Καλάβρυτα, Βιάννος, Κομμένο Αρτας, Δίστομο, Αμάρι Κρήτης, Δομένικο, Μεσόβουνο στη Δυτική Μακεδονία, Χορτιάτης… Μακρύς, ατέλειωτος ο κατάλογος. Μια μακρά λιτανεία μαρτυρικών πόλεων, κωμοπόλεων, χωριών ξεδιπλώνεται μέχρι την ύστατη ώρα που οι κατακτητές παρέμεναν στη χώρα μας (το Κορωπί, δίπλα στην Αθήνα, το μάτωσαν και το ’καψαν στις 8 του Οκτώβρη του 1944 – «γερμανοντυμένοι»), και που οι ταγματασφαλίτες έπαιρναν διαταγές από τη Νέα Τάξη του ναζισμού, πριν μεταπηδήσουν στην υπηρεσία του μεταπολεμικού αντιλαϊκού κράτους.
«Η μαζική κακοποίηση και θανάτωση ανθρώπων, η μαζική καταστροφή πόλεων, χωριών, περιουσιών δεν ήταν μια πολιτική που περιοριζόταν στην ελληνική ύπαιθρο και στις συνοικίες της Αθήνας. Ολη η λειτουργία, η διαχείριση της Νέας Ευρώπης του Άξονα στηριζόταν στην καλλιέργεια του τρόμου. Οι μόνες διαβαθμίσεις που υπήρχαν στην πολιτική αυτή ήσαν όσες εκπορεύονταν από τη ρατσιστική αντίληψη των ιθυνόντων του Ναζισμού. Οι Αριοι, οι γερμανικοί λαοί, απολάμβαναν ένα είδος ειδικής ασυλίας. Ούτε στη Νορβηγία, ούτε στη Δανία, ούτε στην Ολλανδία δεν γίνονταν αγριότητες όπως αυτές που έζησαν τα ελληνικά χωριά (…) Ο Ναζισμός, αυτό είναι μοναδικό σκοτεινό επίτευγμα στην ιστορία του σύγχρονου κόσμου, είχε συμφιλιώσει τους πιστούς του με το έγκλημα. Όποιων διαστάσεων και να ήταν αυτό το τελευταίο», θα πει ο Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ, σε εκδήλωση που διοργάνωσε η ΝΕ Υπαίθρου Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ το 2012 για τα 68 χρόνια από το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη.
«Η ελληνική επίσημη ιστοριογραφία ελάχιστα έχει ασχοληθεί με την πυρπόληση του Χορτιάτη και το βολικό παραμύθι για τους ’’κακούς αντάρτες’’ και τα γερμανικά αντίποινα για το φόνο ενός ανύπαρκτου Γερμανού γιατρού, που είχαν πλάσει οι παραχαράκτες της Ιστορίας, είχε για χρόνια παραμυθιάσει τον κόσμο» γράφει στο λεύκωμά του «Αναζητώντας την Ιθάκη… Πορεία ζωής» ο Γιώργος Φαρσακίδης, ο οποίος μετείχε στα γεγονότα του Χορτιάτη, δεκαοκτάχρονος τότε, ως μαχητής του ΕΛΑΣ.
Στην περίπτωση του Χορτιάτη, της ομώνυμης -κωμόπολης τότε- στους πρόποδες του βουνού στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης, είναι γνωστές οι ιστορίες που κυκλοφόρησαν και κυκλοφορούν: Οτι η επιχείρηση των Γερμανών και των γερμανοντυμένων Ελλήνων δεν ήταν παρά «αντίποινα», εκδίκηση για την επίθεση που δέχτηκαν υπάλληλοι της εταιρείας ‘Υδρευσης και των ανύποπτων Γερμανών που «ευγενικά» είχαν προσφερθεί να τους συνοδεύσουν στη δουλειά τους… Σε κάθε σχεδόν περίπτωση ολοκαυτώματος υπάρχει μια σχετική ιστορία – συνδυασμός «της κακιάς της ώρας» και της «ανεύθυνης, αν όχι ύποπτης» δράσης της ένοπλης Αντίστασης. Όμως και στην περίπτωση του Χορτιάτη διαφεύγει μια μικρή «λεπτομέρεια»: Αν ισχύουν όσα επίσημα ισχυρίζονται, δεν ήταν δυνατό οι Γερμανοί να προλάβουν να οργανώσουν αντίποινα την ίδια μέρα…
Η ίδια ερμηνεία δίνεται, για παράδειγμα, και στην περίπτωση της Βιάννου. Η «κακιά η ώρα» εκεί αποδόθηκε στους «άφρονες» αντάρτες που σκότωσαν τους δύο Γερμανούς στρατιώτες στο φυλάκιο της Κάτω Σύμης με επακόλουθο την καταστροφή των χωριών.
Αλλά ας δούμε πώς παρουσιάζεται το χρονικό του Χορτιάτη, η σφαγή πριν από 70 χρόνια, από την κυριαρχούσα «επίσημη» ιστοριογραφία (αντιγραφή από το γνωστό ιστότοπο ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ):
Tα γεγονότα που προηγήθηκαν
Το πρωί του Σαββάτου 2 Σεπτεμβρίου του 1944 μια διμοιρία του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Βάιο Ρικούδη, που ανήκε στον λόχο του Αντώνη Καζάκου (Καπετάν Φλωριάς) κατέβηκε από το βουνό Χορτιάτης και, έξω από το ομώνυμο χωριό, έστησε ενέδρα σε αυτοκίνητο του οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης που πήγαινε στο βυζαντινό υδραγωγείο για την απολύμανση της δεξαμενής από την οποία υδροδοτούνταν η Θεσσαλονίκη. Όταν το αυτοκίνητο πλησίασε στην τοποθεσία Καμάρα, δέχθηκε τα πυρά των ανταρτών με αποτέλεσμα να τραυματιστούν ο οδηγός του αυτοκινήτου και ένας εργοδηγός που επέβαινε σε αυτό, που και οι δύο ήταν Έλληνες. Ο εργοδηγός εξέπνευσε λίγο αργότερα, αφού μεταφέρθηκε στο χωριό από τους αντάρτες.
Μετά από περίπου μισή ώρα ένα δεύτερο αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν τρεις Γερμανοί, ένας Έλληνας εργοδηγός και ένας Έλληνας υπάλληλος του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, πλησιάζοντας στην ίδια περιοχή, δέχθηκε και αυτό επίθεση από τους αντάρτες. Στη συμπλοκή που ακολούθησε δύο Γερμανοί τραυματίστηκαν. Τελικά οι δύο Έλληνες και ο ένας από τους τραυματίες Γερμανούς πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους αντάρτες, ενώ οι άλλοι δύο Γερμανοί κατάφεραν να διαφύγουν και να επιστρέψουν στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης.
Μετά τις δύο αυτές επιθέσεις των ανταρτών οι κάτοικοι της κωμόπολης του Χορτιάτη ζήτησαν τη συμβουλή του Καζάκου ως προς το αν έπρεπε να φύγουν από το χωριό, φοβούμενοι αντίποινα των Γερμανών, εκείνος όμως τους καθησύχασε, διαβεβαιώνοντάς τους ότι δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Έτσι η πλειοψηφία των κατοίκων που ήταν τότε στο χωριό παρέμειναν στα σπίτια τους (ήταν κυρίως γυναικόπαιδα, καθώς οι περισσότεροι από τους άντρες είχαν φύγει από νωρίς για να πάνε στις δουλειές τους). Έπειτα οι αντάρτες έφυγαν προς το Λιβάδι και την Πετροκέρασα, παίρνοντας μαζί τους τους αιχμαλώτους.
Η σφαγή
Λίγο αργότερα, έφτασαν στο Χορτιάτη περίπου είκοσι φορτηγά με Γερμανούς στρατιώτες και άντρες του Αποσπάσματος Καταδίωξης Ανταρτών του Φριτς Σούμπερτ (Jagdkommando Schubert) και περικύκλωσαν το χωριό. Αφού συγκέντρωσαν τους κατοίκους που βρήκαν στην κεντρική πλατεία και στο καφενείο του χωριού, άρχισαν να λεηλατούν και να πυρπολούν τα σπίτια. Στη συνέχεια οδήγησαν τους συγκεντρωμένους στην πλατεία κατοίκους στο σπίτι του Ευάγγελου Νταμπούδη και τους έκαψαν ζωντανούς. Τους συγκεντρωμένους στο καφενείο τους οδήγησαν, με τη συνοδεία ενός χαρούμενου σκοπού που έπαιζε στο βιολί ένας άντρας του Σούμπερτ και τους έκλεισαν στο φούρνο του Στέφανου Γκουραμάνη. Εκεί οι άντρες του Σούμπερτ έστησαν ένα πολυβόλο και άρχισαν να τους πυροβολούν από ένα μικρό παραθυράκι της πόρτας. Κατόπιν έβαλαν φωτιά για να κάψουν ζωντανούς όσους δεν είχαν σκοτωθεί από τις ριπές του πολυβόλου.
Από τους εγκλωβισμένους όσοι προσπάθησαν να διαφύγουν από το κτίριο που καιγόταν μαχαιρώθηκαν από τους στρατιώτες που περίμεναν έξω. Μόνο δύο άνθρωποι κατάφεραν να γλυτώσουν από το φούρνο του Γκουραμάνη. Εκτός από τους κατοίκους που δολοφονήθηκαν στα δύο προαναφερθέντα σημεία του χωριού, άλλοι δολοφονήθηκαν έξω από τα σπίτια τους και έντεκα καταδιώχθηκαν και εκτελέστηκαν έξω από το χωριό ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν. Επίσης γυναίκες κάτοικοι του Χορτιάτη έπεσαν θύματα βιασμού πριν δολοφονηθούν από τους άντρες του Σούμπερτ. Συνολικά σκοτώθηκαν εκείνη την μέρα 149 κάτοικοι του Χορτιάτη, ανάμεσά τους 109 γυναίκες και κορίτσια και κάηκαν περίπου 300 σπίτια.
Εξαιτίας του φόβου ότι οι Γερμανοί θα επέστρεφαν αλλά και της δυσοσμίας από τα καμένα πτώματα που είχαν μείνει άταφα, οι κάτοικοι που κατάφεραν να σωθούν επέστρεψαν αρκετές μέρες αργότερα στο χωριό. Στις 4 Σεπτεμβρίου οι άντρες του Σούμπερτ επέστρεψαν για να ολοκληρώσουν τη λεηλασία των σπιτιών που είχαν ξεκινήσει δυο μέρες πριν. Εκπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού έμαθαν για τη σφαγή του Χορτιάτη στις 5 Σεπτεμβρίου και κατάφεραν να εξασφαλίσουν άδεια για να μπουν στο χωριό μόλις στις 7 Σεπτεμβρίου.
Μετά τον πόλεμο
Ο Φριτς Σούμπερτ μετά τον πόλεμο δικάστηκε και εκτελέστηκε στην Αθήνα. Το 1960 στήθηκε μνημείο για την σφαγή στο κέντρο της κωμόπολης του Χορτιάτη και το 1998 ονομάστηκε ’’μαρτυρική’’ με το υπ. αριθμ. 399 Προεδρικό Διάταγμα.
Οι πρωταγωνιστές από την πλευρά του ΕΛΑΣ, Βάιος Ρικούδης και Αντώνιος Καζάκος προσπάθησαν μεταπολεμικά να δικαιολογήσουν τη σκοπιμότητα της ενέδρας. Ο Ρικούδης υποστήριξε ότι η ενέδρα και επίθεση αποσκοπούσε να προστατευθούν οι περιουσίες των κατοίκων καθώς είχαν πληροφορίες ότι οι Γερμανοί θα πήγαιναν να αρπάξουν όλα τους τα ζώα. Επίσης υποστήριξε ότι όταν έφθασαν οι άντρες του Σούμπερτ στο χωριό η ομάδα του τους χτύπησε για να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στους κατοίκους ώστε να προλάβουν να απομακρυνθούν. Τέλος ανέφερε ότι φεύγοντας πήραν μαζί τους τους περισσότερους από τους κατοίκους και ότι λίγοι έμειναν πίσω πιστεύοντας ότι δε θα τους πειράξουν οι Γερμανοί. Τα ίδια υποστήριξε και ο Καζάκος και επιπλέον ισχυρίστηκε ότι ποτέ δεν είπε στους κατοίκους να μη φύγουν. Πάντως σύμφωνα με την εφημερίδα Νέα Αλήθεια, ο Καζάκος φέρεται να είπε στους κατοίκους, μετά την επίθεση στα αυτοκίνητα του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, όταν εκείνοι τον ρώτησαν αν έπρεπε να φύγουν: “Δεν πρέπει να φοβάστε πια. Εδώ τώρα είναι ελεύθερη Ελλάδα και κανένας Γερμανός δεν πρόκειται να βάλει το πόδι του ποτέ. Θα ‘ρθει μάλιστα από ώρα σε ώρα και 12 χιλιάδες στρατός”»…
Και η μαρτυρία του Γιώργου Φαρσακίδη…
Αυτά όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η Σφαγή του Χορτιάτη από την «επίσημη» πλευρά, την πλευρά που δεν κρύβει τη συγγένεια της με τους συνεργάτες των κατακτητών και δεν διστάζει να «χρεώνει» τα ναζιστικά εγκλήματα στον ΕΛΑΣ και την Εθνική Αντίσταση. Υπάρχει όμως για τη Σφαγή του Χορτιάτη και μια σημαντική προσωπική μαρτυρία, η μαρτυρία του γνωστού ζωγράφου Γιώργου Φαρσακίδη, ο οποίος στο βιβλίο του «Αναζητώντας την Ιθάκη…», γράφει:
«Στις 2 Σεπτέμβρη 1944, δύο δεκαοχτάχρονοι μαχητές του ΕΛΑΣ, ο γράφων και ο Σταύρος Δήμου (Σταύρακας) κατόπιν εντολής του καπετάν Χορτιάτη, ξαναστήσαμε ενέδρα στο Ρωμαϊκό Υδραγωγείο και χτυπήσαμε γερμανικό αυτοκίνητο, προπομπό φάλαγγας αυτοκινήτων που θα εκτελούσαν την προσχεδιασμένη σφαγή στο Χορτιάτη. Ο οδηγός του αυτοκινήτου τραυματίστηκε βαριά, όμως οι άλλοι δύο Γερμανοί, ύστερα από ανταλλαγή πυρών, κατάφεραν να διαφύγουν. Εμείς στείλαμε τον τραυματία για περίθαλψη και κάψαμε το αυτοκίνητο. Το χτύπημα του αναγνωριστικού αυτοκινήτου αποδείχτηκε σωτήριο για εκατοντάδες κατοίκους του χωριού, οι οποίοι, υπακούοντας στις προτροπές της οργάνωσης, κατάφεραν να διαφύγουν. Τα πάνω από εκατόν σαράντα πέντε άτομα, κυρίως γυναικόπαιδα, που παρέμειναν στο χωριό, δίνοντας πίστη στα λόγια του ιερέα και του προέδρου, που διατηρούσαν ’’καλές σχέσεις’’ με τους Γερμανούς, σφαγιάστηκαν ή κάηκαν ζωντανοί.
Κατά την αγγλική κατοχή και την τρομοκρατία, που ακολούθησε, ο καπετάν Χορτιάτης ισχυριζόταν ότι κατά τα συμβάντα δεν βρισκόταν στο χωριό, μπερδεύει τα γεγονότα και εφευρίσκει έναν ανύπαρκτο ’’Γερμανό γιατρό’’ που σκοτώσαμε, προκαλώντας τα γερμανικά αντίποινα. [Με τον Γιώργο Κιρκιμτζή (καπετάν Χορτιάτη) σε προχωρημένη ηλικία βρεθήκαμε στο σπίτι του με τον Θεόδωρο Βαλαχά. Δεν με γνώρισε και όταν του θύμισα το περιστατικό της τότε συνάντησης και της διαταγής που μου έδωσε να επιστρέψουμε και να ξαναστήσουμε την ενέδρα στο Υδραγωγείο ξαφνιάστηκε κι μου είπε στεναχωρημένος: ’Έλα, βρε Γιώργο, ας τα ξεχάσουμε αυτά, τι θέλεις τώρα και τα σκαλίζεις…’’].
(…) Το ολοκαύτωμα, ως συμβάν, απουσιάζει τόσο από τα γερμανικά όσο και από τα βρετανικά αρχεία. Κι αναρωτιέται κανείς, για να συγκαλύψει άραγε ποιους μεγαλόσχημους συνεργούς εγκλημάτων πολέμου, ποιες πολιτικές ατιμίες και προδοσίες, έχει διαγραφεί αυτή η σελίδα; (Όπως είναι γνωστό, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κουρτ Βαλτχάιμ είχε υπηρετήσει στο Γερμανικό Αρχηγείο Βορείου Ελλάδος ως αξιωματικός πληροφοριών)»…
(Γ. Φαρσακίδης «Αναζητώντας την Ιθάκη…» σελ. 30).
Η ιστορική μνήμη να φωτίσει τα βήματά μας προς το μέλλον
Η προπαγάνδα του δοσιλογισμού που ξεκίνησε ήδη από το Δεκέμβρη του 1944 αμέσως μετά την Κατοχή και τη βρετανική στρατιωτική επέμβαση στην Αθήνα, ζει και βασιλεύει. Η επιχείρηση απο-ενοχοποίησης και η εκστρατεία αποκατάστασης των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής και, φυσικά, των Ελλήνων συνεργατών τους – όσο η άρχουσα τάξη είναι, στη λειτουργία της, στα συμφέροντα και στις αξίες που πιστεύει, η ίδια με εκείνη που έθρεψε την προδοσία, τη βεβήλωση και τη λεηλασία του κατακτημένου από τα ξένα όπλα λαού μας – συνεχώς ανανεώνεται. Οσα συνέβησαν, κατά την κυρίαρχη άποψη και ιδεολογία, ήταν είτε προϊόν της «κακιάς ώρας» είτε αποτέλεσμα παράφρονων ενεργειών εκ μέρους της ένοπλης Αντίστασης, του ΕΛΑΣ ειδικότερα.
Ο ΕΛΑΣ φυσικά δε χρειάζεται ν’ απολογηθεί σε κανένα δοσίλογο και σε κανέναν απόγονο ή απολογητή δοσίλογου. Ηταν ένας εθελοντικός αντάρτικος λαϊκός στρατός που συγκροτήθηκε στη βάση μιας κοινής πίστης για απελευθέρωση και πολέμησε χωρίς να έχει τίποτα απ’ όσα ένας σύγχρονος στρατός χρειάζεται. Τα όπλα του, τα πυρομαχικά του τα έπαιρνε από τον εχθρό, όλα τα υπόλοιπα από το λαό, τα συμφέροντα του οποίου μαχητικά υπηρετούσε. Μάτωσε καίρια τον κατακτητή και τον έκανε να πληρώσει ακριβά την υποδούλωση της Ελλάδας. Οι νεκροί των Γερμανών στις συγκρούσεις τους με την ένοπλη Αντίσταση στην κατεχόμενη Ελλάδα μετρούνται κοντά στις 6.000, πέντε φορές περισσότεροι απ’ ό,τι κόστισε στο Ράιχ η εκστρατεία του 1941 για την κατάληψη της χώρας (χωρίς να υπολογίζουμε Ιταλούς και Έλληνες συνεργάτες τους).
Η απόσταση που χωρίζει τη Νέα Ευρώπη του Ναζισμού από την Ενωμένη Ευρώπη τού σήμερα είναι μικρή και οι βασικοί πρωταγωνιστές, τα βασικά προβλήματα και τα μεγάλα συμφέροντα δεν έχουν διαφοροποιηθεί ιδιαίτερα. Οι ίδιες ανθρωποφάγες πολιτικές επικρατούν και πάντα και παντού τέτοιου είδους πολιτικές έχουν ως κύριο υποπροϊόν «ανθρωποφάγους»… Αυτούς που πρέπει να κλείσουμε στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, ώστε να μη θρηνήσουμε ποτέ ξανά άλλο Χορτιάτη.
Η δύναμη γι’ αυτό βρίσκεται ακόμα στα χέρια μας. Το πλατύ ποτάμι που φουσκώνει πρέπει να το οδηγήσουμε εκεί που ο Άνθρωπος εξυψώνεται. Έχουμε καθήκον να βρούμε το θάρρος να ανοίξουμε τη χαραμάδα στη φωτεινή αχτίδα προς το μέλλον.
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στον «Ημεροδρόμο» στις 2 Σεπτεμβρίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου