30-09-2018
Στην τελική, η επέμβαση που επιχειρείται στη συλλογική μνήμη με την
εμπορευματοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς έχει να κάνει με την
εσωτερίκευση της αστικής ιδεολογίας, η οποία προσφέρει κριτήρια για
νομιμοποίηση των συμφερόντων της αστικής τάξης στην εποχή του
μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Η διαμαρτυρία του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων
στις 18 Σεπτεμβρίου για τη μεταβίβαση μνημείων, αρχαιολογικών χώρων,
μουσείων και άλλων ακινήτων, αρμοδιότητας του ΥΠΠΟΑ, στην Εταιρεία
Ακινήτων Δημοσίου ΑΕ κινητοποίησε τα Υπουργεία Οικονομικών και
Πολιτισμού με ανακοινώσεις τους να πείσουν πως διασφαλίζονται τα ακίνητα
αρχαιολογικού ενδιαφέροντος και δεν παραχωρούνται στην ΕΤΑΔ κι
επομένως, μέσω αυτής, στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας
(ΕΕΣΠ) που κι αυτή εξέδωσε ανακοίνωση για να διαλύσει αυτούς τους
φόβους.
Στο προσκήνιο και πάλι το ζήτημα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, ιδιαίτερα της αρχαίας, που από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της καταξίωσης της ύπαρξής του. Συγχρόνως, αυτές οι αντιπαραθέσεις αρχαιολογικής υπηρεσίας, υπουργείων και εταιρειών που λειτουργούν «χάριν του δημοσίου συμφέροντος» χωρίς όμως να ανήκουν στο δημόσιο, είναι ενδεικτικές και για το ρόλο του εθνικού κράτους στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό κόσμο.
Θεωρείται φυσικό κι αυτονόητο η δημιουργία από το κράτος, με τη χρήση της ιστορίας και τη συμβολή και της αρχαιολογίας, του αναγκαίου διανοητικού υπόβαθρου για την πολιτική της εθνικής ενότητας και την κατασκευή της ταυτότητας των πληθυσμών σε αναφορά προς την ιστορική τους προέλευση. Σε μεγάλο μάλιστα βαθμό παραβλέπονται οι πολιτικές συμπαραδηλώσεις που περιέκλειε αυτή η οργάνωση του παρελθόντος και ο έλεγχος του νοήματός του στο παρόν (π.χ. το αρχαίον κλέος που επιστρατεύτηκε για δικαίωση της εθνικοφροσύνης στο μετεμφυλιακό κράτος).
Μας παραξενεύει λοιπόν τώρα που, ανομολογήτως και κρυφίως, μέρος των… ιερών και οσίων του έθνους αποτιμώνται απλώς ως οικονομικά εμπορεύματα. Γιατί από τη στιγμή που συμπεριλαμβάνονται στην ΕΕΣΠ δεν εξαιρούνται από τους σχεδιασμούς της Εταιρείας, η οποία θα πρέπει να τα αξιοποιήσει με στρατηγικό της στόχο την αύξηση της οικονομικής τους αξίας για παραγωγή εσόδων. Είναι που υποτιμούσαμε την οικονομική διάρθρωση πάνω στην οποία αναπτύχθηκε το εθνικό ζήτημα μέσα στα αστικά πλαίσια, έχοντας σαν χαρακτηριστικά την αστική κυριαρχία στο εσωτερικό και τον ανταγωνισμό συμφερόντων με το εξωτερικό.
Η αρχαιολογία και η ιστορική καταγραφή χρησιμοποιήθηκαν για να εμπνεύσουν τον εθνικισμό, χωρίς τον οποίο η αρχαιολογία δεν θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο από χόμπι. Γι’ αυτό και ο επαγγελματισμός της αρχαιολογίας εμφανίζεται στην Ευρώπη κατά τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, κατά την περίοδο του ιμπεριαλισμού και του εθνικισμού, και συχνά συνενωμένος με τη σύγχρονη πολιτική και τους εθνικούς στόχους.
Η σχέση της αρχαιολογίας με τον εθνικισμό ανιχνεύεται στο ρόλο της στην ιστορική κατασκευή εθνικών ταυτοτήτων, στην ενίσχυση γλωσσικών, εθνοτικών και φυλετικών στοιχείων, στην οικοδόμηση και στη σύνδεση της με την κατασκευή του εθνικού κράτους και στην ιδεολογική νομιμοποίησή του. Γι’ αυτό και η αρχαιολογία δεν εξαιρείται από πολιτικές εμπλοκές, αφού η αρχαιολογική έρευνα, με ευρήματα θα λέγαμε πολλές φορές «ευπροσάρμοστα», χρησιμοποιείται για τροφοδοτήσεις συγκρούσεων (π.χ. η πρόσφατη διαμάχη περί Μακεδονίας και των συναφών) και για υποστήριξη πολιτικών σκοπιμοτήτων (π.χ. απαλλοτρίωση και καταστροφή παλαιστινιακής πολιτιστικής κληρονομιάς). Οι επαγγελματίες επομένως της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν είναι αδαείς για τους τρόπους με τους οποίους οι ανταγωνιστικές εκδόσεις του παρελθόντος προωθούνται για να υποστηρίζονται ή να αμφισβητούνται επιχειρήματα σχετικά με τα προγονικά δικαιώματα στην υπεροχή μιας συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας ή ακόμα κι ενός πολιτικού συστήματος.
Η ανάπτυξη λοιπόν του εθνικισμού συντέλεσε στην νομιμοποίηση εκείνου του οικονομικού περιβάλλοντος, του καπιταλισμού, που καθόρισε την αναγκαιότητα της ύπαρξης του εθνικού κράτους. Στην εποχή όμως της παγκοσμιοποίησης δεν υπάρχει ανάγκη μιας εθνικής ιδεολογίας, για να γίνει αποδεκτή μια κοινή ταυτότητα που να επιτρέπει τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης να εμφανίζονται ως γενικά και διαταξικά. Η παγκοσμιοποίηση εμφανιζόμενη ως διεθνή εγκυρότητα την οποία νομιμοποιεί η κοινωνία των πολιτών, που η κοινή τους ταυτότητα εμφανίζεται να οικοδομείται πάνω σε παγκόσμιες αξίες, όπως ανθρώπινα δικαιώματα, δεν έχει ανάγκη όχι από το κράτος αλλά από εθνική ιδεολογία και από κρατική παροχή δημοσίων υπηρεσιών και αγαθών που εκχωρούνται σε ιδιωτικούς φορείς με οικονομικά κριτήρια.
Η εκχώρηση λοιπόν αρχαιολογικών τόπων στο Υπερταμείο Αποκρατικοποιήσεων ακόμα κι αν κωλυσιεργώντας με γραφειοκρατικές διαδικασίες δεν πραγματοποιηθεί άμεσα, αυτό δεν σημαίνει πως τελικά δεν θα επιδιωχθεί. Εξάλλου, η εμπορευματοποίηση ήδη υφίσταται, ιδιαίτερα καθώς ο τουρισμός έχει εξελιχθεί στο μεγαλύτερο κλάδο υπηρεσιών στον κόσμο, δημιουργώντας ευκαιρίες για επένδυση και παραγωγή κέρδους. Αυτό φυσικά επηρεάζει την προσέγγιση, ανάδειξη και χρησιμοποίηση των μνημείων, ενώ ο στόχος της μετατροπής τους σε ελκυστικά εμπορικά προϊόντα ευνοεί την παρουσίαση ακόμα και πλασματικής εικόνας του παρελθόντος.
Επιπλέον η δρομολόγηση της ιδιωτικοποίησης μεγάλου μέρους της πολιτιστικής κληρονομιάς εξυπηρετεί πέρα από τις οικονομικές και τις ιδεολογικές σκοπιμότητες της άρχουσας τάξης στο νέο παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό περιβάλλον που διαμορφώνεται. Συνεχίζει να διεκδικεί το παρελθόν επανοργανώνοντάς το πάλι με τους δικούς της όρους, με τρόπο που αφενός να νομιμοποιεί και αφετέρου να προσανατολίζει προς όφελός της δράσεις και ενέργειες στο παρόν.
Γιατί η ιδιωτικοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι και ιδιωτικοποίηση μέρους της συλλογικής μνήμης, αφού οι αρχαιολογικοί τόποι είναι χώροι μνήμης. Κι αυτό σημαίνει ότι οι επιλογές, με τη λογική του εντυπωσιακού, μοναδικού κι επομένως ευπώλητου προϊόντος, των πολιτιστικών μνημείων που αξιοποιούνται, προβάλλονται ή καταστρέφονται και ο τρόπος με τον οποίο αυτό γίνεται επηρεάζει προσεγγίσεις και ερμηνείες του παρελθόντος. Δεν ενδιαφέρει η συνολική εικόνα των πολιτισμικών φαινομένων και συμπεριφορών. Η μνήμη μας έτσι διαμορφώνεται με νέα κριτήρια που συνάδουν με την «αγορά χωρίς σύνορα», που αν μοιάζουν διαφορετικά από την εποχή της επικράτησης της εθνικής ιδεολογίας, έχουν τον ίδιο στόχο. Αποδοχή των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης.
Στην τελική, η επέμβαση που επιχειρείται στη συλλογική μνήμη με την εμπορευματοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς έχει να κάνει με την εσωτερίκευση της αστικής ιδεολογίας, η οποία προσφέρει κριτήρια για νομιμοποίηση των συμφερόντων της αστικής τάξης στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
http://www.katiousa.gr
Στο προσκήνιο και πάλι το ζήτημα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, ιδιαίτερα της αρχαίας, που από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της καταξίωσης της ύπαρξής του. Συγχρόνως, αυτές οι αντιπαραθέσεις αρχαιολογικής υπηρεσίας, υπουργείων και εταιρειών που λειτουργούν «χάριν του δημοσίου συμφέροντος» χωρίς όμως να ανήκουν στο δημόσιο, είναι ενδεικτικές και για το ρόλο του εθνικού κράτους στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό κόσμο.
Θεωρείται φυσικό κι αυτονόητο η δημιουργία από το κράτος, με τη χρήση της ιστορίας και τη συμβολή και της αρχαιολογίας, του αναγκαίου διανοητικού υπόβαθρου για την πολιτική της εθνικής ενότητας και την κατασκευή της ταυτότητας των πληθυσμών σε αναφορά προς την ιστορική τους προέλευση. Σε μεγάλο μάλιστα βαθμό παραβλέπονται οι πολιτικές συμπαραδηλώσεις που περιέκλειε αυτή η οργάνωση του παρελθόντος και ο έλεγχος του νοήματός του στο παρόν (π.χ. το αρχαίον κλέος που επιστρατεύτηκε για δικαίωση της εθνικοφροσύνης στο μετεμφυλιακό κράτος).
Μας παραξενεύει λοιπόν τώρα που, ανομολογήτως και κρυφίως, μέρος των… ιερών και οσίων του έθνους αποτιμώνται απλώς ως οικονομικά εμπορεύματα. Γιατί από τη στιγμή που συμπεριλαμβάνονται στην ΕΕΣΠ δεν εξαιρούνται από τους σχεδιασμούς της Εταιρείας, η οποία θα πρέπει να τα αξιοποιήσει με στρατηγικό της στόχο την αύξηση της οικονομικής τους αξίας για παραγωγή εσόδων. Είναι που υποτιμούσαμε την οικονομική διάρθρωση πάνω στην οποία αναπτύχθηκε το εθνικό ζήτημα μέσα στα αστικά πλαίσια, έχοντας σαν χαρακτηριστικά την αστική κυριαρχία στο εσωτερικό και τον ανταγωνισμό συμφερόντων με το εξωτερικό.
Η αρχαιολογία και η ιστορική καταγραφή χρησιμοποιήθηκαν για να εμπνεύσουν τον εθνικισμό, χωρίς τον οποίο η αρχαιολογία δεν θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο από χόμπι. Γι’ αυτό και ο επαγγελματισμός της αρχαιολογίας εμφανίζεται στην Ευρώπη κατά τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, κατά την περίοδο του ιμπεριαλισμού και του εθνικισμού, και συχνά συνενωμένος με τη σύγχρονη πολιτική και τους εθνικούς στόχους.
Η σχέση της αρχαιολογίας με τον εθνικισμό ανιχνεύεται στο ρόλο της στην ιστορική κατασκευή εθνικών ταυτοτήτων, στην ενίσχυση γλωσσικών, εθνοτικών και φυλετικών στοιχείων, στην οικοδόμηση και στη σύνδεση της με την κατασκευή του εθνικού κράτους και στην ιδεολογική νομιμοποίησή του. Γι’ αυτό και η αρχαιολογία δεν εξαιρείται από πολιτικές εμπλοκές, αφού η αρχαιολογική έρευνα, με ευρήματα θα λέγαμε πολλές φορές «ευπροσάρμοστα», χρησιμοποιείται για τροφοδοτήσεις συγκρούσεων (π.χ. η πρόσφατη διαμάχη περί Μακεδονίας και των συναφών) και για υποστήριξη πολιτικών σκοπιμοτήτων (π.χ. απαλλοτρίωση και καταστροφή παλαιστινιακής πολιτιστικής κληρονομιάς). Οι επαγγελματίες επομένως της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν είναι αδαείς για τους τρόπους με τους οποίους οι ανταγωνιστικές εκδόσεις του παρελθόντος προωθούνται για να υποστηρίζονται ή να αμφισβητούνται επιχειρήματα σχετικά με τα προγονικά δικαιώματα στην υπεροχή μιας συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας ή ακόμα κι ενός πολιτικού συστήματος.
Η ανάπτυξη λοιπόν του εθνικισμού συντέλεσε στην νομιμοποίηση εκείνου του οικονομικού περιβάλλοντος, του καπιταλισμού, που καθόρισε την αναγκαιότητα της ύπαρξης του εθνικού κράτους. Στην εποχή όμως της παγκοσμιοποίησης δεν υπάρχει ανάγκη μιας εθνικής ιδεολογίας, για να γίνει αποδεκτή μια κοινή ταυτότητα που να επιτρέπει τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης να εμφανίζονται ως γενικά και διαταξικά. Η παγκοσμιοποίηση εμφανιζόμενη ως διεθνή εγκυρότητα την οποία νομιμοποιεί η κοινωνία των πολιτών, που η κοινή τους ταυτότητα εμφανίζεται να οικοδομείται πάνω σε παγκόσμιες αξίες, όπως ανθρώπινα δικαιώματα, δεν έχει ανάγκη όχι από το κράτος αλλά από εθνική ιδεολογία και από κρατική παροχή δημοσίων υπηρεσιών και αγαθών που εκχωρούνται σε ιδιωτικούς φορείς με οικονομικά κριτήρια.
Η εκχώρηση λοιπόν αρχαιολογικών τόπων στο Υπερταμείο Αποκρατικοποιήσεων ακόμα κι αν κωλυσιεργώντας με γραφειοκρατικές διαδικασίες δεν πραγματοποιηθεί άμεσα, αυτό δεν σημαίνει πως τελικά δεν θα επιδιωχθεί. Εξάλλου, η εμπορευματοποίηση ήδη υφίσταται, ιδιαίτερα καθώς ο τουρισμός έχει εξελιχθεί στο μεγαλύτερο κλάδο υπηρεσιών στον κόσμο, δημιουργώντας ευκαιρίες για επένδυση και παραγωγή κέρδους. Αυτό φυσικά επηρεάζει την προσέγγιση, ανάδειξη και χρησιμοποίηση των μνημείων, ενώ ο στόχος της μετατροπής τους σε ελκυστικά εμπορικά προϊόντα ευνοεί την παρουσίαση ακόμα και πλασματικής εικόνας του παρελθόντος.
Επιπλέον η δρομολόγηση της ιδιωτικοποίησης μεγάλου μέρους της πολιτιστικής κληρονομιάς εξυπηρετεί πέρα από τις οικονομικές και τις ιδεολογικές σκοπιμότητες της άρχουσας τάξης στο νέο παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό περιβάλλον που διαμορφώνεται. Συνεχίζει να διεκδικεί το παρελθόν επανοργανώνοντάς το πάλι με τους δικούς της όρους, με τρόπο που αφενός να νομιμοποιεί και αφετέρου να προσανατολίζει προς όφελός της δράσεις και ενέργειες στο παρόν.
Γιατί η ιδιωτικοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι και ιδιωτικοποίηση μέρους της συλλογικής μνήμης, αφού οι αρχαιολογικοί τόποι είναι χώροι μνήμης. Κι αυτό σημαίνει ότι οι επιλογές, με τη λογική του εντυπωσιακού, μοναδικού κι επομένως ευπώλητου προϊόντος, των πολιτιστικών μνημείων που αξιοποιούνται, προβάλλονται ή καταστρέφονται και ο τρόπος με τον οποίο αυτό γίνεται επηρεάζει προσεγγίσεις και ερμηνείες του παρελθόντος. Δεν ενδιαφέρει η συνολική εικόνα των πολιτισμικών φαινομένων και συμπεριφορών. Η μνήμη μας έτσι διαμορφώνεται με νέα κριτήρια που συνάδουν με την «αγορά χωρίς σύνορα», που αν μοιάζουν διαφορετικά από την εποχή της επικράτησης της εθνικής ιδεολογίας, έχουν τον ίδιο στόχο. Αποδοχή των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης.
Στην τελική, η επέμβαση που επιχειρείται στη συλλογική μνήμη με την εμπορευματοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς έχει να κάνει με την εσωτερίκευση της αστικής ιδεολογίας, η οποία προσφέρει κριτήρια για νομιμοποίηση των συμφερόντων της αστικής τάξης στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
http://www.katiousa.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου