Στη μνήμη του ένα μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημά του " Δύσκολες μέρες", το οποίο εκδόθηκε το 1956 στη Ρουμανία από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις. Ακυκλοφόρητο στην Ελλάδα και σπάνιο βιβλίο.Πρόκειται για τον α’ τόμο.
"...Κατά τη
βρυσούλα τη μοναχική – μεσάνυχτα θα είναι – ανεβαίνει κάποιος.
Κουτσαίνει, κοντανασαίνει, κοντοστέκεται και ξανασαίνει. Κάθεται στο
πεζούλι. Το νεράκι πέφτει απ’ την ξυλένια κάνουλα μουρμουριστά και
τρέχει στην πλαγιά ανάμεσα σε χαλίκια και χορτάρια. Ατάραχος στέκει ο
γέρο – πλάτανος, μόνο τα φύλλα του σαν κάτι να μουρμουρίζουν με του
βουνού τ’ αγέρι. Τα έλατα πιο κει, στέκουν ορθά στητά και πότε – πότε
γέρνουν τις κορφές αλαφρά και σιγοκουβεντιάζουν. Μοσχοβολάει ο αγέρας
από ρετσίνι, ρίγανη, θυμάρι και φρεσκοκομμένο χόρτο. Κάποιος ασβός έπεσε
σε παγίδα και σκούζει. Αντηχάει ολόγυρα των τριζονιών η μουσική. Τα
χωριουδάκια στις πλαγιές, στις ρεματιές, σκόρπια εδώ κι εκεί, κοιμούνται
τυλιγμένα στη νυχτερινή σιγαλιά.
Τσακισμένο είναι το κορμί. Πικραμένη, μα περήφανη η ψυχή. Κι απ’ του μυαλού τη στράτα χείμαρος διαβαίνει η ζωή. Αξέχαστες μορφές που χάθηκαν, αγαπημένα πρόσωπα που παλαίβουν, αγάπες και μίση, χαρά και πόνος, λαχτάρες, πόθοι και καημοί. «Μας πήραν το ψωμί, μουρμουρίζει, τον ήλιο, τον αγέρα… τον ύπνο, τη χαρά και τη γαλήνη… Κούρσεψαν τα χωριά μας… Έσφαξαν τα παιδιά μας… Βίασαν τις γυναίκες, τις αδερφές μας… Σκότωσαν… Πόσα δάκρυα, πόσο αίμα, πόσες θυσίες… Κόλαση φριχτή έκαναν τη ζωή μας… Μα του λαού την ψυχή δεν κατάφεραν να την πατήσουν… Σε βουνοκορφές και βαθίσκιωτα δάση, σε χωριά και πολιτείες, σε μπουντρούμια και σε ξερονήσια στέκη αγέρωχη… Δύσκολες μέρες… μα θάρθουν και χαρούμενες..."
Ο Κώστας Μπόσης, δάσκαλος από το χωριό Χώσεψη (Κυψέλη) της Άρτας, μέλος του ΚΚΕ από νεαρή ηλικία, εξόριστος στον Αη – Στράτη, Ελασίτης, μαχητής του ΔΣΕ και στη συνέχεια πολιτικός πρόσφυγας, σε αυτό το μυθιστόρημά του αποδίδει με μεγάλη ρεαλιστικότητα, ζωντάνια και αφηγηματική δεινότητα τις μέρες που ακολούθησαν την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας μέχρι και την πρώτη εποχή της οργάνωσης του δεύτερου αντάρτικου.
Αφηγείται την εποχή της τρομοκρατίας κυρίως στην ύπαιθρο και στα ορεινά χωριά αλλά και τη δράση των ληστοσυμμοριών εναντίον των Εαμιτών, των μελών του ΚΚΕ και όσων τους υποστήριζαν ή τους βοηθούσαν.
Ζωντανεύει το κλίμα μιας τραγικής εποχής όπου το ΕΑΜ και το ΚΚΕ είναι τυπικά νόμιμα, αλλά διώκονται με κάθε τρόπο όσοι συμμετείχαν και ανέπτυξαν δράση μέσα από τις γραμμές τους. Η ατμόσφαιρα είναι ζοφερή. Το ξύλο, οι επιδρομές σε σπίτια, γραφεία και χωριά καθώς και οι δολοφονικές απόπειρες εντάσσονται στην καθημερινότητα των αριστερών και των κομμουνιστών. Οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις και τα βασανιστήρια από τους ληστοσυμμορίτες και τους εθνοφύλακες εντείνονται σε συνδυασμό με τις προβοκάτσιες και τις στημένες δίκες που έχουν στόχο να αποδεκατίσουν το κίνημα και να εξουδετερώσουν κάθε μορφή αντίδρασης προκειμένου οι διάφοροι παράγοντες να δείξουν ότι υπάρχει κράτος και η περίοδος της αναρχίας τελείωσε. Παράλληλα παρουσιάζει την ταυτότητα αυτού του κράτους, πίσω από το οποίο δραστηριοποιούνται πρώτα οι Βρετανοί και μετά οι Αμερικάνοι. Σε πρώτο πλάνο οι συνεργάτες τους, διάφοροι παράγοντες, που έχουν ήδη αρχίσει το μεγάλο φαγοπότι με την εισαγόμενη βοήθεια και ερωτοτροπούν με την εξουσία. Αυτοί λοιπόν θέλοντας να δείξουν πόσο σέβονταν τα αφεντικά τους εξαπολύουν ανηλεές ανθρωποκυνηγητό στα χωριά για να συλλάβουν αγωνιστές, κλέβουν, βιάζουν, βασανίζουν, σκοτώνουν όποιον θεωρούν συνεργάτη των Εαμιτών και των κομμουνιστών ή υποπτεύονται ότι τους βοηθούν.
Μέσα από τους ζωντανούς διαλόγους αλλά και τις πολύ παραστατικά αποδοσμένες σκέψεις των αγωνιστών που διώκονται και την ψυχολογική τους κατάσταση ο Κώστας Μπόσης μάς μεταφέρει την αγωνία, την ένταση, το παράπονο και την πίκρα τους για όσα συνέβησαν από το Δεκέμβρη του 1944 μέχρι και την πρώτη εποχή της οργάνωσης του δεύτερου αντάρτικου.
Ο Μπόσης δεν παρουσιάζει ωραιοποιημένες καταστάσεις, αλλά δίνει ανάγλυφα τους ανθρώπινους χαρακτήρες με τις αδυναμίες τους, τις κάθε είδους πιέσεις που δέχονταν και τις ιδεολογικές τους συγχύσεις.
Μέσα σε όλους αυτούς τους αδύναμους ανθρώπινους τύπους ξεχωρίζουν όμως οι ιδεολόγοι, οι ευαίσθητοι, οι μαχόμενοι κομμουνιστές. Αυτοί ζουν, δρουν, αγωνίζονται, ονειρεύονται, προσπαθούν να σταθούν όρθιοι, αντιστέκονται και θυσιάζονται. Η συντροφικότητα τούς δυναμώνει.
Τα πρόσωπα και τα γεγονότα τοποθετούνται μέσα σε περιβάλλον αστικό αλλά και ορεινό. Λεπτομερείς περιγραφές, χαρακτηριστικό της γραφής του Κώστα Μπόση, χρωματίζουν τα τοπία, αισθητοποιούν τον ήχο του ανέμου, τη βουή του νερού, το κελάηδημα των πουλιών, το κρώξιμο των αρπακτικών, τα αρώματα των φυτών, το ταξίδεμα των σύννεφων, τη δύναμη της βροχής, την απαλότητα του χιονιού. Ραχούλες, διάσελα, χαμηλά και ψηλά βουνά, κάμποι, ποτάμια, σπηλιές, δέντρα και θάμνοι αποκτούν μορφή.
Το περίγραμμα της πόλης που περιγράφει στην αρχή του μυθιστορήματος θυμίζει την Άρτα με το γεφύρι, το ποτάμι, τον κάμπο και στο βάθος τη θάλασσα. Λεμονιές, ελιές, ανθισμένοι κήποι. Οι δρόμοι που οδηγούν στα ορεινά, τα χωριά, οι αγροτικές δουλειές, τα σπίτια, οι άνθρωποι, όλα μοιάζουν βγαλμένα από την τοπιογραφία της ιδιαίτερης πατρίδας του Κώστα Μπόση.
Η γλώσσα πλούσια και εκφραστική, εμπλουτισμένη με λέξεις από την ντοπιολαλιά του συγγραφέα και προσαρμοσμένοι διάλογοι στα πρόσωπα και στους τόπους. Αν και θίγονται πολιτικά και κομματικά ζητήματα στους διαλόγους και σε διάφορους σχολιασμούς ο λόγος δεν είναι ξύλινος ούτε και ψυχρός. Είναι ανθρώπινος, ευαίσθητος, τρυφερός, συμβολικός ή σκληρός και τραχύς ανάλογα με τους ανθρώπινους τύπους που τον χρησιμοποιούν.
Το τέλος του α’ τόμου αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχει συνέχεια.
Κ. Μπόση, Δύσκολες Μέρες, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1956, τομ.α΄
Τσακισμένο είναι το κορμί. Πικραμένη, μα περήφανη η ψυχή. Κι απ’ του μυαλού τη στράτα χείμαρος διαβαίνει η ζωή. Αξέχαστες μορφές που χάθηκαν, αγαπημένα πρόσωπα που παλαίβουν, αγάπες και μίση, χαρά και πόνος, λαχτάρες, πόθοι και καημοί. «Μας πήραν το ψωμί, μουρμουρίζει, τον ήλιο, τον αγέρα… τον ύπνο, τη χαρά και τη γαλήνη… Κούρσεψαν τα χωριά μας… Έσφαξαν τα παιδιά μας… Βίασαν τις γυναίκες, τις αδερφές μας… Σκότωσαν… Πόσα δάκρυα, πόσο αίμα, πόσες θυσίες… Κόλαση φριχτή έκαναν τη ζωή μας… Μα του λαού την ψυχή δεν κατάφεραν να την πατήσουν… Σε βουνοκορφές και βαθίσκιωτα δάση, σε χωριά και πολιτείες, σε μπουντρούμια και σε ξερονήσια στέκη αγέρωχη… Δύσκολες μέρες… μα θάρθουν και χαρούμενες..."
Ο Κώστας Μπόσης, δάσκαλος από το χωριό Χώσεψη (Κυψέλη) της Άρτας, μέλος του ΚΚΕ από νεαρή ηλικία, εξόριστος στον Αη – Στράτη, Ελασίτης, μαχητής του ΔΣΕ και στη συνέχεια πολιτικός πρόσφυγας, σε αυτό το μυθιστόρημά του αποδίδει με μεγάλη ρεαλιστικότητα, ζωντάνια και αφηγηματική δεινότητα τις μέρες που ακολούθησαν την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας μέχρι και την πρώτη εποχή της οργάνωσης του δεύτερου αντάρτικου.
Αφηγείται την εποχή της τρομοκρατίας κυρίως στην ύπαιθρο και στα ορεινά χωριά αλλά και τη δράση των ληστοσυμμοριών εναντίον των Εαμιτών, των μελών του ΚΚΕ και όσων τους υποστήριζαν ή τους βοηθούσαν.
Ζωντανεύει το κλίμα μιας τραγικής εποχής όπου το ΕΑΜ και το ΚΚΕ είναι τυπικά νόμιμα, αλλά διώκονται με κάθε τρόπο όσοι συμμετείχαν και ανέπτυξαν δράση μέσα από τις γραμμές τους. Η ατμόσφαιρα είναι ζοφερή. Το ξύλο, οι επιδρομές σε σπίτια, γραφεία και χωριά καθώς και οι δολοφονικές απόπειρες εντάσσονται στην καθημερινότητα των αριστερών και των κομμουνιστών. Οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις και τα βασανιστήρια από τους ληστοσυμμορίτες και τους εθνοφύλακες εντείνονται σε συνδυασμό με τις προβοκάτσιες και τις στημένες δίκες που έχουν στόχο να αποδεκατίσουν το κίνημα και να εξουδετερώσουν κάθε μορφή αντίδρασης προκειμένου οι διάφοροι παράγοντες να δείξουν ότι υπάρχει κράτος και η περίοδος της αναρχίας τελείωσε. Παράλληλα παρουσιάζει την ταυτότητα αυτού του κράτους, πίσω από το οποίο δραστηριοποιούνται πρώτα οι Βρετανοί και μετά οι Αμερικάνοι. Σε πρώτο πλάνο οι συνεργάτες τους, διάφοροι παράγοντες, που έχουν ήδη αρχίσει το μεγάλο φαγοπότι με την εισαγόμενη βοήθεια και ερωτοτροπούν με την εξουσία. Αυτοί λοιπόν θέλοντας να δείξουν πόσο σέβονταν τα αφεντικά τους εξαπολύουν ανηλεές ανθρωποκυνηγητό στα χωριά για να συλλάβουν αγωνιστές, κλέβουν, βιάζουν, βασανίζουν, σκοτώνουν όποιον θεωρούν συνεργάτη των Εαμιτών και των κομμουνιστών ή υποπτεύονται ότι τους βοηθούν.
Μέσα από τους ζωντανούς διαλόγους αλλά και τις πολύ παραστατικά αποδοσμένες σκέψεις των αγωνιστών που διώκονται και την ψυχολογική τους κατάσταση ο Κώστας Μπόσης μάς μεταφέρει την αγωνία, την ένταση, το παράπονο και την πίκρα τους για όσα συνέβησαν από το Δεκέμβρη του 1944 μέχρι και την πρώτη εποχή της οργάνωσης του δεύτερου αντάρτικου.
Ο Μπόσης δεν παρουσιάζει ωραιοποιημένες καταστάσεις, αλλά δίνει ανάγλυφα τους ανθρώπινους χαρακτήρες με τις αδυναμίες τους, τις κάθε είδους πιέσεις που δέχονταν και τις ιδεολογικές τους συγχύσεις.
Μέσα σε όλους αυτούς τους αδύναμους ανθρώπινους τύπους ξεχωρίζουν όμως οι ιδεολόγοι, οι ευαίσθητοι, οι μαχόμενοι κομμουνιστές. Αυτοί ζουν, δρουν, αγωνίζονται, ονειρεύονται, προσπαθούν να σταθούν όρθιοι, αντιστέκονται και θυσιάζονται. Η συντροφικότητα τούς δυναμώνει.
Τα πρόσωπα και τα γεγονότα τοποθετούνται μέσα σε περιβάλλον αστικό αλλά και ορεινό. Λεπτομερείς περιγραφές, χαρακτηριστικό της γραφής του Κώστα Μπόση, χρωματίζουν τα τοπία, αισθητοποιούν τον ήχο του ανέμου, τη βουή του νερού, το κελάηδημα των πουλιών, το κρώξιμο των αρπακτικών, τα αρώματα των φυτών, το ταξίδεμα των σύννεφων, τη δύναμη της βροχής, την απαλότητα του χιονιού. Ραχούλες, διάσελα, χαμηλά και ψηλά βουνά, κάμποι, ποτάμια, σπηλιές, δέντρα και θάμνοι αποκτούν μορφή.
Το περίγραμμα της πόλης που περιγράφει στην αρχή του μυθιστορήματος θυμίζει την Άρτα με το γεφύρι, το ποτάμι, τον κάμπο και στο βάθος τη θάλασσα. Λεμονιές, ελιές, ανθισμένοι κήποι. Οι δρόμοι που οδηγούν στα ορεινά, τα χωριά, οι αγροτικές δουλειές, τα σπίτια, οι άνθρωποι, όλα μοιάζουν βγαλμένα από την τοπιογραφία της ιδιαίτερης πατρίδας του Κώστα Μπόση.
Η γλώσσα πλούσια και εκφραστική, εμπλουτισμένη με λέξεις από την ντοπιολαλιά του συγγραφέα και προσαρμοσμένοι διάλογοι στα πρόσωπα και στους τόπους. Αν και θίγονται πολιτικά και κομματικά ζητήματα στους διαλόγους και σε διάφορους σχολιασμούς ο λόγος δεν είναι ξύλινος ούτε και ψυχρός. Είναι ανθρώπινος, ευαίσθητος, τρυφερός, συμβολικός ή σκληρός και τραχύς ανάλογα με τους ανθρώπινους τύπους που τον χρησιμοποιούν.
Το τέλος του α’ τόμου αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχει συνέχεια.
Κ. Μπόση, Δύσκολες Μέρες, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1956, τομ.α΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου