ζωντανός και να εξασφαλίζει στο άτομο την επιβίωση σε
οικογενειακή ιδιοκτησία παρέχοντάς του προστασία και υποστήριξη, συγχρόνως όμως
στήριζε τον οίκο κι επωφελούνταν απ’
αυτόν.
Και αν ο μεσαιωνικός άνθρωπος επεδίωκε την
ένταξη στην ομάδα στην οποία ανήκε και ήταν ικανός να καταλάβει τον εαυτό του,
την ατομικότητά του, μέσα στην κοινωνική του ομάδα, με την κοινωνική
εξατομίκευση που εντείνεται στις συνθήκες της αναπτυγμένης αστικής κοινωνίας
διαμορφώνονται αντιλήψεις ενός οξύτερου και εντονότερου ατομισμού.
Τα
καινούργια όμως πρότυπα μοιάζει να μην εξαλείφουν εντελώς τα προηγούμενα και
μοιάζει να διατηρούνται πλάι –πλάι. Έτσι ενώ στον καπιταλισμό υπάρχει η άποψη
πως η ελεύθερη αγορά βασίζεται στην
επιβράβευση των ικανοτήτων και στην ενθάρρυνση της παραγωγής, την ίδια
στιγμή η πρακτική της κληρονομιάς, σαν μια γονική λαχειοφόρος αγορά, ουσιαστικά εξαιρεί τα παιδιά των πλουσίων από τον
οικονομικό ανταγωνισμό, που εκθειάζεται ως βασικό χαρακτηριστικό του
καπιταλισμού, στον οποίο υπόκεινται οι
άλλοι. Επομένως πέρα από την θεωρητική ισχύ της άποψης πως η ατομική
αξία ενός ατόμου καθορίζεται από τις πράξεις του, στην πραγματικότητα η
κοινωνική του αξία τού δίνεται με βάση τη θέση του στην κοινωνία, δηλ. αν έχει
χρήματα και δύναμη, που σε πολλές περιπτώσεις οφείλεται στην οικογένεια στην
οποία ανήκει.
Και γι’ αυτό μοιάζει ειρωνικό που την κληρονομημένη οικονομική και πολιτική
ισχύ οι γόνοι επιδιώκουν να την μηδενίσουν προβάλλοντας τη δική τους αυτόνομη
προσωπικότητα, τη στιγμή που η ίδια η προσωπική τους στάση και ζωή είναι αποτέλεσμα
του οικονομικού και πολιτικού δικτύου που έχουν κληρονομήσει και στο οποίο
οφείλουν την ανάδειξή τους. Κλασικά παραδείγματα ο απόγονοι, δια της ευθείας ή
τεθλασμένης οδού, των πολιτικών
οικογενειών Παπανδρέου, Μητσοτάκη, Καραμανλή κλπ.
Και βέβαια δεν είναι μόνο οι κληρονομιές οικογενειακών περιουσιών, αλλά και οι οικογενειακές πολιτισμικές παραδόσεις πηγές απ’ όπου τα άτομα αντλούν στοιχεία για να καθορίσουν την προσωπική και συλλογική τους ταυτότητα, αλλά και την εικόνα τους έξω από το οικογενειακό περιβάλλον.
Γι’ αυτό αυτές οι αντιφάσεις χαρακτηρίζουν και τον
προβληματισμό για τα τέκνα των αγωνιστών που παίρνουν θέση πολιτική. Από τη
μια εκθειάζεται το άτομο και η
προσωπική
του ιστορία, αλλά από την άλλη ξεχωρίζει και μόνο από το γεγονός πως
είναι τέκνο
καταξιωμένων ηθικά ανθρώπων, ως κληρονόμος του ονόματος και όχι βέβαια
του ήθους και ψυχικού σθένους των γονέων που δεν κληροδοτούνται. Είναι
λοιπόν το βαρύ επίθετό των υποψηφίων
ευρωβουλευτών που καθιστά την
υποψηφιότητά τους δελεαστική για κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που επιδιώκει να ψαρεύει
ψηφοφόρους στα θολά νερά μιας αριστεράς που το ίδιο έχει κατασυκοφαντήσει.
Σε μια καπιταλιστική κοινωνία όπου
εμπορευματοποιούνται τα πάντα, ακόμα και οι αγώνες εναντίον του καπιταλισμού
ιδίως όταν αφορούν άλλες εποχές, μπορεί τα πάντα να χρησιμοποιηθούν προς δόξαν
του. Στην προσπάθεια να προσεταιριστεί στη μεταπολίτευση τις
ριζοσπαστικοποιημένες μάζες το σύστημα δια του ΠΑΣΟΚ, αφού αφαίμαξε τις ιδέες της αριστεράς με θράσος, διαστρεβλωμένες,
τις ενσωμάτωσε στην κυρίαρχη ιδεολογία,
πράγμα που συνεχίζει και τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Κι όπως το ΠΑΣΟΚ για του λόγου το
αληθές δέχτηκε δεκάδες αγωνιστές της αντίστασης και του εμφυλίου στις τάξεις
του, έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ δέχεται παιδιά κι
εγγόνια αγωνιστών κομμουνιστών για να
πείσει για την αριστερωσύνη του.
Τελικά, αν σ’ αυτές τις επιλογές υπάρχει κάτι το ενδιαφέρον είναι η διαπίστωση πως το ήθος και η αγωνιστικότητα των κομμουνιστών, ανεξάρτητα της εκμετάλλευσης που γίνεται, έχουν τόσο εδραιωθεί στη λαϊκή συνείδηση που και η ίδια η κυρίαρχη πολιτική καταφεύγει σ’ αυτές αναζητώντας ηθικό έρεισμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου