Τον Μάη έκλεισε μισός αιώνας από τον άλλο Μάη του ’68, που κάθε προοδευτικός αστός ή
μικροαστός επικαλείται σαν άλλοθι της
επαναστατικότητας του που
τελικά προδόθηκε –και προτιμάται
η παθητική σύνταξη για να είναι ζητούμενο το υποκείμενο της προδοσίας, αναλόγως
εποχής και συμφερόντων. Κι οι
διαφορετικές έννοιες που αποδίδονται στην επαναστατικότητα συνοψίζονται στη περίφημη
φωτογραφία του κοριτσιού που ανεβασμένο στους ώμους ενός νεαρού ανεμίζει τη
σημαία των Βιετγκόγκ. Κι αν η φωτογραφία αυτή έφτασε να γίνει αντιπροσωπευτική εκείνου του Μάη είναι και για το σύνολο των συμβολικών δυνατοτήτων που
μπορεί να της αποδοθούν, ξεκινώντας από την ταυτότητα της εικονιζόμενης
κοπέλας, (μοντέλο, αγγλίδα αριστοκράτισσα, εγγονή διπλωμάτη που την αποκλήρωσε,
η ίδια διεκδίκησε τα δικαιώματα της φωτογραφίας), που αποκρυσταλλώνει
αμφισημίες και παράδοξα εκείνης της εξέγερσης.
Σ’
εκείνον το Μάη πρωτεργάτες αναδεικνύονται
τα φοιτητικά στρώματα των μεσαίων τάξεων, που ένιωθαν πως απειλούνται τόσο από
τον οδοστρωτήρα του κεφαλαίου όσο και από την πτώση στην προλεταριακή κόλαση, τα
οποία μένουν χωρισμένα σε μεγάλο βαθμό από την εργατική τάξη, αμφισβητώντας το
σύστημα που αθετεί τις υποσχέσεις του για ευημερία. Η κληρονομιά εκείνης της
εξέγερσης σε ό,τι ονομάζουμε κίνημα, που
κομματιάζει κάθε πολιτική ταυτότητα
συνεχώς μεταμορφώνοντάς τες, ήταν
βαριά. Η ανατροπή παλιών ιδεολογικών και
οργανωτικών προτύπων, η διεκδίκηση
αυτονομίας από κάθε κίνημα αλλά και άτομο,
η άρνηση της εκπροσώπησης, η αμεσότητα, η ποικιλία των επαναστατικών
υποκειμένων είναι οι μύθοι που μισό αιώνα τώρα
συσκοτίζουν την πραγματικότητα κάνοντας πιο κοπιαστική την ανάγνωση της
κι επομένως την ερμηνεία της.
Κομμάτια
αυτής της κληρονομιάς, βαρύτητα στην προσωπική εμπειρία και το αυθόρμητο, καταξίωση
ατομικισμού κρυμμένου πίσω από αποκαλούμενες
επαναστατικές μορφές, αναζήτηση νέων
γρήγορων λύσεων, η χωρίς κριτική εξύμνηση κάθε πράγματος που μοιάζει να έχει
σχέση με αμφισβήτηση του συστήματος, ανιχνεύονται στην όψιμη κινητικότητα που
παρουσιάζεται, μετά από μια δεκαπενταετία, σχετικά με τον Δ. Κουφοντίνα,
ηγετικό στέλεχος της Ε.Ο 17 Νοέμβρη.
Στα οκτώ
χρόνια κρίσης, που μονιμοποιήθηκε, έχοντας ακυρωθεί εκ των πραγμάτων κάθε
εναλλακτική λύση με υποσχόμενη επιδιόρθωση του συστήματος, επιμένουμε στην
αποσπασματική αντιμετώπιση της καπιταλιστικής επίθεσης μετατρέποντάς την σε ένα
απλό σύνολο επιμέρους ζητημάτων ασύνδετων μεταξύ τους, μένοντας, μια μεγάλη
πλειοψηφία, θεατές δράσεων εδώ και τώρα
που αναδεικνύουν το υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς στρατηγικό όραμα. Και
κάπου εδώ θα μπορούσαν να τέμνονται οι
δράσεις της οργάνωσης Ρουβίκωνα μ’ εκείνες της 17 Νοέμβρη, αν δεν υπήρχαν οι
νεκροί από το 45αρι της τελευταίας.
Κι αν τα
τρικάκια του Ρουβίκωνα μοιάζουν με καρικατούρα αγωνιστικής δράσης κι ο
λόγος και συμπεριφορά των μελών της 17
Νοέμβρη στην προ δεκαπενταετίας δίκη τους
αφήνει έκθετη την οργάνωση ιδεολογικά και πολιτικά, ανεξάρτητα αν η δίκη εκείνη υπήρξε η λυδία λίθος για τη αποκάλυψη του ψεύδους περί
ανεξαρτησίας δημοσιογράφων, πολιτικών,
δικαστικών ακόμα και γιατρών
Ακόμα
όμως κι αν υποκρύπτει σκοπιμότητες η επανεμφάνιση στη δημοσιότητα της 17
Νοέμβρη, αυτό δεν αναιρεί πως, έστω και περιθωριακά, μια αντίστοιχη δράση της δεν
θα τύχαινε από μέρος του πληθυσμού ευνοϊκής αντιμετώπισης –όπως και τότε στα
χρόνια της δράσης της. Παρόλο βέβαια που σε μεγάλο βαθμό δεν μπόρεσαν τα
καταδικασμένα ως μέλη της να δικαιολογήσουν πολιτικά και ιδεολογικά ούτε και την επιλογή προσώπων που στοχοποιούνταν την
τελευταία τουλάχιστον δεκαπενταετία της δράσης
της. Είναι που ενδιαφέρει αυτός ο
χαρακτήρας της δράσης ο οποίος αφορά ειδικές τακτικές χωρίς ξεκάθαρη
στρατηγική, με στόχο την άμεση αποτελεσματικότητα σχετικά με ιδιαίτερα προβλήματα, χωρίς μαζική κινητοποίηση και
μακροχρόνια δράση και αδιαφορώντας για το πολιτικό άλμα από το ειδικό στο γενικό.
Αναζητώντας
λοιπόν, μισό αιώνα τώρα, το αντιτιθέμενο
επαναστατικό υποκείμενο στην πραγματική μορφή της αστικής κοινωνίας διευρύνθηκε
το πεδίο για απαξίωση της πρωτοπορίας
του κομμουνιστικού κόμματος. Μόνο που κάθε κίνημα –φεμινιστικό, οικολογικό
κλπ.- το οποίο φάνταζε για επαναστατικό υποκείμενο μετά από τις
αντιεξουσιαστικές του ανάπαυλες αποδεικνυόταν
ανίκανο ν’ αναπτύξει μια συνολική
πρακτική ανάλογη με τους στόχους που
διακήρυττε ο αυθορμητισμός του και να
μεταβληθεί σε οργάνωση μαζών. Μπορούσε να κατονομάζει τους σκοπούς
και το περιεχόμενο του αντικαπιταλιστικού αγώνα, αλλά δεν μπορούσε ούτε
και επιδίωκε να τα περάσει σε οργανωτικό επίπεδο, συνδέοντας τα με ένα
στρατηγικό όραμα. Γιατί ακριβώς είναι το κομμουνιστικό κόμμα, το απαξιωμένο βέβαια
και απορριπτέο, που αναπτύσσει την
ενοποιητική στρατηγική της εργατικής
τάξης.
Γι’ αυτό
και όσο η κρίση γίνεται διαρκείας τόσο πιο επιτακτικό γίνεται να ξεκαθαριστούν
πολλές από τις θέσεις, κληρονομιά της
ιδιόμορφης κατάστασης της δεκαετίας του
’60, που αποδεικνύονται ανίκανες να
αντιμετωπίσουν την καπιταλιστική επίθεση. Έχει γίνει πια σαφές ότι η αστική δημοκρατία δεν είναι βασισμένη ούτε πάνω στο έμβλημα ελευθερία -ισότητα -αδελφότητα
ούτε πάνω στη διακήρυξη των δικαιωμάτων
του ανθρώπου ούτε καν πάνω στο χάρτη του
ΟΗΕ, αλλά πάνω στις ίδιες παλιές αποικιοκρατικές και ιμπεριαλιστικές αρχές
εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης ακόμα και στις μητροπόλεις του καπιταλισμού.
Γι’ αυτό και η κυρίαρχη εξουσία και οι παρατρεχάμενοί της είναι έτοιμοι να
νεκραναστήσουν ζωντανούς νεκρούς, πεθαμένα κινήματα, ξεχασμένους μύθους,
σκιρτήματα της μιας ή άλλης ομάδας που ήταν περισσότερο ή λιγότερο συνδεδεμένη με την παράδοση εναλλακτικού ή επαναστατικού
κινήματος, χρησιμοποιώντας την αυθόρμητη πλευρά τους που δεν καταφέρνει να βρει
άκρη στη σημερινή πραγματικότητα κι είναι εύκολη η εκμετάλλευσή τους για να
γίνουν ακίνδυνα.
Κι εν τω
μεταξύ η εργατική τάξη που τη θεωρούν ξεγραμμένη όλο και περισσότερο δείχνει το
δυναμισμό της. Οι εργαζόμενοι στο λιμάνι του Πειραιά στις προβλήτες II και
III ταρακούνησαν με την
απεργία και την έστω και μικρή νίκη τους εργοδότες και κυβέρνηση δείχνοντας πως
ποτέ δεν σταματούν οι ταξικοί αγώνες. Γιατί το αποφασιστικό παιχνίδι θα παιχτεί
με την εργατική τάξη που χρειάζεται τη
συμβολή του ταξικού κόμματος, του κομμουνιστικού.
Δεν αρκεί λοιπόν να τοποθετηθεί
κανείς θεωρητικά με το μέρος της εργατικής τάξης θα πρέπει να μπει και στην
πρακτική μαζί της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου