Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Πότε η θεομηνία γίνεται έγκλημα;




Πότε η θεομηνία γίνεται έγκλημα;

 

   Ήταν πάλι Νοέμβρης, το 1961, όταν η θεομηνία πλήττει την Αττική. Οι νεκροί φτάνουν τους 43, οι άστεγοι τους 4.000. 

  Ήταν πάλι Νοέμβρης, το 1977, όταν η θεομηνία πλήττει την Αθήνα. Οι νεκροί ανέρχονται στους 37. 

   Είναι πάλι Νοέμβρης, σήμερα, που η Αττική μετρά – μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές – 15 νεκρούς. 

   Ερώτηση: Σαράντα, πενήντα και παραπάνω χρόνια από το 1961, μέσα σε αυτές τις δεκαετίες που πέρασαν και που η Αττική και η Ελλάδα βίωσε και βιώνει αναρίθμητες τέτοιες θεομηνίες, θα ήταν υπερβολή να μιλήσουμε για θεομηνίες που η μετατροπή τους σε τραγωδίες δεν συνιστά φυσικό αλλά πολιτικό φαινόμενο;


   Εξηγούμαστε:

   Η αποστολή μιας κυβέρνησης, ενός Υπουργικού Συμβουλίου, ενός πολιτικού συστήματος εν συνόλω, δεν είναι να διεκπεραιώνει ρόλο περιοδεύοντα θιάσου παροχής συλλυπητηρίων. Δεν τελειώνει η αποστολή της ούτε με εξαγγελίες μιας μετά θάνατον παροχής αρωγής, ούτε με την κήρυξη εθνικού πένθους όταν έτσι κι αλλιώς το πένθος έχει καταπλακώσει ακόμα και τις λάσπες που προκάλεσαν το πένθος.

   Η όποια ανθρώπινη συμπεριφορά, με την πλειάδα των πολιτικών παραγόντων να σπεύδουν (καλώς) στους τόπους της τραγωδίας, οι συσκέψεις και οι αποφάσεις σε πολιτικά γραφεία, οι διακηρύξεις για παροχή ανθρώπινης συνδρομής, δεν συνιστά το μέτρο με το οποίο κρίνονται η ευθύνη και οι υποχρεώσεις μιας (της κάθε) πολιτικής ηγεσίας.

   Το μέτρο της ευθύνης κάθε πολιτικής ηγεσίας καθορίζεται από το πώς αντιμετωπίζει το εκάστοτε πολιτικό πρόβλημα.

   Εξηγούμαστε διπλά:

   Μια θεομηνία, όπως συνέβη στην Δυτική Αττική, ένα μετεωρολογικό φαινόμενο όπως αυτό που εκδηλώθηκε στο όρος Πατέρα, δεν είναι πολιτικό πρόβλημα. 
Μετατρέπεται, όμως, σε πολιτικό πρόβλημα, όταν η αιτία της πλημμύρας και της καταστροφής που επακολουθεί δεν είναι – μόνο – η θεομηνία, αλλά οι εργολαβικές αυθαιρεσίες, το κράτος των φωτογραφικών αναθέσεων, το ατιμώρητο των παραλείψεων, η πολιτική της αντιπαροχής και της οικοπεδοποίησης.

   Ένας σεισμός δεν είναι πολιτικό πρόβλημα. Μετατρέπεται, όμως, σε πολιτικό πρόβλημα, από την ανυπαρξία αντισεισμικής πολιτικής, από την ανοχή στη ρεμούλα, από την πολιτική της αδιαφορίας απέναντι στην ανθρωποκτόνα κερδοσκοπία.

   Ένα αυτοκινητικό δυστύχημα δεν είναι πολιτικό θέμα. Είναι, όμως, πολιτικό θέμα – και μάλιστα πρώτου μεγέθους – όταν σ’ αυτήν τη χώρα, την ίδια ώρα που το πολιτικό της σύστημα διακινούσε την «μεγάλη ιδέα» των Ολυμπιακών Αγώνων, το 2004, υπήρχαν πάνω από …6.226 (!) τρόποι για να πεθάνεις στους ελληνικούς δρόμους. Σύμφωνα με την τότε μελέτη της Τροχαίας τόσες ήταν οι παγίδες θανάτου (6.226!) στο ελληνικό εθνικό οδικό δίκτυο.

   Με άλλα λόγια, σ’ αυτόν τον τόπο, πίσω από κάθε σχεδόν δυστύχημα, πίσω από κάθε σχεδόν τραγωδία, πίσω από κάθε σχεδόν ανθρώπινη καταστροφή, πέρα από τον παράγοντα «φύση», πέρα από τον παράγοντα «τύχη», πέρα από τον παράγοντα «ανθρώπινο λάθος», υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής: Η αδιαφορία για την προστασία, πόσω μάλλον, την καλυτέρευση της ζωής των πολλών.

   Αυτή η αδιαφορία δεν λογίζεται ούτε ως ανικανότητα, ούτε ως αβλεψία. Πρόκειται, καθαρά, για πολιτική επιλογή. Πρόκειται για την πολιτική επιλογή όλων των κυβερνήσεων, με τις πολεοδομίες τους, με τους δημοτικούς τους άρχοντες, με τους εργολάβους τους, που ενώ έχουν στη διάθεσή τους και στα συρτάρια τους δεκάδες αναφορές τοπικών αρχών, δεκάδες μελέτες πανεπιστημιακών, δεκάδες παρεμβάσεις φορέων, δεκάδες καταγραφές που επισημαίνουν κινδύνους και προβλέπουν το μέλλον, εκείνες κωφεύουν.

   Η μαρτυρία του καθηγητή Γεωλογίας Δ.Παπανικολάου (στον RealFm) ότι επί 20 χρόνια (!) πηγαίνει τους μεταπτυχιακούς φοιτητές του στη Μάνδρα και τους διδάσκει γιατί εκεί – λόγω της αυθαιρεσίας – η νεροποντή θα φέρει τραγωδία, μιλάει από μόνη της.

   Η μαρτυρία μιας πραγματικότητας που λέει ότι στην Αττική στα μέσα του 19ου αιώνα υπήρχαν 700 ποτάμια και ρέματα, αλλά το 2000 είχαν απομείνει 70 και σήμερα λιγότερα από 50, πιστοποιεί ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι «φυσικό» φαινόμενο. Η τσιμεντοποίηση 550 χιλιομέτρων ρεμάτων στην Αθήνα δεν είναι «φυσικό» φαινόμενο.

   Ότι έπρεπε να περάσουν 90 μέρες (!) από τις φωτιές του Αυγούστου στον Κάλαμο για να αρχίσουν οι εργασίες κορμοδέτησης ώστε οι καμμένοι να μην πνιγούν κιόλας από τις αναμενόμενες βροχές, ότι μετά από τρεις ολόκληρους μήνες οι πολυάσχολοι υπουργοί δεν έχουν υπογράψει ούτε καν την Κοινή Υπουργική Απόφαση με αποτέλεσμα να μην έχουν παρασχεθεί ούτε εκείνα τα γλίσχρα 580 ευρώ της πρώτης βοήθειας στους πληγέντες, αυτά δεν είναι «φυσικά» φαινόμενα.  

   Η πλημμελής αντιπλημμυρική προστασία (δεν φέρνει κέρδη, δεν συμφέρει),
   η ανύπαρκτη αντισεισμική θωράκιση (δεν φέρνει κέρδη, δεν συμφέρει),
   η απουσία αντιπυρικής πρόβλεψης (δεν φέρνει κέρδη, δεν συμφέρει),
   δεν είναι «φυσικά» φαινόμενα. 

   Και εδώ είναι που εντοπίζεται το πολιτικό πρόβλημα: Ότι πίσω από κάθε σχεδόν θεομηνία, πίσω από κάθε σχεδόν ακραίο φυσικό φαινόμενο, υπάρχει μια τόσο ακραία πολιτική συμπεριφορά που, τελικά, αυτή μετατρέπει τις θεομηνίες σε τραγωδίες. Τραγωδίες με οφθαλμοφανώς ταξικό πρόσημο, αφού ως συνήθως δεν πλημμυρίζουν τα «ρετιρέ» αλλά τα «υπόγεια». 

   Αλλά, τότε, σε αυτή την περίπτωση, δεν μιλάμε για θεομηνίες. Μιλάμε για εγκλήματα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου