«Αρχισε
στις 17 Νοεμβρίου η δίκη των 38 μελών της αυτοάμυνας Τρικάλων (...)
όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο βασιλικός επίτροπος Λαγάνης: "Ηταν μία
οργάνωσις συνωμοτική, η οποία έπληξε και θα έπληττε και πάλιν τον κορμόν
του κράτους όταν θα ελάμβανε την διαταγήν" (...) πληροφορούμαστε ότι
στα Τρίκαλα υπήρχαν 13 ΚΟΒ (Κομματικές Οργανώσεις Βάσης) και ότι
αποστολή των μελών της αυτοάμυνας - είχε συσταθεί το 1945 - ήταν να
προστατεύουν τα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος και της εφημερίδας
"Λαοκρατία" από τις συχνές επιθέσεις μελών των δεξιών οργανώσεων (...)
Καταδικάστηκαν σε θάνατο» (εφημερίδα «Αναγέννησις» των Τρικάλων, 26/11/1947).
Σχεδόν καθημερινά τα σχετικά ρεπορτάζ από τις αίθουσες των Στρατοδικείων. Είναι μόλις ενάμιση χρόνο μετά την υπογραφή της απαράδεκτης Συμφωνίας της Βάρκιζας. Η κατάσταση για το λαό, που με τα όπλα απελευθέρωσε την πατρίδα από τους ναζί, είχε γίνει ήδη αφόρητη.
Το κύριο πρόβλημα της αστικής τάξης και των Αγγλων συμμάχων της ήταν η αποκατάσταση της εξουσίας τους. Επρεπε να αφοπλιστεί το ένοπλο λαϊκό δημοκρατικό κίνημα, να συντριβεί το ΚΚΕ.
Κατέφυγαν σε ένα άνευ προηγουμένου πογκρόμ ενάντια στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, στα μέλη του ΚΚΕ.
Πάνω από 166 συμμορίες δολοφονούσαν, βίαζαν, τρομοκρατούσαν στην ελληνική ύπαιθρο. Με βάση την αντικομμουνιστική νομοθεσία του Μεταξά, που παρέμεινε σχεδόν άθικτη, το Δεκέμβρη του 1945 ήταν φυλακισμένοι 17.984 αγωνιστές και υπό δίωξη με δικαστικά εντάλματα 48.956. Ενα χρόνο από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΑΜ, ο απολογισμός ήταν φρικιαστικός: Πάνω από 1.192 δολοφονίες, 6.413 τρομοκρατικές πράξεις, 70.000 συλλήψεις.
Εως
τα μέσα του Αυγούστου του 1946 είχαν εκδοθεί και επιβληθεί 33 θανατικές
ποινές και 39 καταδίκες σε ισόβια, ενώ έως τα τέλη του Οκτώβρη είχαν
εξοριστεί 3.250 πολίτες.
Σχεδόν καθημερινά τα σχετικά ρεπορτάζ από τις αίθουσες των Στρατοδικείων. Είναι μόλις ενάμιση χρόνο μετά την υπογραφή της απαράδεκτης Συμφωνίας της Βάρκιζας. Η κατάσταση για το λαό, που με τα όπλα απελευθέρωσε την πατρίδα από τους ναζί, είχε γίνει ήδη αφόρητη.
Το κύριο πρόβλημα της αστικής τάξης και των Αγγλων συμμάχων της ήταν η αποκατάσταση της εξουσίας τους. Επρεπε να αφοπλιστεί το ένοπλο λαϊκό δημοκρατικό κίνημα, να συντριβεί το ΚΚΕ.
Κατέφυγαν σε ένα άνευ προηγουμένου πογκρόμ ενάντια στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, στα μέλη του ΚΚΕ.
Πάνω από 166 συμμορίες δολοφονούσαν, βίαζαν, τρομοκρατούσαν στην ελληνική ύπαιθρο. Με βάση την αντικομμουνιστική νομοθεσία του Μεταξά, που παρέμεινε σχεδόν άθικτη, το Δεκέμβρη του 1945 ήταν φυλακισμένοι 17.984 αγωνιστές και υπό δίωξη με δικαστικά εντάλματα 48.956. Ενα χρόνο από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΑΜ, ο απολογισμός ήταν φρικιαστικός: Πάνω από 1.192 δολοφονίες, 6.413 τρομοκρατικές πράξεις, 70.000 συλλήψεις.
Η ανασυγκρότηση του αστικού κράτους ως
πρόβλημα της εγχώριας αστικής τάξης και των ξένων συμμάχων της δεν
μπορούσε παρά να έχει ως βάση την πιο άγρια κρατική καταστολή.
Ωστόσο, ο συσχετισμός δυνάμεων στην Ελλάδα επέβαλε στις αστικές πολιτικές δυνάμεις και στους Εγγλέζους να εφαρμόσουν ευέλικτη τακτική, προκειμένου να αποδυναμώσουν τη λαϊκή υποστήριξη στο ΚΚΕ και στο ΕΑΜ. Ετσι, ενώ το ΚΚΕ και το ΕΑΜ ήταν τυπικά νόμιμα, ταυτόχρονα χιλιάδες μέλη και οπαδοί τους υφίσταντο τη δολοφονική δίωξη.
Η κρατική ανασυγκρότηση στηρίχθηκε στους κρατικούς μηχανισμούς που λειτουργούσαν στα χρόνια της Κατοχής, καθώς και σε νέους που διαμορφώνονταν, στη βρετανική στρατιωτική παρουσία, αλλά και στην ετοιμότητα και την εμπειρία των αστών πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων.
Το
νομικό βάθρο της «νέας» συνταγματικής τάξης αποτελούσε η Συμφωνία της
Βάρκιζας, που είχε υπογραφεί από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές και είχε
επικυρωθεί με Συντακτική Πράξη. Βέβαια, όπως ήταν επόμενο, η Συμφωνία
της Βάρκιζας εφαρμόστηκε μόνο σε ό,τι αφορούσε την αποστράτευση του
ΕΛΑΣ, την παράδοση των όπλων του και την αξιοποίηση από το αστικό κράτος
του άρθρου 3 «περί αμνηστίας», το οποίο άφηνε ορθάνοικτη την πόρτα για
το ανελέητο κυνηγητό των κομμουνιστών και ΕΑΜιτών. Οποια διάταξή της
αφορούσε τις ατομικές και συλλογικές ελευθερίες, πετάχτηκε στον κάλαθο
των αχρήστων.
Επιβεβαιώθηκε ακόμα μια φορά ότι το καθοριστικό, ακόμα και για την εφαρμογή στοιχειωδών διατάξεων περί δικαιωμάτων, είναι ο συσχετισμός δυνάμεων και ο βαθμός όξυνσης της ταξικής πάλης.
Ετσι,
οι αστικές κυβερνήσεις, έχοντας τη νομική στήριξη του Συμβουλίου της
Επικρατείας, νεκρανάστησαν το Σύνταγμα του 1864/1911 που είχε καταργήσει
η δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Ωστόσο, ο συσχετισμός δυνάμεων στην Ελλάδα επέβαλε στις αστικές πολιτικές δυνάμεις και στους Εγγλέζους να εφαρμόσουν ευέλικτη τακτική, προκειμένου να αποδυναμώσουν τη λαϊκή υποστήριξη στο ΚΚΕ και στο ΕΑΜ. Ετσι, ενώ το ΚΚΕ και το ΕΑΜ ήταν τυπικά νόμιμα, ταυτόχρονα χιλιάδες μέλη και οπαδοί τους υφίσταντο τη δολοφονική δίωξη.
Η κρατική ανασυγκρότηση στηρίχθηκε στους κρατικούς μηχανισμούς που λειτουργούσαν στα χρόνια της Κατοχής, καθώς και σε νέους που διαμορφώνονταν, στη βρετανική στρατιωτική παρουσία, αλλά και στην ετοιμότητα και την εμπειρία των αστών πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων.
Το θεσμικό πλαίσιο
Επιβεβαιώθηκε ακόμα μια φορά ότι το καθοριστικό, ακόμα και για την εφαρμογή στοιχειωδών διατάξεων περί δικαιωμάτων, είναι ο συσχετισμός δυνάμεων και ο βαθμός όξυνσης της ταξικής πάλης.
Το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν να
παραμένουν σε ισχύ τα περισσότερα αυταρχικά μέτρα που είχαν υλοποιήσει
οι κυβερνήσεις τις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Το Δεκέμβρη του
1945, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές έφτανε τους
17.984, από τους οποίους μόνο 2.388 είχαν φυλακιστεί με δικαστική
απόφαση. Ταυτόχρονα, με τον ΑΝ 453 επαναφέρθηκε σε ισχύ ο νόμος του 1871
«περί καταδιώξεως της ληστείας». Με βάση αυτόν οι αστυνομικές
αρχές μπορούσαν να διατάσσουν την ομαδική εκτόπιση των στενών συγγενών
των κατηγορουμένων, που επικήρυσσε ο υπουργός Εσωτερικών, κρίνοντας ότι
είναι πρόσωπα επικίνδυνα για τη δημόσια τάξη. Στη συνέχεια, αναβίωσε το
νομοθετικό διάταγμα της δικτατορίας του Πάγκαλου (1926) για τη
διοικητική εκτόπιση υπόπτων από τις Επιτροπές Δημόσιας Ασφαλείας που
συστάθηκαν σε κάθε νομό, ρύθμιση που διατηρήθηκε σε ισχύ έως το 1962.
Στο έργο αυτών των Επιτροπών περιλαμβανόταν και η επικήρυξη αγωνιστών με
χρηματική αμοιβή, για τη σύλληψη, τη δολοφονία ή την κατάδοσή τους. Τη
σχετική απόφαση ενέκρινε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης. Για παράδειγμα, στις
28 Φλεβάρη 1946, εγκρίθηκε από τον Θ. Σοφούλη η απόφαση της Επιτροπής
Δημόσιας Ασφάλειας Ν. Βέροιας, που επικήρυσσε ως ληστές 11 αγωνιστές της
Ημαθίας.
Παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα του 1911 κατοχύρωνε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, η παραμονή τους συνδέθηκε άμεσα με τον έλεγχο των πολιτικών τους φρονημάτων. Την απόλυση για τους ανώτερους λειτουργούς και υπαλλήλους αποφάσιζε το υπουργικό συμβούλιο και για τους υπόλοιπους ο αρμόδιος υπουργός, μετά από γνωμοδότηση ειδικών επιτροπών που συγκροτούνταν σε κάθε υπουργείο.
Αντί
να γίνει η εκκαθάριση του στρατού από τους δοσίλογους, σύμφωνα με τη
Συμφωνία της Βάρκιζας, διώχτηκαν οι ΕΑΜίτες, ακόμα και αξιωματικοί που
ήταν απλώς εναντίον του βασιλιά. Τη σύνθεση του σώματος των αξιωματικών
ουσιαστικά καθόριζε ο στρατηγός Βεντήρης, άνθρωπος του βασιλιά Γεωργίου.
Από την άλλη, βενιζελικοί αξιωματικοί, μπροστά στον «κίνδυνο του
κομμουνισμού», συμπαρατάχθηκαν πολιτικά με τους δοσίλογους (που είχαν
άλλωστε στις γραμμές τους και πολλούς βενιζελικούς) και με τους
βασιλόφρονες, πολλοί από τους οποίους ήταν επίσης δοσίλογοι και άλλοι
υποστηρικτές της ελληνικής κυβέρνησης του Καΐρου στην Κατοχή. Οι
συνεργάτες των κατακτητών μετονομάστηκαν σε αγωνιστές της Αντίστασης.
Παράλληλα, το αντιλαϊκό νομικό πλέγμα συμπλήρωναν μια σειρά άλλοι νόμοι 1.
Παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα του 1911 κατοχύρωνε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, η παραμονή τους συνδέθηκε άμεσα με τον έλεγχο των πολιτικών τους φρονημάτων. Την απόλυση για τους ανώτερους λειτουργούς και υπαλλήλους αποφάσιζε το υπουργικό συμβούλιο και για τους υπόλοιπους ο αρμόδιος υπουργός, μετά από γνωμοδότηση ειδικών επιτροπών που συγκροτούνταν σε κάθε υπουργείο.
Το Γ' Ψήφισμα
Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας δείχνει ότι δεν υπήρξε ενιαία στάση των αστικών πολιτικών δυνάμεων, κυρίως των βουλευτών που εκλέχτηκαν με το ψηφοδέλτιο της «Ηνωμένης Παρατάξεως Εθνικοφρόνων», πολλοί από τους οποίους απείχαν από την ψηφοφορία (Δημήτριος Χέλμης, Κωνσταντίνος Τζιτζικώστας, Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, Στέφανος Στεφανόπουλος, Κωνσταντίνος Ροδόπουλος, Σπύρος Μαρκεζίνης, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ευστράτιος Κουλουμβάκης κ.ά.).
Καταψήφισαν το Γ' Ψήφισμα οι Κωνσταντίνος Τσάτσος, Παναγής Παπαληγούρας, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που είχαν εκλεγεί με τα ψηφοδέλτια άλλων κομμάτων. Επίσης, οι βουλευτές του Κόμματος Φιλελευθέρων και άλλων του «κεντρώου» χώρου είτε υπερψήφισαν (Θεμιστοκλής Τσάτσος), είτε καταψήφισαν (Κωνσταντίνος Ρέντης, Σοφοκλής Βενιζέλος κ.ά.), είτε απείχαν από την ψηφοφορία (Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Γεώργιος Παπανδρέου, Θεμιστοκλής Σοφούλης, Ευάγγελος Αβέρωφ κ.ά.). Από το Εθνικόν Κόμμα Ελλάδος - Εθνικής Αντιστάσεως υπερψήφισε το Γ' Ψήφισμα ο Ναπολέων Ζέρβας, ενώ απείχε από την ψηφοφορία ο Στυλιανός Χούτας (διώκτης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην Αιτωλοακαρνανία).
Η πολυδιάσπαση των αστικών πολιτικών δυνάμεων στη συγκεκριμένη ψηφοφορία πρέπει να αποδοθεί πρωταρχικά στη διαφορετική τακτική που επέλεξε τότε το κάθε αστικό τμήμα για την ενσωμάτωση του ΕΑΜικού κινήματος. Κάποιοι βουλευτές φοβόντουσαν μήπως έρθουν σε αντίθεση με λαϊκά τμήματα ψηφοφόρων τους, που είχαν συμμετάσχει στο ΕΑΜ και μετά αποστασιοποιήθηκαν δίχως να έχουν εχθρικές διαθέσεις απέναντί του. Αλλα λαϊκά στρώματα έβλεπαν θετικά το σύνθημα της συμφιλίωσης, το οποίο πρόβαλλε το ΚΚΕ, σύνθημα που ταυτόχρονα αποτελούσε διακήρυξη - ελιγμό και αστικών πολιτικών δυνάμεων.
Ετσι και αλλιώς, ένας από τους απαραίτητους όρους για τη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος ήταν η ενσωμάτωση μερίδας των μελών του ΕΑΜ και των μαχητών του ΕΛΑΣ στα αστικά πολιτικά κόμματα.
Από την άλλη, το Γ' Ψήφισμα ψηφίστηκε 2½ μήνες πριν το δημοψήφισμα για το πολιτειακό, γεγονός που οι «κεντρώοι» έπαιρναν υπόψη τους τη δεδομένη περίοδο, ώστε να μην θεωρηθεί ότι ταυτίζονταν με τη φιλοβασιλική πτέρυγα, που υπήρξε και ο βασικός κυβερνητικός φορέας στη διαμόρφωση νέου θεσμικού πλαισίου καταστολής. Ετσι, οι «κεντρώοι» δήλωναν ότι θεωρούσαν επαρκές το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο για την καταστολή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Βεβαίως το σύνολο του αστικού κόσμου, ιδιαίτερα όσων συγκρότησαν ή συμμετείχαν στις αστικές κυβερνήσεις της περιόδου 1946 - 1949, εφάρμοσαν ανεπιφύλακτα τις διατάξεις του Γ' Ψηφίσματος.
Το Γ' Ψήφισμα «περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την Δημόσιαν τάξιν και ασφάλειαν του Κράτους» θέσπιζε την ποινικοποίηση μιας σειράς ενεργειών επικίνδυνων για τη δημόσια ασφάλεια, όπως η κατάρτιση ομάδας με σκοπό τη διά της βίας προσβολή κρατικών αρχών (άρθρα 2, 3), οι απεργίες (άρθρο 7), οι δημόσιες συναθροίσεις (άρθρο 4) κ.ά. Τα άρθρα 1 και 2 ανέφεραν:
«1. Οστις θέλων να αποσπάση εν μέρος εκ του όλου της Επικρατείας, ή να ευκολύνη τα προς τούτο το τέλος τείνοντα σχέδια, συνώμοσεν ή διήγειρεν στάσιν ή συνεννοήθη με ξένους ή κατήρτισεν ενόπλους ομάδας ή έλαβε μετοχήν εις τοιαύτας προδοτικάς ενώσεις τιμωρείται με θάνατον.
(...) Οστις καταρτίζει ομάδαν επί τω σκοπώ όπως προσβάλη διά βίας τας Αρχάς, ή τους Δημοσίους ή Εκκλησιαστικούς υπαλλήλους ή τα όργανα της Δημοσίας, Αγροτικής, ή Δασικής Ασφαλείας, ή δημοσίας δυνάμεως, ή τοπικής αυτοδιοικήσεως, ή πρόσωπα ανήκοντα εις τους συμμάχους στρατούς, ως και ο συμμετέχων τοιαύτης ομάδος τιμωρείται, εί μεν είναι αρχηγός, οδηγός, ή φυσικός αυτουργός με θάνατον, εί δε απλούς συναίτιος με ισόβια δεσμά, υπαρχουσών δ' επιβαρυντικών περιπτώσεων με θάνατον».
Τα μέτρα στρέφονταν κατά των κομμουνιστών, των μελών ή οπαδών του ΕΑΜ, καθώς και εναντίον καθενός υπόπτου για πρόθεση να «προσβάλει» τη δημόσια ασφάλεια και τάξη. Το πιο σοβαρό ήταν ότι θεσπιζόταν ένα «νομικό» σύστημα ποινικοποίησης ακόμα και της «σκέψης». Τα κύρια νομικά χαρακτηριστικά του Ψηφίσματος - έστω και άτυπα - ήδη εφαρμόζονταν. Αυτό, επομένως, που άλλαζε ήταν ότι επρόκειτο για την «επισημοποίηση» του καθεστώτος της «Λευκής Τρομοκρατίας», δηλαδή του εκφοβισμού, της τρομοκράτησης, των διώξεων, ακόμα και της φυσικής εξόντωσης των «άλλων», των «αντεθνικώς δρώντων» κομμουνιστών.
Πάνω σε αυτά τα έκτακτα μέτρα «πάτησε» και λειτούργησε ολόκληρο το νομικό οπλοστάσιο του αστικού κράτους, όλο το επόμενο διάστημα και μέσα στα χρόνια του ένοπλου ταξικού αγώνα.
Την ίδια περίοδο οργίαζε η πιο χυδαία αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Ο κατοχικός λόγος περί «ΕΑΜοβουλγάρων» βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη, ενώ δημοσιεύονταν κείμενα με χαρακτηριστικούς τίτλους: «Η ποταπή Βουλγαρία», «Η Ελλάς, οι κομμουνισταί και το άλμα προς την Μεσόγειον», «Οι Σλάβοι συνωμοτούν» κ.ά.
Η «Λευκή Τρομοκρατία»
Τα όργανα που ανέλαβαν να δράσουν εναντίον της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, είτε κρατικά είτε παρακρατικά, ήταν ήδη δοκιμασμένα και με «περγαμηνές» στην αντικομμουνιστική δράση από την περίοδο της Κατοχής. Τόσο μέσα στα αστικά κέντρα, αλλά και - σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό - στην ύπαιθρο, προέβησαν σε φοβερές αγριότητες: Εφοδοι σε γραφεία και τυπογραφεία Κομματικών και ΕΑΜικών Οργανώσεων, μπλόκα και συλλήψεις πολιτών, ενώ στην ύπαιθρο προστέθηκαν οι λεηλασίες και κλοπές περιουσιών, καψίματα σπιτιών, ξυλοδαρμοί, βασανισμοί, δολοφονίες αντιστασιακών, επίδειξη κομμένων κεφαλιών σε κεντρικές πλατείες και φανοστάτες (προς παραδειγματισμό), βιασμοί και διαπομπεύσεις γυναικών κ.λπ.
Σε όλες τις περιφέρειες της χώρας, ιδίως σε αυτές που η δύναμη του ΚΚΕ - ΕΑΜ ήταν μεγαλύτερη, δρούσαν συγκεκριμένες ομάδες παρακρατικών με συγκεκριμένη γεωγραφική οριοθέτηση και έναν ξακουστό συνεργάτη των κατακτητών για αρχηγό, το όνομα του οποίου έπαιρνε καθεμιά από αυτές τις ομάδες.
Η σχέση, μάλιστα, των ανά την επικράτεια παρακρατικών συμμοριών με το επίσημο κράτος και τους ίδιους τους Βρετανούς ήταν αξιοσημείωτη. Για την αστική κυρίως ιστοριογραφία αποτελεί ένα σημείο απόκρυψης ή αλλοίωσης του πραγματικού ρόλου της άρχουσας τάξης και των Βρετανών, κατά την περίοδο της «Λευκής Τρομοκρατίας», η στάση τους απέναντι σε αυτές τις ομάδες. Οχι μόνο δεν ήταν «άμοιροι ευθυνών» ή είχαν άγνοια της κατάστασης ή ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν να την ελέγξουν - όπως, κατά καιρούς ισχυρίζεται μέρος της ιστοριογραφίας - αλλά, αντιθέτως, έλεγχαν, εξόπλιζαν και καθοδηγούσαν το τρομοκρατικό αυτό όργιο.
Πολλά χαρακτηριστικά στοιχεία το αποδεικνύουν. Πρώτα απ' όλα, ήταν αυτοί οι καθ' ύλην αρμόδιοι για τη λεγόμενη ανασυγκρότηση των Σωμάτων Ασφαλείας, την εκκαθάριση και αναδιοργάνωσή τους. Η ανοχή των σωμάτων της Χωροφυλακής και της Εθνοφυλακής απέναντι στην τρομοκρατική δράση των συμμοριών, καθώς και οι κοινές επιχειρήσεις τους εναντίον των δυνάμεων της ΕΑΜικής Αντίστασης, δεν αποτελούσαν κάποιο συγκυριακό, τυχαίο γεγονός. Για παράδειγμα, η συγκρότηση της Εθνοφυλακής αποτέλεσε μία από τις κύριες προτεραιότητες των Βρετανών για την «ομαλοποίηση» της μεταδεκεμβριανής εσωτερικής κατάστασης της Ελλάδας. Η Εθνοφυλακή χρηματοδοτήθηκε, εξοπλίστηκε και εκπαιδεύτηκε από τους Βρετανούς, ενώ ο κύριος ρόλος της ήταν να ακολουθεί στην επαρχία το βρετανικό στρατό στις επιχειρήσεις του.
Ο χαρακτήρας που πήρε η δράση των κρατικών οργάνων (Εθνοφυλακής και Χωροφυλακής), όπως περιγράφηκε παραπάνω, καθιστά πολλές φορές αδύνατο το διαχωρισμό τους από τις λεγόμενες παρακρατικές συμμορίες. Σε πλήθος αναφορών σχετικά με περιστατικά τρομοκρατίας στην ύπαιθρο, βασικό στοιχείο ήταν η ταύτιση ή τουλάχιστον η μη διάκριση ανάμεσα σε κρατικά και παρακρατικά όργανα. Οσο περνούσαν οι μήνες, από τη μια γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη αυτή η αμοιβαία συνεργασία, ενώ από την άλλη αποκαλυπτόταν όλο και πιο ανοιχτά ο ρόλος των ελληνικών κυβερνήσεων και των Βρετανών.
Φωτογραφικά τεκμήρια της εποχής αποτυπώνουν την κοινή δράση εθνοφυλάκων και Βρετανών με παρακρατικές ομάδες, ενώ αναφορές Βρετανών αξιωματικών - συνδέσμων επιβεβαιώνουν την παρουσία τους ανάμεσα σε παρακρατικούς, καθώς και ότι είχαν γνώση της δράσης τους.
Αρχικά, όσον αφορά στον εξοπλισμό των παρακρατικών ομάδων, είναι χαρακτηριστικό το εξής γεγονός: Ηδη από τις πρώτες μέρες μετά τη Βάρκιζα, οι συμμορίες που εισέβαλαν στα χωριά της Θεσσαλίας κράδαιναν, κατά βάση, ιταλικές αραβίδες, δηλαδή τα όπλα που χρησιμοποιούσε ο ΕΛΑΣ μετά την ιταλική συνθηκολόγηση και τον αφοπλισμό της Μεραρχίας Πινερόλο (Σεπτέμβρης 1943).
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι μετά τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, κύριοι επιτηρητές του οποίου ήταν οι Βρετανοί, οι αποθήκες άνοιξαν και τα παραδομένα όπλα του ΕΛΑΣ μοιράστηκαν στους υπερασπιστές του «εθνικού αγώνα».
Στη Μέση Ανατολή και την Αφρική συνεχιζόταν η κράτηση σε στρατόπεδα χιλιάδων ΕΑΜιτών, καθώς και οπλιτών και αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων της ΑΣΟ, όπως κατήγγειλε το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Οκτώβρης 1945), με ειδικό ψήφισμα που απαιτούσε την άμεση απελευθέρωση και τον επαναπατρισμό τους.
Στις 30 Ιούλη 1945, το ΕΑΜ ζήτησε από τον πρωθυπουργό Π. Βούλγαρη την άδεια για να πραγματοποιήσει συγκέντρωση στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Ο Βούλγαρης απέρριψε το αίτημα, με το αιτιολογικό ότι «δεν διηυκρινίσθη ακόμη η πολιτική κατάστασις».
Σε απόφασή του, το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ την 1η Αυγούστου 1945 τόνιζε:
«Η τρομοκρατία μέσα στην Αθήνα, στον Πειραιά και σ' όλη τη χώρα παρουσιάζει τις τελευταίες βδομάδες και ιδιαίτερα τις τελευταίες μέρες μια σοβαρή ένταση. Ξυλοδαρμοί, ομαδικές κακοποιήσεις, επιθέσεις ενάντια σε δημοκρατικούς πολιτευόμενους, φυλακισμένους, ΕΑΜικές οργανώσεις και εφημερίδες, συλλήψεις και φυλακίσεις, τραυματισμοί και δολοφονίες είναι σήμερα η πιο συνηθισμένη εικόνα στην Ελλάδα (...) συνοδεύεται και από ένα δυνάμωμα της επίθεσης που κάνουν οι εργοδότες και εργοστασιάρχες ενάντια στο βιοτικό επίπεδο του εργαζόμενου λαού».
Απέναντι στη «Λευκή Τρομοκρατία» το εργατικό - λαϊκό κίνημα και το ΚΚΕ άρχισαν να αντιδρούν οργανωμένα και μαζικά, ξεπερνώντας την κατάσταση χαλάρωσης και ορισμένης αποδιοργάνωσης στην οποία είχαν περιπέσει μετά το Δεκέμβρη και τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Στις 24 Αυγούστου 1945, ο Ν. Ζαχαριάδης μίλησε σε μεγάλη συγκέντρωση του ΕΑΜ, που πραγματοποιήθηκε στο γήπεδο του «Ηρακλή» Θεσσαλονίκης.
Κατήγγειλε το τρομοκρατικό όργιο και προειδοποίησε πως «η αυτοκυριαρχία έχει τα όριά της και αν το ανώτατο συμφέρον του λαού το επιβάλλει, το θριαμβευτικό τραγούδι του ΕΛΑΣ θα ξαναντηχήσει στα ακροβούνια και τις δασωμένες κοιλάδες».
Την 1η Σεπτέμβρη 1945, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και των άλλων κομμάτων του ΕΑΜ, ιδρύθηκε η Ενωση Δημοκρατικών Συλλόγων Αθήνας, με επίτιμο πρόεδρο τον στρατηγό Αλέξανδρο Οθωναίο, πρόεδρο τον αντιναύαρχο Ιωάννη Γιαννικώστα, αντιπρόεδρο τον ακαδημαϊκό και καθηγητή πανεπιστημίου Νικόλαο Βέη και γενικό γραμματέα τον δικηγόρο Διονύση Χριστάκο. Αργότερα, το πανελλαδικό συνέδριο των Δημοκρατικών Συλλόγων εξέλεξε πρόεδρο τον στρατηγό Οθωναίο και αντιπρόεδρο τον πρώην αρεοπαγίτη Δημήτριο Γονατά.
Σημειώνεται ότι συλλόγους για «την υπεράσπιση της δημοκρατίας» συγκρότησε τότε και ο Ν. Πλαστήρας, στον οποίο ο Αλ. Οθωναίος πρότεινε τη συγχώνευση αυτών των συλλόγων και των Δημοκρατικών. Ο Πλαστήρας απέρριψε την πρόταση.
Τεράστια επιτυχία αποτέλεσε η μεγαλειώδης συγκέντρωση στο Παναθηναϊκό Στάδιο για τα τετράχρονα του ΕΑΜ (27-9-1945), στην οποία μίλησε ο Ν. Ζαχαριάδης. Υπολογίζεται ότι από την Αθήνα και τον Πειραιά πήραν μέρος σε αυτή περίπου 200.000 άτομα.
Στο μεταξύ, συνεχίζονταν οι καταδίκες ΕΑΜιτών από τα δικαστήρια, ενώ προκλητικά αθωώνονταν οι δοσίλογοι και οι βασανιστές, όπως ο Μπουραντάς.
Στις 17 Οκτώβρη, χίτες δολοφόνησαν στην Πάτρα τον Νίκο Σπυρόπουλο, πιεστή της εφημερίδας «Ελεύθερη Αχαΐα». Στην κηδεία του η αστυνομία έκανε χρήση όπλων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν ο χαρτεργάτης Ι. Ελευθεριάδης και ο αστυφύλακας Παν. Μπελεζώνης, που είχε αρνηθεί να πυροβολήσει κατά του πλήθους.
Στις 10 Δεκέμβρη 1945, ο υπουργός Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος Ρέντης ανακοίνωσε ότι μέχρι τότε είχαν διωχτεί 80.000 ΕΑΜίτες (για υποτιθέμενα αδικήματα στην Κατοχή), ότι 40.000 από αυτούς ήταν φυλακισμένοι ως υπόδικοι ή κατάδικοι και ότι υπήρχαν ακόμα 48.000 αδιεκπεραίωτες δικογραφίες.
Ομως αυτά τα στοιχεία δεν απεικόνιζαν τη συνολική πραγματικότητα, αναφορικά με την αιματηρή τρομοκρατία που το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του είχαν εξαπολύσει κατά του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Εξαιτίας των μαζικών διωγμών και των δολοφονικών επιδρομών εναντίον των αμάχων, αυξανόταν η εσωτερική μετανάστευση προς την Αθήνα με αλματώδεις ρυθμούς. Σύμφωνα με αναφορά του νομάρχη Αττικής προς τον υπουργό Εσωτερικών, το 1/5 του πληθυσμού της Ελλάδας είχε συγκεντρωθεί στην Αθήνα.
Στις 13 Γενάρη 1946, πραγματοποιήθηκε επίθεση της Χωροφυλακής στο Βόλο εναντίον διαδηλωτών του ΕΑΜ, κατά την κάθοδό τους προς το κέντρο της πόλης, μετά το τέλος μεγάλης συγκέντρωσης στο γήπεδο της Νίκης Βόλου, στη Νέα Ιωνία, με ομιλητή τον Νίκο Ζαχαριάδη. Η επίθεση της Χωροφυλακής, η οποία έγινε - σύμφωνα με τις καταγγελίες του ΚΚΕ - κάτω από το βλέμμα των βρετανικών δυνάμεων που δεν επενέβησαν, είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία τεσσάρων και τον τραυματισμό άλλων δεκαοκτώ διαδηλωτών.
Η ιδεολογία της «εθνικοφροσύνης» θα αποτελέσει την πολιτική - ιδεολογική ομπρέλα, κάτω από την οποία θα σταθούν όλες οι μερίδες (αστικά, λεγόμενα κεντρώα και δεξιά, κόμματα, οικονομικοί παράγοντες, στρατιωτικοί φορείς) της αστικής τάξης. Οι όποιες διαφωνίες συνέχιζαν να εκδηλώνονται, ήταν ελάσσονος σημασίας και επιβεβαίωναν τον αληθινό κοινό στόχο, του χτυπήματος του λαϊκού οργανωμένου κινήματος και του Κομμουνιστικού Κόμματος.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ:
1. Περιλαμβάνονταν: Ο Αναγκαστικός Νόμος 462/10-7-45 «περί απαγόρευσης δημοσίευσης κρίσεων για την αναδιοργάνωση του στρατού», ο οποίος καταδίκαζε όποιον απαιτούσε την εφαρμογή του αντίστοιχου όρου της Συμφωνίας της Βάρκιζας αλλά και εξέφερε κρίση για τη δράση των ξένων αποστολών στην Ελλάδα. Ο Αναγκαστικός Νόμος 942/15-2-46 «περί λήψεως μέτρων προς κατευνασμό των πολιτικών παθών», που απαγόρευε ουσιαστικά την έκφραση ή εκδήλωση πολιτικών προτιμήσεων. Ο Αναγκαστικός Νόμος 890/5-2-46 που καθόριζε ποινές για «την εφαρμογή ιδεών που σκοπό έχουν την απόσπαση ή αυτονόμηση τμήματος της επικράτειας ή προσηλύτιζε υπέρ αυτών». Ακόμα: Το Θ' Ψήφισμα «περί εξυγιάνσεως των δημοσίων υπηρεσιών», με το οποίο γενικεύτηκε το καθεστώς των δηλώσεων νομιμοφροσύνης («Εφημερίς της Κυβερνήσεως», 28-8-1946 (ΦΕΚ 251Α)). Το ΛΑ' Ψήφισμα, για την απαγόρευση του κομμουνιστικού Τύπου. («Εφημερίς της Κυβερνήσεως», 17-10-1947 (ΦΕΚ 221Α)). Το ΛΖ' Ψήφισμα που προέβλεπε τη στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας («Εφημερίς της Κυβερνήσεως», 7-12-1947 (ΦΕΚ 262Α)).
Ριζοσπάστης Σάββατο 23 Ιούνη 2018 - Κυριακή 24 Ιούνη 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου