Ας δούμε καταρχάς κάποια ενδιαφέροντα σημεία που θα μας φανούν χρήσιμα στη συνέχεια.
Οι συντεχνίες συνένωναν τους χειροτέχνες
των πόλεων ενός ορισμένου επαγγέλματος ή κάμποσων συναφών επαγγελμάτων. Μέλη
των συντεχνιών με πλέρια δικαιώματα ήταν
μόνο οι χειροτέχνες μάστοροι… Οι συντεχνίες περιφρουρούσαν με επιμέλεια το αποκλειστικό
δικαίωμα των μελών τους να ασχολούνται με το δοσμένο επάγγελμα και ρύθμιζαν το
προτσές της παραγωγής: καθόριζαν τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας, τον αριθμό
των καλφάδων και των μαθητευόμενων του κάθε μάστορα, καθόριζαν την ποιότητα των
πρώτων υλών και του έτοιμου προϊόντος, καθώς και την τιμή του, συχνά αγόραζαν
από κοινού τις πρώτες ύλες. Οι μέθοδες δουλειάς που είχαν καθιερωθεί από τη
μακρόχρονη παράδοση ήταν υποχρεωτικές για όλους. Η αυστηρή ρύθμιση είχε σκοπό
να πετύχει ώστε κανένας μάστορας να μην ανέβει πιο ψηλά από τους άλλους. Εκτός
απ’ αυτό, οι συντεχνίες αποτελούσαν και οργανώσεις αλληλοβοήθειας.
(Ακαδημία
Επιστημών της ΕΣΣΔ, Πολιτική Οικονομία, 1961, σελ. 57-60)
Η συντεχνία ως φεουδαρχική μορφή
οργάνωσης της χειρωνακτικής εργασίας, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Βυζάντιο
τον 9ο αιώνα (στην Ιταλία το 10ο και εν συνεχεία στην
υπόλοιπη Ευρώπη), ενώ από τα μέσα του 14ου άρχισε να αποκτά
σημαντική δύναμη κι επιρροή. (…) Έως το 1890 οι συντεχνίες (σινάφια, ισνάφια,
ρουφέτια ή βιομηχανικές κοινωνίες) αποτελούσαν ουσιαστικά επαγγελματικές
οργανώσεις. (…) Η συντεχνιακή οργάνωση εξελίχτηκε ιστορικά,
παράλληλα και σε άμεση συνάρτηση, με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και τις
ανάγκες του αστικού εκσυγχρονισμού. Έτσι, μετά το 1890 άρχισαν να εμφανίζονται
και μικτά σωματεία (εργατών-εργοδοτών), ενώ το 1909 (για την οθωμανική
αυτοκρατορία) και το 1914 (για το ελληνικό κράτος) καθιερώθηκε νομοθετικά ο
πλήρης διαχωρισμός εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων.
(Αναστάσης
Γκίκας, Από την πείρα του κινήματος των οικοδόμων στην Ελλάδα, Σύγχρονη Εποχή,
σελ 11-13)
Μέλη της συντεχνίας μπορούσαν να είναι
μόνο οι μάστορες, δηλαδή όσοι είχαν επαρκή εμπειρία για την άσκηση του
επαγγέλματος. Οι μάστορες διέθεταν συνήθως κατάστημα, εργαστήρι ή συνεργείο,
όπου απασχολούσαν μαθητευόμενους και καλφάδες ως μισθωτούς τους. Επομένως οι
μάστορες ήσαν συνήθως και εργοδότες, οι δε συντεχνίες ήσαν κυρίως εργοδοτικές
οργανώσεις. Οι μαθητευόμενοι και οι καλφάδες δεν ήσαν μέλη των συντεχνιών, αλλά
τελούσαν υπό τον έλεγχό τους: οι συντεχνίες έπρεπε να ενημερωθούν για τις
προσλήψεις τους, θέσπιζαν κανόνες για τις σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και
μισθωτών, επέβαλαν πειθαρχικές ποινές στους παραβάτες μισθωτούς, κλπ.
(Γκούτος Χ. Γ.,
Εργασιακές Σχέσεις των οικοδόμων στη
χερσαία Ελλάδα μετά το 1800, Διδακτορική Διατριβή, Πάντειος, 1985, σ. 204)
Στη μακρά διάρκεια της ιστορίας των
Ευρωπαϊκών συντεχνιών, οι χειροτέχνες –που αποτελούσαν το κύριο σώμα των
βιομηχανικών εργατών στα χρόνια του Μεσαίωνα- ήταν βασικά ανεξάρτητοι
παραγωγοί. Κύριοι των εργαλείων της δουλειάς τους, αγόραζαν οι ίδιοι τις πρώτες
ύλες και πουλούσαν μόνοι τα τελειωμένα προϊόντα τους. Οι συντεχνίες κανόνιζαν
τους όρους των εμπορικών ανταλλαγών, φρόντιζαν τους αρρώστους και τους
ηλικιωμένους και μπορούσαν να επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό το πολιτικό
καθεστώς μέσα στο οποίο ζούσαν… Όμως αυτό το συντεχνιακό εργαστήρι, με τους
ανεξάρτητους εργαζόμενους και τη μονοπωλιακή υφή του, ήταν αληθινό εμπόδιο στον
καπιταλισμό που ανέβαινε… Σιγά-σιγά οι γκίλντες (σ.σ. συντεχνίες) επηρεάζονταν
όλο και περισσότερο από τους πλούσιους μαστόρους και εμπόρους και για να
αποκλείσουν από τις τάξεις τους καινούρια μέλη, καθιέρωσαν ορισμένα αυστηρά
περιοριστικά μέτρα… Μια νέα μεγάλη φάση στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και κατά
συνέπεια στην προλεταριοποίηση των χειροτεχνών, άρχισε με την εμφάνιση της Μανιφακτούρας…
Το αποτέλεσμα ήταν να σβήσει σιγά-σιγά η χειροτεχνία σα βασικός τρόπος
βιομηχανικής παραγωγής, να προλεταριοποιηθούν τα μέλη των συντεχνιών και να
υπονομευτούν συστηματικά οι ίδιες οι συντεχνίες… Έτσι, οι ανεξάρτητοι
χειροτέχνες, μεταβλήθηκαν –αν εξαιρέσει κανείς μερικά ιστορικά κατάλοιπα- σε
μισθωτούς δούλους των καπιταλιστών.
(Φόστερ Ου,
Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος, Εκδ. Εταιρία Ελληνικού
Βιβλίου, Αθήνα, 1978 –και εκδόσεις Μόρφωση, 1959- σελ 18-20).
Ας δούμε τώρα
μερικά βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν απ’ όσα διαβάσαμε παραπάνω.
Ο κυρίαρχος
δημόσιος λόγος κι η προπαγάνδα των καναλιών και του αστικού τύπου χαρακτηρίζουν
συντεχνίες τους κλάδους που παλεύουν να διασφαλίσουν τα δικαιώματά τους. Αλλά
οι συντεχνίες δεν είναι καν σωματεία εργαζομένων, είναι ενώσεις μαστόρων,
αυτοαπασχολούμενων επαγγελματιών και εργοδοτών. Η συντεχνία είναι «φεουδαρχική μορφή οργάνωσης της εργασίας»,
προτού καν εμφανιστεί η σύγχρονη εργατική τάξη στο προσκήνιο.
Το παλιό, συντεχνιακό
πνεύμα επιβιώνει σε εκείνα τα κίτρινα συνδικάτα που αποκλείουν από τις τάξεις
τους (και την τάξη τους γενικότερα) τους αντίστοιχους καλφάδες της σημερινής
εποχής, ως κατώτερους και δεύτερης ταχύτητας εργαζόμενους. Αποκλείουν δηλαδή
κάθε λογής συμβασιούχους (αορίστου κι ορισμένου χρόνου), τους πενταμηνίτες των
προγραμμάτων της κοινωφελούς –που δε θεωρούνται καν εργαζόμενοι με πλήρη
δικαιώματα-, τους ευέλικτους και ελαστικούς εργαζόμενους της νέας βάρδιας.
Επιβιώνει εν
μέρει, ως πρόδρομη μορφή τους, στο τραστ και τα καρτέλ των καπιταλιστών, που
μοιράζουν με συμφωνίες μεταξύ τους την πίτα της αγοράς, με διαιτητή και
συλλογικό εκφραστή των συμφερόντων τους απέναντι στις άλλες κοινωνικές τάξεις,
το αστικό κράτος και τους πολιτικούς του εκπροσώπους. Συμφωνίες που εντάσσονται
στο πλαίσιο μιας διαλεκτικά αντιφατικής κατάστασης, όπου οι όροι της παραγωγής προγραμματίζονται
και σχεδιάζονται σε ανώτερη κλίμακα, παράλληλα όμως εντείνεται ο άναρχος χαρακτήρας
της καπιταλιστικής παραγωγής, που οργανώνεται με βάση το μέγιστο δυνατό κέρδος
κι όχι την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών.
Το συντεχνιακό
πνεύμα εκφράζεται πρωτίστως από τους αρνητικούς συσχετισμούς στα σωματεία και
εκείνες τις δυνάμεις, που σπέρνουν την αυταπάτη της ατομικής λύσης σε ευρύτερη κλαδική
κλίμακα, διεκδικούν την ικανοποίηση του στενού ειδικού συμφέροντος του χώρου
τους, χωρίς να βαθαίνουν τους δεσμούς τους με το σύνολο της εργατικής τάξης, να
οργανώνουν την πάλη τους σε συντονισμό με άλλους κλάδους που αντιμετωπίζουν
παρεμφερή προβλήματα –εξάλλου όλα τα προβλήματα στις σημερινές συνθήκες έχουν
κοινή ρίζα. Κι όσο πιο φανερό γίνεται αυτό, τόσο πιο πολύ επιχειρούν να το
κρύψουν πίσω από επιμέρους δευτερογενείς αιτίες (μνημόνιο, κυβερνητική
διαχείριση, κτλ).
Ο συντεχνιασμός
δεν είναι απλά μια φεουδαρχική επιβίωση ως έκφραση της οικονομικής καθυστέρησης
της χώρας και του «υπανάπτυκτου» καπιταλιστικού σχηματισμού της. Ο καπιταλισμός
έχει πάρει ό,τι φεουδαρχικό κατάλοιπο παρέμεινε ζωντανό μετά την επικράτησή του
και το ενέταξε ως γρανάζι στη δική του μηχανή χειραγώγησης κι άλωσης των
συνειδήσεων.
Ο συντεχνιασμός
σήμερα εκφράζεται από τα εργοδοτικά σωματεία, που αντικαθιστούν τις παλιές
εργοδοτικές, συντεχνιακές ενώσεις και δεν είναι καν ανεξάρτητα για να φτάσουν
έστω στο επίπεδο συνείδησης του τρεϊντιγιουνιονισμού και του αυθόρμητου οικονομισμού.
Είναι με δυο λόγια έκφραση της επιρροής της αστικής τάξης στο κίνημα. Κι αν
αυτός είναι επίσης ένας σύντομος και περιεκτικός ορισμός του οπορτουνισμού,
έχουμε μια πολύ καλή εξήγηση γιατί κυριαρχεί το συντεχνιακό πνεύμα στα
σωματεία, όπου υπερτερούν οι δυνάμεις του ποικιλώνυμου οπορτουνισμού.
Το άνοιγμα των
λεγόμενων κλειστών επαγγελμάτων δεν αποσκοπεί στην καλύτερη εξυπηρέτηση του
κοινού, αλλά στη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στον χώρο σε
λίγα κερδοφόρα μονοπώλια, την οργάνωση του προηγούμενου «κλειστού μονοπωλίου»
σε ανώτερη κλίμακα, με δυσμενείς όμως όρους για τους μικροϊδιοκτήτες αλλά και
για τους «καταναλωτές».
Η υπέρβαση
αυτού του μονοπωλίου δε συντελείται έχοντας το βλέμμα μας στραμμένο στο
παρελθόν αλλά οργανώνοντας τον αγώνα στην κατεύθυνση της κοινωνικοποίησής του,
πείθοντας με επίμονη και σταθερή δουλειά τους μικροϊδιοκτήτες που
προλεταριοποιούνται πως το δικό τους αντικειμενικό συμφέρον δε βρίσκεται στην
ονειροπόληση του ιζνογκούντ, που θέλει να γίνει αυτός μονοπώλιο στη θέση του
μεγαλοαστού χαλίφη –εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις που έχουν όντως τέτοιο
ορίζοντα, ως εξαίρεση στο γενικό κανόνα- αλλά σε μια διαφορετική προοπτική, στο
πλευρό της εργατικής τάξης. Το συντεχνιακό πνεύμα στέκει πρωτίστως εμπόδιο σε
αυτήν ακριβώς την προοπτική και όχι στις επιχειρούμενες καπιταλιστικές
αναδιαρθρώσεις.
Τα παραπάνω αποσπάσματα
μπορεί να τα βρει κανείς συγκεντρωμένα στο τελευταίο βιβλίο του αναστάση γκίκα «από
την πείρα του κινήματος των οικοδόμων στην ελλάδα» στο πρώτο κεφάλαιο με την
προϊστορία, τις πρώτες μορφές οργάνωσης, σχέσεις και όρους εργασίας. Και η
αναφορά αυτή είναι ένα μόνο από τα πολλά πιθανά ερείσματα που μπορεί να
οδηγήσουν όχι μόνο τους σφους αναγνώστες, αλλά κάθε απλό εργάτη να αγοράσει και
πρωτίστως να μελετήσει αυτό το βιβλίο και την πολύτιμη πείρα του οικοδομικού
κινήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου