Οταν το ΠΑΣΟΚ έφερνε την «ευελιξία» και τη «σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα», 30 χρόνια πριν
Το επιχείρημα αυτό, πέρα από το ότι αθωώνει τη διαχρονική στρατηγική του κεφαλαίου και συνολικά τον καπιταλισμό που σάπισε, του είναι χρήσιμο στον ανταγωνισμό με τα άλλα αστικά κόμματα και κυρίως με τη ΝΔ: Από τη μια, τον αθωώνει για την κατάσταση που παρέλαβε το 2015, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση και, από την άλλη, συνδράμει την καλλιέργεια προσδοκιών στο λαό ότι το τέλος των μνημονίων θα σημάνει τη σταθεροποίηση τουλάχιστον των απωλειών στα σημερινά επίπεδα, αν όχι την αρχή μιας πορείας ανάκτησης μισθών και δικαιωμάτων.
Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι τελείως διαφορετική. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε από τους προηγούμενους ένα αρραγές αντεργατικό πλαίσιο, διαμορφωμένο από νόμους που ψηφίστηκαν τα τελευταία χρόνια και με ιδιαίτερη ένταση μετά τη δεκαετία του 1990. Το πλαίσιο αυτό ενισχύθηκε από τις οδηγίες και τις κατευθύνσεις της ΕΕ του κεφαλαίου, θωρακίστηκε παραπέρα την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης και πάνω εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ προσθέτει σήμερα νέα μέτρα. Ας δούμε μια σύντομη αναδρομή ξεκινώντας από το (όχι και τόσο μακρινό) 1986.
Ενα «πακέτο» ...από τα παλιά
- Τη «σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα της εργασίας». Στο πλαίσιο αυτό, θα υπογράφονταν συμφωνίες παραγωγικότητας κατά επιχείρηση και κατά κλάδο, αλλά και σε εθνικό επίπεδο μια συμφωνία - «πιλότος» μεταξύ του ΣΕΒ και της ΓΣΕΕ.
- Τη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» με την εφαρμογή «ελαστικού» ωραρίου σε εβδομαδιαία, μηνιαία και τρίμηνη βάση, που υπονόμευε ανοιχτά από τότε τον σταθερό ημερήσιο χρόνο εργασίας, το 8ωρο.
- Την επέκταση της μερικής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, δίνοντας τη δυνατότητα στους εργοδότες να επιβάλλουν 4ωρο στους εργαζόμενους που βρίσκονται 5 χρόνια πριν από τη συνταξιοδότηση.
- Την αντιδραστικότερη μορφή εφαρμογής της 4ης βάρδιας και τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν πιο εκτεταμένα τη μερική απασχόληση και το ωρομίσθιο.
- Τη δυνατότητα με υπουργική απόφαση να αυξηθεί το ποσοστό των ομαδικών απολύσεων από το 2%, που ίσχυε μέχρι τότε, στο 6% των εργαζομένων μιας επιχείρησης.
- Στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ), που εξέταζε ζητήματα ομαδικών απολύσεων, υπερωριών κ.λπ., θα έμπαινε και εκπρόσωπος των τραπεζών.
- Την επέκταση της επιδότησης των επιχειρήσεων προκειμένου να κάνουν προσλήψεις, ακόμα και στην περίπτωση που έκαναν απολύσεις, υπό την προϋπόθεση να ήταν σε άλλη ειδικότητα από αυτήν της πρόσληψης.
Αμεση απάντηση από το ΚΚΕ
Η ανακοίνωση του ΚΚΕ δεν περιοριζόταν στην πολιτική αποτίμηση, αλλά εκτιμούσε και τις συνέπειες από την εφαρμογή των μέτρων. Για τη σύνδεση μισθών - παραγωγικότητας, σημείωνε πως «η εφαρμογή της θα μεγαλώσει την εξάρτηση των εργαζομένων από τις αυθαιρεσίες του κεφαλαίου. Θα οδηγήσει στη διάβρωση του συστήματος των Συλλογικών Συμβάσεων. Θα διευκολύνει την ανάπτυξη τεχνητών αντιθέσεων ανάμεσα στους εργαζόμενους που δουλεύουν σε επιχειρήσεις και κλάδους με διαφορετικά επίπεδα και δυνατότητες αύξησης της παραγωγικότητας».
Για την επέκταση της μερικής απασχόλησης, τόνιζε πως αποτελεί «πηγή προβλημάτων και ανασφάλειας για όλους τους εργαζόμενους, ενώ δεν αποτελεί διέξοδο στο πρόβλημα της ανεργίας. Η επέκτασή της θα έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στις Συλλογικές Συμβάσεις, στα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, στην κατάσταση των οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης».
Για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας και την καθιέρωση ελαστικών ωραρίων ανάλογα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων, υπογράμμιζε ότι «πλήττεται το κατακτημένο με αγώνες και θυσίες ωράριο εργασίας που ισχύει σήμερα, σε ημερήσια και εβδομαδιαία βάση. Το μέτρο αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις ιδιαίτερα στους εργαζόμενους στη βιομηχανία και σε άλλους κλάδους παραγωγής και ανοίγει το δρόμο για την καθιέρωση του ωρομισθίου».
Ο ένας έκοβε, ο άλλος έραβε
Τη σκυτάλη από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πήρε η ΝΔ και το 1990, με το νόμο 1892, νομοθετήθηκε η διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου σε 6μηνη βάση, καθιερώθηκε η τέταρτη βάρδια το Σαββατοκύριακο με 12ωρη ημερήσια εργασία, διαμορφώθηκε ακόμα πιο αντιδραστικό θεσμικό πλαίσιο για τη μερική απασχόληση. Επί της ουσίας, έγιναν νόμος τα συγκεκριμένα μέτρα που προέβλεπε το 1986 η απόφαση του ΕΣΑΠ. Πράγματι, η πολιτική υπέρ του κεφαλαίου έχει και συνέχεια και συνέπεια.
Ακολούθησε ο νόμος 2639 το 1998, από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με τα περιβόητα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης - που λυσσαλέα είχαν στηριχτεί από την τότε πλειοψηφία της ΓΣΕΕ - με τα οποία υπονομεύονταν οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, ενισχύθηκαν η εκ περιτροπής εργασία και η διευθέτηση του χρόνου εργασίας και εισήχθη η μερική απασχόληση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ενώ καθιερώθηκαν και τα σύγχρονα δουλεμπορικά υπό τον εύηχο τίτλο «ιδιωτικά γραφεία εύρεσης εργασίας».
Δυο χρόνια αργότερα, το 2000, στην «αυγή» της νέας χιλιετηρίδας, με τον νόμο 2874, μεταξύ άλλων, αυξήθηκε το όριο των ομαδικών απολύσεων, δόθηκαν «κίνητρα» για την εξάπλωση της μερικής απασχόλησης, ενώ το 2001 με το νόμο 2956 καθιερώθηκαν και τα γραφεία «ενοικίασης εργαζομένων».
Και καθώς η «ευελιξία» γιγαντώνεται, επιχειρείται με το «πακέτο Γιαννίτση» ριζική ανατροπή και στο Ασφαλιστικό. Μπροστά στις μεγαλειώδεις εργατικές κινητοποιήσεις που έχουν την αποφασιστική συμβολή και τη σφραγίδα του ΠΑΜΕ, η κυβέρνηση Σημίτη αναδιπλώνεται. Ομως, δεν παραιτείται από την προσπάθεια και με το νόμο 3029 (Ρέππα) του 2002 δίνει νέο χτύπημα στην Κοινωνική Ασφάλιση. Ο νόμος αυτός ήρθε να συμπληρώσει τον προηγούμενο, νόμο Σιούφα (2084/1992), με τον οποίο είχε μπει η βάση για την επίθεση στην Κοινωνική Ασφάλιση, η οποία συνεχίζεται έως σήμερα.
Διαχρονική στρατηγική του κεφαλαίου
Βέβαια, η καπιταλιστική κρίση δημιούργησε εκείνες τις προϋποθέσεις, ώστε παλιά και νέα μέτρα να πάρουν ακόμα πιο άγρια μορφή και, κυρίως, να επιταχυνθεί η εφαρμογή τους σε ακόμα μεγαλύτερη έκταση, να πιάσουν στη μέγγενή τους το σύνολο της εργατικής τάξης στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα.
Ωστόσο, η μικρή αυτή αναδρομή που κάναμε, δείχνει πως όλοι οι αντεργατικοί και αντιασφαλιστικοί νόμοι, πάνω στους οποίους πάτησαν και οι νέες «μνημονιακές» ανατροπές της περιόδου 2010 - 2017, ψηφίστηκαν στο διάστημα μιας ολόκληρης εικοσαετίας, πολύ πριν από την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης και μάλιστα όταν η οικονομία κατέγραφε «ανάπτυξη», η χώρα είχε θεαματική και σταθερή αύξηση του ΑΕΠ της και, κυρίως, η κερδοφορία των επιχειρήσεων.
Αποδεικνύεται, επίσης, πως ενώ ο πλούτος που παρήγαν οι εργαζόμενοι πολλαπλασιαζόταν, τα ίδια ακριβώς χρόνια, για δύο τουλάχιστον δεκαετίες, οι εργασιακές σχέσεις ξηλώνονταν, η ευελιξία και η «μαύρη» εργασία γιγαντώνονταν, η εκμετάλλευση μεγάλωνε. Και είναι και αυτό μια πρόσθετη απόδειξη για το τι περιμένει τους εργαζόμενους, με την «επιστροφή στην κανονικότητα» και την «ανάπτυξη», που τους τάζουν για άλλη μια φορά...
Προπάντων, όμως, επιβεβαιώνεται ότι η στρατηγική του κεφαλαίου και η ανάγκη να θωρακιστούν τα κέρδη του ήταν αυτά που επέβαλλαν τους αντεργατικούς - αντιλαϊκούς νόμους όλα τα προηγούμενα χρόνια, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα ή ποιος συνασπισμός κομμάτων ασκούσε τη διακυβέρνηση, με αποκορύφωμα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
Οι ανάγκες αυτές των επιχειρηματικών ομίλων θα είναι εδώ και την επομένη των μνημονίων και αυτό από μόνο του αποτελεί «εγγύηση» ότι η αντιλαϊκή πολιτική θα συνεχιστεί και θα ενταθεί, όσο κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να πείσει για το αντίθετο. Μόνο η παρέμβαση των εργαζομένων και του λαού, σε συμπόρευση με το ΚΚΕ, μπορεί να δημιουργήσει προϋποθέσεις αντεπίθεσης, βάζοντας στο στόχαστρο τη στρατηγική του κεφαλαίου και των κομμάτων του, την ίδια την καπιταλιστική εξουσία και ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Γ. ΖΑΧ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου