Η απόφαση της Ρωσίας στις 24
Φεβρουαρίου να ξεκινήσει στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία προκάλεσε αντιδράσεις ανά τον
κόσμο, με πολλά κράτη να καταδικάζουν έντονα τις ενέργειες της και άλλα να
περιορίζονται σε γενικότερες εκκλήσεις για αποκλιμάκωση από όλες τις πλευρές
και επιστροφή στον διπλωματικό διάλογο. Με τη δική μας κυβέρνηση να δηλώνει
βιαστικά παρών στην μεριά αυτού που θεωρεί πιο δυνατού, μήπως και μαζέψει κάποια ψίχουλα από το φαγοπότι
του πολέμου, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στον λαό, στο όνομα του οποίου κυβερνά. Η
απειλή όμως να εξελιχτεί αυτή η επίθεση στη
μεγαλύτερη ευρωπαϊκή σύγκρουση που να πυροδοτήσει εκτός ελέγχου αλυσιδωτές
αντιδράσεις μοιάζει πραγματική και ήδη έχουν διαμορφωθεί τα δυο στρατόπεδα. Των
ΗΠΑ με αιχμή του δόρατος το ΝΑΤΟ που πίσω του στοιχίζεται όλη η ΕΕ, και της
Ρωσίας, το καθένα με τα δικά του συμφέροντα. Κι ανάμεσα οι λαοί που όταν δεν
σφαγιάζονται υποχρεώνονται σε τόσους συμβιβασμούς για να δέχονται την κατάσταση
όπως είναι, ελπίζοντας να επιβιώσουν με κυρτωμένη τη ράχη κάτω από το βάρος της κυρίαρχης τάξης.
Κι
ενώ στην Ουκρανία το σκηνικό πολέμου όπως σκηνοθετείται από τα μέσα ενημέρωσης
δεν είναι αρκούντως διαφωτιστικό, καθώς η ενημέρωση στον πόλεμο τείνει να
ταυτιστεί με την προπαγάνδα, το μόνο βέβαιο είναι πως η ουκρανική κρίση θα
επηρεάσει, και μακροπρόθεσμα, κάθε σφαίρα της ζωής σε όλον τον κόσμο. Ήδη μια
τεράστια αύξηση στρατιωτικών δαπανών ανακοίνωσε ο καγκελάριος Σόλτς, κατά τη
διάρκεια μιας έκτακτης κοινοβουλευτικής συνόδου για την Ουκρανία. Μοιάζει να γενικεύεται
και να επεκτείνεται η κούρσα των στρατιωτικών εξοπλισμών. Είναι που οι πόλεμοι και οι απειλές, η αμυντική βιομηχανία
και η ισχύς των ιμπεριαλιστών αλληλοεξαρτώνται. Η αποδυνάμωση της αμυντικής
βιομηχανίας σημαίνει σ’ ένα μεγάλο βαθμό αποδυνάμωση της ραχοκοκαλιάς της καπιταλιστικής
οικονομίας και υπονόμευση της δύναμης των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Γι’ αυτές, σημείο
εκκίνησης για την παγκόσμια στρατηγική τους είναι είτε να αναζητήσουν ευκαιρίες
είτε να βάλουν εχθρικούς στόχους για να δημιουργήσουν εντάσεις ή να επέμβουν
άμεσα με όπλα.
Σε
αντίθεση με τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν ότι το τέλος του ψυχρού πολέμου θα αποφέρει ειρήνη,
εδώ μιλούσαν και για το τέλος της ιστορίας, η στρατηγική των ΗΠΑ συνέχισε να αποτελεί μια
νέα απειλή για τον κόσμο. Μετά μάλιστα
τη διάλυση του Σύμφώνου της Βαρσοβίας δεν ετέθη ποτέ το βασικό μάλιστα ερώτημα
που θα έπρεπε, δηλ. γιατί υπήρχε το ΝΑΤΟ
μετά το 1990. Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου ως στρατιωτική
συμμαχία των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, με ηγέτη τις ΗΠΑ, για να περιορίσει τον
κομμουνισμό και να αντιμετωπίσει επιθετικά τη Σοβιετική Ένωση και τις χώρες της
Ανατολικής Ευρώπης. Το ΝΑΤΟ δεν διαλύθηκε όταν διαλύθηκε το Σύμφωνο της
Βαρσοβίας. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες
πίεσαν να συμπεριλάβουν τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης στη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Το νέο δόγμα του
επεκτείνει τη στρατιωτική του ισχύ στην Ανατολική Ασία, την Αφρική ή
οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου όπου οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ
αισθάνονται ότι απειλούνται τα συμφέροντά τους. Απόδειξη της δύναμης
των ΗΠΑ είναι πως δεν περιορίζουν τη στρατιωτική δράση στο
πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και στην εντολή που δίδεται στο Συμβούλιο Ασφαλείας
σχετικά. Παράδειγμα, η στρατιωτική δράση κατά της Γιουγκοσλαβίας που παρέκαμψε
εντελώς τα Ηνωμένα Έθνη. Η νέα στρατηγική αντίληψη που ήδη σκιαγραφήθηκε από
την 50η επέτειό του έχει υποβαθμίσει περαιτέρω τα Ηνωμένα Έθνη ως ένα απλό βοηθητικό
όργανο που μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο μόνο εάν οι ΗΠΑ και οι
σύμμαχοί τους αποφασίσουν να το αφήσουν να το κάνει.
Οι ΗΠΑ αναμφισβήτητα
θέλουν να επιβάλλουν την κυριαρχία της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος τους
σε συνδυασμό με το αυξανόμενο μονοπώλιο στη χρήση της υψηλής τεχνολογίας για
στρατιωτικούς σκοπούς. Συνεχίζουν λοιπόν να διατηρούν και αναπτύσσουν την τρομερή στρατιωτική τους
ισχύ για έναν παγκόσμιο ρόλο που περιλαμβάνει την προστασία και διατήρηση της
ιμπεριαλιστικής τάξης. Επιπλέον χρησιμοποιούν τη συντριπτική τους δύναμη για να ασκούν την ηγεμονία τους, ενώ οι επιθέσεις
σε πολύ αδύναμες τρίτες χώρες πέρα από εξασφάλιση συγκεκριμένων υλικών
συμφερόντων, εδραιώνει την αξιοπιστία και τη φήμη της ως παγκόσμιας υπερδύναμης.
Σε σχέση μάλιστα με τη Ρωσία, παρά τις
υποσχέσεις και τις συμφωνίες μ’ αυτήν να μην επεκταθεί το ΝΑΤΟ προς τα
ανατολικά μέχρι τα σύνορα της, συνέχιζαν να πιέζουν, ενώ γνώριζαν ποια θα ήταν
η απάντηση. Και δεν είναι αυτή μια πρωτοφανής συμπεριφορά. Όταν πριν εξήντα
περίπου χρόνια οι ΗΠΑ περικύκλωσαν ολόκληρη την ΕΣΣΔ με στρατιωτικές τους
βάσεις, και αυτή προσπάθησε το ίδιο με
μία μόνο βάση στην Κούβα, οι ΗΠΑ απείλησαν να εξαφανίσουν την ανθρωπότητα. Άλλωστε
η ιμπεριαλιστική Δύση το ίδιο κάνει και με την Κίνα διακηρύσσοντας ότι η Κίνα δεν
μπορεί να εμποδίσει την πρόσβασή της σε μέρη της θάλασσας της Νότιας
Κίνας. Την ίδια στιγμή που ούτε λίγο ούτε πολύ ισχυρίζεται ότι το δυτικό
ημισφαίριο είναι η αυλή της και οποιαδήποτε χώρα σε αυτό μπορεί να παραβιαστεί
εδαφικά μόνο και μόνο επειδή το θέλει.
Καθώς λοιπόν υπάρχουν δύο
χώρες που διαθέτουν τους οικονομικούς πόρους και τη στρατιωτική δύναμη για να
αμφισβητήσουν την ηγεμονία των ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα, η παγκόσμια στρατιωτική
στρατηγική των ΗΠΑ τις θεωρεί απειλή. Η επέκταση λοιπόν του ΝΑΤΟ προς ανατολάς
πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα της ανάγκης να περιοριστεί και να τιθασευτεί η
Ρωσία και στα πλαίσια αυτά πρέπει να ενταχθεί η αντίδραση της Ρωσίας. Κι αν η
Ρωσία δεν έχει τόση οικονομική δύναμη για να αντιπαρατεθεί με τις ΗΠΑ,
υποστηρίζοντας τα συμφέροντά της, έχει όμως
τη στρατιωτική της δύναμη, συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών όπλων όπως ο Β.
Πούτιν υπενθύμισε, που μπορεί να υποστηρίξει τη σκληρή της στάση.
Κι αν η σημερινή Ρωσία
με τις δικές της ιμπεριαλιστικές
φιλοδοξίες δεν έχει καμιά σχέση με τη Σοβιετική Ένωση, κληρονόμησε όμως απ’
αυτή την όποια δύναμη έχει τώρα και ο Πούτιν καταχράται το κύρος της Σοβιετικής
Ένωσης για τη δική του επίδειξη δύναμης που τον φέρνουν σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ
και τις χώρες της ΕΕ που τις ακολουθούν.
Όταν λοιπόν οι καπιταλιστικές
κυβερνήσεις των ΗΠΑ και Ρωσίας με τη
δύναμη που έχουν για τα συμφέροντα τους, επιδιώκοντας να διευρύνουν τη σφαίρα επιρροής τους οδηγούνται
σε πόλεμο, είναι οι λαοί που θα πληρώσουν το τίμημα. Γιατί οι λαοί που θεωρούν
πως αυτές οι συγκρούσεις δεν είναι δική
τους υπόθεση, όταν εκείνοι στους οποίους
έχουν αναθέσει να σκέφτονται για
λογαριασμό τους, δηλ. η κυρίαρχη τάξη με
την κυβέρνηση της, τους πηγαίνουν στο
πόλεμο τότε θεωρούν πως πρέπει να πάνε. Και μετά δεν έχουν το περιθώριο ούτε
ιμπεριαλιστή να διαλέξουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου