Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

ΔΙΑΘΛΑΣΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ





Η νομιμοποίηση και η συγκατάθεση είναι το κλειδί  για την πολιτική σταθερότητα κι επομένως η αιτία της επιβίωσης και επιτυχίας ενός καθεστώτος. Οι πεποιθήσεις και οι αξίες των ανθρώπων καθορίζουν τόσο τη στάση τους απέναντι στην πολιτική διαδικασία όσο και την άποψή τους για το καθεστώς στο οποίο ζουν και κατά συνέπεια για το αν το θεωρούν δίκαιο ή νόμιμο. Κι  επειδή μεγάλο μέρος της πολιτικής διαμορφώνεται από τις ιδέες, αξίες και αντιλήψεις σχετικά με το πώς πρέπει να οργανώνεται η κοινωνία και από τις προσδοκίες, τις ελπίδες και τους φόβους μας απέναντι στην κυρίαρχη εξουσία, γι’ αυτό εστιάζεται το ενδιαφέρον στο εποικοδόμημα που εκφράζει και κατοχυρώνει τις οικονομικές σχέσεις στη δοσμένη κοινωνία.
 
               Οι πολιτικοί λοιπόν των αστικών κομμάτων  στις αστικές δημοκρατίες  δίνουν την ψευδαίσθηση ότι παρέχονται οι δυνατότητες για τη διακίνηση των ιδεών, ότι η διεκδίκηση κοινωνικών δικαιωμάτων καθίσταται ευχερέστερη με τους κανόνες της αστικής δημοκρατίας, ότι επιτρέπεται η ανάπτυξη πολιτικών και κοινωνικών αντιθέσεων, ότι δίνεται η δυνατότητα ικανοποίησης των αναγκών της μεγάλης πλειοψηφίας, εν ολίγοις πως στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας αν δεν αίρεται η πάλη των τάξεων τουλάχιστον αμβλύνεται σε σημαντικό βαθμό. Μόνο που τελικά αυτές οι αντιθέσεις και πολυφωνίες καταλήγουν σε αντιπαράθεση με κενές ουσίας φραστικές επιδείξεις και η πραγματοποίηση  υποσχέσεων  μετατίθεται στο μέλλον. Όπως συμβαίνει οκτώ χρόνια τώρα  μνημονιακής πολιτικής, που  επαναλαμβάνονται τα ίδια επιχειρήματα για την αναγκαιότητά της έχοντας αναλάβει οι αστοί πολιτικοί τον επικοινωνιακό ρόλο να πείσουν και να αποσπάσουν τη συναίνεση και των λαϊκών στρωμάτων. 
 
               Έχοντας πλήξει η πολιτική λιτότητας κυρίως τους  εργαζόμενους μισθωτούς  και μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η απόσπαση αν όχι της συναίνεσης τουλάχιστον της ανοχής τους εξασφαλίστηκε λιγότερο με τη χρήση του καταπιεστικού μηχανισμού του κράτους για καταστολή κάθε διεκδικητικού αγώνα και περισσότερο με την πιο εκλεπτυσμένη μέθοδο της ιδεολογικοπολιτικής μας παραπλάνησης. Σ’ αυτήν την μέθοδο περιλαμβάνεται η προσπάθεια να εγχαραχθεί σε ευρύτερες μάζες  λαού η αντίληψη ότι για όλα τα δεινά, για την ανεργία, φτώχεια κλπ. φταίει το κράτος που παρεμβαίνει στην οικονομία, που κάνει μεγάλες δαπάνες για να διατηρηθεί το πελατειακό σύστημα. Είναι που η κυρίαρχη πολιτική ενστερνίζεται  την τωρινή  επικρατούσα αντίληψη πως για να διορθωθεί η οικονομία  η ιδιωτική επιχείρηση και οι αγορές πρέπει να λειτουργούν καλύτερα για το σύνολο της κοινωνίας και γι’ αυτό δεν πρέπει να  υπάρχει κρατικός έλεγχος ή παρέμβαση σ’ αυτές.
 
               Από τη μεγάλη ύφεση του 1929 φαίνεται πως στην προσπάθεια να ελεγχθεί η αστάθεια του καπιταλισμού με τις κυκλικές οικονομικές του διακυμάνσεις οι επιλογές της κυρίαρχης εξουσίας περιορίζονται σε μια μετατόπιση μεταξύ ιδιωτικών και κρατικών μορφών διαχείρισης του καπιταλισμού. Κι αν και  εξυμνούνται οι ελεύθερες αγορές και η ιδιωτική επιχείρηση ως εγγυητές της ευημερίας καταδικάζονται όμως στην φτώχεια μεγάλα τμήματα των εργαζομένων, γιατί ακριβώς τράπεζες και επιχειρήσεις παίρνουν δισεκατομμύρια χρημάτων, υπό τη μορφή κρατικών οικονομικών διασώσεων που χρηματοδοτούνται από τη φορολογία των πολιτών. 
 
               Βέβαια, στα διάφορα οικονομικά προβλήματα του καπιταλισμού δεν υπάρχει ένα ευρύ φάσμα πιθανών οικονομικών λύσεων, γιατί ποτέ προτάσεις και λύσεις που αλλάζουν έστω και στο ελάχιστο το υπάρχον σύστημα ούτε συζητούνται ούτε προτείνονται. Η διάλυση μάλιστα της ΕΣΣΔ χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό στοιχείο της ανωτερότητας  του καπιταλισμού ως αποτελεσματικού οικονομικού συστήματος –χωρίς όμως ν’ αναφέρεται ποιος επωφελείται απ’ αυτό. Η θριαμβολογία λοιπόν  για τον καπιταλισμό  αγνοεί ή απορρίπτει άλλα οικονομικά συστήματα και η μόνη διαφωνία έγκειται για το πόσο καλύτερα μπορεί να γίνει η  διαχείριση του τεράστιου κόστους της επαναλαμβανόμενης αστάθειας του καπιταλισμού, φορτώνοντας το μεγάλο βάρος της κρίσης στους εργαζόμενους και μόνο. Οι επιλογές για τη διάσωση  του καπιταλισμού κάθε φορά περιορίζονται στα οικονομικά της κεϊνσιανής ή φιλελεύθερης οικονομικής σκέψης, προκρίνοντας γι’ αυτή είτε τους μηχανισμούς του αστικού κρατικού οικονομικού  παρεμβατισμού είτε την ιδιωτική επιχείρηση και την ελεύθερη αγορά. Αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει είναι να μην περιορίζονται τα κέρδη, ανεξάρτητα από τις ολέθριες επιπτώσεις στις ζωές των εργαζομένων που γίνονται αντικείμενο ενδιαφέροντος μόνο στο βαθμό που η ύπαρξη και η δράση τους γίνεται προβληματική για τον καπιταλισμό. 
 
               Στα καθ’ ημάς λοιπόν, οι κριτικές της αστικής  αντιπολίτευσης, οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης για την έξοδο από τα μνημόνια, άλλο στόχο δεν έχουν παρά η κυρίαρχη οικονομική πολιτική να περνά χωρίς ιδιαίτερες εντάσεις, αναταραχές ή διαταραχές της κοινωνικής γαλήνης. Επιδιώκεται να καλλιεργηθεί από την κυβέρνηση  η ψευδής εντύπωση της κατάκτησης  μιας κανονικότητας που οδηγεί στην ευημερία και από την αντιπολίτευση πως είναι αυτή που μπορεί να την εξασφαλίσει. 
 
               Μέσα από τα ΜΜΕ, τον επικοινωνιακό λόγο των αστικών κομμάτων, συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης, κυκλοφορούν μηνύματα για την αναπόδραστη αναγκαιότητα των μνημονίων και γενικά της πολιτικής της λιτότητας και συγκεκριμενοποιείται η νοοτροπία αυτή που εκφράζει το πνεύμα της κυρίαρχης πολιτικής. Αυτής που μέσα στη …μεγαθυμία της, με τις διαφορετικές φωνές της,  αποδέχεται την ύπαρξη και λειτουργία του κόμματος  της εργατικής τάξης εκδηλώνοντας όμως την ιδιαίτερη ανησυχία της για την υποχώρηση της  επαναστατικότητάς του. Κι έτσι,  επειδή σε μεγάλο μέρος των εργαζομένων φαίνεται η ηττοπάθεια ή και η ευπιστία να επηρεάζει ανασταλτικά την αγωνιστική κινητοποίησή του  όλη η ευθύνη γι’ αυτό χρεώνεται στο ΚΚΕ και όλη την κριτική και την απαξίωση, εξ αριστερών και δεξιών,  συγκεντρώνει το ΚΚΕ που δεν καταφέρνει να γίνει πειστικό προτείνοντας λύσεις και μάλιστα στα ήδη διαμορφωμένα πλαίσια της οικονομικοπολιτικής κατάστασης. Μ’ αυτόν τον τρόπο, με μια διαθλασμένη και υπόγεια διάχυση της κυρίαρχης πολιτικής αυτή εδραιώνεται. Διαγράφεται  το ζήτημα  του ταξικού χαρακτήρα  του αγώνα, του συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων και του ιδεολογικού, αναγκαστικά αντικαπιταλιστικού, προσανατολισμού του. Στην ουσία,  απαξιώνοντας το κόμμα της εργατικής τάξης για τα πιο απίθανα ζητήματα οι όποιες κινητοποιήσεις και οι διεκδικήσεις να παραμένουν τυφλές, χωρίς συνολική θετική διατύπωση, χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν τη συνοχή και την προοπτική των κοινωνικών αγώνων.
 
Παρόλ’ αυτά οι κινητοποιήσεις πρέπει να είναι συνεχείς, γιατί, εκτός των άλλων,  σε κάθε κινητοποίηση βρίσκεται μια λανθάνουσα δυναμική που αποδεσμεύει δυνατότητες των κοινωνικών δυνάμεων οι οποίες  μπορούν να αλλάξουν αυτά τα πλαίσια.  
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου