KCK: «Αυτός ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί χωρίς διακοπή μέχρι να βρεθούν και να δικαστούν οι εγκληματίες»
Δέκα χρόνια από τη βραδιά της σφαγής στο Ρομπόσκι συμπληρώνονται σήμερα. Ηταν τότε που ένα τουρκικό μαχητικό αεροσκάφος βομβάρδισε μια περιοχή κοντά στο χωριό Ρομπόσκι, σκοτώνοντας 34 πολίτες, από τους οποίους οι 18 ήταν ανήλικοι.
«Στην Τουρκία, υπάρχει μια παράδοση που επιτρέπει στο κράτος να σκοτώνει χωρίς τιμωρία», δήλωσε ο Τάνζου Γκιουντουζάιπ (Tanju Gündüzalp), εκπρόσωπος της πρωτοβουλίας «Δικαιοσύνη για Ρομπόσκι», και πρόσθεσε: «Χωρίς δικαιοσύνη για το Ρομπόσκι σημαίνει ανυπαρξία δικαιοσύνης για την Τουρκία».
Το απόγευμα της 28 Δεκέμβρη 2011, μια ομάδα 38 χωρικών με 50 μουλάρια φορτωμένα με τρόφιμα και καύσιμα, μπήκαν στο δρόμο της επιστροφής για το Ρομπόσκι, από τα παραμεθόρια χωριά του Ιράκ, στα τουρκοϊρακινά σύνορα, στην επαρχία Σιρνάκ. Εκείνη η Τετάρτη ξεκίνησε σαν άλλη μια συνηθισμένη μέρα.
Στα πλαίσια των συμφωνιών για ανταλλαγή πληροφοριών με την Τουρκία (από τον Νοέμβρη του 2007), ένα αμερικάνικο μη επανδρωμένο αεροσκάφος, ένα Predator drone, ανιχνεύει και παρακολουθεί την κίνηση της ομάδας των χωρικών, για πέντε ώρες. Οι Αμερικάνοι ενημερώνουν την τουρκική στρατιωτική διοίκηση της περιοχής, σημειώνοντας ότι πρόκειται, πιθανά, για διέλευση ύποπτης ομάδας Κούρδων ένοπλων μαχητών του PKK.
Χωρίς να διασταυρώσουν την πληροφορία, όπως όφειλαν, και παρά το γεγονός ότι οι διαδρομές των χωρικών ανάμεσα στα τουρκικά και ιρακινά χωριά ήταν γνωστές στις αρχές, τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη F-16 σηκώθηκαν στον αέρα.
Μόλις πέρασαν τα σύνορα, στην πέτρα με το νούμερο 15, τα τουρκικά μαχητικά εξαπέλυσαν πυραύλους αποδεκατίζοντας τους «ύποπτους μαχητές», την μικρή ομάδα των άοπλων Κούρδων χωρικών. Ο βομβαρδισμός διήρκεσε 45 λεπτά, μεταξύ 9:39 και 10:24 μ.μ.
Επεσαν νεκροί 34 από τους 38. Οι 19 από αυτούς παιδιά κάτω από 18 χρόνων με τον μικρότερο, μόλις στα 12, κι από τους υπόλοιπους 15, από 19 έως 38 ετών ο μεγαλύτερος.
Το ξημέρωμα οι κάτοικοι των γύρω χωριών μαζεύτηκαν στη δύσβατη περιοχή να μαζέψουν τους νεκρούς τους. Το γειτονικό στρατόπεδο δεν έδωσε άδεια σε στρατιώτες και στους υγειονομικούς της μονάδας να ψάξουν για επιζώντες και να βοηθήσουν στη μεταφορά των πτωμάτων.
«Μαζέψαμε όσα κομμάτια από τα τεμαχισμένα σώματά τους μπορέσαμε να βρούμε και με γαϊδούρια που επέζησαν από τον βομβαρδισμό τα μεταφέραμε στο χωριό μας», διηγήθηκε ένας από τους συγχωριανούς τους.
Για το σημαντικό αυτό γεγονός τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της Τουρκίας άργησαν πολύ να ασχοληθούν, πάνω από 12 ώρες, και όταν το έκαναν αναφέρθηκαν σε «περιστατικό κοντά στα ιρακινά σύνορα». Αργότερα άρχισαν να «αναρωτιούνται» «αν τα θύματα ήταν λαθρέμποροι ή τρομοκράτες» ή «αν το περιστατικό ήταν ένα ατύχημα, μια αμέλεια ή μια παγίδα»…
Το τουρκικό κράτος δυο μέρες μετά, γιόρταζε την Πρωτοχρονιά με λαμπρές γιορτές και πανηγύρια, λες και η σφαγή στο Ρομπόσκι δεν έγινε ποτέ, ή ήταν ένα τίποτα.
Το 1993, το τουρκικό κράτος, και με τη χρήση στρατιωτικής βίας, εκκένωσε τα κουρδικά χωριά και τα μετέτρεψαν σε ναρκοπέδια, ξεριζώνοντας τους κατοίκους και μεταφέροντάς τους σε νέα, στην Επαρχία Σιρνάκ, κοντά στα σύνορα με το Ιρακ. Ανάμεσά τους το Ρομπόσκι (η τουρκική ονομασία του είναι Ορτάσου), και το Μπεζού (Γκιούλγιαζί) στην περιοχή Γκιλεμπάν (Ουλούντερέ).
Σε μια περιοχή έντονα στρατιωτικοποιημένη, σε ένα περιβάλλον με μεγάλες εκτάσεις ναρκοθετημένες, που έχουν στοιχίσει στο παρελθόν τουλάχιστον 5 ανθρώπινες ζωές, 20 ακρωτηριασμένους και μεγάλο αριθμό ζώων από τις εκρήξεις ναρκών, η μοναδική δυνατότητα για να επιζήσουν οι άνθρωποι είναι το διασυνοριακό εμπόριο, οι ανταλλαγές προϊόντων με τα γύρω χωριά που τυχαίνει να βρίσκονται στην «άλλη πλευρά» των συνόρων, στο Νότιο Κουρδιστάν (Ιρακινό Κουρδιστάν).
«Είμαι υποχρεωμένος να κάνω αυτή τη δουλειά», είπε ένας 27χρονος κάτοικος της περιοχής. «Σε μια οικογένεια 13 μελών μόνο εγώ εργάζομαι. Μας πήραν τα χωράφια μας, έκαψαν τις καρυδιές μας και έκαναν την περιοχή ναρκοπέδιο. Μόνο αυτή τη δουλειά μας άφησαν. Όταν θέλησαν να αυξήσουν το αριθμό των πολιτοφυλάκων, μας απείλησαν, και με τις νάρκες που τοποθέτησαν σκότωσαν και σακάτεψαν συγγενείς μας. Με τον εκφοβισμό έκαναν κάποιους πολιτοφύλακες. Αυτοί που δεν υπέκυψαν στον φόβο και με γνώση του κινδύνου συνεχίζουν να πηγαίνουν για χάρη των 100 λιρών εβδομαδιαίως. Ένα μουλάρι έχω, αν λείψει κι αυτό θα πεινάσουμε».
Αλλωστε αυτό το εμπόριο είναι υπόθεση αιώνων. Οι παππούδες τους και οι πατεράδες τους ακολουθούσαν αυτές τις διαδρομές, χρησιμοποιώντας πάντα τους ίδιους δρόμους, χωρίς να έχουν αντιμετωπίσει ποτέ σοβαρά προβλήματα από τις αρχές και των δύο χωρών. Εχουν συγγενείς που ζουν στις περιοχές μετά τα σύνορα. Γι αυτούς τους ανθρώπους φυσικό σύνορο, φράχτης ή συρματοπλέγματα δεν υπάρχουν, μονάχα μια πέτρα στημένη στη μέση του παμπάλαιου μονοπατιού με σκαλισμένο πάνω της το νούμερο «15».
Στα χρόνια που ακολούθησαν
Λίγους μήνες μετά και ενώ οι έρευνες βρίσκονταν σε εξέλιξη, ο Ρετζέπ Νταγίπ Ερντογάν δηλώνει ότι πρόκειται για ένα «θλιβερό και λυπηρό λάθος». Λίγες μέρες νωρίτερα, μάλιστα, βράβευσε, για την συνολική του προσφορά, τον Διοικητή των Τουρκικών Αεροπορικών Δυνάμεων, ο οποίος ήταν υπεύθυνος των βομβαρδισμών.
Τον Μάρτη του 2013 η Επιτροπή που είχε αναλάβει να εξετάσει τη Σφαγή του Ρομπόσκι και τις τυχόν ευθύνες, παραδίνει στη Κοινή Γνώμη την αναφορά της. «Ηταν ένα ατύχημα». «Δεν υπήρξε πρόθεση στο περιστατικό». «Η ΜΙΤ (Milli İstihbarat Teskilati – Εθνική Οργάνωση Πληροφοριών Τουρκίας) και το Γενικό Επιτελείο είχαν δώσει λαθεμένες πληροφορίες για επικείμενη δράση των ανταρτών του ΡΚΚ στην περιοχή».
Διεξήχθη έρευνα για τη σφαγή. Ο Γενικός Εισαγγελέας του Ντιγιαρμπακίρ (Αμιδα) απεφάνθη ότι δεν έχει δικαιοδοσία για την υπόθεση και έστειλε το φάκελο στη στρατιωτική εισαγγελία του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Στις 7 Γενάρη 2014, η Στρατιωτική Εισαγγελία εξέδωσε απόφαση «μη δίωξης».
Οι οικογένειες των θυμάτων άσκησαν έφεση κατά της απόφασης αυτής, ο φάκελος υποβλήθηκε στο Συνταγματικό Δικαστήριο στις 18 Ιούλη 2014. Το Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «λείπουν έγγραφα» και ζήτησε από τις οικογένειες να συμπληρωθούν. Στις 24 Φλεβάρη 2015 το Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή των οικογενειών με το σκεπτικό ότι «τα ελλείποντα στοιχεία δεν προσκομίστηκαν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος».
Στη συνέχεια ο φάκελος των 281 ατόμων που ήταν συγγενείς των 34 νεκρών, απεστάλη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο απέρριψε την αίτηση, μετά από δυο χρόνια, στις 17 Μάη 2018, λέγοντας ότι δεν εξαντλήθηκαν όλες οι νομικές δυνατότητες εντός της Τουρκίας.
Κανείς δεν ανακρίθηκε, κανείς δεν οδηγήθηκε στο Δικαστήριο και κανείς δεν τιμωρήθηκε για τον βομβαρδισμό των αμάχων και την Σφαγή του Ρομπόσκι.
Κανείς, εκτός από τον δημοσιογράφο της εφημερίδας Ταράφ, τον αρθρογράφο Αχμέτ Αλτάν, ο οποίος, για το άρθρο του με τίτλο «Κρατική Συνενοχή και Ηθική», τον Γενάρη του 2012, αναφέρθηκε στη Σφαγή του Ουλούντερε (Ρομπόσκι) και έγραψε ότι «οι υπεύθυνοι πρέπει να βρεθούν, να δικαστούν και να τιμωρηθούν». Ο Αλτάν για αυτό το άρθρο του κατηγορήθηκε για προσβολή του τότε πρωθυπουργού, Ταγίπ Ερντογάν, και καταδικάστηκε σε ποινή 11 μηνών και 20 ημερών.
Από την άλλη μεριά η κυβέρνηση του ΑΚΡ, προσπάθησε, στην αρχή, ανεπιτυχώς, να εξαγοράσει τις οικογένειες των θυμάτων. Οι οικογένειες ήθελαν δικαιοσύνη. Το τουρκικό κράτος άρχισε να παρενοχλεί τους συγγενείς.
Όλα σχεδόν τα μέλη των οικογενειών που είχαν θύματα, κάποια στιγμή συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό κράτηση. Μερικοί καταδικάστηκαν και φυλακίστηκαν. Ανάμεσά τους ο Ferhat Encü, βουλευτής του HDP της εκλογικής περιφέρειας του Σιρνάκ. Ο Encü συνελήφθη για πρώτη φορά σε αστυνομική επιχείρηση στις 4 Νοέμβρη 2016 μαζί με άλλους οκτώ βουλευτές, συμπεριλαμβανομένων των τότε συμπροέδρων του κόμματος, Selahattin Demirtaş και Figen Yüksekdağ. Απελευθερώθηκε από τη φυλακή Kandıra τον Φλεβάρη του 2017, αλλά συνελήφθη ξανά τον ίδιο μήνα, ξαναφυλακίστηκε και παρέμεινε στις φυλακές μέχρι τον Ιούνη του 2019..
Το μνημείο της σφαγής στο Ρομπόσκι
Σε μια κεντρική πλατεία του δήμου Καγιάπινάρ, της πόλης του Ντιγιάρμπακιρ, που οι Κούρδοι ονομάζουν Αμιδα, ο Δήμος της πόλης, τον Δεκέμβρη του 2013, έστησε ένα επιβλητικό μνημείο, του γλύπτη Σουάτ Γιακούτ (Suat Yakut), στη μνήμη των 34 νεκρών της σφαγής του Ρομπόσκι.
Οκτώ πύραυλοι καρφωμένοι γύρω από μια τραγική φιγούρα της Κούρδισας μάνας, ίσως αδελφής, ίσως συζύγου ή κόρης. Στη βάση του μνημείου αναγράφονταν τα 34 ονόματα των νεκρών της επίθεσης.
Τρία χρόνια αργότερα, την Κυριακή 8 Γενάρη 2017, οι βάρβαροι του τουρκικού κράτους, μια μεγάλη δύναμη της τουρκικής αστυνομίας με φορτηγά και τεθωρακισμένα οχήματα εισέβαλαν στο πάρκο Ροζάβα, στην Αμιδα (Ντιγιάρμπακιρ) και κατεδάφισαν το επιβλητικό μνημείο.
Μετά την καθαίρεση και φυλάκιση των Κούρδων εκλεγμένων δημάρχων, οι διορισμένοι αξιωματούχοι στο δήμο του Καγιάπινάρ, στη περιοχή όπου ήταν το μνημείο επικαλέστηκαν άγνοια και δήλωσαν ότι δεν είχαν καμία πληροφόρηση για το θέμα.
Η Εντσού, εκ μέρους των μητέρων των σφαγιασθέντων του Ρομπόσκι, δήλωσε ότι τέτοια βάρβαρα φαινόμενα μισαλλοδοξίας, μαζί με εγκλήματα και σφαγές, συμβαίνουν κάθε μέρα στη πολιτεία.
«Κάνουν ό,τι μπορούν για να ξεχαστεί το περιστατικό. Προσπάθησαν να εμποδίσουν την κατασκευή του μνημείου. Νομίζουν ότι αν γκρεμίσουν το μνημείο θα ξεχάσουμε! Κάνουν λάθος.
Θα συνεχίσουμε τον αγώνα μας μέχρι το τέλος. Γκρεμίσανε το μνημείο. Αυτό μεγάλωσε τον πόνο μας. Οι δολοφόνοι του Ρομπόσκι επέστρεψαν για να σκουπίσουν το αίμα από τα χέρια τους πάνω στο μνημείο με τα ονόματα των 34 θυμάτων τους».
Στις δημοτικές εκλογές της 31 Μάρτη 2019 εκλέχτηκε δήμαρχος του Ντιγιαρμπακίρ ο υποψήφιος του HDP, Adnan Selçuk Mızraklı, με 62,93%. Στις 19 Αυγούστου καθαιρέθηκε και βρέθηκε στις φυλακές κατηγορούμενος για «υποστήριξη της τρομοκρατίας».
Στις 28 του κάθε μήνα, η πρωτοβουλία «Δικαιοσύνη για το Ρομπόσκι» οργανώνει συγκέντρωση στην οδό Γιουτσέλ (Yüksel Caddesi ) στην Άγκυρα με αίτημα την τιμωρία των υπευθύνων για τη σφαγή.
Από το ξέσπασμα της πανδημίας του Covid-19 και λόγω των προληπτικών μέτρων, η συγκέντρωση της πρωτοβουλίας γίνεται στις εγκαταστάσεις της Ενωσης Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (IHD), στην Αγκυρα. Ο Τάνζου Γκιουντουζάιπ (Tanju Gündüzalp), εκπρόσωπος της πρωτοβουλίας «Δικαιοσύνη για Ρομπόσκι», στη συγκέντρωση της 28 του Νοέμβρη 2020, δήλωσε ότι «θα συνεχίσουν να απαιτούν να τερματιστεί η ατιμωρησία των υπευθύνων» και διαβεβαίωσε ότι ο αγώνας για να απονεμηθεί δικαιοσύνη για τη σφαγή στο Ρομπόσκι θα συνεχιστεί.
KCK: Ο αγώνας για το Roboski πρέπει να συνεχιστεί
Η Συμπροεδρία του Εκτελεστικού Συμβουλίου της KCK (Ένωση Κοινοτήτων του Κουρδιστάν — Koma Civakên Kurdistanê) τιμώντας τη μνήμη των 34 αμάχων από το Ρομπόσκι δήλωσε: «Αυτός ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί χωρίς διακοπή μέχρι να βρεθούν και να δικαστούν οι εγκληματίες».
Στη δήλωση της Συμπροεδρίας του Εκτελεστικού Συμβουλίου της KCK αναφέρεται:
«Πριν από 10 χρόνια, τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη βομβάρδισαν και σκότωσαν 34 νέους και παιδιά από το Roboskil. Θυμόμαστε με θλίψη αυτούς τους πεσόντες γιους του κουρδικού λαού και επαναλαμβάνουμε την υπόσχεσή μας να δημιουργήσουμε ένα Ελεύθερο Κουρδιστάν, όπου βουνά, πεδιάδες, χωριά και οι πόλεις δεν θα βομβαρδίζονται, ως απαίτηση αφοσίωσης στη μνήμη τους».
Το γεγονός ότι οι υπεύθυνοι για αυτή τη σφαγή δεν βρέθηκαν και δεν τιμωρήθηκαν 10 χρόνια μετά τη σφαγή είναι ξεκάθαρη απόδειξη του τρόπου που προσεγγίζουν τον κουρδικό λαό. Ένας Κούρδος μπορεί να σκοτωθεί, μπορεί να διαπραχθεί κάθε είδους βαρβαρότητα εναντίον ενός Κούρδου, μια Κούρδισα μπορεί να βιαστεί, ένας Κούρδος μπορεί να υποβληθεί σε κάθε είδους απάνθρωπη μεταχείριση! Αυτή είναι η αντιμετώπιση από το τουρκικό κράτος. Οι πολιτικές ατιμωρησίας εφαρμόζονται σε όσους διαπράττουν εγκλήματα κατά των Κούρδων. και σχετίζονται με την πολιτική της γενοκτονίας που εφαρμόζεται κατά του κουρδικού λαού. Ετσι επιδιώκουν να εκφοβίσουν τους Κούρδους και να παραιτηθούν από τον αγώνα για την ελευθερία. Είπαν ότι αυτές οι πολιτικές θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται στον κουρδικό λαό όσο δεν υποκύπτουν στον εκτουρκισμό».
Τα πολεμικά αεροσκάφη που βομβάρδισαν τους κατοίκους του Ρομπόσκι πήραν από κάπου οδηγίες. Οι μεγαλύτεροι ένοχοι είναι αυτοί που έδωσαν αυτή την εντολή. Αυτή την εντολή την έδωσε ο τότε πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν. Είπαν στον Ερντογάν ‘‘εκεί είναι ένα κομβόι διασυνοριακών εμπόρων με έναν τρομοκράτη μέσα’’ Ο Ταγίπ Ερντογάν ρωτήθηκε αν έπρεπε να χτυπήσουν το κομβόι και εκείνος είπε ‘‘χτυπήστε το’’. Για το λόγο αυτό, οι εγκληματίες της σφαγής Ρομπόσκι δεν αναζητούνται και δεν διώκονται. Οι νέοι και τα παιδιά θεωρούνται ως θύματα πολέμου. Θέλουν οι άνθρωποι να το ξεχάσουν. Έτσι, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν περιπλανιέται ελεύθερα με το αίμα στα χέρια του. Αναμφίβολα, ο Ερντογάν είναι υπεύθυνος για τη δολοφονία χιλιάδων ανθρώπων. Διέταξε την κατεδάφιση και την επίθεση στις κουρδικές πόλεις.
Το τουρκικό κράτος είναι τόσο αντικουρδικό που αντί να συλλάβουν τους δράστες της σφαγής στο Ρομπόσκι, συνέλαβαν αυτούς που διαμαρτύρονταν για τη σφαγή. Έτσι αντιμετωπίζονταν πάντα στην ιστορία του τουρκικού κράτους οι δράστες των κουρδικών σφαγών. Ενώ αυτοί που διέπραξαν τη γενοκτονία και τις σφαγές του Ντερσίμ και του Ζιλάν δεν τιμωρούνται, αυτοί που τις διέταξαν δεν καταδικάζονται. Αυτοί όμως που κατήγγειλαν αυτή τη γενοκτονία και τη σφαγή χαρακτηρίστηκαν ως αυτονομιστές, δικάστηκαν και ρίχτηκαν στις φυλακές.
Όπως οι σφαγές του Ντερσίμ και του Ζιλάν, το Ρομπόσκι είναι μια σφαγή που αποκαλύπτει την πραγματικότητα του τουρκικού κράτους. Οι εικόνες των νεκρών που μεταφέρθηκαν στο χωριό στις πλάτες των μουλαριών, δεν θα ξεχαστούν ποτέ. Αυτή η σφαγή δεν θα ξεχαστεί. Ανεξάρτητα από την εξουσία τους, οι υπεύθυνοι αυτής της σφαγής σίγουρα θα τιμωρηθούν. Ο κουρδικός λαός και όλες οι δυνάμεις της δημοκρατίας πρέπει να σταθούν δίπλα στην έντιμη αντίσταση του λαού των Ρομπόσκι, να στηρίξουν και να ενισχύσουν τον αγώνα τους και να οδηγήσουν τους δολοφόνους στα λαϊκά δικαστήρια.
Οι μητέρες των μαρτύρων του Ρομπόσκι δίνουν υποδειγματικό αγώνα εδώ και 10 χρόνια. Όλος ο λαός μας και οι δυνάμεις της δημοκρατίας πρέπει να στηρίξουν τον αγώνα των μητέρων των μαρτύρων. Η υπόθεση τους είναι η υπόθεση ολόκληρου του κουρδικού λαού και των δυνάμεων της δημοκρατίας. Ούτε το Κουρδιστάν μπορεί να απελευθερωθεί ούτε η Τουρκία μπορεί να εκδημοκρατιστεί χωρίς να τιμωρηθούν οι δολοφόνοι και οι δράστες της σφαγής στο Ρομπόσκι.
Η δίκη όλων των δολοφόνων, ιδιαίτερα του Ρομπόσκι, είναι το πιο θεμελιώδες μέρος του αγώνα για δημοκρατία και ελευθερία. Από αυτή την άποψη, τέτοιες σφαγές δεν πρέπει να μείνουν πίσω. Αυτός ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί αδιάκοπα μέχρι να βρεθούν και να διωχθούν οι εγκληματίες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου