Πρόεδρος Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων: Καταργούν το δικαίωμα στην απεργία
του Χριστόφορου Σεβαστίδη, Προέδρου Πρωτοδικών - Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Η αύξηση του ποσοστού απαρτίας ισοδυναμεί
με ουσιαστική κατάργηση του συνταγματικού δικαιώματος στην απεργία
Το Σύνταγμα στο άρθρο 23 παρ. 2 αναγνωρίζει ρητά το δικαίωμα των εργαζομένων στην απεργία. Δεν υπάρχει νομίζω άλλο συνταγματικό δικαίωμα που η αναγνώρισή του πέρασε μέσα από τόσες εκατόμβες νεκρών και για το οποίο χύθηκε τόσο ανθρώπινο αίμα. Η απεργία αποτέλεσε το μοναδικό όπλο εκατομμυρίων μεταναστών που έφταναν σε άθλιες συνθήκες από την γηραιά ήπειρο στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1860 και το κυρίαρχο μέσο πάλης των εξαθλιωμένων της Ευρώπης από τις αρχές του 20ου αιώνα. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στην πρόσφατη ιστορία για να διαπιστώσει πως όλα τα «αυτονόητα» δικαιώματα, όπως το 8ωρο, οι ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, η μείωση της εντατικοποίησης της εργασίας, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας κατακτήθηκαν με αιματηρούς απεργιακούς αγώνες. Και όσο δύσκολα κατακτήθηκαν τόσο εύκολα χάθηκαν λόγω της υποχώρησης του εργατικού κινήματος σε παγκόσμιο επίπεδο.
Είχα την ευκαιρία να σημειώσω και παλαιότερα (Χριστόφορος Σεβαστίδης, Το δικαίωμα απεργίας και ο δικαστικός έλεγχος της άσκησής του, έκδ. 2015, σελ. 11-12) ότι ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να θέτει όπου μπορεί ακόμα μεγαλύτερους περιορισμούς στο δικαίωμα της απεργίας προς όφελος της επιχειρηματικής ελευθερίας, έτσι ώστε το δικαίωμα να υφίσταται στα νομοθετικά κείμενα αλλά να είναι καταργημένο στην πράξη. Από το 2014 επισημάναμε τις συνεχείς πιέσεις που ασκούνταν στην Ελλάδα για λήψη απόφασης απεργίας με απόλυτη πλειοψηφία της γενικής συνέλευσης, κατά το παράδειγμα που ακολουθήθηκε και στη Βουλγαρία. Ο νομοθέτης στην Ελλάδα έθεσε μέχρι σήμερα τόσους περιορισμούς στο δικαίωμα της απεργίας ώστε σε διάστημα μιας πενταετίας (2009-2014) το ποσοστό των νόμιμων απεργιών να φθάνει μόλις το 10% (26 από τις 264) ενώ το 90% αυτών να κρίνονται παράνομες ή καταχρηστικές από τα Δικαστήρια, ιδίως λόγω έλλειψης κάποιας τυπικής προϋπόθεσης. Εφόσον επομένως αυξηθεί το ποσοστό απαρτίας για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης περί απεργίας θα έχουμε έναν νέο νομοθετικό περιορισμό που θα καταργήσει στην πράξη εκ βάθρων την σχετική διάταξη του Συντάγματος.
Η σύμφωνη με το Σύνταγμα νομοθέτηση απαιτεί όχι μόνο τη μη αύξηση του αριθμού της απαρτίας της γενικής συνέλευσης αλλά αντίθετα την τροποποίηση του άρθρου 20 παρ. 1 ν. 1264/82 το οποίο εισάγει έναν αδικαιολόγητο διαχωρισμό (επαναλαμβάνοντας άκριτα το ν. 2151/1920 που μόλις αποποινικοποίησε την απεργία) και το οποίο αναγνωρίζει μόνο για τις τοπικές πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις ως αρμόδιο όργανο την γενική συνέλευση. Σε όλες τις άλλες οργανώσεις –πρωτοβάθμιες πανελλαδικής έκτασης, δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες- αναθέτει την άσκηση του απεργιακού δικαιώματος στα διοικητικά συμβούλια.
Στην πραγματικότητα το Σύνταγμα αναφέροντας ότι η απεργία μπορεί να κηρυχθεί «από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις» εννοεί σαφώς με οποιονδήποτε τρόπο αυτές οι οργανώσεις εκδηλώνουν την βούλησή τους (ανωτ, σελ. 70 επ) άρα και μέσω των διοικητικών τους συμβουλίων. Ποτέ και σε καμία άλλη περίπτωση δεν δείχνει ο νομοθέτης τόση δυσπιστία στο εκλεγμένο διοικητικό συμβούλιο παρά μόνο όταν αυτό αποφασίζει την κήρυξη απεργίας. Μήπως όμως δεν λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο και η σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία που βασίζεται στην αρχή της αντιπροσωπευτικότητας;
Σήμερα με το πρόσχημα της τήρησης της δημοκρατικής αρχής και της μεγαλύτερης κατά το δυνατό εκπροσώπησης των εργαζομένων θα καθίσταται αδύνατη τις περισσότερες φορές η κήρυξη απεργίας λόγω της αδυναμίας σύγκλησης ενός τόσο δυσκίνητου οργάνου όπως είναι η ΓΣ και μάλιστα με πλειοψηφία άνω του 50%. Ο πραγματικός λόγος νομοθέτησης μιας τέτοιας διάταξης είναι περισσότερο από προφανής: Ο εργαζόμενος δεν φτάνει μόνο να είναι φθηνός και να μην έχει σταθερό ωράριο. Θα πρέπει να είναι απογυμνωμένος από κάθε συλλογικό δικαίωμα όπως αυτό των σ.σ.ε. και της απεργίας ώστε να μην μπορεί να διεκδικεί βελτίωση των συνθηκών εργασίας του.
Μόνο με τέτοιους όρους θα ανοίξει ο δρόμος για προσέλευση επενδυτών. Οι διατάξεις ωστόσο του Συντάγματος βάζουν ένα όριο που δεν μπορεί να ξεπεραστεί για χάρη οποιασδήποτε επιδίωξης ή σκοπιμότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου