Συνεχίζουμε
με το β' μέρος αποσπασμάτων από το κείμενο του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ με
τίτλο «Η πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ», που
δημοσιεύτηκε στο τεύχος 6 της ΚΟΜΕΠ το 2013
Ας
δούμε, λοιπόν, τα βαρίδια που παρέμειναν στο Κόμμα μετά από το 1968 και
το 1974, όταν το Κόμμα μας κατέκτησε με το σπαθί του τη νομιμότητα.
Βαρίδια που παραμένουν και αναπαράγονται στη συνείδηση, στη μνήμη, στις
επιλογές ακόμα και φίλων, οπαδών του Κόμματος, κομμουνιστών για πολλά
χρόνια, με απόψεις για ΚΚΕ «κόμμα κυβερνητικό» στις συνθήκες του
καπιταλισμού, για συνεργασία γύρω από ένα «μίνιμουμ πρόγραμμα», για
διαχωρισμό μεταξύ συνεργασιών τακτικής και συνεργασιών στρατηγικής, για
την «ενότητα της Αριστεράς», δηλαδή συνεργασία με τους οπορτουνιστές ή
και σοσιαλδημοκράτες. Ζητήματα, δηλαδή, που δεν τ' αντιμετωπίσαμε με
ολοκληρωμένη ιδεολογικοπολιτική δουλειά με άξονα το Πρόγραμμα του
Κόμματος και μετά από το 1991.
Η αντίληψη για την αναπτυξιακή
κατεύθυνση υποτιμούσε κάτι το αδιαμφισβήτητο από τη θεωρία μας και την
πείρα, ότι δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς ταξικό χαρακτήρα, θα είναι
καπιταλιστική ή σοσιαλιστική. Επομένως, η παραγωγική διαδικασία και η
παραγωγική ανασυγκρότηση, που υπάρχει στα κομματικά ντοκουμέντα, δεν
είναι ζήτημα αριθμητικών και στατιστικών δεικτών, εκφράζει παραγωγικές
σχέσεις και στην προκειμένη περίπτωση, αφού «πατάει» στο έδαφος των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, αφορά την καπιταλιστική ανάπτυξη και
μόνο. Το επίπεδο ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων είναι που
καθορίζει ότι στην Ελλάδα προ πολλού έχουν διαμορφωθεί οι αντικειμενικοί
υλικοί όροι για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και όχι οι ρυθμοί αύξησης
του ΑΕΠ κ.λπ.
Στο ίδιο Συνέδριο δεν αποκλείεται η πιθανότητα, πριν την έναρξη της επαναστατικής πορείας του πρώτου σταδίου, να υπάρξει ενδιάμεση φάση που εκτιμάται ως τακτικός στόχος, που δεν μπορεί να καθοριστεί από πριν: Αφορά τη συγκρότηση κυβέρνησης, η επιλογή της οποίας θα καθορίζεται από τα υπεύθυνα καθοδηγητικά όργανα ή άλλο συνέδριο του Κόμματος. Επεξηγούσε ότι η κατάργηση του τακτικού στόχου της «Νέας Δημοκρατίας», ως φάσης μέσα στην επαναστατική διαδικασία του πρώτου σταδίου που ανέφερε το 9ο Συνέδριο, γίνεται όχι γιατί δεν υπήρχε η λογική μιας τέτοιας φάσης, αλλά γιατί εξέλειπε η ανάγκη ανατροπής της Χούντας και γιατί ο όρος «Νέα Δημοκρατία» χρησιμοποιήθηκε από το κόμμα που ίδρυσε ο Κ. Καραμανλής.
Δεν προτεινόταν κάποια συγκεκριμένη μορφή συμπαράταξης των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών πολιτικών δυνάμεων, αλλά τονιζόταν ότι μπορούσε ν' αξιοποιηθεί η πείρα του Λαϊκού Μετώπου, του ΕΑΜ, της ΕΔΑ και μερικότερων συνεργασιών στην προδικτατορική περίοδο. Πρόκειται στην ουσία για σχήματα πολιτικής συνεργασίας που καταργούν την ιδεολογική και πολιτική αυτοτέλεια του Κόμματος, όπως άλλωστε συνέβη με την περίπτωση της ΕΔΑ και της ίδρυσης του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου». Είναι φανερό ότι δεν είχε εκτιμηθεί αντικειμενικά η πείρα της ΕΔΑ και πάνω και σ' αυτήν την αδυναμία έγινε παρέκκλιση με την ίδρυση του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου».
Προσδιορίζονταν ως πολιτικές δυνάμεις που μπορούσαν να ενταχτούν στο μέτωπο της «δημοκρατίας του λαού» το ΠΑΣΟΚ (που το χαρακτηρίζαμε μικροαστικό κόμμα),
λόγω των τότε αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών συνθημάτων του και
της δήλωσής του ότι διαφωνούσε με τη δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία,
επίσης το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, ενώ για τη συγκρότηση της
συμμαχίας γινόταν η εκτίμηση ότι θα έπαιζε ρόλο η ενότητα των αριστερών
δυνάμεων, δηλαδή του κόμματος και των οπορτουνιστών, με τον όρο της
κατάργησης του τίτλου τους ως «ΚΚΕ εσωτερικού». Πέραν των άλλων,
παραγνωριζόταν ότι ο οπορτουνιστικός χαρακτήρας αυτών των δυνάμεων που
αποσχίστηκαν από το Κόμμα δεν καθοριζόταν κυρίως από τον τίτλο, αλλά από
τη στάση τους απέναντι σε θεμελιακές κομμουνιστικές θέσεις και αρχές,
επομένως και απέναντι στο Κόμμα. Με αυτήν την έννοια, ήταν δύναμη
αντικομμουνιστική ύστερα από την απόσχιση, την οποία αξιοποίησαν οι
αστικές δυνάμεις για να πλήξουν το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα,
διαχωρίζοντάς το σε «ανανεωτικό» και «δογματικό». Μάλιστα, ο οργανωμένος
οπορτουνισμός ενισχύθηκε παραπέρα από την εργατική αριστοκρατία, τη
μικροαστική διανόηση, την κρατική υπαλληλία που αναπτύσσεται στις
συνθήκες του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού. Νέα ενίσχυση του
οργανωμένου οπορτουνισμού εκδηλώθηκε από το 2012 λόγω πλήγματος της
θέσης αυτών των στρωμάτων.
Παράλληλα με τη συμμαχία των αντιιμπεριαλιστικών και αντιμονοπωλιακών δυνάμεων επιδιωκόταν η συνεργασία και κατά συνέπεια η κυβέρνηση των δημοκρατικών δυνάμεων για την άμεση λύση δημοκρατικών προβλημάτων όπως: Η αντίθεση με το κράτος και παρακράτος της Δεξιάς, η φασιστική δράση, το αυταρχικό καθεστώς και μια σειρά άλλες πλευρές της ΝΔ. Προτεινόταν συνεργασία για την αφαίρεση της εξουσίας από τη Δεξιά στη βάση ενός προγράμματος που προωθούσε, στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατό, την εφαρμογή ανεξάρτητης εθνικής πολιτικής ειρήνης και συνεργασίας με κράτη και λαούς, τη διάλυση του παρακράτους και την αποφασιστική αντιμετώπιση της φασιστικής δράσης, τον εκδημοκρατισμό της δημόσιας ζωής, τον περιορισμό της ασυδοσίας των μονοπωλίων ντόπιων και ξένων και τη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων.
Είναι φανερό ότι δεν είναι δυνατόν αστικές δυνάμεις έστω να εγγυηθούν την πάλη με τον ξένο παράγοντα, την κατάργηση της ασυδοσίας των μονοπωλίων, άλλωστε πουθενά, σε καμία χώρα, δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Σημειωνόταν ταυτόχρονα ότι η δημοκρατική συνεργασία δεν έπρεπε να υποκαταστήσει το κύριο μέτωπο που ήταν η συμμαχία των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων. Η λογική ήταν να μην αναβάλλεται ό,τι μπορούσε ο λαός να κερδίσει στο πλαίσιο του αστικού καθεστώτος, δηλαδή κέρδη αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα, θέση που τελικά παραπέμπει στην άποψη ότι το εργατικό κίνημα και οι σύμμαχοί του οφείλουν ν' αναλάβουν κυβερνητική ευθύνη στο έδαφος του καπιταλισμού για την επίλυση προβλημάτων που η ίδια η αστική τάξη είχε κάποτε στις σημαίες της και τ' απέβαλε, αντιδραστικοποιήθηκε μόλις έγινε κυρίαρχη τάξη.
Το γεγονός ότι σε πολλές χώρες, αν όχι παντού ή σχεδόν παντού, έκανε συμβιβασμούς με την απερχόμενη κυρίαρχη τάξη του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής ή ενέταξε προγενέστερους θεσμούς όπως η βασιλεία στο αστικό πολιτικό σύστημα, εξηγείται και μόνο από ένα αντικειμενικό στοιχείο: Η αστική επανάσταση οδήγησε πάλι σ' εκμεταλλευτικό σύστημα (το τελευταίο), επομένως εξηγούνται τόσο οι συμβιβασμοί όσο και η διατήρηση σε αρκετά νέα καπιταλιστικά κράτη υπολειμμάτων προγενέστερων τρόπων παραγωγής, χωρίς βεβαίως αυτοί να παίζουν καθοριστικό ρόλο στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Αντίθετα με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής που ως νέος αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, ο σοσιαλισμός δεν αναπτύσσεται στους κόλπους της καπιταλιστικής οικονομίας. Η βάση του δημιουργείται για πρώτη φορά στις συνθήκες της επαναστατικής εργατικής, της σοσιαλιστικής εξουσίας. Το αστικό κράτος δεν μετασχηματίζεται σε σοσιαλιστικό, ανατρέπεται και τσακίζεται, στη θέση του διαμορφώνεται εξαρχής το εποικοδόμημα του σοσιαλισμού, τα όργανα της εργατικής εξουσίας με βάση την παραγωγική μονάδα, τον κλάδο, την επικράτεια, με άμεση και έμμεση αντιπροσωπευτική εκλογή από τα κάτω προς τα πάνω, όπως συγκεκριμένα περιλαμβάνει το Πρόγραμμα του Κόμματος που επεξεργάστηκε το 19ο Συνέδριο (Απρίλης 2013).
Στην Ελλάδα, για μια σειρά λόγους, που ξεφεύγουν από το θέμα του παρόντος κειμένου, καθυστέρησαν ορισμένοι αστικοί εκσυγχρονισμοί που προχώρησαν στην καπιταλιστική Ευρώπη, ιδιαίτερα στο δυτικό και βόρειο τμήμα της. Δεν αποτελεί όμως το γεγονός αυτό ζήτημα για πολιτική συνεργασία, για κυβερνητικό πρόγραμμα γύρω από αστικοδημοκρατικά αιτήματα και αστικούς εκσυγχρονισμούς που καθυστέρησαν στην Ελλάδα. Είναι άλλο θέμα, ζητήματα που έχουν σχέση με την αντιμετώπιση του αυταρχισμού, νόμων που δεν επιτρέπουν ή βάζουν τεράστια εμπόδια στις συνδικαλιστικές και πολιτικές ελευθερίες στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, να γίνονται στόχοι πάλης στο επίπεδο του κινήματος, και άλλο θέμα το κίνημα να βάζει μπροστά του ένα φράγμα στην αντιμονοπωλιακή - αντικαπιταλιστική συσπείρωση, δίνοντας προτεραιότητα στην υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας και μάλιστα ως ζήτημα κυβερνητικής συνεργασίας. Αλλωστε, η αστική τάξη, ανάλογα με τις ανάγκες της και την πρόοδο της ταξικής πάλης, χρησιμοποιεί και τις δύο τακτικές: Εκείνη του «καρότου» και εκείνη του «μαστίγιου».
Το
Κόμμα έκανε κριτική στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με κριτήριο τους στόχους
αλλαγής, ενώ ταυτόχρονα το έκρινε γιατί δεν ήθελε τη συνεργασία με το
ΚΚΕ στο κυβερνητικό επίπεδο και την σαμπόταρε στο μαζικό κίνημα.
Εγκαλούσε το ΠΑΣΟΚ για το ότι ως κυβέρνηση πολιτευόταν με μέτρα που δεν
έφευγαν από την πολιτική εκσυγχρονισμένης διαχείρισης του συστήματος,
αναζητούσε ανοχή στην πολιτική του από τμήματα της αστικής τάξης,
ακολουθούσε γενικά τις μεταρρυθμίσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Η βασική επιλογή του Κόμματος ήταν ανάπτυξη του κινήματος, η προώθηση συνεργασίας προοδευτικών δυνάμεων, η αντιμετώπιση ρεφορμιστικών τάσεων ώστε να προωθούνταν δημοκρατικές κατακτήσεις, να αφαιρούνταν θέσεις - στηρίγματα της Δεξιάς και να εξουδετερώνονταν τάσεις πισωγυρίσματος, δηλαδή η επιστροφή της ΝΔ στην κυβέρνηση, η επιστροφή του λεγόμενου καθεστώτος της Δεξιάς. Η εθνική ανεξαρτησία, η αντιμονοπωλιακή ανάπτυξη, ο ουσιαστικός εκδημοκρατισμός αναφέρονταν ως βασικά χαρακτηριστικά της κυβέρνησης της «πραγματικής αλλαγής».
Επίσης αναφέρονταν ως στοιχείο της αντιμονοπωλιακής ανάπτυξης του ελληνικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού η κατάργηση προνομιακών νόμων για τα ξένα και ντόπια μονοπώλια, με εγκαθίδρυση καθεστώτος ελέγχου των τιμών, προγράμματος εθνικοποιήσεων, διεύρυνσης του δημόσιου τομέα με νέες παραγωγικές επενδύσεις, εξυγίανσης του δημόσιου τομέα, ενίσχυσης δημοτικών και συνεταιριστικών επιχειρήσεων, αυστηρών ελέγχων σε εκροές - εισροές, αποδέσμευση από την ΕΟΚ.
(Το επόμενο Σαββατοκύριακο το τελευταίο μέρος)
Ριζοσπάστης Σάββατο 5 Οχτώβρη 2019 - Κυριακή 6 Οχτώβρη 2019
Στο ίδιο Συνέδριο δεν αποκλείεται η πιθανότητα, πριν την έναρξη της επαναστατικής πορείας του πρώτου σταδίου, να υπάρξει ενδιάμεση φάση που εκτιμάται ως τακτικός στόχος, που δεν μπορεί να καθοριστεί από πριν: Αφορά τη συγκρότηση κυβέρνησης, η επιλογή της οποίας θα καθορίζεται από τα υπεύθυνα καθοδηγητικά όργανα ή άλλο συνέδριο του Κόμματος. Επεξηγούσε ότι η κατάργηση του τακτικού στόχου της «Νέας Δημοκρατίας», ως φάσης μέσα στην επαναστατική διαδικασία του πρώτου σταδίου που ανέφερε το 9ο Συνέδριο, γίνεται όχι γιατί δεν υπήρχε η λογική μιας τέτοιας φάσης, αλλά γιατί εξέλειπε η ανάγκη ανατροπής της Χούντας και γιατί ο όρος «Νέα Δημοκρατία» χρησιμοποιήθηκε από το κόμμα που ίδρυσε ο Κ. Καραμανλής.
Δεν προτεινόταν κάποια συγκεκριμένη μορφή συμπαράταξης των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών πολιτικών δυνάμεων, αλλά τονιζόταν ότι μπορούσε ν' αξιοποιηθεί η πείρα του Λαϊκού Μετώπου, του ΕΑΜ, της ΕΔΑ και μερικότερων συνεργασιών στην προδικτατορική περίοδο. Πρόκειται στην ουσία για σχήματα πολιτικής συνεργασίας που καταργούν την ιδεολογική και πολιτική αυτοτέλεια του Κόμματος, όπως άλλωστε συνέβη με την περίπτωση της ΕΔΑ και της ίδρυσης του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου». Είναι φανερό ότι δεν είχε εκτιμηθεί αντικειμενικά η πείρα της ΕΔΑ και πάνω και σ' αυτήν την αδυναμία έγινε παρέκκλιση με την ίδρυση του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου».
Το 10ο Συνέδριο το 1978
ξεκαθάριζε ότι η συγκρότηση του μετώπου θα εξαρτιόταν από την εργατική
τάξη και από τη στάση της στα αιτήματα των εργαζομένων, επισημαίνοντας
ότι οι διαφορές συμφερόντων της εργατικής τάξης και των άλλων
εργαζομένων δεν αφορούν θεμελιακά ζητήματα, έχουν προσωρινό μη ανταγωνιστικό χαρακτήρα.
Παράλληλα με τη συμμαχία των αντιιμπεριαλιστικών και αντιμονοπωλιακών δυνάμεων επιδιωκόταν η συνεργασία και κατά συνέπεια η κυβέρνηση των δημοκρατικών δυνάμεων για την άμεση λύση δημοκρατικών προβλημάτων όπως: Η αντίθεση με το κράτος και παρακράτος της Δεξιάς, η φασιστική δράση, το αυταρχικό καθεστώς και μια σειρά άλλες πλευρές της ΝΔ. Προτεινόταν συνεργασία για την αφαίρεση της εξουσίας από τη Δεξιά στη βάση ενός προγράμματος που προωθούσε, στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατό, την εφαρμογή ανεξάρτητης εθνικής πολιτικής ειρήνης και συνεργασίας με κράτη και λαούς, τη διάλυση του παρακράτους και την αποφασιστική αντιμετώπιση της φασιστικής δράσης, τον εκδημοκρατισμό της δημόσιας ζωής, τον περιορισμό της ασυδοσίας των μονοπωλίων ντόπιων και ξένων και τη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων.
Είναι φανερό ότι δεν είναι δυνατόν αστικές δυνάμεις έστω να εγγυηθούν την πάλη με τον ξένο παράγοντα, την κατάργηση της ασυδοσίας των μονοπωλίων, άλλωστε πουθενά, σε καμία χώρα, δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Σημειωνόταν ταυτόχρονα ότι η δημοκρατική συνεργασία δεν έπρεπε να υποκαταστήσει το κύριο μέτωπο που ήταν η συμμαχία των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων. Η λογική ήταν να μην αναβάλλεται ό,τι μπορούσε ο λαός να κερδίσει στο πλαίσιο του αστικού καθεστώτος, δηλαδή κέρδη αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα, θέση που τελικά παραπέμπει στην άποψη ότι το εργατικό κίνημα και οι σύμμαχοί του οφείλουν ν' αναλάβουν κυβερνητική ευθύνη στο έδαφος του καπιταλισμού για την επίλυση προβλημάτων που η ίδια η αστική τάξη είχε κάποτε στις σημαίες της και τ' απέβαλε, αντιδραστικοποιήθηκε μόλις έγινε κυρίαρχη τάξη.
Το γεγονός ότι σε πολλές χώρες, αν όχι παντού ή σχεδόν παντού, έκανε συμβιβασμούς με την απερχόμενη κυρίαρχη τάξη του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής ή ενέταξε προγενέστερους θεσμούς όπως η βασιλεία στο αστικό πολιτικό σύστημα, εξηγείται και μόνο από ένα αντικειμενικό στοιχείο: Η αστική επανάσταση οδήγησε πάλι σ' εκμεταλλευτικό σύστημα (το τελευταίο), επομένως εξηγούνται τόσο οι συμβιβασμοί όσο και η διατήρηση σε αρκετά νέα καπιταλιστικά κράτη υπολειμμάτων προγενέστερων τρόπων παραγωγής, χωρίς βεβαίως αυτοί να παίζουν καθοριστικό ρόλο στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Αντίθετα με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής που ως νέος αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, ο σοσιαλισμός δεν αναπτύσσεται στους κόλπους της καπιταλιστικής οικονομίας. Η βάση του δημιουργείται για πρώτη φορά στις συνθήκες της επαναστατικής εργατικής, της σοσιαλιστικής εξουσίας. Το αστικό κράτος δεν μετασχηματίζεται σε σοσιαλιστικό, ανατρέπεται και τσακίζεται, στη θέση του διαμορφώνεται εξαρχής το εποικοδόμημα του σοσιαλισμού, τα όργανα της εργατικής εξουσίας με βάση την παραγωγική μονάδα, τον κλάδο, την επικράτεια, με άμεση και έμμεση αντιπροσωπευτική εκλογή από τα κάτω προς τα πάνω, όπως συγκεκριμένα περιλαμβάνει το Πρόγραμμα του Κόμματος που επεξεργάστηκε το 19ο Συνέδριο (Απρίλης 2013).
Στην Ελλάδα, για μια σειρά λόγους, που ξεφεύγουν από το θέμα του παρόντος κειμένου, καθυστέρησαν ορισμένοι αστικοί εκσυγχρονισμοί που προχώρησαν στην καπιταλιστική Ευρώπη, ιδιαίτερα στο δυτικό και βόρειο τμήμα της. Δεν αποτελεί όμως το γεγονός αυτό ζήτημα για πολιτική συνεργασία, για κυβερνητικό πρόγραμμα γύρω από αστικοδημοκρατικά αιτήματα και αστικούς εκσυγχρονισμούς που καθυστέρησαν στην Ελλάδα. Είναι άλλο θέμα, ζητήματα που έχουν σχέση με την αντιμετώπιση του αυταρχισμού, νόμων που δεν επιτρέπουν ή βάζουν τεράστια εμπόδια στις συνδικαλιστικές και πολιτικές ελευθερίες στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, να γίνονται στόχοι πάλης στο επίπεδο του κινήματος, και άλλο θέμα το κίνημα να βάζει μπροστά του ένα φράγμα στην αντιμονοπωλιακή - αντικαπιταλιστική συσπείρωση, δίνοντας προτεραιότητα στην υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας και μάλιστα ως ζήτημα κυβερνητικής συνεργασίας. Αλλωστε, η αστική τάξη, ανάλογα με τις ανάγκες της και την πρόοδο της ταξικής πάλης, χρησιμοποιεί και τις δύο τακτικές: Εκείνη του «καρότου» και εκείνη του «μαστίγιου».
Πριν το 11ο Συνέδριο
και συγκεκριμένα το 1980, στη βάση του Προγράμματος του 10ου Συνεδρίου,
το ΚΚΕ έθεσε το στόχο οι εκλογές να οδηγήσουν στην απομάκρυνση της
Δεξιάς από την κυβερνητική εξουσία, την ανάδειξη δημοκρατικής κυβέρνησης
για την προώθηση του προγράμματος της «πραγματικής αλλαγής», που
κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορούσε να γίνει φάση περάσματος στους
αντιιμπεριαλιστικούς αντιμονοπωλιακούς μετασχηματισμούς της δημοκρατίας
του λαού, στην ενιαία επαναστατική διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό.
Η βασική επιλογή του Κόμματος ήταν ανάπτυξη του κινήματος, η προώθηση συνεργασίας προοδευτικών δυνάμεων, η αντιμετώπιση ρεφορμιστικών τάσεων ώστε να προωθούνταν δημοκρατικές κατακτήσεις, να αφαιρούνταν θέσεις - στηρίγματα της Δεξιάς και να εξουδετερώνονταν τάσεις πισωγυρίσματος, δηλαδή η επιστροφή της ΝΔ στην κυβέρνηση, η επιστροφή του λεγόμενου καθεστώτος της Δεξιάς. Η εθνική ανεξαρτησία, η αντιμονοπωλιακή ανάπτυξη, ο ουσιαστικός εκδημοκρατισμός αναφέρονταν ως βασικά χαρακτηριστικά της κυβέρνησης της «πραγματικής αλλαγής».
Επίσης αναφέρονταν ως στοιχείο της αντιμονοπωλιακής ανάπτυξης του ελληνικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού η κατάργηση προνομιακών νόμων για τα ξένα και ντόπια μονοπώλια, με εγκαθίδρυση καθεστώτος ελέγχου των τιμών, προγράμματος εθνικοποιήσεων, διεύρυνσης του δημόσιου τομέα με νέες παραγωγικές επενδύσεις, εξυγίανσης του δημόσιου τομέα, ενίσχυσης δημοτικών και συνεταιριστικών επιχειρήσεων, αυστηρών ελέγχων σε εκροές - εισροές, αποδέσμευση από την ΕΟΚ.
(Το επόμενο Σαββατοκύριακο το τελευταίο μέρος)
Ριζοσπάστης Σάββατο 5 Οχτώβρη 2019 - Κυριακή 6 Οχτώβρη 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου