Εν μέσω δηλώσεων,
αντιφατικών πολλών απ’ αυτών, για
το τι συμφωνήθηκε στο γιουρογκρουπ της 20ης Φεβρουαρίου, δηλώσεων για
ανασκευή της θέσης του προέδρου της Ευρωπαϊκής επιτροπής Ζαν Κλοντ
Γιούνκερ ότι τα μέτρα που συμφωνούνται στο πλαίσιο ενός Μνημονίου δεν είναι
υποχρεωτικό να είναι συμβατά με το κοινοτικό κεκτημένο, δηλώσεων απειλητικών ή
εθνικιστικών ή ψύχραιμων κλπ. ένθεν
κακείθεν του Αιγαίου για νησιά του,
δηλώσεων του διοικητή
της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα για επίσπευση της ολοκλήρωσης της
δεύτερης αξιολόγησης, βρήκαν χώρο στα ΜΜΕ και ιδιαίτερα στα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης να προβληθούν και οι απόψεις για έξοδο από ευρώ, με τον Κ. Λαπαβίτσα
να παρουσιάζει πρόταση για το εθνικό νόμισμα, με τέτοιον τρόπο σαν να εφαρμόζεται στην πράξη
η προ δεκαπενθημέρου προτροπή του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου Ν. Ξυδάκη πως «δεν
πρέπει να υπάρχουν ταμπού όταν κουβεντιάζουμε για τη μοίρα του
λαού» αναφερόμενος στο θέμα επιστροφής σε εθνικό νόμισμα.
Η
επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, δηλ. έξοδος από την ευρωζώνη, από την αρχή της
κρίσης δεν αποκλειόταν ούτε από τμήμα της εγχώριας αστικής τάξης ούτε της
ευρωπαϊκής –απλώς αθροίζονται οι συνέπειες κι όσο βγαίνουν μ’ αρνητικό πρόσημο για τα συμφέροντά τους
αναβάλλεται. Η προβολή όμως που δίνεται τελευταία σε απόψεις για επιστροφή σε
εθνικό νόμισμα, χωρίς τώρα πια απαραιτήτως να θεωρείται το απόλυτο κακό,
πιθανόν να είναι ένδειξη ότι δρομολογείται μεθοδικά, πιστεύοντας πως έχει
θωρακιστεί η ΕΕ από τις συνέπειες, η
έξοδός της χώρας από την ευρωζώνη. Μοιάζει μάλιστα όλη αυτή η συζήτηση για
επιστροφή στο εθνικό νόμισμα να γίνεται με πρωτοβουλία πολιτικών σχηματισμών και
ανθρώπων που αυτοχαρακτηρίζονται αριστεροί, οπότε η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα
παίρνει χαρακτηριστικά μιας αγωνιστικής διαδικασίας προς όφελος των λαϊκών
συμφερόντων. Κι έτσι συνεχίζεται ο εγκλωβισμός μας σε ένα φαύλο κύκλο
επαναλαμβανόμενων αδιεξόδων χρησιμοποιώντας για την έξοδό μας τα μέσα που η
κυρίαρχη τάξη επιτρέπει, στα προνομιακά πεδία που αυτή ελέγχει. Παγιδεύεται το
εργατικό κίνημα ενάντια στο κεφάλαιο μεταξύ της αντιδραστικής «δεξιάς» αστικής τάξης και της «προοδευτικής αριστερής» πτέρυγάς της
–τη βλάπτουν εξ ίσου και οι δυο. Είναι που ο καπιταλισμός στη μακραίωνη ιστορία
του κατάφερε να δίνει την εντύπωση πως μπορεί να αντιστέκεται στις επιθέσεις
των αντιπάλων του κι ακόμα χειρότερο, ότι καταφέρνει να τους ενσωματώνει, να
τους μετατρέπει σε ιδεολογικά στοιχεία της αναπαραγωγής του. Δεν είναι οι
σοσιαλδημοκράτες που κατέληξαν να διαχειρίζονται και να διευρύνουν τις
καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, δεν είναι οι κομμουνιστικές χώρες στις οποίες η επανάσταση πέτυχε όπου εγκαθιδρύθηκαν
τελικά καπιταλιστικές σχέσεις;
Και
πάλι βρισκόμαστε μπερδεμένοι ανάμεσα σ’ ελπίδες και οράματα και επαναστατικό
λόγο που κατάντησαν παραπλανητικά συνθήματα για κατανάλωση, και πώς να ξεχωρίσει κανείς όλες αυτές τις αυθεντίες
που λειτουργούν κάτω από ένα «επαναστατικό»
προσωπείο υποστηρίζοντας καμουφλαρισμένα αντιλήψεις της άρχουσας τάξης; Και
χανόμαστε σε αναλύσεις οικονομικές που αλληλοαναιρούνται, χωρίς να μπορούμε να
κατανοήσουμε συνολικά την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, μπλοκάροντας
σκέψη και δράση.
Κι έτσι, μετά την άρση, με την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ,
της αντίθεσης μνημόνιο-αντιμνημόνιο δημιουργείται ένα νέο πλαίσιο πολωτικής
αντιπαράθεσης, ευρώ-δραχμή, για να διαμορφωθεί εκατέρωθεν το κλίμα ενός νέου
φανατισμού. Στην ουσία θα λειτουργεί σαν ένας φτηνός αντιπερισπασμός αποσκοπώντας να μετατοπίσει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος
από την επιβεβλημένη από ΕΕ εξαθλίωση σ’ εκείνην που επιβάλλει η επιλογή της
νομισματικής αλλαγής. Μια επιλογή που θα γίνει όμως με τους όρους της ΕΕ και σε
χρόνο πρόσφορο για τα συμφέροντά της. Άλλωστε, από την αρχή των μνημονίων η
επιλογή των πόλων αντιπαράθεσης ήταν κυρίως καρπός διεργασιών σε επίπεδο
κορυφής με τεχνικά χαρακτηριστικά. Περισσότερο έμοιαζε η άρχουσα τάξη να
επιλέγει το είδος της πόλωσης που την ευνοούσε
για να μη χάνει το παιχνίδι της εξουσίας,
εγκλωβίζοντας έτσι το όποιο λαϊκό κίνημα στην προοπτική της. Όπως η
αντίθεση στο μνημόνιο συσπείρωσε ετερόκλητα πολιτικά σχήματα με προσωπείο
κοινωνικού μεταρρυθμιστή, το ίδιο επιδιώκεται με την νέα αντίθεση που έρχεται
με τις ευλογίες της άρχουσας τάξης, ευρώ-εθνικό νόμισμα. Και μ’ όλα αυτά
χάνεται η πραγματική κοινωνική πόλωση, ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και
εργαζόμενο. Και κάθε φορά η διπολική αντίθεση δεν αγγίζει καθόλου το
ζήτημα της βασικής κοινωνικής αντίθεσης
κεφάλαιο-εργασία. Κι όταν ο κομμουνιστικός λόγος το θέτει κατηγορείται από την
αριστερή επαναστατικότητα ότι υποκλίνεται στην μικροαστική και αστική
ιδεολογία, υπονομεύοντας τη δυναμική των
μαζικών αγώνων με την απροθυμία του να την υπερβεί κι αναβάλλοντας το
μετασχηματισμό της κοινωνίας στο απώτατο μέλλον.
Πότε ο
κυπριακό, πότε το είδος νομίσματος, πότε οι μορφές πάλης μπαίνουν στο στόχαστρο
μιας κριτικής προς το ΚΚΕ εξ αριστερών, την οποία, διακηρύττεται, η αγωνία της επαναστατικής προοπτικής
εφοδιάζει με επιχειρήματα οικοδομώντας όμως, κριτική στην κριτική, το ιδεολογικό
και πολιτικό του αφοπλισμό. Κατηγορείται το ΚΚΕ για ξεκάθαρη ανεπάρκεια και
στοχοποιείται ως βασικός παράγοντας της αποδιοργάνωσης, της αδρανοποίησης και
της μικρής αποτελεσματικότητας δυνάμεων που διακηρύττουν την στράτευσή τους
στον κομμουνισμό. Στην πραγματικότητα, αφού δεν έγινε
κατορθωτή η σύμπραξη αριστεράς με ΚΚΕ στην
προηγούμενη αντίθεση μνημόνιο –αντιμνημόνιο, απαιτείται τώρα, στο όνομα της
επανάστασης μάλιστα, να ηγηθεί το ΚΚΕ στη νέα αντίθεση ευρώ –εθνικό νόμισμα,
ξεμπερδεύοντας επιτέλους και μ’ αυτό, αφού …ξεκάθαρα ενσωματώνεται κι αυτό κι ό,τι εκπροσωπεί στο καπιταλιστικό σύστημα.
Και κάπως
έτσι η κυρίαρχη τάξη οικειοποείται όλες τις ιδέες που μπορεί να εμπνέουν την
εργατική τάξη, ενώ βρίσκει ένα πλήθος δικαιολογίες για να προωθεί ξανά αρχαϊκά
συστήματα εκμετάλλευσης με νέο ένδυμα, ακόμα και μαρξιστικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου